Σάββατο, 18 Φεβ 2017

Η «ουσία» του εθνικολαϊκισμού

αρθρο του:

Ομιλία Ανδρέα Πανταζόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου ιδεών «Εθνικολαϊκιστές Vs. Υπνοβάτες. Η Ευρώπη και η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη του λαϊκισμού»
με συνομιλητές τον Πέτρο Παπασαραντόπουλο, Ιάσωνα Πιπίνη, Βασίλη Παπαβασιλείου, Ευάγγελο Βενιζέλο, και συντονιστή τον Ηλία Κανέλλη


Σε πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη ο ιστορικός και κοινωνιολόγος Πιέρ Ρονζαβαλλόν, καλούμενος να απαριθμήσει, με αφορμή και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού πρότεινε την εξής σειρά: ο προστατευτισμός, ο εθνικισμός, η πολεμικού τύπου αντίθεση του «λαού», νοούμενου ως ενιαίας οντότητας (ως «μπλοκ»), εναντίον των ελίτ, τέλος, η επίκληση στην άμεση δημοκρατία, ιδιαίτερα μέσω της προσφυγής σε δημοψηφίσματα [1]  . Έχει ενδιαφέρον αυτή η προσέγγιση από έναν προοδευτικό, σοσιαλδημοκράτη διανοούμενο που, κατά τα λοιπά, θεωρεί ότι «ο λαϊκισμός είναι απάντηση στις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας», γιατί, ιστορικοποιώντας την ανάλυσή του εντοπίζει μία πρώτη ανάδυση του λαϊκισμού ως «εθνικιστική αντίδραση» στην «πρώτη παγκοσμιοποίηση». Ο εθνικισμός επομένως εμφανίζεται σε αυτήν την προσέγγιση ως στοιχείο του λαϊκισμού, δικαιούμαστε να συμπεράνουμε, πόσω μάλλον, που ο ίδιος ο Ροζανβαλλόν θα επισημάνει ότι ο εθνικο-προστατευτισμός είναι ένα κοινό στοιχείο που ενοποιεί τα δύο παραδείγματα, τις δύο εκδοχές του λαϊκισμού, την δεξιά και την αριστερή. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, την αριστερή, περιλαμβάνονται ο περονισμός και ο τσαβισμός, ακόμα και ο κιρχνερισμός (ο οποίος, μάλιστα, για τον Ροζανβαλλόν, είναι εξίσου «ύποπτος», με τον περονισμό) [2]  . Ένας άλλος ερευνητής του λαϊκιστικού φαινομένου, ο χαμπερμασιανός πολιτικός επιστήμονας Ζαν–Βέρνερ Μύλερ (Jan-Werner Müller), στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Τι είναι ο λαϊκισμός;», τον υποδεικνύει ως απειλή για τη δημοκρατία. Μάλιστα, αυτή η απειλή, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μπορεί να προσλάβει και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, παραθέτοντας εδώ, με ρητό τρόπο, τα παραδείγματα των Τσάβεζ και Ιγκλέσιας (του επανεκλεγέντα ηγέτη του Podemos) και, εμμέσως, την περίπτωση Σύριζα, επικαλούμενος τον «εθνικο-λαϊκό» χαρακτήρα του «κινήματος» που αυτός οικοδόμησε. [3]

Η συκοφάντηση του πολιτικού αντιπάλου συνιστά την αντιπολιτική κανονικότητα του εθνικολαϊκισμού.

Τέτοιες προσεγγίσεις, η κάθε μία βέβαια με τον τρόπο της, έρχονται να επικυρώσουν, νομίζουμε, εκείνη την τομή του φαινομένου που θεωρεί τον λαϊκισμό ως εθνικολαϊκισμό, υπό όποια πολιτική μορφή και αν αυτός παρουσιάζεται, δεξιά ή αριστερή. Οι σχετικές επεξεργασίες του φιλόσοφου και ιστορικού των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (Pierre-André Taguieff) είναι σε αυτό το σημείο αναλυτικές, προσδιορίζοντας, ιστορικά και πολιτικά, την ενδόμυχη σχέση λαϊκισμού και εθνικισμού [4] . Θα λέγαμε, σε μία δική μας γλώσσα, ότι ο πολιτικός λαϊκισμός ως διχαστικό, πολεμικό «ύφος», που εξυμνεί και κολακεύει τον έναν, ενιαίο και «αγνό λαό», πάντα προσφεύγει σε μανιχαϊκές κατασκευές που υποδεικνύουν τον προς καταπολέμηση «εχθρό», είτε αυτός είναι οι ντόπιες «ελίτ» είτε οι «άλλοι», οι «ξένοι», συχνά, για να μην πούμε πάντα, οι δύο αυτοί εχθροί ταυτίζονται. Η ταύτιση αυτή εθνικοποιεί το εγκαλούμενο υποκείμενο, τον εξαγνισμένο λαό, ο οποίος καλείται να ενοποιήσει, να καταστήσει κοινό τον κοινωνικό και εθνικό αγώνα του, να τον καταστήσει εθνικο-λαϊκό, αντιστεκόμενος ταυτόχρονα κατά του «κατεστημένου» που βρίσκεται στην υπηρεσία «ξένων» και «απόκρυφων» δυνάμεων οι οποίες κινούν τα νήματα της υποδούλωσής του, της «κατοχής» του.

Αν, εντοπίζοντας εδώ τον πυρήνα του λαϊκισμού ως εθνικολαϊκισμού, χρειάζεται να εμμείνουμε, είναι γιατί αυτός, ως κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, δεν προκύπτει αυτόματα, δεν συνιστά αβίαστη κοινωνική ροή, δεν αποτελεί την «αυθεντική» όψη μιας κοινωνίας σε αναβρασμό, αλλά είναι προϊόν κατασκευής. Όπως σχετικά επισημαίνει ο Π.-Α. Ταγκιέφ σε πρόσφατο κείμενο του, τον εθνικολαϊκισμό τον κατασκευάζουν οι εθνικολαϊκιστικές ελίτ, ο εθνικολαϊκισμός είναι εκ των άνω κατασκευή και όχι αυθόρμητη κοινωνική επίκριση. Λέει σχετικά: «ο ‘λαϊκισμός’ δεν είναι χαρακτηριστικό των λαϊκών εξεγέρσεων, αποτελεί στοιχείο της πολιτικής προσφοράς των νέων λαϊκών ηγετών, οι οποίοι έμαθαν να αιχμαλωτίζουν τα πάθη του λαού και να τα απηχούν.» [5] Αναγνωρίζουμε, στο σημείο αυτό, την χειραγώγηση, την εργαλειοποίηση των συλλογικών παθών εκ μέρους ιδεολογικών και πολιτικών επιχειρηματιών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται ασύστολα πρωτογενείς, ανεπεξέργαστες κοινωνικές αντιδράσεις, όπως αυτές που γνωρίσαμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, και οι οποίες επενδύθηκαν και από τα δύο «άκρα» του πολιτικού φάσματος. Σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που η ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα να δίνει την εικόνα ενός ατόφιου, ενιαίου αριστεροδεξιού ιδεολογικού κόμματος (Σύριζα και Ανέλ), μιας οριακά αντιπολιτικής ιδεολογικο-πολιτικής συνθήκης, αυτοαναφορικής και αλαζονικής, αλλεργικής στον πολιτικό διάλογο, ο οποίος υπονομεύεται διαρκώς από τους ιδεολογικοποιημένους τακτικισμούς, τους μανιχαϊκούς διαχωρισμούς και την ακατάσχετη συνωμοσιολογία, με εθνικιστικό πάντα, ή σχεδόν πάντα, υπόστρωμα. [6] 

Η ηθική του εθνικολαϊκισμού είναι ο βολονταρισμός.

Η συκοφάντηση του πολιτικού αντιπάλου, στο πλαίσιο αυτό, συνιστά την αντιπολιτική κανονικότητα του εθνικολαϊκισμού (οι εγχώριες ελίτ ως εντολοδόχοι δυνάμεων του «εξωτερικού»). Η συκοφαντία εξαγνίζει τον επιτιθέμενο, τον απευθυνοποιεί, μπολιάζοντας με μια «αντιστασιακή» κουλτούρα της υποψίας ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και, με τον τρόπο αυτό, διευρύνει την κρίση αντιπροσώπευσης. Είναι η εργαλειοποίηση αυτής της κρίσης, η οποία βέβαια είναι υπαρκτή, αλλά, ωστόσο, πολυπαραγοντική, που επιτρέπει στο νέο εθνικολαϊκισμό να ηθικολογεί στο όνομα μιας μυθολογημένης «διαφάνειας» και να ξιφουλκεί κατά του «συστήματος», σκηνοθετώντας τις μαγικές, λυτρωτικές του λύσεις, τις «αυταπάτες» του.

Βρισκόμαστε ενώπιον μιας τεράστιας επιχείρησης αναμόχλευσης του λαϊκού φαντασιακού, ανακατασκευής και σφετερισμού της «λαϊκότητας», επιχείρηση η οποία ευνοείται, προφανώς, από σπασμωδικές κοινωνικές αντιδράσεις που αμήχανα μοιάζουν να προσανατολίζονται προς ένα παρελθόν που δεν λέει να παρέλθει. Ωστόσο, ο εθνικολαϊκισμός δεν είναι αυτό το «αιώνιο χθες», αλλά η εκ των άνω ανασημασιοδότησή του. Δεν είναι η αγωνία για την εθνική κυριαρχία και την εθνική ταυτότητα, αλλά μια ιδιοτελής και ιδεολογικά διατεταγμένη αναπλαισίωση περισσότερο ή λιγότερο θεμιτών συλλογικών φόβων ως προς αυτές τις πολιτικές και ιστορικά προσδιορισμένες αξίες, παραφθείροντας την πρωτογενή κοινωνική εμπειρία σε πολιτική της νοσταλγίας. Η νοσταλγία μιας εποχής όπου όλα ήταν «πολιτικά». Ο εθνικολαϊκισμός είναι μία «πίστη», ακριβέστερα, η διάδοση μιας πίστης, ότι αρκεί μία πολιτική απόφαση, που πάντα συμπίπτει με μία εθνική πολιτική απόφαση (ακόμα και αυτή διατείνεται ότι μιλά την γλώσσα του «διεθνισμού»), σύμφωνα με την οποία η φορά των πραγμάτων μπορεί να αλλάξει, ή, έστω, μπορεί να αρχίσει να αλλάζει (προς το καλύτερο), αν εκφρασθεί και υλοποιηθεί μία άλλη βούληση, μία άλλη πολιτική βούληση. Μία εκ των άνω βούληση, η οποία θα αποκαθιστά την διασαλευθείσα πρότερη ηθική, «φυσική» τάξη του κόσμου, δηλαδή την «κυριαρχία». Και επειδή τα σημερινά δημοκρατικά καθεστώτα (υποτίθεται ότι) είναι πλήρως εκκοσμικευμένα, την θέση της θεϊκής έχει καταλάβει στον εθνικολαϊκιστικό λόγο μία μονοπαγής επίκληση της «λαϊκής κυριαρχίας» της οποίας το είδωλο είναι η «εθνική κυριαρχία».

Η ηθική του εθνικολαϊκισμού είναι, ακριβώς, ο βολονταρισμός, γι αυτό και τα πραγματικά, περισσότερο ή λιγότερο ηθικά, ζητήματα που προκύπτουν μέσα στην καθημερινότητα και τον αφορούν, δεν τον πλήττουν. Η σημερινή περίπτωση του γαλλικού Front National της Μαρίν Λε Πεν είναι, από αυτή την άποψη, ιδιαίτερα εύγλωττη. Ενώ ουσιαστικά αντιμετωπίζει της ίδιας τάξης ηθική κατηγορία ότι συνήργησε στο να αμείβεται συνεργάτης της στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο για παροχή πλασματικών υπηρεσιών [7]  , δεν υφίσταται την παραμικρή κοινωνική αποδοκιμασία από το εκλογικό της ακροατήριο, την ίδια στιγμή που ο κεντροδεξιός υποψήφιος Φρανσουά Φιγιόν βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, υφιστάμενος μία πραγματική δημοσκοπική πανωλεθρία, για ανάλογη περίπτωση που αφορά την σύζυγο του. Φαίνεται ότι μία ορισμένη «ηθικο-πολιτική» εναντίωση στο «σύστημα» παρέχει, για ένα ορισμένο τμήμα της κοινωνίας τουλάχιστον, άσυλο σε πρακτικές που καταδικάζονται όταν αυτές αφορούν τους λεγόμενους συστημικούς παίκτες. Ο αντισυστημικός βολονταρισμός σώζει!

Η Λατινική Αμερική είναι ίσως το εργαστήρι τέτοιων αντιπολιτικών επιχειρήσεων.

Δεν είναι καθόλου εύκολη μία αποτελεσματική απάντηση στην εθνικολαϊκιστική πρόκληση. Μέσα σε ένα τοπίο μιας, πολλές φορές συνωμοσιολογικών αποχρώσεων, «μετα-αλήθειας», σχετικοποίησης, αν όχι εξάλειψης, των πραγματικών γεγονότων, υποκατάστασής τους από τα διφορούμενα της «ερμηνείας» τους, ενίοτε στο όνομα μιας πάντα αναγκαίας απο-ουσιοποίησής τους, ο αγώνας των ας πούμε «αντιλαϊκιστών», δεν έχει μόνο ως αντίπαλο το «ψεύδος», αλλά και τον ιδιάζοντα πολιτικό κυνισμό που απορρέει από αυτό. Έτσι, για παράδειγμα, διαβάζουμε σε καθόλα επιστημονικές εργασίες, με την απαραίτητη βιβλιογραφική ενημέρωση αλλά και την παράθεση «μελετών περίπτωσης», ότι η επίκληση του μύθου της συνωμοσίας [8]  από έναν «προοδευτικό» λαϊκιστή ηγέτη (ή ένα λαϊκιστικό κίνημα) μπορεί να αποτελέσει εκείνο το αναγκαίο μέσον που θα πολιτικοποιήσει την κοινωνική διαμαρτυρία, θα υποδείξει τον «εχθρό», θα θέσει συνεπώς σε λειτουργία διαδικασίες «υποκειμενοποίησης» και, σε αυτό το πλαίσιο, θα λειτουργήσει «χειραφετητικά». Μια τέτοια φορμαλιστική ερμηνεία, που αδιαφορεί για το περιεχόμενο, την «ουσία», της (συνωμοσιολογικής) βολονταριστικής έγκλησης είναι που βρίσκεται στο επίκεντρο της εθνικολαϊκιστικής ρητορικής ως πολεμισμού. Η Λατινική Αμερική είναι ίσως το εργαστήρι τέτοιων αντιπολιτικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, το τελευταίο χρονικό διάστημα, ο τραμπισμός (και ό,τι συναρτάται με αυτόν, η ιδιάζουσα χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) φαίνεται να την απειλεί από τα δεξιά…


[1] «Qu’ est-ce que le populisme?», France Culture, 21/1/2017, https://www.franceculture.fr/emissions/latelier-du-pouvoir/quest-ce-que-le-populisme

[2] Στο ίδιο.

[3] «Le populisme: un mal démocratique», συνέντευξη στο γαλλικό ραδιόφωνο, France Culture, 6/10/2016, https://www.franceculture.fr/emissions/la-grande-table-2eme-partie/le-populisme-un-mal-democratique. Η επίκληση αυτής της εθνικολαϊκής φυσιογνωμίας του Σύριζα θα γίνει με ευθεία παραπομπή, εκ μέρους του ερευνητή, στην θέση της Σάνταλ Μουφ, σύμφωνα με την οποία ο Σύριζα είναι «εθνικολαϊκό κίνημα». Για μία συνολική θεώρηση της προσέγγισής του, βλ. Jan-Werner Müller, Quest-ce que le populisme? Définir enfin la menace, Παρίσι, Premier Parallèle, 2016.

[4] Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013. Pierre-André Taguieff, La revanche du nationalisme, Παρίσι, PUF, 2015.

[5]   Pierre-André Taguieff, Ο εξτρεμισμός και τα είδωλά του, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2017.

[6]  Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016.

[7]  Βλ. ενδεικτικά, http://www.lefigaro.fr/politique/2017/02/01/01002-20170201ARTFIG00331-marine-lepen-frappee-au-portefeuille-sur-une-affaire-d-assistants-parlementaires.php∙

επίσης, http://www.lefigaro.fr/elections/presidentielles/2017/02/16/35003-20170216ARTFIG00319-marine-le-pen-reconnait-avoir-salarie-fictivement-un-assistant-parlementaire.php

[8]  Για τον συνωμοσιολογικό μύθο, βλ. Pierre-André Taguieff, Συνωμοσιολογική σκέψη και ‘θεωρίες της συνωμοσίας’, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2015.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Diego Rivera (1886 –1957), The uprising

 

Κύκλος Ιδεών: «Εθνικολαϊκιστές Vs. Υπνοβάτες.» from Evangelos Venizelos on Vimeo.

 

Πανταζόπουλος, Ανδρέας

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ. Το αντικείμενο μελέτης του είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την προσέγγιση των φαινομένων του λαϊκισμού, του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταίο του βιβλίο: «Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013», Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2013.