Παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα μία έντονη κινητικότητα τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την ΕΕ αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες για το θέμα του δημοσίου χρέους της χώρας.
Το θέμα αυτό πολύ περισσότερο μετά την ιστορική επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα στην χώρας μας και τις θετικές του δηλώσεις περί ελάφρυνσης, έχει αναδειχθεί σε μείζον εθνικό θέμα, η επίλυση του οποίου θα οδηγήσει την χώρα στην ανάπτυξη, όπως αναμένουν πολλοί.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι, καθώς τόσο αυτό καθεαυτό το θέμα του χρέους είναι ιδιαίτερο τεχνικό και παίζει ρόλο ποια μεθοδολογία θ’ακολουθηθεί και σε τί χρονικό ορίζοντα, όσο και η ανάπτυξη δεν πυροδοτείται αυτόματα μέσω μιας ελάφρυνσης.
Μπορεί οι διεθνείς αγορές να χρειάζονται μια καλή ψυχολογία και ένα θετικό κλίμα ώστε να μειώνεται ο συστημικός κίνδυνος, όμως αυτοματισμοί δεν υπάρχουν.
Αντιθέτως, υπάρχουν δύο παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία και φαινομενικά είναι αντιφατικοί αλλά επί της ουσίας αλληλοσυμπληρώνονται.
Ο ένας είναι οι αναπροσαρμοζόμενες προσδοκίες που αφορούν στις προσδοκίες που δημιουργούνται σε κάθε αποτέλεσμα οικονομικής πολιτικής όσον αφορά τα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας όπως ο πληθωρισμός, το ΑΕΠ και η ανεργία. Όσο υπάρχει προσδοκία συνολικής ζήτησης αυτό τροφοδοτεί τον πληθωρισμό που με την σειρά του επηρεάζει το ύψος της απασχόλησης.
Από την άλλη όλα τα μέτρα που βάσει προσδοκιών επηρεάζουν και τελικά καθορίζουν τα πραγματικά μεγέθη, αποδίδουν με κάποια υστέρηση στην οικονομία από μήνες μέχρι και χρόνια σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αναλόγως της έντασης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων.
Με βάση τα παραπάνω που ορίζει διαχρονικά η οικονομική θεωρία, μια παρέμβαση για το χρέος, θα πρέπει να έχει ένταση και άρα να προσδίδει σημαντικό όφελος μακροπρόθεσμα για να δημιουργήσει την κατάλληλη προσδοκία, ή οποία όμως και πάλι ως γεγονός δημοσιονομικής και φορολογικής ελάφρυνσης, θα φανεί με υστέρηση στην πραγματική οικονομία.
Για να μπορέσει λοιπόν η χώρα να δει πιο άμεσα αποτελέσματα στο θέμα της ανάπτυξης και αύξησης του ΑΕΠ, απαιτούνται συντονισμένες διαρθρωτικές παρεμβάσεις τόσο σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής όσο και δημοσιονομικής με θεσμικό χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα η νομισματική πολιτική που ασκείται αποκλειστικά από την ΕΚΤ, ενδέχεται με το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QE που σημαίνει πρόσθετη ρευστότητα τόσο για τις τράπεζες όσο και για την ελληνική οικονομία με στόχο την χρηματοδότηση επενδύσεων.
Από την άλλη όμως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως αναγκαίες στην ελληνική οικονομία ώστε μαζί με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής να επιταχύνουν την προσέλκυση επενδύσεων με στόχο την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ΑΕΠ της χώρας.
Η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων στην πράξη, για να δημιουργηθεί ανταγωνισμός, να εμπλουτιστούν οι υπηρεσίες, να μειωθεί το κόστος αδειοδότησης, να εισέλθουν νέοι επιχειρηματίες και ν’ αυξηθούν άμεσα οι θέσεις εργασίας και μάλιστα μόνιμου χαρακτήρα και όχι εκ περιτροπής.
Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με διατήρηση ενός ποσοστού του δημοσίου όπου κρίνεται απαραίτητο και μερίδιο σε μελλοντικές υπεραξίες ή η ανάθεση του management στον ιδιωτικό τομέα για την δημιουργία αντίστοιχων υπεραξιών, θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία και θα αυξήσει την ενεργό ζήτηση.
Επίσης, η μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων για όλων των ειδών τις οφειλές και κυρίως για τα επιχειρηματικά δάνεια είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η χώρα αν θέλει να επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά.
Η νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, αλλά και οι τράπεζες μπορούν μέσα από ευέλικτες και κοινά αποδεκτές μεθοδολογικά λύσεις που επιτρέπουν εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις να πετύχουν προσεγγίσεις win win τόσο για το κράτος, όσο και για τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και για τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους, ενισχύοντας τα κεφάλαια και δημιουργώντας στρατηγική πωλήσεων και βιωσιμότητας.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι χωρίς τομές και καίριες παρεμβάσεις, η χώρα μας δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε βραχυπρόθεσμα ή light μεσοπρόθεσμα μέτρα για το δημόσιο χρέος, καθώς αν δεν υπάρχουν διατηρήσιμα πλεονάσματα από το 2019 και μετά έστω και χαμηλότερα του στόχου του 3.5%, τότε πολύ δύσκολα η χώρα θα συνεχίσει να εξυπηρετεί ένα δημόσιο χρέος το οποίο παρά τις μειωμένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις θα συνεχίσει ν’αυξάνει.
Με λίγα λόγια, απαιτείται υπομονή, επιμονή, σύνεση και πολλή δουλειά από την κυβέρνηση και από όλους τους θεσμούς, ώστε να επιταχυνθούν οι παρεμβάσεις και να δημιουργηθούν τελικά οι κατάλληλες προσδοκίες που θα φέρουν σταθερές επενδύσεις, πάγια κεφάλαια και μόνιμες θέσεις εργασίας μέσα από ένα απλό και κατανοητό φορολογικό πλαίσιο που θα σέβονται όλοι.
* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Wassily Kandinsky (1866- 1944), Composition