Για όσο ακόμη η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο συνθηματολογίας και γενικολογίας, άνευ περιεχομένου και πρακτικού αντικρίσματος για τη χώρα, -τουλάχιστον από την πλευρά της κυβέρνησης,- είναι χρήσιμο στην προσπάθεια μας να διατυπώσουμε προτάσεις και ιδέες για την οικονομική ανάκαμψη της πατρίδας, να επιχειρήσουμε την προσέγγιση ενός από τους βασικούς πυλώνες του παραγωγικού ιστού της χώρας, της τουριστικής οικονομίας.
Συχνά χρησιμοποιείται η κοινότοπη έκφραση περί βαριάς «τουριστικής βιομηχανίας», ο όρος αυτός είναι περισσότερο πολιτικά φορτισμένος, καθώς επικοινωνιακά κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, παρά ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά και τα συστατικά στοιχεία της σύγχρονης τουριστικής επιχειρηματικότητας. Η ταύτιση ενός κλάδου, - που κυρίως προσδιορίζεται από τη ζήτηση σε προϊόντα και υπηρεσίες και διαθέτει μια οριζόντια οργάνωση που διαχέεται σε πολλούς άλλους τομείς του επιχειρείν, άρρηκτα συνδεδεμένων μαζί του,- με άλλους της μεταποίησης και του πρωτογενούς τομέα, που χαρακτηρίζονται κυρίως από την προσφορά αγαθών με καθετοποιημένη δομή, γίνεται κυρίως για λόγους εντυπωσιασμού, προκειμένου να καταδειχθεί η μεγάλη συνδρομή του τουρισμού στα οικονομικά μεγέθη και στους δείκτες απασχόλησης.
Η συμμετοχή του τουριστικού τομέα στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ξεπέρασε τις τελευταίες δύο χρονιές το 10%.
Είναι αλήθεια ότι η συμμετοχή του τουριστικού τομέα στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ξεπέρασε τις τελευταίες δύο χρονιές το 10% όσο αφορά τη συνεισφορά σε άμεσους πόρους, ενώ αν συνυπολογίσει κανείς τα έμμεσα πολλαπλασιαστικά οφέλη από τη δραστηριότητα επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων παράλληλα, με τις μεταφορές, την εστίαση, την αναψυχή, τη διασκέδαση κλπ, το ποσοστό επί του ΑΕΠ προσεγγίζει το 25%.
Εξίσου σημαντική είναι η περιφερειακή διάσταση του, από τη στιγμή που η συμβολή του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ των περιφερειών, -τουλάχιστον στις τρεις νησιωτικές περιφέρειες,- προσεγγίζει το 50%, ενώ στον χώρο της απασχόλησης, κοντά στο 30% των θέσεων εξαρτημένης εργασίας που δημιουργήθηκαν, ήταν απόρροια της τουριστικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με την εστίαση. Από το σύνολο των ταξιδιωτικών εισπράξεων, καλύφθηκε το 75% του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ για το 2014 και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ αν κανείς προσμετρήσει και τις εισπράξεις από τις ταξιδιωτικές μεταφορές, τότε τα έσοδα υπερβαίνουν κατά πολύ το σύνολο των εισροών από την εξαγωγή όλων των άλλων προϊόντων ετησίως, χωρίς βέβαια να μετρώνται σ’ αυτά, οι απολαβές από το εμπόριο καυσίμων. (H συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2014 - συνοπτική απεικόνιση βασικών μεγεθών. ΣΕΤΕ, 2015)
Πρόκειται λοιπόν αναμφίβολα για ένα δυναμικό χώρο επενδύσεων, που σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζει την ελληνική οικονομία. Παρά το γεγονός ότι την περίοδο κυρίως της μεγάλης κρίσης ο εγχώριος τουρισμός είχε πολύ μεγάλη κάμψη, -ενώ μόλις τα τελευταία δύο έτη, δείχνει έστω με αργούς ρυθμούς ότι σταδιακά ανακάμπτει,- εντούτοις ο εισερχόμενος σημείωσε άνοδο, με τις προβλέψεις για τα επόμενα έτη να είναι ιδιαίτερα ευοίωνες. Μέσα σε μια παγκόσμια και άκρως ανταγωνιστική αλλά και ευμετάβλητη αγορά αγοραστών, το ελληνικό τουριστικό προϊόν αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα και τις προκλήσεις. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν ανταγωνίζονται σε ένα εθνικό ελεγχόμενο περιβάλλον, αλλά σε ένα διεθνές χρηματιστήριο marketing τουριστικών προορισμών, στο οποίο συνεχώς τα δεδομένα αλλάζουν και επηρεάζονται από τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς, γεωπολιτικούς, κοινωνικούς και φυσικά οικονομικούς.
Απαιτούνται λοιπόν συντονισμένες ενέργειες και προσπάθειες με στοχοθεσία, διορατικότητα και όραμα, τόσο από την πολιτεία, όσο και από τους συλλογικούς φορείς που εμπλέκονται, προκειμένου τα θέλγητρα και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που συνθέτουν το ελληνικό τουριστικό προϊόν, να υπερισχύσουν έναντι άλλων και να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή και απόδοση, όταν το μέγεθος και η ποιότητα του εισερχόμενου τουρισμού στη χώρα μας, δεν εξαρτάται μόνο από ενδογενείς παράγοντες, αλλά σε ένα βαθμό κατευθύνεται από τις επιλογές μεγάλων και πολυεθνικών tour operators και διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με τον συγκεκριμένο κλάδο.
Παρά την αύξηση των αφίξεων σε ταξιδιώτες και επισκέπτες, τα έσοδα δεν είναι τα ανάλογα.
Η ελληνική αγορά δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ύφεση των τελευταίων χρόνων, οι επιπτώσεις εντοπίστηκαν κυρίως στους ταξιδιώτες των μικρομεσαίων στρωμάτων, εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η εξήγηση που αποδίδει τη διόγκωση του κύματος των ξένων επισκεπτών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανασφάλεια που επικρατεί λόγω των γεγονότων στην ευρύτερη λεκάνη της μεσογείου, είναι επιφανειακή και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μια τέτοια θεώρηση, της έστω και πρόσκαιρης ανόδου του τουρισμού λόγω γεωπολιτικών γεγονότων, θα ακύρωνε τις τεράστιες προσπάθειες της ιδιωτικής ελληνική πρωτοβουλίας να προβάλει και να προωθήσει τους ελληνικούς τόπους προορισμού. Ακόμη δεν θα λάμβανε υπ’ όψιν της τον εκσυγχρονισμό, που έχει επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στην ελληνική τουριστική βιομηχανία, τόσο στην εστίαση, όσο και τη διαμονή, με την αξιοποίηση των επενδυτικών νόμων και των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι έχουν γίνει βήματα. Ωστόσο τα προβλήματα εστιάζονται σε μια σειρά παραμέτρων, που αφορούν την ιδιαιτερότητα του πολυσύνθετου προϊόντος, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα, αδυναμία αποθήκευσης και την ιδιομορφία να καταναλώνεται στον τόπο όπου παράγεται και μάλιστα τη στιγμή της παραγωγής. Παρά την αύξηση των αφίξεων σε ταξιδιώτες και επισκέπτες, εντούτοις τα έσοδα δεν είναι τα ανάλογα κι αυτό οφείλεται σε σειρά ποιοτικών παραγόντων, που σχετίζονται με το εισόδημα, τη δυνατότητα κατανάλωσης και το προφίλ των ανθρώπων που έρχονται στη χώρα μας ως τόπου. Επίσης η εποχικότητα, παραμένει έντονη, με αποτέλεσμα η ένταση του φαινομένου για συγκεκριμένους μήνες, να οδηγεί μετά σε νεκρές περιόδους, με επιπτώσεις στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό. Αξίζει να επισημανθεί ότι σε επίπεδο marketing, οι δημοφιλείς ελληνικοί προορισμοί κρατούν τη μερίδα του λέοντος στην τουριστική αγορά, αυτό βέβαια έχει ως συνέπεια στην υπέρμετρη εκμετάλλευση συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών, με αποτέλεσμα η φέρουσα ικανότητα τους να βρίσκεται σε οριακό σημείο και να απειλεί πλέον τη μορφολογία, το κάλλος, τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία ενός προορισμού.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη, καθώς η αλλοίωση των φυσικών, πολιτισμικών, ιστορικών στοιχείων ενός τόπου διακοπών, μπορεί να τον καταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μη ελκυστικό με τις ανάλογες συνέπειες, του μαρασμού και της παρακμής. Η παράμετρος της περιφερειακότητας, επίσης πλήττει τις γεωγραφικές εκείνες περιοχές, που ο χαρακτήρας τους δεν τους επιτρέπει να ακολουθήσουν το μοντέλο μαζικού τουρισμού, το οποίο κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες και συνεχίζει να αποτελεί τη βασική μορφή τουρισμού στην Ελλάδα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα προβλήματα, προστίθεται ένα δαιδαλώδες και συχνά απαρχαιωμένο νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο είναι δύσκολο να καθοριστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις επιχειρηματιών και τουριστών, όπως και η δυσκολία της γραφειοκρατίας που σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί τροχοπέδη στις όποιες επενδυτικές ιδέες. Αν σε όλα αυτά συνεκτιμήσει κανείς και ένα ασταθές οικονομικά και εύθραυστο πολιτικά περιβάλλον, με την αδυναμία για μια σύγχρονη κωδικοποίηση που θα ενσωματώνει τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τις ελληνικές προθέσεις και τα κίνητρα της πολιτείας στο επιχειρηματικό κομμάτι του τουρισμού, σε συνδυασμό με έναν δυσνόητο και εχθρικό φορολογικό κώδικα και έλλειψη ρευστότητας, καταλαβαίνει ότι το ισοζύγιο της τουριστικής οικονομίας επιβαρύνεται ιδιαίτερα.
Το μεγάλο στοίχημα της μετάβασης στη νέα εποχή, θα είναι η ανάδειξη της πολυθεματικότητας του ελληνικού τουρισμού.
Θέματα και ζητήματα που σχετίζονται με την αδειοδότηση, την εξειδίκευση του νομικού πλαισίου για τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, τη στρατηγική προώθησης στις διεθνείς αγορές, την οριοθέτηση και εφαρμογή ενός βιώσιμου χωροταξικού σχεδίου για τις περίφημες τουριστικές ζώνες, δυσχεραίνουν τις επενδυτικές προσπάθειες και ταυτόχρονα απομακρύνουν τον προσανατολισμό προς ένα αειφορικό μοντέλο διαχείρισης και αξιοποίησης.
Οι προκλήσεις για την ελληνική τουριστική οικονομία που θέτει υψηλούς στόχους είναι πολλές, οι κυριότερες εστιάζονται στη δυνατότητα η χώρα να καθιερωθεί σε μια απαιτητική αγορά διεθνώς, ως τόπος προορισμού διακοπών , όπως επίσης και να καταφέρει την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου με ταυτόχρονη ισόρροπη ανάπτυξη μορφών τουρισμού που δεν ανήκουν στο μοντέλο του μαζικού, επιτυγχάνοντας καλύτερα μεγέθη για περιοχές της χώρας όπου η εισφορά του τουρισμού στο περιφερειακό ΑΕΠ είναι μικρή.
Παραμένει επίσης ο στόχος της δημιουργίας σύγχρονων εργαλείων marketing για μια εθνικά συντονισμένη προσπάθεια, με διάρκεια και επανάληψη, προβολής των συστατικών στοιχείων του προϊόντος, (κλίμα, φυσικές ομορφιές, φιλοξενία, ιστορία, πολιτισμός κλπ).
Το μεγάλο στοίχημα της μετάβασης στη νέα εποχή, θα είναι η ανάδειξη της πολυθεματικότητας του ελληνικού τουρισμού, που θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη, με την τόνωση του τουριστικού φαινομένου και στις τοπικές εκείνες κοινωνίες, που λόγω υποδομής και χαρακτηριστικών, δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους φρενήρεις ρυθμούς των all inclusive πακέτων των tour operators .
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η επέκταση της «σεζόν» μπορεί να πραγματοποιηθεί, δίνοντας βαρύτητα μόνο στους δημοφιλή νησιά μας και στην ένταση του μαζικού μοντέλου. Οι θεματικές πλευρές του τουρισμού, που δεν περικλείονται μόνο στο brand name, sea & sun, μπορούν να καλλιεργηθούν και να προωθηθούν μέσα από τον εμπλουτισμό δράσεων, παράλληλων, που αφορούν στην περιήγηση, τον πολιτισμό, τη γαστρονομία, την εργασία και πλήθος άλλων παραμέτρων. Είναι βέβαιο ότι έχουν γίνει σε αυτή την κατεύθυνση αρκετές προσπάθειες μέχρι σήμερα. Κάποιες από αυτές ήταν εύστοχες σε τοπικό επίπεδο και άλλες όχι και τόσο. Απαιτείται έρευνα και μελέτη, καθώς και καταγραφή στόχων, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Οι θεματικές πλευρές του τουρισμού μπορούν να καλλιεργηθούν και να προωθηθούν μέσα από τον εμπλουτισμό δράσεων.
Θεωρώ ότι συλλογικοί φορείς, όπως τα ξενοδοχειακά επιμελητήρια, ενώσεις ταξιδιωτικών γραφείων αλλά και συνδικαλιστικοί οργανισμοί των εργαζομένων στην διαμονή, την εστίαση , τις μεταφορές, την αναψυχή κλπ, που τις προηγούμενες δεκαετίες συνέβαλλαν τα μέγιστα στην δόμηση αλλά και τον εκσυγχρονισμό της τουριστικής οικονομίας, θα πρέπει σε συνεργασία με τη συντεταγμένη πολιτεία και τους ΟΤΑ, να σχεδιάσουν ένα ευέλικτο πλάνο marketing και προβολής. Πρέπει να αφήσουμε πίσω δομές που ο χρόνος έχει ξεπεράσει και να αξιοποιήσουμε φορείς και ανθρώπινο δυναμικό που μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μια τέτοια πρόκληση.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, έχοντας αποδείξει μέχρι τώρα ότι δρα με γνώμονα την ανάπτυξη του τουρισμού και την προστασία του περιβάλλοντος, που είναι το λεγόμενο συγκριτικό πλεονέκτημα του δικού μας τουριστικού προϊόντος. Η συνεργασία λοιπόν με ταυτόχρονη εκχώρηση πόρων κυρίως από το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ), με απόλυτη διαφάνεια, θα βάλει τέλος στις δεκάδες διάσπαρτες προσπάθειες προβολής τουριστικών προορισμών στη Χώρα και θα δώσει τη δυνατότητα για ένα πολυθεματικό project με leader τον ΣΕΤΕ και την συνεργασία όλων των φορέων, που θα λαμβάνει υπ’ όψιν του μετά από τεκμηρίωση, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις ανάγκες και τους σκοπούς της κάθε περιοχής. Εμπλουτίζοντας συνεχώς και κάνοντας branding, με περισσότερες διαστάσεις, sea, sun, story, symmetry, safety. Άλλωστε πολλές από τις καμπάνιες προβολής, που κατά καιρούς πραγματοποιούνται, υλοποιούνται με αυτοχρηματοδότηση από τουριστικές επιχειρήσεις.
Η απόκτηση τουριστικής συνείδησης όχι μόνο στο χώρο των εργαζομένων αλλά στο σύνολο των πολιτών, είναι επίσης μια μεγάλη πρόκληση προκειμένου να εξαλειφθούν παθογενείς συμπεριφορές, που βλάπτουν την εικόνα της πατρίδας μας.
Να ξεφύγουμε από τη φράση κλισέ "ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας" και να περάσουμε σε πράξεις, στηρίζοντας την καινοτομία.
Από την πλευρά της πολιτείας, δεν ωφελεί σε τίποτε η τυπική προβολή του ελληνικού brand name κάθε χρόνο, αλλά η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφάλειας και εμπιστοσύνης για τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Είναι πλέον απαραίτητη η κωδικοποίηση μιας σύντομης και κατανοητής νομοθεσίας, που θα ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά ενός ευέλικτου νομικού πλαισίου για όλους τους εμπλεκόμενους. Η θεσμοθέτηση μόνιμης πενταετούς θητείας για τον γενικό γραμματέα τουρισμού, είναι ένα βήμα προς ένα αξιόπιστο κράτος συνέχειας. Η απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης και λειτουργίας είναι απαραίτητη. Η στοχευμένη αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων μετά από σχεδιασμό και μελέτη, θα βάλει τέλος στην άναρχη ανάπτυξη και στην ευκαιριακή ενασχόληση με τον τουρισμό, από τη μερίδα εκείνων που τον αντιμετωπίζουν ως πάρεργο ή συμπληρωματική απασχόληση, βελτιώνοντας ταυτόχρονα το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η εκπόνηση και εφαρμογή κανονισμού με προδιαγραφές στο επίπεδο και την ποιότητα του παρεχόμενου προϊόντος, με την εφαρμογή ποιοτικών δικλείδων ασφαλείας, θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα θέσει ως προϋπόθεση τον απόλυτο επαγγελματισμό στο χώρο του τουρισμού.
Είναι μερικές προτάσεις που δεν διεκδικούν το αλάθητο και βέβαια θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει σωρεία άλλων, παρόμοιων ή και διαφορετικών. Το βέβαιο είναι ότι θα πρέπει να φύγουμε σύντομα από τη φράση κλισέ που ακούγεται συχνά ότι ο τουρισμός είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας και να περάσουμε σε πράξεις, στηρίζοντας τον καινοτόμο κόσμο που στενάζει και ταλαιπωρείται από τη γραφειοκρατία, την αδιαφορία και την αμάθεια, προκειμένου να δημιουργήσει.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edouard Manet (1832 –1883) Chez le père lathuille