Είναι γεγονός ότι η ΕΕ και ιδίως η ευρωζώνη αντιμετωπίζουν τόσο τα τελευταία χρόνια με την ένταση της οικονομικής κρίσης όσο και το τελευταίο διάστημα σημαντικές προκλήσεις για την βιωσιμότητά τους και την οικονομική τους ανάπτυξη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο διαφαίνεται φως στο τούνελ από τα οικονομικά στοιχεία της ευρωζώνης για την συνολική πορεία των κρατών μελών. Η απάντηση είναι ότι παρά τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, και την τήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τ’ αποτελέσματα δεν είναι εντυπωσιακά, παρά έχουν απλά διασώσει την ευρωζώνη από την ύφεση, έχοντας ασθενές θετικό πρόσημο τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2016.
Αυτό βέβαια από μόνο του δεν μπορεί να εξασφαλίσει ανάπτυξη, πολύ δε περισσότερο βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των αντίστοιχων κρατών μελών.
Νέες απειλές στην ευρωζώνη και στην ΕΕ: Brexit και Προσφυγικό.
Οι λόγοι είναι σίγουρα πολλοί και σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό, με την συνεχιζόμενη αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όσο και με τις εντεινόμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες που δεν επιτρέπουν τελικά την πιστή τήρηση του προγράμματος σταθερότητας κυρίως από τις χώρες που ήταν και είναι σε Μνημόνιο, όπως η Ελλάδα, πέραν των εθνικών αδυναμιών εφαρμογής πολιτικών που οδηγούν σε ισχυρή ανταγωνιστικότητα.
Σίγουρα η ΕΕ έχει κάνει σημαντικά βήματα στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με την δημιουργία νέων θεσμών και κανονισμών, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) που δύναται να χρηματοδοτήσει χώρες, όπως η Ελλάδα με αντάλλαγμα συγκεκριμένα μέτρα και όρους καθώς και το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF) που σχετίζεται με το τραπεζικό σύστημα και αφορά τον τρόπο εξυγίανσης ή εκκαθάρισης ενός πιστωτικού ιδρύματος σε περίπτωση σημαντικής αδυναμίας ρευστότητας, εγγυήσεων ή πτώχευσης.
Παρ΄όλα αυτά φαίνεται ότι υπολείπονται σημαντικά βήματα ακόμα για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οικονομικά και θεσμικά, γεγονός που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα όσο η ευρωζώνη δεν αναπτύσσεται επαρκώς και με ρυθμούς διατηρήσιμους ώστε να μπορεί να χρηματοδοτεί περαιτέρω τόσο κράτη μέλη με σημαντικά ελλείμματα όσο και να προστατεύει από αστάθεια το χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό σύστημα.
Πιο συγκεκριμένα, η τραπεζική ένωση έχει καταστεί μια διαδικασία αργή και βασανιστική καθώς δεν έχει συμφωνηθεί πλήρως ο τρόπος επιμερισμού των βαρών για τα πιστωτικά ιδρύματα που χρήζουν άμεσης αναδιάρθρωσης, διάσωσης ή εκκαθάρισης.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το εκάστοτε εθνικό ταμείο εξυγίανσης, δεν θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί επαρκώς από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, με αποτέλεσμα τελικά να ζητηθεί από κάποιο κράτος μέλος, η χρηματοδότηση από τον ESM για να στηριχθούν κρατικές ή ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες, σηματοδοτώντας έτσι πιθανότατα μια νέα τραπεζική και παράλληλα δημοσιονομική κρίση.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα, βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη.
Εκτός αυτού, η υιοθέτηση από τα κράτη μέλη της κοινοτικής οδηγίας για το bail-in ναι μεν είναι ένα βήμα απομόνωσης του τραπεζικού τομέα από τα δημοσιονομικά ελλείμματα των χωρών, ώστε να μην επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι, τελικά όμως ενδέχεται να αποτελέσει μπούμερανγκ στο σύστημα, αν οι διασώσεις αφορούν μεγάλες τράπεζες της ευρωζώνης και σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Ήδη τόσο το 2014 με την διάσωση της Banco Espirito στην Πορτογαλία όσο και με την διάσωση 4 τοπικών ιταλικών τραπεζών το 2015, οι οικονομίες της Πορτογαλίας και της Ιταλίας αντίστοιχα, πιέστηκαν σημαντικά.
Ο λόγος ήταν η διάχυση της τραπεζικής κρίσης στην οικονομία, καθώς το bail-in που εφαρμόστηκε στους ομολογιούχους μειωμένης εξασφάλισης, οδήγησε τις μετοχές των τραπεζών σε κατάρρευση.
Αυτό σημαίνει τόσο τεράστιες απώλειες εισοδημάτων για τους μετόχους, αλλά οδηγεί και στην κατάρρευση της αγοράς ομολόγων που τελικά επηρέασαν τόσο τα κρατικά ομόλογα όσο και την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Να προσθέσουμε σε αυτό το σημείο ότι σε αρκετές περιπτώσεις το bail in οδηγεί σε πολύ ακριβές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, καθώς οι μετοχές διαπραγματεύονται με ισχυρά discounts κάτω της λογιστικής αξίας και άρα δημιουργούν συνθήκες αργής ανάκαμψης και μεσοπρόθεσμα ανύπαρκτης χρηματοδότησης της οικονομίας.
Επίσης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα, βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη, (900 δις ευρώ περίπου στην ευρωζώνη) χωρίς να υπάρχουν ενιαίοι κανόνες αντιμετώπισης και αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων, ενώ βλέπουμε το πρόβλημα να εντείνεται σε χώρες με πρόγραμμα προσαρμογής όπως η Ελλάδα, όταν δεν γνωρίζουμε πώς τελικά οι εταιρίες διαχείρισης σε συνεργασία με τις τράπεζες θα επιφέρουν αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων τέτοιες ώστε και να μειώσουν τα ανοίγματα των τραπεζών αλλά και να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα.
Πέραν βέβαια του χρηματοπιστωτικού τομέα και της σύνδεσης με την πραγματική οικονομία, τα ίδια τα μακροοικονομικά δεδομένα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά τουλάχιστον τα τελευταία 2 έτη.
Η ευρωζώνη να ενισχύσει τους μηχανισμούς που θα επιτρέψουν την ισόρροπη ανάπτυξη των μελών της.
Η υψηλή ανεργία παραμένει ανά μέσο όρο στην ευρωζώνη, με την ανεργία των νέων να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα κυρίως στις χώρες του νότου, ενώ κυριαρχεί καθεστώς χαμηλής παραγωγικότητας το οποίο δεν φαίνεται να διασώζει η επίδοση της Γερμανίας όσον αφορά τις εξαγωγές της.
Το τελευταίο στοιχείο δε, δημιουργώντας σημαντικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, αφαιρεί ανταγωνιστικότητα από τις υπόλοιπες χώρες του ενδοκοινοτικού εμπορίου, κάτι που έχει επισημάνει και το ίδιο το ΔΝΤ σε έκθεσή του, δείχνοντας προς την πολιτική του Βερολίνου.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε δύο σοβαρούς πολιτικούς λόγους, διαφορετικούς μεταξύ τους αλλά με συνέπεια να προσθέτουν νέες απειλές στην ευρωζώνη και στην ΕΕ όσον αφορά το όραμα της κοινής πορείας.
Ο πρώτος δεν είναι άλλος από το Brexit μετά το αποτέλεσμα του Βρετανικού δημοψηφίσματος, που έχει ήδη οδηγήσει σε αναταραχή τις διεθνείς αγορές αλλά και σε σημαντική υποτίμηση της στερλίνας. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την τελική προσέγγιση της ισοτιμίας, καθώς η νέα σχέση ΕΕ-Βρετανίας και η πιθανή πρόσβασή της στην ενιαία αγορά, παραμένουν ένας σύνθετος γρίφος προς επίλυση.
Ο δεύτερος αστάθμητος παράγοντας είναι το προσφυγικό, που παρά την σχετική ικανοποιητική διαχείριση με τα hot spots κυρίως στην Ελλάδα και την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, η απειλή του τουρκικού πραξικοπήματος, έχει αυξήσει δραματικά τις ροές προς την Ευρώπη, ενώ η συμφωνία απειλείται με κατάρρευση, όταν τα βαλκανικά σύνορα παραμένουν κλειστά.
Στο ασταθές πολιτικό κλίμα, με τις εντεινόμενες ανισότητες, αν προστεθεί και η τρομοκρατία, που κάνει ολοένα και συχνότερα την εμφάνισή της σε ευρωπαϊκό έδαφος, τότε είναι πολύ δύσκολο να ενισχυθεί τόσο η επιχειρηματικότητα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη όσο και η κοινωνική αλληλεγγύη.
Συμπερασματικά μιλώντας, η ευρωζώνη με όλες τις προκλήσεις γύρω της, οφείλει να ενισχύσει τόσο την εξωστρέφειά της προς το διεθνές εμπόριο όσο και τους μηχανισμούς που θα επιτρέψουν την ισόρροπη ανάπτυξη των μελών της μέσω ενός κοινού προϋπολογισμού, που θα προεγκρίνεται κάθε χρόνο και θα χρηματοδοτεί όλα τα μεγάλα και βασικά έργα των χωρών, με στόχο την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης αλλά και στην κατεύθυνση ενίσχυσης των πολιτικών κοινωνικής συνοχής.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edouard Léon Cortès (1882–1969) Rue de la Paix, Place Vendome in the Rain