Σάββατο, 06 Απρ 2019

Στρατηγική ήττα – Εθνική στρατηγική – Στρατηγικές μεταρρυθμίσεις

αρθρο του:

Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το ζητούμενο και η προϋπόθεση επιστροφής σε κλίμα ομαλότητας, πολιτικής ειρήνης και βελτιωμένων προοπτικών ανάπτυξης και ευημερίας. Προφανώς αυτή η ήττα και δεν είναι ένας ανώφελος πόθος πολιτικού ρεβανσισμού ή αντεκδίκησης για μια ανεπαρκή διακυβέρνηση που στην προσπάθειά της για άνοδο και παραμονή στην εξουσία, βασίστηκε στο ψέμα, το λαϊκισμό, τον άκρατο οπορτουνισμό και συνεχίζει τις πρακτικές διχασμού της κοινωνίας, οι οποίες μπορεί πρόσκαιρα να εξυπηρετούν μικροκομματικές σκοπιμότητες, μακροπρόθεσμα όμως κρύβουν κινδύνους για την ενότητα και την κοινωνική συνοχή που είναι απαραίτητη σε μια χώρα που αντιμετωπίζει μια τόσο δύσκολη συγκυρία και μια παρατεταμένη οικονομική κρίση.

Συνιστά απάντηση με όρους πολιτικού σωφρονισμού και λογοδοσίας, απέναντι σε ένα κόμμα, με στόχο να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί ανέξοδα να επαναλάβει στο μέλλον χωρίς κόστος και με περισσή ελαφρότητα τέτοιους επικίνδυνους τακτικισμούς πλάνης και δημαγωγίας που έβλαψαν την οικονομία, την κοινωνία και τους θεσμούς. Η μεγαλύτερη ζημιά βέβαια προκλήθηκε στο αξιακό σύστημα, το πολιτισμικό εποικοδόμημα και την κουλτούρα σε επίπεδο συμπεριφορών, στάσεων και προτύπων που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν όλα αυτά τα χρόνια, στη λογική της ανεξέλεγκτης, άκρατης και χυδαίας άσκησης της εξουσίας όχι προς το κοινό όφελος, αλλά στο βωμό της καρέκλας. Μια νομή που επιτρέπει τη χρήση οποιουδήποτε μέσου και μετέρχεται οιαδήποτε μέθοδο, με μόνο στόχο την πολιτική αναρρίχηση και την κομματική επικράτηση με ταυτόχρονη κομματικοποίηση του κράτους

Είναι προαπαιτούμενο της επιστροφής στην κανονικότητα να πληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ το τίμημα της δημαγωγικής του πορείας και πολιτείας, το πρόστιμο για τη χειραγώγηση θεσμών, προσώπων και μηχανισμών, την εργαλειοποίηση των δομών του πολιτεύματος της δημοκρατίας. Δεν πρέπει να υπάρξει μετά τις εκλογές ούτε ίχνος υποψίας, δεύτερης σκέψης, ότι μπορεί να καταστεί ρυθμιστής και διαμορφωτής των εξελίξεων την επόμενη μέρα για τη χώρα, ούτε η δυνατότητα να αποτελέσει δυναμική συνιστώσα των ευρωσκεπτικιστών και θιασωτών μιας διαλυμένης ΕΕ της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας.

Η πατρίδα στη μετά την πρώτη φορά ‘’αριστερά’’ εποχή, απαιτεί εθνική στρατηγική και όραμα για το μέλλον, πολύ περισσότερο χρειάζεται μια συνεργασία πολιτικών δυνάμεων που θα κληθούν με την εντολή του καταπονημένου λαού, να οικοδομήσουν και ταυτόχρονα να υπηρετήσουν αυτό το όραμα και να διαμορφώσουν ένα νέο αφήγημα με συστατικά στοιχεία την ειλικρίνεια, τον κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, την υπευθυνότητα και με αίσθημα ευθύνης ότι αναλαμβάνουν πρωτίστως να θέσουν το όχημα της χώρας στην ευρωπαϊκή τροχιά της διαφάνειας και της αληθινής συμμετοχικής δημοκρατίας, του σεβασμού, της ανάπτυξης , των ίσων και ίδιων ευκαιριών για όλους, της ασφάλειας και σταθερότητας.

Οι πολίτες θα απαντήσουν με την ψήφο τους στο ερώτημα για το ποιες δυνάμεις θεωρούν ότι μπορούν να υπηρετήσουν και να πραγματώσουν με αξιοπιστία την εντολή τους για μια χώρα με σεβασμό, αξιοπρέπεια και προοπτική μετά την κρίση. Το θέμα είναι να εξετάσουμε την ετοιμότητα και τις αντοχές του πολιτικού κόσμου για το εγχείρημα αυτής της αναγέννησης, που προϋποθέτει δύσκολες αποφάσεις και κρίσιμες επιλογές, γιατί απαιτούνται στρατηγικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, είτε γιατί πολλές έμειναν ημιτελείς και εγκαταλείφτηκαν μετά την επέλαση του μορφώματος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είτε γιατί δεν έγιναν ποτέ, καθώς κανείς δεν τόλμησε να πληρώσει το βαρύ πολιτικό κόστος της υλοποίησης τους κι αν το σκέφτηκε ή και το σχεδίασε κατά το παρελθόν, υπαναχώρησε κάτω από το βάρος της πίεσης που προκαλεί η λάθος θεώρηση από τους πολλούς, εδώ και δεκαετίες, του τι είναι κράτος πρόνοιας, ισότητας και δικαίου.

Η πατρίδα στη μετά την πρώτη φορά ‘’αριστερά’’ εποχή, απαιτεί εθνική στρατηγική και όραμα για το μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι η έννοια μεταρρύθμιση ενώ θα έπρεπε να έχει θετική αύρα γιατί υποδηλώνει την ανανέωση και εμπεριέχει τη μετεξέλιξη σε κάτι καινούργιο και καινοτόμο, εντούτοις στην Ελλάδα των διαχρονικών παροχών και της επιδοματικής κουλτούρας, της περίκλειστης ατροφικής οικονομίας της κατανάλωσης και της παροχής υπηρεσιών, του κρατισμού και του παρασιτισμού, η λέξη φέρει αρνητικό φορτίο και δημιουργεί με το άκουσμα της αμέσως συνειρμό με περικοπές, απολύσεις, λιτότητα, δυστυχία κλπ.

Ακόμη και η λέξη αξιολόγηση στη χώρα της συμφωνημένης μετριότητας είναι ταμπού και απεχθής, βέβαια σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα και το γεγονός ότι μια τόσο σημαντική διαδικασία ποιοτικής και εργασιακής αναβάθμισης, χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς από κυβερνώντες και εργατοπατέρες, ως εργαλείο νουθεσίας και καθοδήγησης του συνδικαλιστικού κινήματος με έναν τρόπο εκβιασμού και φόβου ταυτόχρονα. Λίγες ήταν οι προσπάθειες ουσιαστικής αξιολόγησης, ακομμάτιστης, αντικειμενικής και λειτουργικής.

Όμως μετά από μια δεκαετία περιδίνησης και οικονομικής δυσπραγίας, ύφεσης και φτώχειας, δεν χωράνε πλέον δικαιολογίες και ενδοιασμοί για το αν θα προχωρήσουμε μπροστά ή θα μείνουμε για ακόμη μερικές δεκαετίες παρίες τις Ευρώπης, καθηλωμένοι στην εσωστρέφεια, αναλώνοντας από την ίδια μας τη σάρκα που λιγόστεψε επικίνδυνα.

Ποιες είναι λοιπόν οι πολιτικές δυνάμεις που είναι σε θέση να προβάλουν μόνο το εθνικό συμφέρον και το πατριωτικό καθήκον δίχως να λοξοκοιτάνε τις δημοσκοπήσεις και τις μετρήσεις της κοινής γνώμης σε κάθε δύσκολη απόφαση;

Η αναδιάρθρωση του πρωτογενή τομέα και η αλλαγή του μη ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου που έχει μείνει σχεδόν ίδιο από τη δεκαετία του 80’’ μέσα σε μια Ευρώπη που αλλάζει και μετεξελίσσεται, είναι αδήριτη ανάγκη του αγροτικού κόσμου της ελληνικής υπαίθρου που μαραζώνει και παρακμάζει οικονομικά και δημογραφικά.

Το success story του τουρισμού που καλπάζει χάρη στην ιδιωτική προσπάθεια σε συνδυασμό με δυσμενείς συγκυρίες που πλήττουν γειτονικούς τουριστικούς προορισμούς , οι οποίες όμως είναι παροδικές, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί για καιρό παρά το ισχυρό brand name που έχει δομηθεί εδώ και χρόνια, όσο η τουριστική πολιτική παραμένει στον αυτόματο, με την κυβέρνηση να περιορίζεται στην ήσσονα προσπάθεια και στα απολύτως απαραίτητα για να δικαιολογήσει την παρουσία και το ρόλο της.

Ποιος πολιτικός χώρος και ποιος ηγέτης, θα ορθώσει ανάστημα σπάζοντας το απόστημα του τμήματος εκείνου του αντιπαραγωγικού, διογκωμένου και νοσηρού δημόσιου τομέα, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στο υγειές κομμάτι του ευσυνείδητου εργατικού και αποτελεσματικού ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στον κρατικό μηχανισμό, να απελευθερώσει τις δημιουργικές του δυνάμεις και να καταστεί από δαιδαλώδη γραφειοκρατία σε ευέλικτο και σύγχρονο πραγματικό στυλοβάτη της διοίκησης και της οικονομίας, προς όφελος των φορολογουμένων πολιτών, που πληρώνουν ακριβά την καθημερινή τους ταλαιπωρία στα δυσκίνητα γρανάζια της κρατικής μηχανής, προσπαθώντας να διεκπεραιώσουν απλές υποθέσεις και να εξυπηρετηθούν.

Ποιος πολιτικός σχηματισμός θα κόψεις οριστικά και αμετάκλητα τις γέφυρες του πελατειακού συστήματος που δεκαετίες σοβεί στην ζωή του τόπου; Τα διδάγματα της κρίσης πρέπει να αποτελέσουν μαθήματα στην επόμενη μέρας της πολιτικής διακυβέρνησης του τόπου, κλείνοντας την πόρτα στο παρελθόν, τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις.

Ο πολιτικός κόσμος πρέπει να απαντήσει με ειλικρίνεια στα ερωτήματα που βασανίζουν τους συνανθρώπους μας . Σε ποιο μοντέλο οικονομίας θα πορευτούμε; Θα συνεχίσουμε σε μια αγορά με δεκάδες εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, με τα κλειστά επαγγέλματα να παραμένουν επί της ουσίας, με συντεχνιακές αγκυλώσεις και συνδικαλιστικές εμμονές, με στερεότυπα που προσδίδουν σε οτιδήποτε ξεβολεύει τις κλειστές επαγγελματικές κάστες και τα συμφέροντα των λίγων, την αρνητική ταμπέλα του νεοφιλελευθερισμού.

Το χρεωκοπημένο κοινωνικό κράτος πρόνοιας και ερανικής πολιτικής σε μια χώρα που ο πληθυσμός της γηράσκει δίχως να ανανεώνεται, δεν μπορεί να εγγυηθεί το παρόν και το μέλλον των γενεών που έρχονται για περίθαλψη, υγεία και ασφάλεια στην εργασία. Οι κορώνες και τα ξύλινα λόγια για νέο κοινωνικό συμβόλαιο είναι τόσο παρωχημένα και παλαιά, όσο και κάποιες προτάσεις για το δημογραφικό μέλλον της Ελλάδας που περιορίζονται σε επιδόματα και φόρο –ελαφρύνσεις, δίχως να αγγίζουν την πραγματική ρίζα του προβλήματος που είναι η προστασία της οικογένειας και η δόμηση οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος σταθερότητας και σιγουριάς που δημιουργεί τις συνθήκες για πραγματική ανθρώπινη ανάπτυξη και ευημερία.

Ποια πολιτική δύναμη θα χειριστεί τα ευαίσθητα εθνικά θέματα που μετά από μια σειρά πρόθυμες ενέργειες των κυβερνώντων έφτασαν να διχάζουν αντί να ενώνουν τον λαό;

Πότε θα συμφωνηθεί και από ποιους μια σταθερή μακρόπνοη πολιτική παιδείας και ποιοτικής εκπαίδευσης;

Ποιος θα αρθρώσει λόγο να πει ότι η ατιμωρησία και η περίεργη ανεκτικότητα σε καθημερινά φαινόμενα βίας, είναι απειλές της δημοκρατίας και θα πάψει απλά να καταγγέλλει εκπονώντας και υλοποιώντας σχέδιο για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας έτσι όπως το Σύνταγμα επιτάσσει;

Επιχειρώντας μια σύντομη απάντηση σε μερικά από αυτά τα ερωτήματα, θα έλεγε κανείς ότι σε ότι αφορά τη Δημοκρατική Παράταξη και παρά το γεγονός ότι κράτησε μια – ίσως τη μόνη- υπεύθυνη στάση κατά το ξέσπασμα και κατά τη διάρκεια της κρίσης, εντούτοις σήμερα δείχνει εγκλωβισμένη σε μια σιωπηρή συμφωνία ολιγαρκούς πολιτικής αυτονομίας και παραδομένη σε ένα νοσταλγικό vertigo αναλώνοντας το πολιτικό κεφάλαιο των νεκρών για τη μίζερη εκλογική του επιβίωση. Ετεροκαθοριζόμενη από τα επιχειρήματα και τις προτάσεις, πότε του ενός και πότε του άλλου μονομάχου και αντιπαλεύοντας ταυτόχρονα τη μια και την άλλη πλευρά, κρατώντας ίσες αποστάσεις από όλους και όλα, περισσότερο καταλήγει παρακολούθημα ενός δικομματισμού που διαμορφώνεται μέσα σε κλίμα σταδιακής όξυνσης, παρά σε στρατηγικό αντίπαλο και βέβαια πολύ λιγότερο σε στρατηγικό εταίρο του εθνικού σχεδίου της επόμενης ημέρας.

Η ιδεολογία και το πολιτικό στίγμα ενός φορέα, καθορίζεται στα αρχηγικά κόμματα και από το προφίλ, τις ιδέες και τις απόψεις του ηγέτη. Στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο όπου τα κόμματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αρχηγικά, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν ανοιχτούς μηχανισμούς και υψηλής ποιότητας εσωκομματική δημοκρατία, η διαπίστωση αυτή είναι βασικός παράγοντας της πολιτικής και πορείας που ακολουθούν, τόσο όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση αλλά και όταν αναλαμβάνουν τα ηνία εξουσίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της διακυβέρνησης των Σαμαρο –Βενιζέλων όπως την αποκαλούσαν απαξιωτικά οι πολέμιοι εκείνης της εποχής, που όμως κατάφερε να φέρει τη χώρα στο κατώφλι της εξόδου από τα μνημόνια και να επιφέρει κοινωνική ειρήνη και μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από χρόνια ύφεσης, με σεβασμό στους θεσμούς και τη δημοκρατία. Σε εκείνη τη συγκυβέρνηση, η δύσκολη θέση δεν ήταν του μεγάλου κόμματος, αλλά του μικρότερου εταίρου, που προτίμησε τον εκλογικό αφανισμό και το βαρύ πολιτικό κόστος από το μικροκομματικό όφελος, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον και την πατρίδα, όπως πρέπει να κάνουν όλα τα κόμματα που δημιουργούνται για να υπηρετήσουν το Έθνος και το πολίτευμα. Είναι σίγουρο ότι αν τότε επικεφαλής της Δημοκρατική Παράταξης δεν ήταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος, εκείνη η συγκυβέρνηση που στην κυριολεξία έσωσε τη χώρα από την καταστροφή, μπορεί να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Όμως με τα αν δεν γράφεται ιστορία, μόνο υποθέσεις διατυπώνονται, που η μελλοντική επαλήθευση ή διάψευσή τους, καθορίζει και το βαθμό σημαντικότητας για την καταγραφή από την ιστορία ή μη. Μια τέτοια υπόθεση εργασίας σήμερα είναι αν μπορεί ο κεντρογενής - μεταρρυθμιστής ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας , που έχει δώσει δείγματα μετριοπάθειας αλλά και καινοτόμου λόγου, αν λοιπόν μπορεί να υπερκεράσει τις δεξιές συντηρητικές φωνές που παραμένουν ισχυρές στο εσωτερικό της παράταξης του, δημιουργώντας τις δυνατότητες εφαρμογής μιας εθνικής στρατηγικής συνεννόησης με ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις, ουσιαστικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, προοδευτικό πρόσημο και αλλαγές που θα υπηρετήσουν ένα νέο εθνικό όραμα, που έχουν ανάγκη οι πολίτες για να πιστέψουν και πάλι στην πολιτική και τους πολιτικούς.

Το δίπολο των εκλογών είναι αναπόφευκτο και μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι δυνάμεις του προοδευτικού κέντρου θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα αφήσουν στην άκρη τη φανέλα του αδύναμου αντιπάλου και θα φορέσουν τη βαριά πανοπλία του στρατηγικού συμμάχου, στη μάχη των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στους λαϊκιστές και τους ευρωσκεπτικιστές πολιτικούς καιροσκόπους.

Το δίλημμα για τους πολίτες την παραμονή των εκλογών θα είναι: ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ; Το εκλογικό παιχνίδι παίζεται πάντα από δύο παίκτες, πρέπει να συντρέχουν πολλοί λόγοι και σειρά παραγόντων που έχουν σχέση με τη δυνατότητα του τρίτου παίκτη να εισχωρήσει με αξιώσεις και επιχειρήματα στην αρένα και να θέσει τρίλημμα, όπως συμβαίνει σπανίως, αλλά έχει συμβεί. Στην προκειμένη περίπτωση της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που διανύουμε, δεν διαφαίνεται ως πιθανή μια τέτοια προοπτική.

Το διακύβευμα της πρωταγωνιστικής παρουσίας στην πολιτική κονίστρα για το προοδευτικό κέντρο την επομένη των εκλογών, θα εξαρτηθεί από το αντίστοιχο ρίσκο των ορθών επιλογών στο κατ’ εκτίμηση δίλημμα: Μένουμε στη σωστή πλευρά της ιστορικής ευθύνης, όπως το πράξαμε στο παρελθόν στη συνεργασία με την ‘’επάρατη’’ δεξιά προκειμένου να μην πέσει η χώρα στο γκρεμό με απρόβλεπτες συνέπειες για τους συνανθρώπους μας, ή χάριν της διαφύλαξης και διάσωσης προσωπικών διαδρομών, μπαίνουμε στα αχαρτογράφητα νερά της ακυβερνησίας και του χάους των μπαχαλάκηδων της γιαλαντζί αριστεράς;

Πολλοί εύχονται να μη βρεθεί η Δημοκρατική Παράταξη μετεκλογικά σε μια τέτοια δύσκολη θέση. Αν αυτό συμβεί, τότε θα έχει επέλθει κατόπιν εντολής του λαού μονοκομματική κυβέρνηση, για την οποία πολλές φορές το ίδιο το ΚΙΝΑΛ έχει διατυπώσει την άποψη, ότι μια τέτοια έκβαση δεν θα είναι λύση αλλά οπισθοδρόμηση. Σε αυτή την περίπτωση όμως, τουλάχιστον θα έχουμε αποφύγει τη δυσάρεστη έκπληξη να δούμε το ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστή των εξελίξεων.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: J. M. W. Turner, Sunrise

 

Τσολακίδης, Νίκος

Γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1972 στην Αλεξανδρούπολη. Φοίτησε στη σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο τμήμα  Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Αργότερα ξεκίνησε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα: «Η διαμόρφωση της εθνική συνείδησης στους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης και οι διαδικασίες συγκρότησης,  της πολιτισμικής τους ταυτότητας», την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε. Σπούδασε Χρηματοοικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων – ΜΒΑ στο  Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου και συνεχίζει σπουδές στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Στις ευρωεκλογές του Μάιου 2014 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με την Ελιά – Δημοκρατική Παράταξη. Ενώ στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015,  ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στον Έβρο. Εργάστηκε   στον ιδιωτικό τομέα ως σύμβουλος στο σχεδιασμό και την εφαρμογή δράσεων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας ευάλωτων ομάδων, ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και  στην εκπόνηση επενδυτικών σχεδίων. Από το 2003 είναι στέλεχος στη Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων  (ΜΟΔ Α.Ε.) και συγχρηματοδοτούμενων έργων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.