Με αυτό το κείμενο δεν επιδιώκω παρά να καταγράψω και να ερμηνεύσω – κατά το δυνατόν – τα «πως» και τα «γιατί» χαρακτηριστικών πτυχών του παλαιού και τωρινού εθνικισμού στην χώρα μας, καθώς και τις διαδραστικότητες που αναπτύσσονται ανάμεσα σ΄ αυτόν και στις λειτουργίες της πολιτικής εξουσίας.
Τον εθνικισμό – αποσυνδέοντάς τον προσώρας από τον εθνολαϊκισμό – μπορούμε να τον κατατάξουμε αδρά και σύμφωνα με τις ιστοριογραφικές αναφορές σε δύο περιόδους: στην περίοδο από τα μέσα του του19ου αιώνα έως την ίδρυση της ΚτΕ αρχικά και το τέλος του 2ου Πολέμου μετά και στις περίπου ενιαίες άλλες μορφές που παίρνει από εκεί κι ως τα σήμερα.
Στην πρώτη διάρκειά του ο εθνικισμός συμπίπτει με την προσπάθεια δημιουργίας των Κρατών –Εθνών και την απίσχναση των Αυτοκρατοριών και των φεουδαλικών δομών τους. Στον κυκεώνα της συμπλοκής, τότε, εδαφικών, εθνολογικών και κατά περίπτωση θρησκευτικών διαδρομών ο εθνικισμός εμπεριέχει αναπόφευκτα και χαρακτηριστικά αλυτρωτισμού, ο οποίος όμως δεν έχει ξεκάθαρα και αντικειμενικά κριτήρια για όλους. Παρόλα ταύτα τις εποχές εκείνες ο επιθετικός προσδιορισμός του εθνικιστή δεν σήμαινε αναγκαστικά τον αντιδραστικό. Συχνά ο Ελευθέριος Βενιζέλος – κατεξοχήν πρωτεργάτης της εκσυγχρονιστικής μετάλλαξης της χώρας – χαρακτηρίζεται ως εθνικιστής με νότες αλυτρωτισμού όπως κι από την άλλη μεριά ο συντηρητικός μέντορας Ίων Δραγούμης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κεμάλ στον απόηχο της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε το ζήτημα έχει να κάνει με το πώς υλοποιεί κανείς τον εθνικισμό – την χωρική ολοκλήρωση μιας πατρίδας – διπλωματικά ή πολιτικά. Ο φασισμός, που εμφανίζεται στην Ιταλία και παρουσιάζεται μεταλλαγμένος στην Γερμανία είναι αυτός, που ιδεολογικοποιεί σε άλλη τροχιά τον εθνικισμό ορίζοντας τον εμβληματικά ως κακόβουλη επικυριαρχία ενός μεγάλου – ήδη – δημιουργηθέντος Κράτους Έθνους πάνω σε άλλα, εξορισμού και αυθαίρετα, λιγότερο σημαντικά από αυτό.
Ο εθνικισμός τελείωσε διανοητικά με τον Πόλεμο, ο νέος στρεβλωμένος δεν είναι παρά αντιπατριωτικός αλλά και πηγή δυστυχίας.
Καταλήγοντας λέμε πως παρά την ετερογένεια των αλυτρωτισμών του πρώτου εθνικισμού, αυτός σε γενικές γραμμές εξέφραζε ένα αίτημα αυτοδιάθεσης, χειραφέτησης, χωρικής –γεωγραφικής και πολιτικής οργάνωσης ώστε σε ένα δεύτερο ύστερο επίπεδο τα κυρίαρχα κράτη να συνεννοούνται φτάνοντας σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στην περιοχή του διεθνικού κοινοτισμού. Εδώ να τονιστεί πως η αποτυχία της ΚτΕ να διαδραματίσει τον πρώτο ρόλο στην επόμενη παράσταση του κόσμου μας, οπισθοδρόμησε τις εξελίξεις.
Κάνοντας μια χρονική υπέρβαση ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στα σημερινά – με δεδομένες τις αλλαγές που συντελέστηκαν τόσο με την Οικονομική Ένωση της Ευρώπης, όσο και με την διάλυση πολυεθνικών κρατών, κυρίως κομμουνιστικής πολιτικής προέλευσης – βλέπουμε τον εθνικισμό να ορίζεται – και – στη χώρα μας στρεβλωτικά και αντιπαραθετικά όπως επίσης και να ταυτίζεται ποιοτικά είτε με απομεινάρια του ναζισμού είτε με αναγνώσεις της άκαμπτης διάρκειας της Ελλάδας ως όντος από τον Ησίοδο μέχρι τώρα.
Ο ύστερος εθνικισμός εισβάλλει στη διπλωματική λειτουργία της κρατικής οντότητας με πρόσχημα την εκχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας στους μείζονες υπερεθνικούς φορείς και στον ρεαλιστικό λόγο αλληλεγγύης και κοινοτισμού, τον οποίο διακονούν – φυσικά με αβελτηρίες και υστερήσεις. Η διαδρομή, που διατρέχτηκε με το θέμα της ΠΓΔΜ, από το 1992 ως σήμερα, είναι δηλωτική της αντίληψης που συνείχε όλες τις ελίτ του τόπου τότε ωσότου να φτάσουμε σε μια μείζονα συναντίληψη ρεαλισμού και αλήθειας μαζί, σήμερα. Οι αλήθειες δεν έχουν μιαν ανάγνωση αλλά πολλές σε έναν κόσμο που πληροφορείται αλλά και ηττάται από την ποσότητα της πληροφορίας. Οι ερμηνείες δεν είναι αναγκαστικά στο πρώτο στρώμα αλλά μπορεί και στο δεύτερο. Πχ…λέγοντας γεωγραφικό προσδιορισμό περιγράφουμε κάτι που μπορεί να είναι έτσι με την πρώτη ματιά, μπορεί όμως να είναι στο δεύτερο επίπεδο της πληροφορίας. Κάλλιστα το επίθετο Νέο μπορεί να περιγράφει ο, τι και το άνω ή το δίπλα ή το ανάντη του ποταμιού ή το κατάντη σύμφωνα με την Γλωσσολογία μα και τις αποδεκτές θεωρίες σημαίνοντος – σημαινομένου. Για να φανταστούμε πόσο απλοϊκό θα ήταν να ταυτίζαμε τον Εθνικοσοσιαλισμό με την Σοσιαλδημοκρατία, μιας και οι δύο όροι έχουν ένα κοινό συνθετικό και δύο άλλα καθόλα ευγενή.
Θέλω να πω πως σήμερα ο όρος εθνικός ή πατριωτικός δημιουργεί λιγότερες παρερμηνείες καθώς τα παράγωγα του εθνικισμού παραπέμπουν αφενός σε αλυτρωτισμούς αφετέρου σε φαντασιώσεις παιδιών. Ο εθνικισμός, ταυτισμένος εδώ και παντού, και με μια παιδικότητα σκέψης παραπέμπει στο περίκλειστο, στην Μητέρα –Πατρίδα, στη μήτρα. Ετούτα είναι κλασσικές ερμηνείες ψυχοκοινωνιολογικού τύπου – ήδη από τον Φρόιντ – και δείχνουν σχηματικά τον ανοργάνωτο λαό ως ένα απαίδευτο συλλογικό ον, που οσμιζόμενο τους κινδύνους της ανάπτυξης και της επέκτασης αναπολούν ασυνειδήτως την βέβαιη επιστροφή στην αρχετυπική Μητέρα – Μήτρα. Μια μετεξέλιξη είναι και ο εθνοποπουλισμός, όπου ο απομονωτισμός συγχρωτίζεται με την απλοϊκότητα του λαϊκισμού, και στην συνέχεια αναπτύσσεται ως σώμα με πολλά χέρια και πόδια εκφεύγοντας και από την σημασία των προσδιοριστικών συνθηκών.
Κρίνω σκόπιμο – από το ψυχαναλυτικό ερμηνευτικό παράθυρο – να θέσω την παρουσία της εκκοσμικευμένης Εκκλησίας σε θέματα, όπως το Σκοπιανό ή το Κυπριακό ή άλλα. Αυτή, στο πλαίσιο του ατελούς διαφωτισμού την εποχή ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους αποτέλεσε συνδημιουργό του. Συνεπώς, μιας και απουσίαζαν πολλοί άλλοι ομογενοποιητικοί παράγοντες, ήταν μια μικρότερη Μητέρα, η Μήτρα – Εθνική Θρησκεία. Έτσι, υπερβαίνοντας τον θεσμικό ρόλο, λειτούργησε πάντα επεμβατικά στην Ελληνική Πολιτεία, όχι ασφαλώς γιατί εκφράζει γνώμη μα γιατί κινείται οριακά συγκυβερνητικά. Το έπραξε σε πολλές περιόδους, ελπίζω κι αυτή τώρα να διδαχτεί από τις εκτροπές της. Ωστόσο, επανέρχομαι λέγοντας πως έστω και αθέλητα ως υπαρκτό και ουδέποτε αποκοπέν συστατικό του πελατειακού κράτους συχνά κινείται ως διαστρεβλωμένη Μητέρα, που καθηλώνει νοσηρά σε προγνωσιακά επίπεδα τους πολλούς πιστούς.
Θα κλείσω γράφοντας πως η διαφαινόμενη κυβερνητική συνθήκη Μέρκελ-Σουλτς, υπό τις αγωνίες του Μακρόν αλλά και η προνομιακή σχέση του Ούγγρου Β.Όρμπαν με το συντηρητικότατο κομμάτι της γερμανικής Χριστανοδημοκρατίας , δείχνει και τις αντίρροπες ταυτόχρονες εφελκυστικές δυνάμεις στην προσπάθεια αλλαγών στην ΕΕ προς μια περισσότερο φεντεραλιστική κατεύθυνση. Πως θα γίνουν; Αρκούν από μόνες τους οι υπάρχουσες αυτοματικού τύπου δικαιοδοσίες ή χρειάζεται ενεργότερη παρουσία των Εθνών – Κρατών στις παραχωρήσεις – επιπλέον – εθνικής κυριαρχίας προς όφελός τους όμως; Κλίνω προς τη δεύτερη ανάγνωση με χρήση των προνοιών που ήδη υπάρχουν στην ΕΕ. Απλούστατα γιατί ο εθνικισμός και τα παράγωγά του , πρέπει να συνοριοθετηθούν – και – ομοιοπαθητικά από τα μέσα , από τις ενδιαφερόμενες χώρες.
Η θεσμισμένη ελληνική Πολιτεία με τη συντεταγμένη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας οφείλει να δείξει ταυτόχρονα ρεαλισμό, πατριωτισμό και απαρέσκεια προς δηλωμένους ή αδήλωτους νεο-εθνικισμούς , που μόνον διπλωματικές ήττες φέρνουν. Και είναι η ίδια ακριβώς Πολιτεία , που πρέπει να υπενθυμίζει ή να θέτει τα όρια σε οποιονδήποτε συλλογικότητα. Και φυσικά μόνον αυτό είναι το πλαίσιο επιλύσεως του σύνθετου ονόματος της ΠΓΔΜ σήμερα, κάθε άλλου αύριο. Ο εθνικισμός τελείωσε διανοητικά με τον Πόλεμο, ο νέος στρεβλωμένος δεν είναι παρά αντιπατριωτικός αλλά και πηγή δυστυχίας.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Marc Chagall, War