Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται σύντομα ν’αναθεωρήσει τη νομισματική της πολιτική στην Ευρωζώνη καθώς ήδη τα τελευταία χρόνια έχει εφαρμόσει μία υπερχαλαρή πολιτική στα πλαίσια αναθέρμανσης της οικονομίας και ενίσχυσης της ρευστότητας τόσο για τα κράτη μέλη συνολικά αλλά κυρίως για τις χώρες που έχουν αντιμετωπίσει σοβαρά δημοσιονομικά θέματα και βρίσκονταν ή εξακολουθούν να βρίσκονται σε πρόγραμμα προσαρμογής όπως η Ελλάδα.
Ήδη στο παρασκήνιο ασκούνται σημαντικές πιέσεις κυρίως από την Γερμανία και το αντίστοιχο υπουργείο οικονομικών, όσο και από την Bundesbank ώστε να περιοριστεί η χαλαρή νομισματική πολιτική ώστε να μην συσσωρεύσει η ΕΚΤ υπέρμετρα μεγάλο χρέος για το οποίο να υπάρχουν τελικά δυσκολίες αποπληρωμής από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, κράτη και ιδιώτες επενδυτές.
Τα συνεχώς βελτιούμενα οικονομικά της Ευρωζώνης δημιουργούν συνθήκες για αλλαγή μείγματος νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ είχε μέχρι πρόσφατα υιοθετήσει ως μηνιαίο όριο αγορών ομολόγων τα 80 δις ευρώ, το οποίο σταδιακά έχει μειωθεί στα 60 δις ευρώ, κάνοντας το λεγόμενο tapering δηλαδή σταδιακή επιβράδυνση των αγορών περνώντας το σήμα στις αγορές ότι επέρχεται αλλαγή νομισματικής πολιτικής.
Μπορεί το QE λοιπόν να συνεχίζεται με το σκεπτικό ότι βοηθά στην επαναφορά του πληθωρισμού σε κανονικά επίπεδα όσον αφορά την ενεργό ζήτηση στην οικονομία, όμως ήδη τα ίδια τα μακροοικονομικά επιχειρήματα δίνουν το στίγμα αλλαγής της τάσης, καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη πρόσφατα σκαρφάλωσε στο 2% και μάλιστα χωρίς την εξάρτηση των τιμών του πετρελαίου.
Αυτό σημαίνει ότι τα συνεχώς βελτιούμενα οικονομικά της Ευρωζώνης τόσο όσον αφορά τον πληθωρισμό αλλά και την απασχόληση, δημιουργούν τις συνθήκες για αλλαγή του μείγματος νομισματικής πολιτικής.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας αλλαγής της πολιτικής είναι αυτός των αγορών καλυμμένων ομολόγων με βάση συγκεκριμένης διαβάθμισης περιουσιακά στοιχεία που διατηρούν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους και αποτελεί πηγή χρηματοδότησης της διατραπεζικής αγοράς.
Οι αγορές αυτές ξεκίνησαν το 2009 και έφτασαν στο τεράστιο ποσό των 228 δις ευρώ δίνοντας σημαντική ρευστότητα στις τράπεζες.
Παρ’όλα αυτά επειδή η ΕΚΤ αγοράζει από την πρωτογενή αγορά δημιουργώντας υψηλή ζήτηση σε υψηλές τιμές, είναι δύσκολο να την ανταγωνιστούν ιδιώτες επενδυτές, γεγονός που σταδιακά οδήγησε σε μεγάλη μείωση των καλυμμένων ομολόγων που έχουν αγοραστεί κατά 30% τουλάχιστον, επηρεάζοντας πλέον αρνητικά την ρευστότητα στην αγορά.
Η σημερινή κατάσταση σε μεγάλο βαθμό έχει εξαντλήσει τον ρόλο της όσον αφορά την διατήρηση πολύ χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα, οδηγώντας τα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, διευκολύνοντας έτσι την εύκολη δανειοδότηση των τραπεζών αλλά και την άντληση σημαντικών κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις μέσω της αγοράς εταιρικών ομολόγων αγγίζοντας για την συγκεκριμένη κατηγορία το ποσό των 150 δις ευρώ.
Το βασικό επιχείρημα για τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής που έχει κάποια επιχειρηματική βάση, είναι το ότι δεν μπορούν τα μηδενικά ως αρνητικά επιτόκια των καταθέσεων να συνεχίζονται επί μακρόν, καθώς μειώνουν μεσοπρόθεσμα σημαντικά τις αποταμιεύσεις των καταθετών αλλά και των μεγάλων ασφαλιστικών ταμείων που διατηρούν αντίστοιχους λογαριασμούς αλλά δημιουργούν και μεγάλο πρόβλημα στην τελική κερδοφορία των τραπεζών καθώς πλήττεται η οργανική τους ανάπτυξη μέσω της είσπραξης μειωμένων τόκων.
Θα είναι παράδοξο τη στιγμή που η Ελλάδα θα μπαίνει στο QE αυτό τελικά ν’αναιρείται στην πράξη.
Σε κάθε περίπτωση όλη η παραπάνω επιχειρηματολογία αναμένεται να επηρεάσει σαφέστατα και την χώρα μας η οποία προσπαθεί εναγωνίως να ενταχθεί στο QE μέσω των επιλέξιμων ομολόγων την ίδια στιγμή που ενδέχεται τον ερχόμενο Σεπτέμβριο επίσημα πλέον η ΕΚΤ ν’ανακοινώσει το τέλος της χαλαρής νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Θα είναι λοιπόν παράδοξο το γεγονός τη στιγμή που η Ελλάδα θα μπαίνει στο QE αυτό τελικά ν’αναιρείται στην πράξη λόγω των μειωμένων πράξεων νομισματικής πολιτικής, γεγονός που λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας, θα επηρεάσει αρνητικά την ρευστότητα των τραπεζών, αν δεν συμμετέχει το τραπεζικό σύστημα για ικανό χρονικό διάστημα στο εν λόγω πρόγραμμα.
Τόσο οι διεθνείς αγορές όσο και η ίδια η ευρωζώνη δείχνουν σημεία ανάκαμψης παρά τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις μέσω της παγκοσμιοποίησης.
Η ΕΚΤ εδώ και χρόνια είναι ο θεματοφύλακας του ενιαίου νομίσματος και το έχει προστατεύσει επαρκώς δίνοντας ώθηση τόσο στην ανταγωνιστικότητα της ΕΕ όσο και στήριξη σε μεμονωμένα κράτη μέλη όπως η Ελλάδα που έχουν αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές χρήματος.
Οι τάσεις των διεθνών ισορροπιών αλλά και τα μακροοικονομικά δεδομένα για τον πληθωρισμό, την απασχόληση και το κρατικό χρέος που καλείται να εγγυηθεί η ΕΚΤ θα τείνουν να οριστικοποιήσουν την απόφαση της κεντρικής τράπεζας για μία νέα σελίδα στη νομισματική πολιτική που θα στηρίζεται πλέον σε υψηλότερο κόστος χρήματος.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Alex Alemany (1943)