Αξιότιμοι Πρόεδροι, Κυρίες και Κύριοι καλησπέρα σας,
Σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση.
Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή να βρίσκομαι ανάμεσα σε εκλεκτούς συνομιλητές, για να συζητήσουμε ένα θέμα με τόσο σημαντικές προεκτάσεις στην οικονομική πορεία της χώρας.
Η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου και η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των διαφορών, αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας. Ιδίως στη σημερινή χρονική συγκυρία, όπου όλοι καταβάλουμε σημαντικές προσπάθειες για να εδραιωθεί η ανάπτυξη και να ξεκινήσει ένας νέος ενάρετος κύκλος για την οικονομία και την κοινωνία.
Κάθε αξιόλογη επένδυση πρέπει να θεωρείται εθνικός στόχος.
Ας προσπαθήσουμε να μην αναλωθούμε στα δεκάδες προβλήματα που προκαλεί η δυσλειτουργία της δικαιοσύνης στην επιχειρηματικότητα, αλλά να συζητήσουμε ορισμένες λύσεις.
Τον Αύγουστο του 2018 ολοκληρώνεται ένα ακόμη Μνημόνιο και εφόσον τηρηθούν τα συμφωνηθέντα και ολοκληρωθούν έγκαιρα οι αξιολογήσεις του προγράμματος, η χώρα θα αποκτήσει κάποιους πρόσθετους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία των αγορών και του κράτους, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στη μέση, ή ότι θα επιστρέψουμε ξανά σε μια χαλαρή και ανέμελη δημοσιονομική διαχείριση. Η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική των υψηλών πλεονασμάτων δεσμεύει τη χώρα μας για τις επόμενες δεκαετίες και σε συνδυασμό με εκρηκτικά προβλήματα όπως είναι το οξύ δημογραφικό πρόβλημα που προκαλούν οι λιγοστές γεννήσεις, η γήρανση του πληθυσμού και η μετανάστευση, μας υποχρεώνουν να παραμείνουμε αταλάντευτα στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή σε μια πιο παραγωγική και εξωστρεφή οικονομία. Χωρίς δυναμική ανάπτυξη και πολλές παραγωγικές επενδύσεις, «ο λογαριασμός δεν βγαίνει». Πρέπει να αποκαταστήσουμε τάχιστα το τεράστιο πλήγμα αποεπένδυσης που έχει υποστεί η οικονομία κατά την περίοδο της κρίσης.
Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να αξιολογούμε συνεχώς το επιχειρηματικό περιβάλλον, που καλείται να υποδεχθεί αυτές τις επιθυμητές επενδύσεις και να το βελτιώνουμε όπου υπάρχει πρόβλημα.
Γιατί όσο το επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον παραμένουν εχθρικά, τόσο το λογαριασμό θα τον πληρώνουν οι επιχειρήσεις και οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα.
Για το λόγο αυτό, κάθε αξιόλογη επένδυση, που σέβεται το περιβάλλον, τους εργαζόμενους και τους κανόνες της αγοράς, πρέπει να θεωρείται εθνικός στόχος. Και η Ελληνική Πολιτεία οφείλει κυριολεκτικά «να στρώνει κόκκινα χαλιά» για να την υποδεχθεί, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά και διά παντός κάθε εμπόδιο που ορθώνεται από την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική λειτουργία.
Είναι θετικό ότι η χώρα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο επενδυτικού ενδιαφέροντος. Το εθνικό στοίχημα για όλους μας είναι να αδράξουμε αυτή τη μεγάλη ευκαιρία για την ανάταξη της οικονομίας και να αποδείξουμε ότι πράγματι η Ελλάδα έχει αλλάξει και μπορεί να γίνει καλύτερη.
Παρόλο που η προσέλκυση επενδύσεων, απαιτεί τομές σε όλα τα επίπεδα που επηρεάζουν το επιχειρείν, αναγνωρίζουμε όλοι ότι το δικαιϊκό σύστημα, η έννομη τάξη, η ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης έχουν όχι μόνο πρακτικό αλλά και συμβολικό χαρακτήρα. Στους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης των σημαντικότερων κριτηρίων που βαραίνουν στην απόφαση ενός θεσμικού επενδυτή να επιλέξει τη Χ ή Ψ χώρα για την επένδυσή του, η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί ίσως το σημαντικότερο παράγοντα. Στο θαυμάσιο βιβλίο τους με τίτλο «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» οι οικονομολόγοι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον εξηγούν πολύ εύγλωττα τι σημαίνει για έναν επενδυτή να λειτουργεί σε μια ώριμη δημοκρατία, με καλούς θεσμούς και μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί χώρες με σχετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, αλλά καλή λειτουργία των θεσμών, αποτελούν σημαντικούς προορισμούς άμεσων ξένων επενδύσεων.
Εάν ο στόχος είναι η ανάπτυξη, τότε οι επενδύσεις αποτελούν το μέσο.
Το είδος της ανάπτυξης που επιδιώκουμε, δηλαδή την ανάπτυξη που φέρνει ευημερία για τους πολλούς, μας υποχρεώνει να βελτιώσουμε δραστικά τη λειτουργία όλων των εξουσιών, και εν προκειμένω της δικαστικής. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε με παραδοσιακά εργαλεία και παρωχημένες πρακτικές να αλλάξουμε σήμερα αυτό που έπρεπε να έχει γίνει χθες.
Τα τελευταία χρόνια αναλήφθηκαν αρκετές νομοθετικές και οργανωτικές πρωτοβουλίες επιδιώκοντάς την αποσυμφόρηση της δικαιοσύνης (το έργο ψηφιοποίησης των δικαστηρίων/ e-justice, η αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο εξορθολογισμός κόστους της αστικής δίκης, το θεσμικό πλαίσιο για την “πρότυπο δίκη”, η θέσπιση της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, οι τροποποιήσεις στον πτωχευτικό κώδικα, κ.α) τις οποίες ωστόσο δεν είμαστε σε θέση ακόμη να αποτιμήσουμε ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Όσο περνάει ο χρόνος οι δικαστικές υποθέσεις αυξάνονται, επιβαρύνοντας περαιτέρω το ήδη κορεσμένο σύστημα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “Justice Scoreboard 2017” καταγράφεται ότι ο χρόνος εκδίκασης των αστικών και εμπορικών υποθέσεων στην Ελλάδα ξεπερνάει το ένα έτος (378 ημέρες), ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 242 ημέρες, καθώς επίσης ότι οι επιδόσεις στην αξιοποίηση των λύσεων ψηφιακής τεχνολογίας στα ελληνικά δικαστήρια μόλις και μετά βίας φτάνει το 5%, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ξεπερνά το 40%.
Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες προαναφέρθηκα επιβλήθηκαν από έξω και από τα πάνω. Δεν εντάσσονται δηλαδή σε ένα στρατηγικό και μεθοδικό σχέδιο αναδιάρθρωσης της Ελληνικής Δικαιοσύνης το οποίο θα είναι ελληνικής ιδιοκτησίας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι επισπεύδοντες σε αυτό το σχέδιο θα έπρεπε να ήταν το ίδιο το δικαστικό σώμα, η ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ο νομικός κόσμος της χώρας, και όχι οι “θεσμοί” ή κάποιος τρίτος.
Στον ΣΕΒ έχουμε επανειλημμένα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την αναβάθμιση και επιτάχυνση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Ενδεικτικά αναφέρω:
- την ενίσχυση της χρήσης του μηχανισμού εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, ακόμη και την υποχρεωτική χρήση αυτού σε κάποιες περιπτώσεις,
- την ψηφιοποίηση της λειτουργίας των δικαστηρίων,
- τη μείωση του όγκου των εκκρεμών υποθέσεων, μέσω της ομαδοποίησης και εκκαθάρισης ομοειδών υποθέσεων από ειδική ομάδα δικαστικών λειτουργών,
- την εισαγωγή στα δικαστήρια του θεσμού του «Διοικητικού Διευθυντή», με ευρείες διαχειριστικές αρμοδιότητες,
- την ενίσχυση της νομικής, τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης των δικαστών με την αξιοποίηση πρακτικών εξωτερικής ανάθεσης, δηλαδή τoυ outsourcing κ.α.
Και φυσικά δεν σταματήσαμε ποτέ να ζητάμε καλύτερους νόμους και μια αποτελεσματικότερη διοίκηση, που αποτελεί και τη μόνη βιώσιμη λύση για ουσιαστικά αποτελέσματα. Καθώς η Δικαιοσύνη από μόνη δεν μπορεί να κάνει και πολλά σε ένα περιβάλλον γενικευμένης κακονομίας, από την πλευρά της νομοθετικής εξουσίας και πλημμελούς ή επιλεκτικής εφαρμογής των νόμων και των δικαστικών αποφάσεων, από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας.
Παρότι δεν αποποιούμαστε της ευθύνης μας, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία να προτείνουμε εμείς λύσεις που σπάνια εισακούονται. Πρέπει πρωτίστως η πολιτεία και το ίδιο το δικαστικό σύστημα να θέλουν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που βλάπτουν εξόχως το κύρος του θεσμού και να δουν χωρίς στερεότυπα τις λύσεις που παρέχει η διεθνής εμπειρία, αλλά και η τεχνολογία. Και φυσικά η νομοθετική εξουσία να πάψει να νομοθετεί με αυτό τον τόσο λανθασμένο τρόπο, που γεννά διαρκώς διαφορές και εξαναγκάζει τη δικαιοσύνη να παρεμβαίνει.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να κρατήσετε σήμερα την εξής απλή προσέγγιση: εάν ο στόχος είναι η ανάπτυξη, τότε οι επενδύσεις αποτελούν το μέσο. Κι επειδή το κράτος πτώχευσε, οι μόνες επενδύσεις που μπορούν να φέρουν άμεσα αποτελέσματα είναι οι ιδιωτικές. Οι μεταρρυθμίσεις προς ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον είναι προϋπόθεση, αλλά η κινητήρια δύναμη είναι ένα σύγχρονο αξιακό σύστημα, όπως αυτό αναδεικνύεται πρώτιστα από την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Σας ευχαριστώ πολύ.
* Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών που πραγματοποιήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2017, « Δικαιοσύνη και Επενδύσεις», σε συνέχεια του συνεδρίου για την
«ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ» και σε συνεργασία με τη Συμεών Γ. Τσομώκος Α.Ε.
Στην εκδήλωση συζητούν οι:
Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Επίτιμος Πρόεδρος του ΣτΕ (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Βασίλης Σκουρής, Πρώην Πρόεδρος του ΔΕΕ
Ευάγγελος Βενιζέλος, Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Γιάννης Ρέτσος, Πρόεδρος του ΣΕΤΕ (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Θεόδωρος Φέσσας, Πρόεδρος του ΣΕΒ
Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος του ΕΕΑ (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Συντονίζει η δημοσιογράφος Νίκη Λυμπεράκη
Για την εκδήλωση αναλυτικά, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/15-16-iouniou-athina-i-ellada-meta-2.html
22.11.2017 Ομιλία Θ. Φέσσα: Δικαιοσύνη και Επενδύσεις #ΕλλάδαΜετά from Evangelos Venizelos on Vimeo.