Αν θα έπρεπε να συνοψίσουμε ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτό το βιβλίο [1] , θα μπορούσαμε να επιλέξουμε δύο βασικά θέματα τα οποία θίγονται στα κείμενα που είναι συγκεντρωμένα σε αυτόν τον τόμο. Και τα δύο βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση.
Το πρώτο από αυτά αφορά την επισήμανση της μονιμότητας της εθνικολαϊκιστικής συνθήκης στην ελληνική πολιτική κουλτούρα και την καθημερινή πρακτική και, μάλιστα, την διευρυμένη αναπαραγωγή τους. Ειδικότερα, παρακολουθούμε και εντοπίζουμε βασικές αρθρώσεις της εθνικολαϊκιστικής ρητορικής των τελευταίων ετών (πήγαινα να πω: της «ιδεολογικής πρακτικής» του εθνικολαϊκισμού, ίσως εδώ θα ταίριαζε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αυτή η παραλλαγμένη «μεταφορά» της ξεχασμένης αλτουσεριανής διατύπωσης περί «θεωρητικής πρακτικής») ενός πολιτικού φορέα, του Σύριζα, που βρίσκεται πλέον κάτοχος της κυβερνητικής εξουσίας, αναζητώντας την κατάκτηση και της «πολιτικής εξουσίας», μέσω των επιθέσεων κατά του «κατεστημένου» (π.χ. των «διαπλεκόμενων» ΜΜΕ, των «προθύμων», κλπ.), το οποίο, όπως πληροφορούμαστε κατά τακτά χρονικά διαστήματα, απεργάζεται διαρκώς σχέδια οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Το δεύτερο θέμα που προσεγγίζουμε είναι οι περιπέτειες του πολιτικού στοιχείου, εκλαμβάνοντας τον εθνικολαϊκισμό ως έναν ιδιόμορφο βολονταρισμό, ως την υπερτροφία της πολιτικής και, με την έννοια αυτή, ως την σκιά της πολιτικής και όχι της δημοκρατίας, όπως υποστηρίζει ένα μέρος της βιβλιογραφίας (σχετικά με τον λαϊκισμό εν γένει). Ως έναν βαθμό, ορισμένα από τα θέματα αυτά, τα οποία συνιστούν βασικά στοιχεία της εθνικολαϊκιστικής ρητορικής (όπως αυτή αναπτύσσεται σήμερα, π.χ. με την περίπτωση του Podemos) προσπαθούμε να τα παρακολουθήσουμε και σε ένα συγκριτικό πλαίσιο.
Ο εθνικολαϊκισμός δεν ήταν «απλώς» μία στρατηγική για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας αλλά και μία «ιδεολογία».
1) Το πεντάμηνο της διαπραγμάτευσης με τους «Θεσμούς» (Φεβρουάριος-Ιούνιος 2015), αλλά και ολόκληρο το «πείραμα» που ξεκίνησε από τον Ιανουάριο του 2015 και συνεχίζεται ως σήμερα, προσφέρεται, κατά τρόπο παραδειγματικό, για την τομή αυτής της εθνικολαϊκιστικής συνθήκης, όπου οι επίσημες κατηγορίες κατά του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης, η κατασυκοφάντησή της ως δύναμης υποταγμένης σε έξωθεν επιρροές («τρόϊκα εσωτερικού»), οι «yes-men» της λιτότητας [2] , ως δύναμης που συνωμοτεί σε συνεργασία με τους δανειστές, αποτελούν το νεο-εθνικόφρονα κανόνα μιας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία περικλείει στο εσωτερικό της και την κατεξοχήν σήμερα δύναμη της εθνικολαϊκιστικής (ριζοσπαστικής) δεξιάς, τους Ανέλ [3] .
Με άλλα λόγια, παρακολουθούμε, σε αυτό το βιβλίο, τον εθνικολαϊκισμό όχι μόνον ή όχι τόσο ως δύναμη της αντιπολίτευσης, αλλά ως δύναμη κυβερνητική, που από θέσεις εξουσίας συνεχίζει να επενδύει τον δημόσιο λόγο του σε ομώνυμες ιδεολογικές και στιλιστικές εκφορές. Άρα, ο εθνικολαϊκισμός δεν ήταν «απλώς» μία στρατηγική για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας [4] , αλλά και μία «ιδεολογία», μία πολιτική, η μόνη πολιτική, η οποία, ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσης, όξυνσης των σχέσεων των κυβερνητικών εταίρων είτε με την αντιπολίτευση είτε με τους δανειστές, προσφεύγει αυτομάτως στα αντιστασιακά κλισέ της υπεράσπισης της «εθνικής ανεξαρτησίας» και του «λαού». Τέτοιες στιγμές «κρίσης», πραγματικές ή τεχνητές («επικοινωνιακές»), αποκαλύπτουν στην καθαρότητά του, την «ουσία» του κυβερνητικού εθνικολαϊκιστικού «επιχειρήματος», την αλήθεια του. Η πρόσφατη κλιμάκωση της κρίσης με τους «Θεσμούς» μας πρόσφερε άλλη μια ευκαιρία ανάπτυξης της γνωστής ρητορικής. Πράγμα που δείχνει τόσο την αδυναμία, όσο και την απουσία οποιασδήποτε θέλησης της ίδιας της ριζοσπαστικής αριστεράς να μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατική δύναμη: ο εθνικολαϊκισμός της, τόσο ως ύφος όσο και ως «ιδεολογία», αποτελεί την μοναδική της ταυτότητα. Και είναι, ακριβώς, μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ο Σύριζα και οι Ανέλ συνιστούν ένα και το αυτό «ιδεολογικό κόμμα»: η κυβέρνηση, έτσι, εμφανίζεται να υπερβαίνει την διαίρεση αριστερά/δεξιά, υπέρβαση που συνιστά δομικό στοιχείο κάθε λαϊκισμού.
Ο λαϊκισμός εμφανίζεται ως η συνεπέστερη ενσάρκωση της πολιτικής διαμέσου της οποίας επιλύονται όλα τα προβλήματα.
2) Το δεύτερο θέμα που προσεγγίζουμε σε αυτό το βιβλίο, εξετάζει όχι τις (άλλωστε ανύπαρκτες) πολιτικές του εθνικολαϊκισμού, αλλά τον εθνικολαϊκισμό ως πολιτική, προσπαθεί να δει το είδος της πολιτικής που ενσαρκώνει ο εθνικολαϊκισμός.
Στο επίκεντρο τίθεται ο βολονταρισμός του, ο καρλσμιττιανής προέλευσης ντεσιζιονισμός του, στο πλαίσιο μιας ιδρυτικής αυταπάτης του, που συνομοσπονδιώνει γύρω του όλες τις άλλες, και που είναι η σκόπιμη, η εκούσια παραγνώριση του συσχετισμού δυνάμεων. Το «πολιτικό» credo του εθνικολαϊκισμού είναι το ακόλουθο: εμείς μπορούμε να τα καταφέρουμε, γιατί, γνωρίζοντας την αιτία του «κακού», η οποία βρίσκεται πάντα έξω από την χώρα, «μπορούμε»: γιατί έχουμε την βούληση να ανατρέψουμε την φορά των πραγμάτων, αποφασίζοντας αλλιώς, παίρνοντας άλλες αποφάσεις από αυτές που λαμβάνονταν ως τώρα (βλ. σ. 11-52).
Η εθνικολαϊκιστική ελίτ, εργαλειοποιώντας λογικούς και άλογους κοινωνικούς φόβους, εκμεταλλευόμενη κάθε κινητοποιητική και κινηματική διαδικασία διεκδικήσεων, πιστεύει ότι μια διαφορετική βούληση στην κορυφή του κράτους μπορεί από μόνη της να ανατρέψει έναν συντριπτικά δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, να προκαλέσει μία ευνοϊκή γι αυτήν την λαϊκιστική ελίτ μετατόπιση ισχύος στο εσωτερικό αυτού του συσχετισμού, να δημιουργήσει μικρότερα ή μεγαλύτερα ρήγματα στο εσωτερικό του και, έτσι, αυτή να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία, καλύτερα: να δημιουργήσει «ευκαιρία».
Αυτή ακριβώς ήταν η τακτικιστικού τύπου αντίληψη περί της «συμμαχίας της Ευρώπης του Νότου», αντίληψη η οποία υποστηρίζει ότι τελικά «απατήθηκε», «αυτο-απατήθηκε». Αυτή η «αυταπάτη», προϊόν μιας υπερ-πολιτικοποίησης των προβλημάτων, μιας υπερτροφίας του πολιτικού, στην οποία συνοψίζεται η θέση ότι όλα τα προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά) μπορούν, σε τελευταία ανάλυση, να επιλυθούν μέσω μιας «πολιτικής διαπραγμάτευσης» [5] , που είναι προϊόν μιας εναλλακτικής, προοδευτικής «πολιτικής βούλησης», είναι ο πυρήνας του πολιτικού λαϊκισμού, τουλάχιστον στην αριστερή του εκδοχή. Τα οχήματα αυτής της βούλησης, που πάντα ομνύει στις αρετές του ενός, αδιαίρετου και ενάρετου «λαού» [6] , οι αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες της, είναι ο εθνικισμός και η συνωμοσιολογία [7] ως διαστροφικά υποκατάστατα της πολιτικής, του πολιτικού.
Η επίκληση της δημοκρατίας γίνεται ένα πρόσχημα, ένα άλλοθι νομιμοποίησης.
Και οι δύο «ενσαρκώνουν» μία διαστροφική εκδοχή της (επιστροφής της) πολιτικής, του πολιτικού στοιχείου: ο εθνικισμός, μέσω μιας πολεμολογικού τύπου ιδεολογικοποίησης των «εθνικών συνόρων» (από εδώ απορρέει και η εθνικο-ανεξαρτησιακή, τριτοκοσμικής ροπής, ρητορική) και η συνωμοσιολογία, μέσω μιας ειδικής, αποκρυφιστικής προέλευσης, κατασκευής και υπόδειξης του «εχθρού», καθώς και μιας κινητοποιητικής, αντιστασιακής αντιμετώπισής του. Αυτή η διαστροφική επιστροφή μιας καρικατούρας σύγκρουσης είναι που «πολιτικοποιεί» με ενστικτώδη, ανορθολογικό τρόπο, και απλουστεύει την κοινωνική και πολιτική πολυπλοκότητα. Ο φορέας της ριζοσπαστικής αριστεράς εμφανίζεται, έτσι, κάτοχος της «αλήθειας» της πολιτικής, μέσω της οποίας περνά η «κοινωνική σωτηρία». Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός εμφανίζεται ως η συνεπέστερη ενσάρκωση της πολιτικής, η ίδια η πολιτική αυτοπροσώπως, διαμέσου της οποίας επιλύονται όλα τα προβλήματα.
Η υπεράσπιση της εθνική ανεξαρτησίας/κυριαρχίας, η υπόδειξη του εχθρού (η εθνικιστική συνωμοσιολογία), ως ανθρωπομορφικές μετενσαρκώσεις του πολιτικού, αφού παραπέμπουν με διαστροφικό τρόπο σε καταστατικά του θεμέλια, σε αυτά της κυριαρχίας και της σύγκρουσης, χορηγούν το διαβατήριο της «απόφασης», της «λυτρωτικής απόφασης». Αυτός είναι ο πυρήνας της αυταπάτης, του λαϊκιστικού μύθου, του μύθου του πολιτικού λαϊκισμού, ο οποίος θα πρέπει να προσλαμβάνεται ως η σκιά του πολιτικού και όχι της δημοκρατίας, η επίκληση της τελευταίας γίνεται ένα πρόσχημα, ένα άλλοθι νομιμοποίησης [8] , ένας τακτικισμός, συχνά χωρίς αρχές, μία εργαλειοποίηση-χειραγώγηση των λαϊκών παθών, μία (ανα-) κατασκευή της «λαϊκότητας».
Αλλά, γιατί «μύθοι»; Τι μας επιτρέπει να μιλήσουμε για «λαϊκιστικό μύθο»; Και αν, τελικά, η έννοια του μύθου μπορεί να αποδώσει την επιλεκτική διαδικασία διαμέσου της οποίας ο λαϊκισμός κατασκευάζει τον εχθρό του και «πολιτικοποιεί» έτσι το ακροατήριό του, ποια η σχέση του εν λόγω μύθου με την «αυταπάτη»; Πώς συνδέεται, με άλλα λόγια, ο (λαϊκιστικός) μύθος με την αυταπάτη, ποια είναι η προνομιακή σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους, ποιο είναι το κοινό τους έδαφος; Μία τέτοιου τύπου ερωτηματοθεσία νομίζουμε ότι θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο για το ποια ακριβώς αυταπάτη πρόκειται, σε ό,τι αφορά πλέον το νόημά της, το φαντασιακό της. Σε ένα επόμενο δοκίμιό μας θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα.
* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του συγγραφέα που διαβάσθηκε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου μου «Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία», Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016 (με την συμμετοχή των Ευ. Βενιζέλου, Γ. Βούλγαρη, Π. Παναγιωτόπουλου, Π. Παπασαραντόπουλου, Αθήνα, 21/12/2016).
Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδω: http://www.evenizelos.gr/407-speeches/conferencespeech/conferencespeech2016/5528-2016-12-29-15-09-00.html
[1] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016.
[2] Δύο από τα χρονολογικά τελευταία κρούσματα της εθνικολαϊκιστικής ρητορικής, βλ. «Τσίπρας: Δεν θα εγκαταλείψω τους Έλληνες στους ‘yesmen’ της λιτότητας», στην ιστοσελίδα του Βήματος (17/12/2016), http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=852513. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ της ιστοσελίδας της Καθημερινής (17/12/2016), η ακριβής φράση του πρωθυπουργού ήταν: «δεν θα παραδώσουμε ποτέ τον λαό μας στους yes-men που θέλουν επέκταση της λιτότητας για πολλά ακόμη χρόνια.», http://www.kathimerini.gr/888431/article/epikairothta/politikh/tsipras-oi-pistwtes-mas-na-ekplhrwsoyn-tis-ypoxrewseis-toys. Επίσης, για το ίδιο θέμα, ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης Νίκος Παπάς θα χαρακτηρίσει τη Νέα Δημοκρατία «αποκούμπι του Σόϊμπλε», υποστηρίζοντας ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «έχει δεσμούς αίματος με το κόμμα του Σόϊμπλε», βλ. το σχετικό ρεπορτάζ στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Καθημερινή (19/12/2016), http://www.kathimerini.gr/888524/article/epikairothta/politikh/n-pappas-h-nd-einai-to-apokoympi-toy-soimple-sthn-ellada?platform=hootsuite
[3] Η υπέρβαση της διαίρεσης αριστερά/δεξιά στο πλαίσιο του εθνικολαϊκισμού εν γένει είναι κοινός τόπος. Στην ελληνική περίπτωση, πέρα από την συμμαχία/συγκυβέρνηση Σύριζα με τους Ανέλ, διαπιστώνεται και μία επικοινωνία των πλέον ριζοσπαστικοποιημένων τμημάτων των εκλογικών ακροατηρίων ριζοσπαστικής αριστεράς και εξτρεμιστικής δεξιάς (δηλαδή μεταξύ Σύριζα και «Χρυσής Αυγής»), βλ. επ’ αυτού και τις πρόσφατεςδιαφωτιστικές επισημάνσεις του Νίκου Μαραντζίδη, «Γιατί ο Σύριζα τροφοδοτεί την κάλπη της Χρυσής Αυγής», Η Καθημερινή, 18/12/2016.
[4] Για την πρώτη, ας πούμε, περίοδο συγκρότησης του εθνικολαϊκιστικού ρεύματος του Σύριζα και των Ανέλ, τόσο ως πολιτική στρατηγική όσο και ως «ιδεολογία», με αφορμή την κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων», βλ. Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013. Από την «εξέγερση» του Δεκέμβρη, τους «Αγανακτισμένους» και τις εκλογές του 2012 μέχρι το νέο κυπριακό ζήτημα, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013.
[5] Ενδεικτικός της επιβίωσης αυτής της απατηλής αντίληψης είναι και ο τίτλος πρόσφατου ρεπορτάζ της «Αυγής» με αφορμή τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης για την εφάπαξ καταβολή οικονομικού επιδόματος προς τους συνταξιούχους (Δεκέμβριος 2016), βλ. «Η πολιτική διαπραγμάτευση γεννά συμμαχίες», Η Αυγή, 18/12/2016, σ. 4.
[6] Βλ. και Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Μετάφραση-Επιμέλεια: Αναστασία Ηλιαδέλη-Ανδρέας Πανταζόπουλος, Πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013. Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Ο λαϊκισμός και η λατρεία του ‘λαού’», στην ιστοσελίδα του e-kyklos (15/7/2016), http://ekyklos.gr/sb/250-o-laikismos-kai-i-latreia-tou-laoy.html (το κείμενο περιλαμβάνεται στον άρτι εκδοθέντα συλλογικό τόμο [επιμ.: Ιωάννης Βαρτζόπουλος], Ο πειρασμός του λαϊκισμού και οι περιπέτειες του λόγου, Αθήνα, Αρμός, 2016). Επίσης, Laurent Bouvet, Le sens du peuple. La gauche, la démocratie, le populisme, Παρίσι, Gallimard, 2012.
[7] Για την «συνωμοσιολογία» ως «ιδεολογία», βλ. Pierre-André Taguieff, Συνωμοσιολογική σκέψη και «θεωρίες της συνωμοσίας», Μετάφραση-Επιμέλεια-Επίμετρο: Αναστασία Ηλιαδέλη, Πρόλογος: Ανδρέας Πανταζόπουλος, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2015.
[8] Νομίζουμε ότι μία τέτοια αναζήτηση του «πυρήνα» του λαϊκισμού, ως πολιτικισμός, αρχίζει μόλις τώρα να γίνεται αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης. Σε πρόσφατη ενδιαφέρουσα μελέτη του (παρά τις όποιες γόνιμες διαφωνίες μπορεί κάποιος να έχει με αυτήν), ο Jan-Werner Müller αναδεικνύει την προσχηματική περί λαϊκής συμμετοχής ρητορική των λαϊκιστικών κομμάτων και εντοπίζει την εγγενή τάση τους να κατευθύνουν την δημαγωγική κριτική τους όχι εν γένει «κατά των ελίτ», αλλά κατά, θα λέγαμε, των «αναυθεντικών» ελίτ που προδίδουν τον «λαό», συνεπώς, κατά τον συγγραφέα, ο λαϊκισμός αναφέρεται στο «πνεύμα του λαού» και όχι στην «γενική βούληση». Με την έννοια αυτή, νομιμοποιούμαστε να κάνουμε λόγο για λαϊκιστικές ελίτ (φράση την οποία, άλλωστε, χρησιμοποιούμε συνειδητά στον «αριστερό εθνικολαϊκισμό»), μία τέτοια διατύπωση, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι καθόλου αντιφατική με την «λαϊκή ενσάρκωση» την οποία ρηματικά σκηνοθετεί ο λαϊκισμός, βλ. Jan-Werner Müller, Qu’est-ce que le populisme? Définir enfin la menace, Παρίσι, Premier Parallèle, 2016, σ. 52-68.