Πέραν της οικονομικής κρίσης, της αξιολόγησης και της εφαρμογής του Μνημονίου, η κυβέρνηση έρχεται πλέον αντιμέτωπη με σειρά από σοβαρά και κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται με τα εθνικά μας θέματα.
Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία, προσπαθώντας να ισορροπήσει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και ζώντας υπό πολιτική αβεβαιότητα στο εσωτερικό της χώρας, με τις ατελείωτες διώξεις και φυλακίσεις, επιχειρεί ένα επιθετικό και δυναμικό comeback έτσι ώστε να δείξει ότι δεν είναι λαβωμένη αλλά μπορεί ν’ απειλεί κατά βούληση διεκδικώντας τον ρόλο μιας περιφερειακής δύναμης.
Η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με σειρά από κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται με τα εθνικά μας θέματα.
Το ερώτημα είναι βέβαια γιατί επιλέγει η Τουρκία με δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν ν’ αμφισβητήσει σε αυτό το χρονικό σημείο την Συνθήκη της Λωζάννης κάνοντας ωμή παρέμβαση επί του διεθνούς δικαίου, όσον αφορά το καθεστώς των νησιών.
Η απάντηση σίγουρα δεν είναι απλή αλλά σαφέστατα παίζει ρόλο το ακροατήριο που έχει απέναντί του ο Τούρκος πρόεδρος. Αυτό σημαίνει ότι οι δηλώσεις αυτές έχουν αποδέκτες τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και προς το εξωτερικό.
Στο εσωτερικό λοιπόν, απευθύνονται αφενός στην ΝΑ Τουρκία που συνορεύει με την Συρία για να καταστήσει σαφές ότι η Τουρκία έχει βρεθεί ν’ απειλείται με κουρδικό κράτος και τετελεσμένα στην περιοχή, εξαιτίας παλαιών επιλογών του Κεμάλ και των υποστηρικτών του και ότι κάτι τέτοιο δεν θα το κάνει αποδεκτό.
Άρα περνάει το μήνυμα σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού, ότι δεν θα συμβάλλει στον διαμελισμό της Τουρκίας, αλλά αντιθέτως θα καν το παν για να διεκδικήσει αυτά τα οποία υποτίθεται πώς έχασε η Τουρκία από τις διεθνείς συνθήκες στο παρελθόν.
Βέβαια το ισχυρότερο μήνυμα στο εσωτερικό, ο Ερντογάν θέλει να το περάσει στους οπαδούς του Κεμάλ και κυρίως σε αυτούς που επιχείρησαν το πραξικόπημα, υποστηρίζοντας ότι η δική τους πολιτική δεκαετιών, τόσο με την αποδοχή διεθνών συνθηκών όσο και με την παρέμβαση του στρατού, δεν ωφέλησαν την Τουρκία και την ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει διεθνώς.
Με την παραπάνω λογική, ο Ερντογάν, θα προσπαθήσει να εμφανιστεί ως ο ηγέτης που θα ενώσει ώστε να δικαιωθούν οι επιλογές του, όποιες και αν είναι αυτές σε σχέση με την Ελλάδα, επιδιώκοντας την ανατροπή του status quo στην περιοχή, με ταυτόχρονη μεταβολή της Κεμαλικής πολιτικής.
Εκτός αυτού, η Τουρκία έρχεται να δοκιμάσει και τους εξωτερικούς αποδέκτες που δεν είναι άλλοι, από την Ελλάδα, την ΕΕ αλλά και τις ΗΠΑ ως υπερδύναμη του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα θα βρεθεί απέναντι σε σημαντικά διλήμματα για την εξέλιξη των εθνικών μας θεμάτων.
Όσον αφορά την χώρα μας, η Τουρκία κινούμενη στη λογική των γκρίζων ζωνών και της μη χάραξης θαλασσίων συνόρων, δοκιμάζει τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης, η οποία αμήχανα προσπαθεί να επικαλεστεί το διεθνές δίκαιο, χωρίς να σηκώνει όμως υπέρμετρα τους τόνους.
Βέβαια αυτό που επιδίωκε η Τουρκία και σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε, είναι να προκαλέσει συζήτηση και δηλώσεις στους κόλπους της ΕΕ, γνωρίζοντας ότι πιέζει ταυτόχρονα για την απελευθέρωση της visa με φόντο την συμφωνία στο προσφυγικό.
Δυστυχώς για την Ελλάδα οι δηλώσεις Γερμανών αλλά και Ευρωπαίων αξιωματούχων, ήταν στα πλαίσια των ίσων αποστάσεων, ακόμα και όσον αφορά την ισχύ της Συνθήκης της Λωζάννης, κάτι που δεν θ’ άφήσει ανεκμετάλλευτο η γείτονα χώρα.
Είναι επί της ουσίας το δεύτερο χτύπημα από Ευρωπαίους παράγοντες σε εθνικό ζήτημα το τελευταίο διάστημα, καθώς ακόμα και στο θέμα της Αλβανίας, σε μία ατυχή δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου, τέθηκε στην ατζέντα των διμερών σχέσεων και το θέμα της Τσαμουριάς.
Με βάση τα παραπάνω, είναι γεγονός ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και των Βαλκανίων επιταχύνονται, γεγονός που θα βρει την Ελλάδα απέναντι σε σημαντικά διλήμματα για την εξέλιξη των εθνικών μας θεμάτων, την ώρα μάλιστα που το Κυπριακό βρίσκεται σε κομβικό σημείο διαπραγματεύσεων.
Η ελληνική κυβέρνηση, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα, έχει απομακρυνθεί διπλωματικά από τον φυσικό της σύμμαχο που είναι η ΕΕ και προσπαθεί χωρίς ίχνος συμμαχίας να επικαλείται το διεθνές δίκαιο.
Αν η κυβέρνηση δει το όλο ζήτημα επικοινωνιακά και χαλαρά τότε θα βρεθεί απέναντι σε τετελεσμένα.
Εκτός αυτού, η ένταση της οικονομικής κρίσης και η μη σχεδιασμένη εθνική στρατηγική στα θέματα άμυνας, μειώνουν αργά και σταθερά την αποτρεπτική μας ισχύ, γεγονός που καθιστά την χώρα ευάλωτη σε κάθε εξωτερική απειλή είτε εξ’ ανατολάς είτε από τον βορρά.
Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να υπάρξει διακομματική συναίνεση ώστε ν’ αναπτυχθεί μια ενιαία στρατηγική σε όλα τα μείζονα εθνικά ζητήματα με πρώτο απ’όλα τις σχέσεις μας με την Τουρκία και το πώς επηρεάζει συνολικά τους συσχετισμούς τόσο στην ΕΕ όσο και με ΝΑΤΟ και ΗΠΑ.
Η χώρα μας οφείλει άμεσα να δημιουργήσει συμμαχίες στην κατεύθυνση της αποτροπής και ταυτόχρονα να καταστήσει σαφείς τις ελληνικές θέσεις στο ανώτατο διπλωματικό επίπεδο και προς όλους τους αποδέκτες τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ.
Αν η κυβέρνηση, για μία ακόμη φορά, δει το όλο ζήτημα επικοινωνιακά και χαλαρά, χαμένη στη μετάφραση, τότε είναι βέβαιο πώς θα βρεθεί απέναντι σε τετελεσμένα που δεν θα μπορεί ν’ανατρέψει εις βάρος των εθνικών συμφερόντων.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Winslow Homer (1836 – 1910) Lost on the Grand Banks