Η περίοδος που διέρχεται η αγροτική παραγωγή το τελευταίο διάστημα με την έλευση της πανδημίας, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία περίοδος αρχικά διατήρησης της επισιτιστικής και διατροφικής επάρκειας και έπειτα ως μια μεταβατική περίοδο προς το στάδιο της καθετοποίησης της παραγωγής και της εκμετάλλευσης των νέων τεχνολογιών. Δεν θα αναφερθούμε εκτενώς στο τεχνικό κομμάτι που αφορά τη διαμόρφωση των τιμών αλλά στο γενικότερο πλαίσιο πολιτικών και ανάπτυξης.
Έχουμε λοιπόν, από την μία τη διατήρηση της επισιτιστικής ασφάλειας που προς διαφύλαξη αυτής, το κράτος και ο FAO ( Food and Agriculture Organization) έχουν προωθήσει μέτρα για την διατροφική ασφάλεια των κρατών με την διατήρηση των ανοιχτών συνόρων για τις μεταφορές ανάμεσα στα κράτη και την στήριξη των εγχώριων καίριων καλλιεργειών. Με μία απλή περιήγηση στον ιστότοπο του FAO και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, μπορεί κάποιος να βρεί όλες τις ανακοινώσεις και τα μέτρα αναλυτικά (http://www.fao.org/2019-ncov/analysis/en/ ) και (http://www.minagric.gr/index.php/el/).
Από την άλλη βέβαια, παρατηρείται μία αλματώδης αύξηση της αγοράς τροφίμων και προϊόντων μέσω των e-shop των Supermαrket ή των οργανωμένων πιστοποιημένων παραγωγών. Κάπου εδώ και σε σχέση με την πρόοδο της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα, οφείλουμε να καταγράψουμε την πολύ θετική συφωνία, που υπογράφτηκε πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορονοιού και που θα είναι αρκετά σημαντική στην μετα-κορονοίο εποχή, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), για το μετασχηματισμό των επενδύσεων στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. Το νέο πρόγραμμα αναμένεται να στηρίξει νέες επενδύσεις συνολικού ύψους 560 εκατ. ευρώ πραγματοποιούμενες από αγρότες και επιχειρήσεις στον γεωργικό και αγροδιατροφικό τομέα και στον τομέα της βιοοικονομίας σε όλη τη χώρα. Η νέα χρηματοδοτική πρωτοβουλία για αγροτικές επενδύσεις αναμένεται να επιταχύνει τη χρήση νέων τεχνολογιών, να συμβάλει στη βελτίωση των αγροτικών προϊόντων και να βοηθήσει τον ελληνικό γεωργικό και αγροδιατροφικό τομέα να ανταποκριθεί καλύτερα στις ανάγκες της εγχώριας ζήτησης και των διεθνών αγορών.
Το μέλλον της γεωργίας στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, απειλείται από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού και την έλλειψη επιθυμίας εκ μέρους των νέων να εργαστούν στον τομέα αυτόν. Στην Ελλάδα περισσότερο από το 30% των εργαζομένων στον γεωργικό τομέα είναι ηλικίας άνω των 64 ετών και μόνο το 5% είναι κάτω των 35 ετών. Για τη συμβολή στην αντιμετώπιση της πρόκλησης αυτής, ένα μέρος του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος θα διατεθεί για τη στήριξη νέων αγροτών ηλικίας κάτω των 41 ετών (https://www.piraeusbankgroup.com/el/press-office/press-release/2020/02/press-release-14-02-2020 )
Στο χέρι των Ελλήνων παραγωγών, της Πολιτείας και της ΕΕ είναι να αντιδράσουν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Παρ΄όλη όμως τη θετική αυτή εξέλιξη οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας στον πρωτογενή τομέα. Πρώτα από όλα, εμφανίστηκαν τρομερές ασσυμετρίες στην κατανάλωση γεωργικών προϊόντων καθώς ορισμένοι τομείς σημείωσαν μείωση κατανάλωσης (αλιεία, ανθοπαραγωγή, αμνοερίφια, τευτλόπαραγωγοι κλπ ), ενώ άλλοι τομείς σημείωσαν υψηλή αύξηση κατανάλωσης (πορτοκάλι, σκληρό σιτάρι, ρύζι, ακτινίδια κλπ). Σε αυτό προφανώς βοήθησε το κλείσιμο των λαϊκών αγορών και η απαγόρευση μετακίνησης ορισμένων παραγωγών ανά πόλη για συμμετοχή των προϊόντων τους στις λαϊκές (καταστροφή των παραγωγών της Κρήτης) που μέχρι ένα διάστημα οδήγησε στην αύξηση των τιμών των προϊόντων. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η παραπάνω συμφωνία επιβάλλεται να λάβει υπόψιν τις έκτακτες συνέπειες της πανδημίας αλλά και τις παρακάτω συγκεκριμένες σταθερές της ελληνικής παραγωγής. Είμαστε μία χώρα που δεν έχει μεγάλες καλλιεργητικές εκτάσεις. Ο κλήρος είναι μικρός και λίγοι είναι οι παραγωγοί που έχουν στην κατοχή τους πολλά στρέμματα ή μπορούν να νοικιάσουν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Άρα, οι ποσότητες που μπορεί να παράξει ένας αγρότης είναι περιορισμένες. Είμαστε μία χώρα που η δύναμη των παραγωγών, αν λάβουμε υπόψη μας και τη δυσκολία που υφίσταται σε επίπεδο συνεργασιών, είναι μικρή. Δεν έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται πολλούς πόρους. Οφείλουμε, επίσης, να κατανοήσουμε ότι είμαστε μία χώρα που πολλοί από τους παραγωγούς δεν διακατέχονται από εξωστρεφές επιχειρηματικό πνεύμα και το χειρότερο, δεν θέλουν να μπουν σ’ αυτή τη διαδικασία απόκτησης του. Τέλος, πέρα από την ανελαστικότητα της ζήτησης που εμφανίζουν τα αγροτικά προϊόντα, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί λόγω κρίσης. Και ενώ πλέον είναι κοινός τόπος ότι θα πρέπει οι παραγωγοί να στραφούν στις εξαγωγές, με δεδομένα τα παραπάνω πως μπορεί να γίνει αυτό;
Αυτές οι ελληνικές πραγματικότητες σε συνδυασμό με τις αυξημένες απαιτήσεις της αγοράς για διάθεση προϊόντων προστιθέμενης αξίας απαιτούν μία νέα, διαφορετική, ενοποιημένη αντιμετώπιση της αγροτικής παραγωγής αξιοποιώντας τις πιο πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν στο Βranding. Tι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι οι παραγωγοί πρέπει να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Πρέπει, έστω και σ’ ένα μικρό βαθμό να μεταποιήσουν τα προϊόντα τους. Να μπουν δηλαδή και στον Διατροφικό Τομέα. Επιβάλλεται εν μέρει ή και ολικώς, ανάλογα με τις δυνατότητές τους και τη θέλησή τους, να καθετοποιήσουν την παραγωγή τους. Έτσι, θα μπορεί να υπάρξει προστιθέμενη αξία. Οι μικρές αγροτικές επιχειρήσεις που ασχολούνται με την καλλιέργεια φυτών των οποίων τα πρωτογενή προϊόντα προορίζονται για βρώση για να είναι βιώσιμες , θα πρέπει να μετατραπούν σε Αγροδιατροφικές. Αυτή άλλωστε είναι η τάση σε παγκόσμιο επίπεδο, ακόμα και στα υπό ανάπτυξη κράτη, και αυτή η πρακτική παρουσιάζεται και προωθείται ως βέλτιστη από τα Ηνωμένα Έθνη. Εξάλλου, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι στην μετά-κορωνοϊό εποχή ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αγοράς θα προσπαθήσει να στραφεί στην πιο υγιεινή διατροφή, κάτι το οποίο ανοίγει νέους δρόμους και δυνατότητες και στην καθετοποίηση της παραγωγής αλλά και στην επέκταση του ηλεκτρονικού εμπορίου τροφών πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά. Στα παραπάνω μπορεί να προστεθεί και η πλήρης αξιοποίηση και απορρόφηση των ενισχύσεων που προέρχονται από τον κανονισμό των “ De minimis”.
Συνεπώς, λόγω της πανδημίας αλλά και της εν γένει διάρθρωσης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύο καίρια ζητήματα. Τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας στην παραγωγή με την όσο δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη των παραγωγών από τη μια και τις δυνατότητες της νέας εποχής που επιβάλλεται να αξιοποιήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για να αμβλύνουμε τις παραπάνω επιπτώσεις, από την άλλη.
Παράγοντας που δεν πρέπει να αφήσουμε στην άκρη είναι και η εν ενεργεία διαπραγμάτευση της νέας ΚΑΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2021-2027,όπου εκ των πραγμάτων θα γίνει υπό άλλη βάση πλέον, όπου βλέπουμε με θετική οπτική τις κινήσεις του Υπουργείου, μένει όμως να τελεσφορήσει η διαπραγμάτευση και να καμφθούν οι αντιστάσεις ορισμένων χωρών οι οποίες θέλουν να μειωθεί η χρηματοδότηση της ΚΑΠ. Η στόχευση της νέας ΚΑΠ για μια έξυπνη και ανθεκτική γεωργία, για την ενίσχυση της μέριμνας για το περιβάλλον και το κλίμα και για την ενίσχυση του κοινωνικοοικονομικού ιστού των αγροτικών περιοχών επιβάλλεται να εκφράζεται μέσα από την επίτευξη 9 ειδικών στόχων, οι οποίοι είναι εξής:
1) υποστήριξη βιώσιμων γεωργικών εισοδημάτων και ανθεκτικότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη στήριξη της επισιτιστικής ασφάλειας,
2) ενίσχυση του προσανατολισμού προς την αγορά και αύξηση της ανταγωνιστικότητας, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης εστίασης στην έρευνα, την τεχνολογία και την ψηφιοποίηση,
3) βελτίωση της θέσης των αγροτών στην αλυσίδα αξίας,
4) συμβολή στο μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και στην προσαρμογή σε αυτήν, καθώς και τη συμβολή στην ανάπτυξη βιώσιμων μορφών ενέργειας,
5) προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της αποτελεσματικής διαχείρισης των φυσικών πόρων,
6) συμβολή στην προστασία της βιοποικιλότητας,
7) προσέλκυση νέων γεωργών και διευκόλυνση της επιχειρηματικής ανάπτυξης στις αγροτικές περιοχές,
8) προώθηση της απασχόλησης, της ανάπτυξης, της κοινωνικής ένταξης και της τοπικής ανάπτυξης στις αγροτικές περιοχές,
9) βελτίωση της ανταπόκρισης της γεωργίας της ΕΕ στις απαιτήσεις της κοινωνίας όσον αφορά τα τρόφιμα και την υγεία, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για ασφαλή, θρεπτικά και βιώσιμα τρόφιμα.
Μπροστά μας λοιπόν, έχουμε μια ανηφόρα με τα καλά και τα άσχημά της. Οικονομική ύφεση και πλήγμα σε παραγωγούς και καταναλωτές από τη μια. Branding, νέες τεχνολογίες, καθετοποίηση παραγωγής από την άλλη. Στο χέρι των Ελλήνων παραγωγών, της Πολιτείας και της ΕΕ είναι να αντιδράσουν προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να βγούμε όσο το δυνατόν με μικρότερες απώλειες και περισσότερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που έχουμε στην διάθεσή μας, από αυτή τη δοκιμασία.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Vincent Van Gogh, Corn Harvest in Provence