Η εθνική συνείδηση, η οποία γραμμικά συνδέεται με τον πατριωτισμό εμφανίζει μεν αμετάβλητα κάποια χαρακτηριστικά της, ωστόσο επανορίζεται διαρκώς ανάλογα με τις απαιτούμενες επικαιροποιήσεις.
Η χρονικότητα ως μεταβλητή της συναρτήσεως, είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο, από συλλογικότητα σε συλλογικότητα, ωσότου να βρεθεί ο τόπος όπου τα ξεχωριστά επιμέρους θα ομογενοποιηθούν πρωτοφτιάχνοντας ή ανασκευάζοντας το όλον, την εθνική συνείδηση.
O εκσυγχρονισμός του ελληνικού αστισμού απορρίφθηκε διαχρονικά από την καθημερινή σκέψη.
Ως ιστορικό παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η σταδιακή κατασκευή της στην επαναστατημένη Ελλάδα του 19ου αιώνα και οι αρχικές εθνοτικές ή άλλες ιδιοτέλειες, που τμηματικά μετατρέπονταν στην εθνική συλλογική ανιδιοτέλεια. Οι Σουλιώτες λχ. ξεκίνησαν να εντάσσονται στην απελευθερωτική σκηνή, έχοντας ως πρωτόλειο κίνητρο την επαναπόκτηση του Σουλίου και των τοπικών τους κεκτημένων, ύστερα κατάλαβαν πως αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της ένταξής τους στον Αγώνα κι έτσι στο τέλος το χωρικό εθνικό υπερίσχυσε ως αντίληψη του εθνικοτοπικού status.
Ο Καραϊσκάκης και οι οπαδοί του, αναφέρεται πως εντάσσονται στην πρωτοδημιουργούμενη εθνική συνείδηση αργά, περί το 1824, συγκριτικά με την Πελοπόννησο. Μάλιστα το αρχικό ιδιοτελές κίνητρό τους ήταν η διατήρηση και η επέκταση του Αγραφιώτικου αρματολικίου.
Έτσι λοιπόν, φαίνεται να κατηγοριοποιείται ως συνείδηση, μια στάση που αρχικώς εμπεριέχει την ιδιοτέλεια και την χρηστικότητα, δηλαδή συνδέεται αυτή με μιαν αλληλουχία κυνικής κοινής λογικής παρά με ασταθείς αναπόδεικτους μύθους ή με επίσης αναπόδεικτα ταυτολογικά αξιώματα, κενών περιεχομένου. Άλλωστε τέτοιες εκδοχές οδηγούν συχνότατα στους ύστερους χρόνους σε στρεβλώσεις εθνικιστικού χαρακτήρα αντίθετες εξαρχής με τον πατριωτισμό και τις συνιστώσες του και βλαπτικές για την μετάβαση από το εθνικό στο εθνικό – υπερεθνικό ( Ελλάδα, Ελλάδα – ΕΕ ). Αυτή η τελευταία εξέλιξη, μειώνει λελογισμένα την εθνική κυριαρχία ενισχύει όμως αλλότροπα την εθνική συνείδηση, στο πλαίσιο της συνύπαρξης με τις αντίστοιχες άλλων χωρών. Θα αποτελούσε σοβαρή ήττα της σκέψης η αβίαστη επιστροφή σε εθνικοταξικές πτυχές του Έθνους – Κράτους, και μόνον.
Εκ παραλλήλου η διαμόρφωση μιας στερεής και επίκαιρης εθνικής συνειδητότητας, παρουσιάζει κι έναν σφοδρό διακυβευματικό προσανατολισμό δράσης, κάπως σαν το κυνήγι του Ησαύ κι όχι σαν την εδραιωμένη στασιμότητα του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν, που περνούν την ζωή τους περιμένοντας τον Γκοντό, που φυσικά δεν έρχεται ( «Περιμένοντας τον Γκοντό» – Σ. Μπέκετ).
Ο εθνοποπουλισμός αλλάζει ως χαμαιλέων τα χρώματά του.
Στους καιρούς μας, η ερμηνευτική τροπή του εθνικού ρόλου των μονάδων, των ομάδων και του συνόλου – τελικώς -, διέρχεται μέσα από τα πολλά ατελή και διαβρωμένα μέρη της επίσημης εθνικής κατασκευής του 20ου αιώνα. Η κουτοπόνηρη απάρνηση μιας υποτυπώδους άμεσης αυτογνωσίας- ακόμα κι όταν αυτή ήταν εμπρός μας κι έβγαζε μάτι -, μας δέσμευσε στερεοτυπικά σε μια νεφελώδη υποτιθέμενη συνείδηση, η οποία άλλοτε οδηγούσε σε έφοδο στους ουρανούς κι άλλοτε σε νοσηρές μεγαλομανιακές και ατελέσφορες αντιλήψεις.
Δυστυχώς, ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού αστισμού, απορρίφθηκε διαχρονικά από την καθημερινή σκέψη, συνάντησε τείχη οργανωμένων αντιδράσεων και ως εκ τούτου επιχειρήθηκε αμυντικά και φοβικά, παραμένοντας ημιτελής αν και αρχινισμένος σαν ένα γιαπί πολυώροφης κατασκευής, που μένει γιαπί. Έτσι παρέμεινε ατελής και ο διττός ρόλος, αφενός ως επίκαιρου συστατικού της δυναμικής εθνικής συνειδητότητας και αφετέρου ως πολιορκητικού κριού της ανασυγκρότησης της ελληνικής Πολιτείας. Ασφαλώς πέτυχε καρπούς, νίκες όμως αυτές έμοιαζαν με νίκες αντάρτικων σωμάτων κόντρα σε οργανωμένους τακτικούς στρατούς.
Τα πολιτικά αλλά και τα πολιτειακά μυθεύματα, τα οποία εγχωρίως και διεθνώς συγκροτούν τον εθνολαϊκισμό, είναι σήμερα πιο πολύ από ποτέ η ανάσχεση μιας εμπεριστατωμένης πολιτικής ανασυγκρότησης μιας και βάλλεται απευθείας η επικαιροποιούμενη εθνική συνείδηση. Και εδώ προσκρούουν όλες οι ορθόφρονες αντιλήψεις είτε του προοδευτικού αστισμού είτε της πιο συντηρητικής εκδοχής του.
Ο εθνοποπουλισμός αλλάζει ως χαμαιλέων τα χρώματά του, μα και τα συνθήματα - υποτιθέμενες διακυβεύσεις. Όλα τα πάντα είναι γι ΄αυτόν ανασυγκροτήσεις ενός επικίνδυνου τίποτα και μιας τοξικής απραξίας. Όμως η αναγκαία ανασυγκρότηση της χώρας, δεν μπορεί να ξαναξεκινήσει αν ο κάτοικος της Ελλάδας δεν μεταρσιωθεί σταδιακά σε πολίτη της Ελλάδας, με αντίληψη των αναγκών της υπάρξεώς του τώρα μα και μετά.
Μετά από μακρόχρονες δομικές κρίσεις μόνο ηγέτες βεμπεριανού τύπου, μπορούν να ανατάξουν την πατρίδα.
Όλα αλλάζουν. Η δημιουργία και μεγέθυνση του Δημόσιου Τομέα επί Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν εκσυγχρονιστική τομή, η σμίκρυνσή του σήμερα και η τροποποίηση της μονιμότητας είναι απαραίτητη μεταρρύθμιση, από τις πολλές που θα μορφοποιήσουν την διήγηση της ανασυγκρότησης.
Η αποδοχή των νέων ορίων ανάμεσα στο εθνικό και στο εθνικό – υπερεθνικό κοινοτικό, μπορεί να νομιμοποιήσει τις απόπειρες της εθνικής ισχυροποίησης. Την ίδια ώρα η συλλογική εθνική συνείδηση, ανοσοποιητικά, θα απομονώνει τα παραμένοντα ιδεοληπτικά αλυτρωτικά χαρακτηριστικά της και θα μετατρέπεται σε έναν νέο δημιουργικό αντι- αλυτρωτικό πατριωτισμό.
Ο ρεαλιστικός πατριωτισμός οδηγεί και σε έναν ανεκτικό και υπό όρους πλανητικό αντίστοιχο. Μόνο που, όπως έλεγε ο Φ. Νίτσε στο «Εμείς οι απάτριδες», προκειμένου να γίνεις άπατρις – νοιώθωντας αγάπη και νόστο για όλη τη γή -, πρέπει να είσαι παντοτινός αφανάτιστος αγαπημένος της χώρας, που σου διαμόρφωσε την εθνική συνείδηση.
Διαφωνώ με όσους λένε πως οι ηγεσίες είναι κάτι δευτερεύον, αρκεί να υπάρχουν τα προγράμματα, οι δημοκρατικές διαδικασίες , κ.ά.
Σε ανασυγκροτήσεις μετά από μακρόχρονες δομικές κρίσεις μόνο ηγέτες βεμπεριανού τύπου, μπορούν να δώσουν σάρκα και οστά μέσα από τα αυτοθυσιαστικά λειτουργικά τους προσόντα παρουσιαζόμενοι με πολιτική διάταξη και υπερκομματικό – πραγματιστικό λόγο περί της μεθόδου ανάταξης της πατρίδας.
* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Νικηφόρος Λύτρας (1832 –1904), Η κλεμμένη