Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα μικρό προσωπικό βίωμα. Από παιδί σχεδόν θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει στα πλαίσια των πολιτικών συζητήσεων που συχνά πυκνά κάναμε: «ένα από τα μεγαλύτερα ίσως επιτεύγματα του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ότι πήρε από το χεράκι την ελληνική κοινωνία -που τότε βρισκόταν σε έξαρση αντιαμερικανισμού και καχυποψίας προς καθετί δυτικό- και την οδήγησε στην αντίπερα όχθη· σε μια πιο συνετή και νηφάλια προσέγγιση σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο και το γεωστρατηγικό της ρόλο. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Δύση του οφείλουν πολλά για αυτό».
Το δημοσιονομικό και μακροοικονομικό κόστος της κυβίστησης Τσίπρα κολοσσιαίο.
Η θέση αυτή -παρότι κάπως αντισυμβατική για τα δεδομένα του μέσου κεντροαριστερού ψηφοφόρου- δεν ηχεί και τόσο παράλογη. Διότι πράγματι, ο Ανδρέας αφού πρώτα αγκάλιασε τον παραλογισμό της ελληνικής κοινωνίας εν συνεχεία τον διαχειρίστηκε με σωφροσύνη, οδηγώντας έναν ολόκληρο λαό σε βαθμιαία πολιτική ωρίμανση.
Για σταθείτε όμως! Κι ο Τσίπρας το ίδιο δεν έκανε; Δεν οδήγησε ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λάου σε αποδοχή της λογικής του Μνημονίου ως καλύτερης δυνατής λύσης αφού πρώτα επί πολλά έτη είχε υιοθετήσει κάθε αντιμνημονιακή αερολογία;
Οι δύο περιπτώσεις βεβαίως είναι ξεχωριστές. Πρώτον, γιατί κάθε προσωπικότητα, κάθε ιστορική συγκυρία και κάθε πολιτικό ζήτημα έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Και δεύτερον και κυριότερον, διότι το κόστος της προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας σε μια πιο δυτικόφιλη στάση ήταν ελάχιστο, ενώ το δημοσιονομικό και μακροοικονομικό κόστος της κυβίστησης Τσίπρα κολοσσιαίο. Εξάλλου, και η ευθύνη του Ανδρέα Παπανδρέου για το «φούντωμα» του αντιαμερικανισμού μετά τα γεγονότα της Κύπρου και την απριλιανή δικτατορία ήταν απείρως μικρότερη συγκριτικά με την ευθύνη Τσίπρα για τη γιγάντωση του Αντιμνημονίου.
Παρόλαυτα, η κρισιμότητα του ζητήματος, από την απάντηση στο οποίο μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα με διαχρονική αξία, παραμένει: είναι δυνατόν να υπάρξει χρήσιμος λαϊκισμός; Όσο κι αν σοκάρει κάποιους η διατύπωση του ερωτήματος, η αντίληψη ότι ο καλών προθέσεων ηγέτης δικαιούται να τάξει και κάτι παραπάνω, να εκστομίσει και μερικές ευχάριστες ανοησίες, να χαϊδέψει αυτιά, προκειμένου να πάρει την εξουσία και εν συνεχεία να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές είναι αρκετά διαδεδομένη· τόσο στους πολιτικούς όσο και στους απλούς πολίτες.
Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία πάντα έχουν κάποιο κόστος.
Η αλήθεια είναι ότι ο λαϊκισμός και η δημαγωγία πάντα έχουν κάποιο κόστος. Η εξοικείωση με το ψέμα, η εμπέδωση της πεποίθησης πως ο λαός δεν ευθύνεται για τίποτα, η σταδιακή απώλεια αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος ως απότοκο της διάψευσης των προσδοκιών του εκλογικού σώματος συνεπάγονται οδυνηρές επιπτώσεις. Έστω μακροπρόθεσμα. Ακόμη και στο παραπάνω παράδειγμα που οι όποιες συνέπειες φαίνονται σχετικά ασήμαντες, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η ρητορική του Ανδρέα κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80 συνετέλεσε στην όξυνση αυτού του ιδιότυπου εθνικισμού και της αίσθησης πως αποτελούμε ανάδελφο έθνος που ανέκαθεν μας διέκρινε.
Το θέμα, ωστόσο, είναι άλλο: σταθμίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο λαϊκισμός προσφέρει στους λαούς περισσότερα από αυτά που εν τέλει τους στερεί; Και πώς είναι δυνατόν να το γνωρίζουμε; Μπορούμε να ξέρουμε πώς θα είχε εξελιχθεί η Ιστορία αν κάποιοι ειλικρινείς ηγέτες λαΐκιζαν «έξυπνα» ή αν κάποιοι άλλοι, ανειλικρινείς επέλεγαν να πουν την αλήθεια; Σίγουρα ξέρουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα του ακραίου λαϊκισμού και του λαϊκισμού που από μέσον κατάληψης της εξουσίας μετατρέπεται σε βασικό εργαλείο άσκησης της διακυβέρνησης. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι πλείστα· ελληνικά και μη.
Τι γίνεται όμως με τον επιδέξιο, ντελικάτο λαϊκισμό; Μπορούμε να δεχθούμε ότι σε κάθε περίπτωση είναι κι αυτός σε τελική ανάλυση επιζήμιος λόγω των μεσομακροπρόθεσμων συνεπειών του; Είναι δηλαδή η Πολιτική ένα παιχνίδι που πρέπει να παίζεται πάντα με όρους απόλυτης ειλικρίνειας; Ακούγεται πολύ ωραίο και ρομαντικό, αλλά η τέχνη της διακυβέρνησης είναι πολυπαραγοντική εξίσωση. Μήπως λοιπόν ειδικά όταν ο λαός είναι ανώριμος -μαζί με τις σκληρές αλήθειες που πρέπει αδιαμφισβήτητα να ακούει- έχει ανάγκη κι από κάποια χρήσιμα ψέματα; Εξάλλου, ο πολιτικός – εκτός όλων των άλλων- ασκεί και παιδαγωγικό ρόλο. Και το ψέμα ή η απάτη μπορεί να αποτελέσει ενίοτε εργαλείο διαπαιδαγώγησης, όπως εύστοχα έχει διαπιστώσει και ο Ρουσσώ στον Αιμίλιο και πολλοί άλλοι, εξίσου ή λιγότερο σημαντικοί. Μπορούμε, συν τοις άλλοις, να επικαλεσθούμε και το πασίγνωστο ιστορικό παράδειγμα με τον Καποδίστρια με την πατάτα.
Λαϊκισμός είναι η συνειδητή παραποίηση της πραγματικότητας.
Μόνο που ακόμα και να δεχθούμε πως το ψέμα ορισμένες φορές ωφελεί, είναι αδύνατον να παραγνωρίσουμε ότι ο λαϊκισμός δεν είναι το απλό ψέμα· και σίγουρα δεν είναι το καλοπροαίρετο ψέμα. Λαϊκισμός είναι η συνειδητή παραποίηση της πραγματικότητας, ώστε αυτή να φαντάζει πιο εύκολη, πιο βολική, πιο κοντά σε αυτό που θέλει εν πάση περιπτώσει ο ψηφοφόρος. Η παραποίηση αυτή μπορεί να αφορά σε οικονομικά μεγέθη, στις διεθνοπολιτικές δυνατότητες της χώρας, στις προσπάθειες που πρέπει να καταβάλει ένας λαός για να ανέβει βιοτικά, μορφωτικά, πολιτιστικά. Και όλα αυτά -στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων- προκαλούν πολύ μεγαλύτερη βλάβη από την όποια ωφέλεια μπορεί να προσφέρει η επίτευξη του στόχου για τον οποίον ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται ως μέσον.
Μήπως όμως μέχρι ενός σημείου πρόκειται για αναγκαίο κακό; Και εξηγούμαι: εάν όλοι έπαιζαν με όρους εντιμότητας τότε προφανώς κανείς δεν θα χρειαζόταν να λαϊκίσει· όταν ωστόσο κάποιοι παραμυθιάζουν δίχως όριο τον κόσμο τότε οι αντίπαλοι τους γίνεται να νικήσουν μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας, ιδίως όταν απευθύνονται σε λαούς επιρρεπείς στις ψευδαισθήσεις, όπως ο δικός μας; Όσοι ως τώρα το δοκίμασαν δεν τα κατάφεραν.
Δεν νικάς τους μύθους με παραμυθάκια και νανουρίσματα για μικρά παιδιά. Τους νικάς με αλήθειες.
Άρα η λύση είναι ο λαϊκισμός με μέτρο; Αλλά όταν «η μπάλα παίζεται» στο γήπεδο της δημαγωγίας θα κερδίσει αυτός που δημαγωγεί με μέτρο ή αυτός που θα πει ανενδοίαστα και το χειρότερο παραμύθι; Μπορεί και να κερδίσει ο πρώτος αν κατορθώσει να πείσει ότι είναι πιο πιθανό να υλοποιήσει τα όσα υπόσχεται. Η Ιστορία έχει, όμως, αποδείξει πως οι πιθανότητες είναι με το μέρος του δεύτερου.
Και ποια είναι λοιπόν η λύση; Προφανώς η λύση διαφέρει αναλόγως με το εκάστοτε ιστορικό παράδειγμα και συγκεκριμένη συνταγή για κάθε χρήση δεν είναι δυνατόν να βρεθεί. Αν ωστόσο έπρεπε να καταλήξουμε σε ένα γενικό –επισφαλές ίσως- συμπέρασμα, αυτό θα ήταν το εξής: δεν νικάς τους μύθους με παραμυθάκια και νανουρίσματα για μικρά παιδιά. Τους νικάς όμως –ή τουλάχιστον έχεις περισσότερες πιθανότητες- με παραβολές. Με αλήθειες έξυπνα, απλά και όμορφα διατυπωμένες. Και κυρίως με αλήθειες που ακόμη κι αν περιγράφουν μια σκληρή πραγματικότητα, αντιμετωπίζονται ως απλώς το πρώτο δύσκολο βήμα για μια νέα πορεία ανόδου· όχι ως αφορμή για ένα συλλογικό, παλλαϊκό αυτομαστίγωμα, αλλά ως ευκαιρία για την ανάκτηση και επαναθεμελίωση της ευημερίας μας σε μια πιο υγιή βάση.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Francis Luis Mora (1874 –1940)