Ο ξακουστός Νορβηγός εξερευνητής Thor Heyerdahl είχε πει κάποτε: «πρόοδο ονομάζουμε την ικανότητα του ανθρώπου να περιπλέκει την απλότητα». Εικάζω πως θα είχε γνωρίσει κάποιον Έλληνα κεντροαριστερό. Διότι πουθενά αλλού η συγκεκριμένη αντίληψη περί προόδου δεν βρίσκει τόσο τέλεια εφαρμογή όσο στη σημερινή κατάσταση του ελληνικού προοδευτικού χώρου.
Ενός χώρου που με την ακινησία που τον διακρίνει, δεν αποπνέει παρά «μούχλα» και παρακμή. Ενός χώρου που δεν χάνει την ευκαιρία να αναλωθεί σε ατέρμονες, σχεδόν θεολογικού χαρακτήρα διαμάχες κομματικού πατριωτισμού, όντας σε πλήρη δυσαρμονία με τα κοινωνικά αιτήματα. Ενός χώρου, όπου κοντόφθαλμες σκοπιμότητες, εμπάθειες και εμμονές καταδικάζουν κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης κι αναγέννησης.
Η συζήτηση που εσχάτως άνοιξε περί προοδευτικού Κέντρου και σοσιαλδημοκρατίας φαντάζει όαση αυθεντικού ιδεολογικοπολιτικού λόγου.
Μέσα σε αυτό το μουντό και μίζερο, λοιπόν, πολιτικό πλαίσιο, η συζήτηση που εσχάτως άνοιξε περί προοδευτικού Κέντρου και σοσιαλδημοκρατίας φαντάζει όαση αυθεντικού ιδεολογικοπολιτικού λόγου μέσα σε μια έρημο στείρου οργανωτισμού και μικροκομματικού τακτικισμού. Και είναι μια συζήτηση που αν συνεχισθεί και διεξαχθεί σωστά θα ωφελήσει όπως και να ‘χει την παράταξη! Ανεξάρτητα από το ποια άποψη θα υπερισχύσει. Κι αυτό γιατί θα λειτουργήσει ως έναυσμα πολιτικών συνθέσεων που θα εμπλουτίσουν και ταυτόχρονα θα αποσαφηνίσουν την ιδεολογική και προγραμματική της πλατφόρμα. Εν ολίγοις, θα δείξουμε ποιοι είμαστε, τι θέλουμε και πώς θα το πετύχουμε. Και το κυριότερο: θα υπενθυμίσουμε στους πολίτες πως υπάρχουμε για να ασκούμε Πολιτική κι όχι για να μοιράζουμε «καρέκλες» που μοιάζουν πια με «αδειανά πουκάμισα».
Ας περάσουμε, όμως, στο προκείμενο: τι στ’ αλήθεια θέλουμε να εκπροσωπούμε; Το προοδευτικό Κέντρο, την Κεντροαριστερά ή μήπως τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα χρειάζεται προηγουμένως να ξεκαθαρίσουμε δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, τι είδους πολιτικές θα βοηθήσουν τον τόπο να ορθοποδήσει; Με άλλα λόγια, ποιες μεταρρυθμίσεις έχει ανάγκη η χώρα και με τι ιδεολογικό πρόσημο; Και δεύτερον, τι είδους αλλαγές πρέπει να επέλθουν στη γεωγραφία του πολιτικού μας συστήματος προκειμένου να αποκατασταθεί η σταθερότητα και να θωρακισθεί μεσοπρόθεσμα η ομαλή πορεία της χώρας; Απλούστερα: πώς θα ξαναγίνουμε ελκυστικοί στο παραδοσιακό μας κοινό, ώστε να επανέλθει το συμβατικό δίπολο εξουσίας – κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς- και να πάψει άπαξ διά παντός να αιωρείται πάνω από τη χώρα η απειλή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
Και κάπως έτσι η κατάσταση περιπλέκεται. Διότι αν μια αμιγώς κεντρώα ατζέντα αποτελούμενη από φιλοεπενδυτικά μέτρα με παράλληλη προστασία των αδυνάμων και διατήρηση του εποπτικού - ρυθμιστικού ρόλου του Κράτους, όπου απαιτείται, δίνει ικανοποιητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά σε ό,τι αφορά το δεύτερο, εξ ίσου κρίσιμο ζητούμενο.
Γιατί κακά τα ψέματα: η άποψη πως ο κόσμος που διαχρονικά ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και τώρα έχει εν πολλοίς μεταναστεύσει στο ΣΥΡΙΖΑ, γαλουχήθηκε επί δεκαετίες με αντιδεξιά ρητορική και δεν θέλγεται ιδιαίτερα από κεντρώες προτάσεις δεν είναι εντελώς ανεδαφική. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που αντιλαμβάνονται το Κέντρο ως έναν απονευρωμένο ιδεολογικά και άχρωμο επικοινωνιακά χώρο με βασικό ρόλο αυτόν του «μπαλαντέρ» σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο κίνδυνος, λοιπόν, να εκλάβει το εκλογικό σώμα ένα καθαρά κεντρώο σχήμα ως μια εύπεπτη πολιτική «γαρνιτούρα» με μοναδική χρησιμότητα να συνοδεύει και να συγκρατεί από ακρότητες την κυρίαρχη πολιτική δύναμη είναι απολύτως υπαρκτός.
Με ευθύνη και του δικού μας χώρου ένα υπολογίσιμο εκλογικό κοινό αισθάνεται αποστροφή προς κάθε γνήσια προοδευτική ατζέντα.
Αλλά και επί της ουσίας: με ευθύνη και του δικού μας χώρου ένα υπολογίσιμο εκλογικό κοινό, το οποίο παραδοσιακά μας προτιμούσε στην κάλπη, αισθάνεται αποστροφή προς τον αξιακό και προγραμματικό πυρήνα κάθε εκσυγχρονιστικής, γνήσια προοδευτικής ατζέντας. Πρόκειται για ένα κοινό βαθιά συντηρητικό που ταυτίζει το κοινωνικό κράτος με τον κρατισμό, την αλληλεγγύη με τα «ρουσφέτια» και το συνδικαλισμό με την αδίστακτη προάσπιση συντεχνιακών προνομίων. Ο κόσμος αυτός δεν δυσανασχετεί απλώς με το επικοινωνιακό «περιτύλιγμα» ενός κεντρώου σχήματος, αλλά διαφωνεί ριζικά με την προσπάθεια συγκερασμού σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού.
Άρα τι κάνουμε; Ξεγράφουμε οριστικά αυτό το κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος και το δωρίζουμε σε δήθεν αντισυστημικές δυνάμεις; Ή μήπως προχωράμε σε μεγάλες εκπτώσεις στη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα, πασχίζοντας να το επαναπατρίσουμε; Προφανώς τίποτα από τα δύο δεν αποτελεί λύση. Γιατί το πρώτο διαιωνίζει τον κίνδυνο του πολιτικού ατυχήματος, ενώ το δεύτερο παρατείνει το σπιράλ της μιζέριας, καθηλώνοντας τον τόπο και μεγεθύνοντας τα αδιέξοδα.
Πώς όμως θα παντρέψουμε τον αγώνα για επανένταξη των εξαπατημένων σε σοβαρούς πολιτικούς φορείς με την ανάγκη για βαθιές αλλαγές που δυσαρεστούν και ξεβολεύουν; Μοιάζει σχεδόν ανέφικτο και εν πάση περιπτώσει απαιτεί μια διαδικασία ουσιαστικής πολιτικής διαπαιδαγώγησης που αργεί να αποδώσει καρπούς. Ως τότε λοιπόν τι κάνουμε; Παίζουμε «κατενάτσιο» κρατώντας απλώς εν ζωή τα κομματικά μαγαζιά μας και περιμένοντας τον από μηχανής Θεό που θα μας αναστήσει; Ή ανοιγόμαστε με τόλμη σε πιο προσιτά, υγιή και δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας;
Και το άνοιγμα αυτό δεν αφορά μόνον στο ποιοτικό μεν περιορισμένο δε κοινό των συνειδητά μετακινούμενων μεταξύ ΠΑΣΟΚ, Ποταμιού, ΝΔ και μικρότερων φιλοευρωπαϊκών κομμάτων. Πρέπει να απευθύνεται πρωτίστως στο κοινό της αποχής και ιδίως στη «μπερδεμένη» πολιτικά νεολαία που αποστασιοποιείται από την Πολιτική γιατί δεν βρίσκει κάτι να την εκφράζει, στους ανένταχτους ανθρώπους της δημιουργικής Ελλάδας που αποφασίζουν με βαριά καρδιά και συνήθως πάνω από την κάλπη τι θα ψηφίσουν επειδή ευλόγως νιώθουν πως δεν τους εκπροσωπεί κανείς· αλλά και σε πολλούς παραπλανημένους, μετριοπαθείς πολίτες που ξεγελάστηκαν από την υποτιθέμενη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ στο ρεαλισμό και πρόσκαιρα τον εμπιστεύθηκαν. Όχι κρατικοδίαιτους ή καιροσκόπους, αλλά ανθρώπους της εργασίας που -απηυδισμένοι από τις παθογένειες των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και παρότι δεν είχαν ιδιαίτερη πολιτική συγγένεια με τον εν λόγω χώρο- προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια φρέσκια δύναμη και απογοητεύτηκαν.
Για να επιτευχθεί αμφίπλευρη διεύρυνση απαιτούνται υλοποιήσιμες προτάσεις. Αυτό το εγγυάται μόνον μια κεντρώα προγραμματική πλατφόρμα.
Έτσι, και η παράταξη θα μεγαλώσει, ανακτώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο που δικαιούται και ένα μεγάλο τμήμα των δυσαρεστημένων του ΣΥΡΙΖΑ θα βρει υγιή διέξοδο. Ακόμα και το σκληροπυρηνικό αντισυστημικό κοινό θα γίνει πιο εύκολα προσεγγίσιμο. Γιατί και από ψυχολογικής απόψεως είναι πιο πιθανό κάποιος να αλλάξει ρότα για να ακολουθήσει ένα μαζικό και δυναμικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα, ικανό να εξελιχθεί άμεσα σε κυρίαρχο πόλο εξουσίας παρά μια μικρομεσαία και απαρχαιωμένη στα μάτια της κοινής γνώμης κομματική επιλογή. Ας μην υποτιμούμε, άλλωστε τον παράγοντα της ισχύος: ο κόσμος -και πολύ περισσότερο οι νέοι- γοητεύεται από συμπαγείς και δυνατούς συλλογικούς φορείς, γεγονός που αντανακλάται σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Από την πολιτική μέχρι τον αθλητισμό.
Μόνο που για να επιτευχθεί αυτή η αμφίπλευρη διεύρυνση απαιτείται επιθετική επικοινωνιακή στρατηγική, ουσιαστικά βήματα ανανέωσης και πολιτικού rebranding και το κυριότερο: υλοποιήσιμες προτάσεις· διακριτές μεν σε σχέση με αυτές της ΝΔ και ενίοτε ίσως ενδεδυμένες με έναν πιο ριζοσπαστικό μανδύα, ώστε να αποτρέψουν διαρροές προς τα Δεξιά και να προσελκύσουν αποτελεσματικότερα ψηφοφόρους εξ αριστερών, πλην όμως ρεαλιστικές. Και το τελευταίο, υπό τις παρούσες συνθήκες, το εγγυάται μόνον μια κατά βάση κεντρώα προγραμματική πλατφόρμα. Εξάλλου, ο κόσμος δεν θα στραφεί ποτέ στο χώρο μας ούτε για να διαμαρτυρηθεί ούτε για να πειραματισθεί ούτε για να «σπάσει πλάκα», όπως κάνει με άλλους. Για εμάς ένας είναι ο δρόμος: να πείσουμε...
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Marc Chagall (1887 – 1985) The Birthday