Παρασκευή, 30 Ιουν 2017

Προβλήματα ταυτότητας #ElladaMeta

αρθρο του:

Ποιο «μετά» για την Ελλάδα; Αυτό είναι πράγματι ένα καίριο ερώτημα εξόδου από την «κρίση». Γιατί αυτό το μετά είναι ως έναν βαθμό ετεροπροσδιορισμένο από ένα «πριν». Βεμπεριανά μιλώντας, από ένα «αιώνιο χθες», από κληρονομιές που δεν ξεπερνώνται εύκολα, πόσω μάλλον όταν ισχυροί πολιτικοί δρώντες φροντίζουν να τις ανακαινίζουν, να τις συγχρονίζουν, συνεπώς το μετά μπορεί να είναι υπονομευμένο από ένα «παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει». Ένα παρελθόν πίστης που νικά ένα παρόν ευθύνης. Και ναρκοθετεί την προβολή στο μέλλον. Πώς μπορεί να ξεπερασθεί μια κοινωνική δυσφορία, μία πολιτισμική παλινδρόμηση, όπως αυτή που ξεδιπλώθηκε τα τελευταία χρόνια; Χρειαζόμαστε μια καλή ανάγνωση της κρίσης, των αντικειμενικών συντελεστών της, των μεθόδων που την ενίσχυσαν και των φορέων που την εκμεταλλεύθηκαν, ώστε να σχεδιασθεί μια αξιόπιστη πολιτική έξοδος από αυτήν. Δύσκολη επιχείρηση, αλλά αναγκαία, η οποία προϋποθέτει την αποδόμηση των με την ευρεία έννοια πολιτισμικών πρακτικών που διέπουν την ελληνική πολιτική κουλτούρα με στόχο μία δημοκρατική, φιλελεύθερη ανασυγκρότηση των πολιτικο-πολιτισμικών δομών της πολιτικής κοινότητας.  

Το «μετά» είναι ως έναν βαθμό ετεροπροσδιορισμένο από ένα «πριν».

Οι αναλύσεις του Ράμφου και οι παρατηρήσεις του Καστοριάδη για την ελληνική πολιτική κουλτούρα έχουν πειστικά αναδείξει μια δεσπόζουσα προ-πολιτικής, μία προ-νεωτερική όψη της ελληνικής κουλτούρας, πράγμα που διαφοροποιεί ως ένα σημείο την ελληνική κρίση, καθιστώντας την πολιτικο-πολιτισμικό πρόβλημα, ανθρωπολογικό πρόβλημα, σε σχέση με την κρίση που βιώνουν άλλοι κοινωνικοί σχηματισμοί. Ποιο είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που χρωματίζουν το υπόστρωμα της ελληνικής πολιτισμικής κρίσης; Είναι ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, η αέναη εκδήλωση μιας ανθρωπολογικής συνέχειας, μιας αντιπολιτικής μυθολογίας, όπου οι κρίσεις, όπως, για παράδειγμα αυτή των τελευταίων ετών, εκλαμβάνονται και «βιώνονται» ως υπαρξιακές προκλήσεις, ως ύψιστοι ψυχικοί κλονισμοί, ως ταυτοτικές αρνήσεις, φέροντας διαρκώς στην επιφάνεια, ανακαινίζοντάς τες, ιδιοσυγκρασιακές εμμονές, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, παρα-νοήσεις, ακόμα και «παραληρήματα». Φαινόμενα τύπου Σώρρα, γραφικές επιλογές τύπου «Ένωσης Κεντρώων», διάσπαρτες συνωμοσιολογικές εμμονές, το πιστοποιούν. Το πιστοποιεί πάνω από όλα η πολιτική που εκλαμβάνεται ως ανιμιστική τελετουργία εξορκισμού, ως «μούτζα» και «κρεμάλα», ως κατάρα, ανάθεμα, ως λιτανική καταγγελία του κακού, αλλά, ταυτοχρόνως, και ως λυτρωτική, μαγική έξοδος από το «σκοτάδι» στο «φως». Εικόνες των τελευταίων χρόνων γνώριμες σε όλους μας που έχουν σφραγίσει το ελληνοκεντρικό φαντασιακό. Και που επίκεντρό τους έχουν ένα προνεωτερικό άτομο που αδυνατεί να συλλάβει και να επεξεργασθεί ορθολογικά τις προκλήσεις που του απευθύνονται σε ένα πλαίσιο αφηρημένων δεσμών που θα έπρεπε να το συνδέουν με μια εξίσου «αφηρημένη» πολιτική κοινότητα. Αυτή η σύγκρουση συγκεκριμένου-αφηρημένου, σχεδόν πάντα καταλήγει με την νίκη του πρώτου επί του δεύτερου, του βιώματος επί του θεσμικού, του κοινοτιστικού επί του συμβολαιακού, ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου φαίνεται ότι οι εκσυγχρονισμοί επικρατούν των αρχαϊσμών, όπως είναι, για παράδειγμα, οι εκλογικές νίκες εκσυγχρονιστικών δυνάμεων στην περίοδο της μεταπολίτευσης και η εισαγωγή νέων θεσμικών κανόνων και λειτουργιών στον δημόσιο βίο. Οι τελευταίες διαστρέφονται ή και ακυρώνονται στην πράξη μέσω ενός παράλληλου συστήματος, ενός εξωθεσμικού και αντιθεσμικού παρα-συστήματος, μέσω της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος διπλής εξουσίας, υλικής και συμβολικής.

Το μοιραίο μπλοκάρισμα προκύπτει, ακριβώς, γιατί η συλλογική ταυτότητα δεν μπορεί να αυτο-κατανοηθεί σε σχετική απόσταση από την βιωμένη εμπειρία, ως αναστοχασμός, και, συνεπώς, ο κοινωνικός δεσμός ως το θεσμικό συμβόλαιο του κοινού καλού που ξεπερνά τις προσωπικές διαδρομές. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας είναι, από αυτή την άποψη, ο αντι-πολιτικός νατουραλισμός της και ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο νατουραλισμός εν γένει, ως διανοητικό και πολιτισμικό ρεύμα, υπήρξε, ιστορικά μιλώντας, ο προάγγελος του λαϊκισμού. Η φυσικοποίηση των κοινωνικών δεδομένων, των κοινωνικών κατασκευών, της ίδιας της ιστορίας, άλλωστε, βρίσκεται στην καρδιά του λαϊκισμού, κάθε λαϊκισμού, λογοτεχνικού ή πολιτικού. Ο εκθειασμός του γήινου, του απλού, του ταπεινού, η απόρριψη του πολύπλοκου και του τεχνικού ως τεχνητού/επιφανειακού, μη-βιωματικού, μη-αυθεντικού, επομένως ως μη-αληθινού (μη-φυσικού), άρα, ιδιαίτερα σε περιόδους μεταβατικές, όπως η σημερινή, η συγκινησιακή, η χολερική άρνηση του αφηρημένου ακουμπά στον μύθο, στα «κεκρυμμένα εκ καταγωγής», τα «φυσικά», στο «φως», στην κουλτούρα (στον από μηχανής Θεό, στο ήρωα που θα μας σώσει), το συγκεκριμένο ως η μοναδική αλήθεια. Είναι αυτή η «μαγεία» της ελληνικής κουλτούρας, η μαγική οπτική μιας στοιχειωμένης χώρας, του ελληνικού αντι-πολιτικού μύθου, της αντιπολιτικής νοσταλγίας, που φτιάχνει μια ελληνική ταυτότητα με «παγανιστική δεσπόζουσα».

Μέσα σε αυτή την όψη προ-νεωτερικότητας του ελληνικού «εθνικισμού», αυτού του δημώδους παγανιστικού εθνοτισμού, του εθνοτικού κοινοτισμού, που δεν κατάφερε να προαχθεί σε πολιτικό εθνικισμό, σε εθνισμό, μπορεί να βρίσκεται μία από τις βασικές απαντήσεις στο χρονίζον και αναπάντητο για πολλούς ταυτοτικό ερώτημα του «ποιοι είμαστε;».

Μέσα στην υπαρξιακή, απόκοσμη, μυροβόλα οντότητα «λαός» λιώνουν όλες οι μεγάλες ιδεολογίες.

Γι αυτόν τον λόγο, οι δημαγωγικές ρητορικές επίκλησης του «λαού», ιδιαίτερα σε περιόδους μετάβασης/κρίσης, όπως η σημερινή, τον εκλαμβάνουν και τον εξυμνούν ως υπαρξιακή οντότητα, ως μη-αναγώγιμη διαφορά, ως «πρόσωπο», ως «κοινότητα χαρακτήρα», μέσα από τις διαπολιτικές και δι-ιδεολογικές μυθολογίες της «αντίστασης» σε εναλλασσόμενους μεν, πάντα προνοιακούς ωστόσο εχθρούς: «όλα μπορούν να μας τα κλέψουν, όχι την ρακί και τον ήλιο», έλεγε «αστειευόμενος» προ καιρού ο πρωθυπουργός. Μέσα στην υπαρξιακή, απόκοσμη, μυροβόλα οντότητα «λαός», μέσα σε αυτή τη ψυχή, σε αυτό το ψυχικό κίνημα, σε αυτό το «μεγάλο καμίνι του λαϊκού κινήματος» (μας θυμίζει κάτι αυτή η έκφραση;) λιώνουν όμως όλες οι μεγάλες ιδεολογίες, όλες οι μετα-αφηγήσεις, και ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός, ακόμα και ο συντηρητισμός που «λογικά» βρίσκεται πιο κοντά στα υπαρξιακά ερωτήματα του εθνοτικού λαϊκού κοινοτισμού.

Επομένως, έχουμε μείζον πρόβλημα με το «μετά». Γιατί αυτό το «μετά» είναι στην ουσία του νεωτερική κατασκευή, το «μετά» είναι κάτι που σε μεγάλο βαθμό η ελληνική κουλτούρα, όπως αυτή αναπαράγεται από ιδεολογικο-πολιτικούς επιχειρηματίες, δεν μπορεί εύκολα να το αντέξει, γιατί το μετά είναι αφαίρεση, είναι στην ουσία τι; Είναι η πολιτική. Είναι η συμβολαιακή ρύθμιση μιας «κοινότητας πεπρωμένου», η οποία, χωρίς να αποβάλλει κληρονομημένους συγκινησιακούς και πνευματικούς δεσμούς, οφείλει να από-προσωποποιεί, να απο-φυσικοποιεί την κοινή συνύπαρξη και να την ρυθμίζει στο πλαίσιο αξιών, όχι των οποιονδήποτε αξιών (κουλτουραλιστικών, θρησκευτικών), αλλά πολιτικών αξιών, όπως αυτές της ισηγορίας και της ισονομίας, δηλαδή της κατά Άρεντ πολιτικής ελευθερίας. Με άλλα λόγια, το «μετά» αντιστοιχεί στην συγκρότηση του λαού, μέσω της πολιτικής αντιπροσώπευσης, σε πολιτικό υποκείμενο, σε «πολιτικό λαό», πέρα και ενάντια στις μοιραίες αριστερο-δεξιές δημαγωγίες που κολακεύουν τον σημερινό υπαρξιακό λαό.

Το «μετά» είναι κάτι που η ελληνική κουλτούρα δεν μπορεί εύκολα να το αντέξει, γιατί το μετά είναι η πολιτική.

Σήμερα, αυτή η προοπτική του «πολιτικού λαού» θα μπορούσε να εξειδικευθεί, στο πεδίο μιας πολιτικής στρατηγικής, στα εξής δύο πεδία: α) σε μία αμείλικτη πολιτική, όχι ηθική, μάχη «από-ριζοσπαστικοποίησης των πνευμάτων» (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: «απο-συριζοποίησης των πνευμάτων»), γιατί είναι ακριβώς ένας ορισμένος «πολιτικός» ριζοσπαστισμός αυτός που μυστικοποιεί τα πραγματικά διακυβεύματα, εργαλειοποιεί, θεμιτοποιεί και εξαγνίζει τον κουλτουραλιστικό εθνικολαϊκισμό, αυτό-προβάλλεται ως το εγκόσμιο πνεύμα του μεγάλου μανιτού, επανεγκαθιστώντας τον μαγικό λαϊκισμό και τις μοιραίες ψευδαισθήσεις του στο «κέντρο» της πολιτικής σκηνής∙ β) στο να βοηθήσει να κατανοήσουμε όλοι ότι το πρόβλημα, η «κρίση», δεν είναι πρωτίστως «οικονομική», αλλά καταγωγικά ανθρωπολογική, πολιτισμική, ή, αν προτιμάτε, πολιτικο-πολιτισμική, συνεπώς, το αρτιότερο οικονομικό/τεχνοκρατικό σχέδιο, από μόνο του, δεν συνιστά επαρκή απάντηση στις αιτίες της, όταν, βέβαια, δεν την οξύνει. Φυσικά, δεν μπορούμε να προτείνουμε, ως πολιτική πρόταση, την αναμονή επίλυσης του ανθρωπολογικού προβλήματος προκειμένου να επιλυθούν τα σημερινά προβλήματα. Αυτό που έχει σημασία είναι το εξής: οι απαραίτητες οικονομικο-πολιτικές προτάσεις εξόδου από την κρίση οφείλουν να είναι υποψιασμένες για την ποιότητα της κρίσης, οι φορείς τους, με άλλα λόγια, να θέτουν, ταυτοχρόνως, τους όρους και το πλαίσιο μιας άλλης, εναλλακτικής, ιστορικής «αφήγησης» ικανής να προβάλλει στο μέλλον μια μετα-μυθολογία: την ελληνική «κοινότητα πεπρωμένου» ως πολιτική κοινότητα.

Προϋπόθεση για να ανοίξουν αυτές οι δύο κατευθύνσεις είναι όντως η από-συστημοποίηση της πολιτικής. ΄Οντως, μόνο μια αντισυστημική πολιτική, μια πολιτική αντισυστημικής ηγεμονίας, μπορεί να ανταποκριθεί σε ένα τέτοιο χρέος. Με μία απαραίτητη διευκρίνιση. Λέγοντας σύστημα, εννοούμε το υπαρκτό σύστημα, όχι κάποιο φανταστικό πλέγμα εξουσίας. Το σύστημα, στην Ελλάδα, το «κατεστημένο», είναι ο πολιτικο-πολιτισμικός εθνικολαϊκισμός. Μόνον.


*Ομιλία Ανδρέα Πανταζόπουλου στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, "Η Ελλάδα Μετά" στον Κύκλο 1: Το Μεταρρυθμιστικό Πρόταγμα – Πολιτικές και Κοινωνικές Προϋποθέσεις


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Pablo Picasso (1881 – 1973), Girl Before a Mirror


Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 1: Το Μεταρρυθμιστικό Πρόταγμα – Πολιτικές και Κοινωνικές Προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Πανταζόπουλος, Ανδρέας

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ. Το αντικείμενο μελέτης του είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την προσέγγιση των φαινομένων του λαϊκισμού, του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταίο του βιβλίο: «Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013», Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2013.