Ο Χρήστος Μυτιλινιός θέτει το θέμα του λαϊκισμού, εξηγώντας πως οι εχθροί της χώρας μας δεν είναι οι ξένοι αλλά ο λαϊκισμός και ζητάει να γίνει επιτέλους «η επανάσταση του αυτονόητου». Ο συγγραφέας εξηγεί πως «οι Έλληνες, αρεσκόμεθα σε κριτικές διάφορες, προσαρτόμαστε σε ψεύδη, λατρεύουμε την ωραιοπάθεια, σιχαινόμαστε την αλήθεια» και ως εκ τούτου «όσοι κυβέρνησαν, στηρίχθηκαν στο λαϊκισμό. Όσοι δεν λαΐκισαν, μπήκαν αυτόματα στο περιθώριο». Ο Χρ. Μυτιλινιός προτείνει οκτώ μεταρρυθμίσεις που «που αν υλοποιηθούν, θα θέσουν γερές βάσεις για να μπορέσει η χώρα να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο στο οποίο σύρθηκε».

Ο Γιάννης Μαντζίκος αναλύει τις προθέσεις των τζιχαντιστών και εκτιμά πως ο στόχος τους «δεν ήταν και δεν είναι να δημιουργήσουν ένα Ισλαμικό Χαλιφάτο αλλά να παγιώσουν φοβικά συναισθήματα και να ενεργοποιήσουν ρατσιστικά χαρακτηριστικά στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο». Ο συγγραφέας μελετώντας του ιστορικούς κύκλους του Ισλαμικού Κράτος, εκτιμά πως «θα γνωρίσει αργά ή γρήγορα μια κάμψη, ήδη χάνει σημαντικά του στηρίγματα στην Συρία» σημειώνει όμως πως «αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα εμφανιστεί κάποιο καινούριο μόρφωμα». Παραθέτοντας τα αίτια που δημιουργούν το πρόβλημα, εκτιμά πως «η απάντηση δεν πρέπει να είναι λιγότερη Ευρώπη αλλά μια πιο ισχυρή Ευρώπη»

Ο Παναγιώτης Κωστούλας εξετάζει τις παθογένειες του κομματικού φαινομένου και προτείνει προτάσεις υπέρβασής τους, τονίζοντας ότι «καμία μεταρρυθμιστική απόπειρα δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει χωρίς την επαναθεμελίωση του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού συστήματος». Εκκινώντας από την πεποίθηση ότι «τα κόμματα είναι το πρωτογενές κύτταρο της δημοκρατίας» παραθέτει πέντε βασικές παθογένειες των κομμάτων, μία εκ των οποίων είναι «η ατταβιστική πρόσδεσή τους σε ονοματολογικές, συμβολικές και ιστορικές νόρμες του παρελθόντος τους», και καταθέτει τις δικές του προτάσεις υπέρβασης, δίνοντας ένα «έναυσμα για την έναρξη μιας ουσιαστικής συζήτησης ως προς την αλλαγή του τρόπου δομής και λειτουργίας τους»

Ο Νίκος Διακουλάκης εξετάζει τους «κινδύνους και τις ευκαιρίες για τη σοσιαλδημοκρατική αριστερά» εκτιμώντας πως «η πορεία της πολυδιασπασμένης δημοκρατικής, μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατικής παράταξης βρίσκεται πια σε οριακό σημείο» ενώ από την άλλη, «η διολίσθηση σε αντιδημοκρατικές και καθεστωτικές πρακτικές, ολοκληρώνει την εικόνα μιας αδιέξοδης διακυβέρνησης από την ετερόκλητη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ». Ο συγγραφέας τονίζει πως «δεν αρκούν οι συζητήσεις, οι διαβουλεύσεις και οι επεξεργασίες για να προσεγγίσουμε τους στόχους της ενότητας, της ανανέωσης και της ανάκαμψης» και καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις, για «να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό οργανισμό που θα λειτουργεί σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

O Αριστείδης Γριβοκωστόπουλος δανειζόμενος τον όρο «τρίλημμα» από τις οικονομικές επιστήμες, με τον οποίο περιγράφεται η «αδύνατη τριάδα» της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, της εθνικής ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής και της κινητικότητας του κεφαλαίων, εξετάζει το «τρίλημμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς». Ο συγγραφέας εκκινώντας από την ανάλυση των αιτιών της περιθωριοποίησης της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, εκτιμά πως «η κεντροαριστερά πρέπει να επιλέξει δύο εκ των τριών στρατηγικών κινήσεων: της συμμαχίας εκ δεξιών, της συμμαχίας εξ αριστερών και της μελλοντικής αυτοδυναμίας» υποστηρίζοντας πως «το τρίλλημα είναι υπαρκτό, όπως και η αναγκαιότητα λύσης του σήμερα, όχι αύριο».  

Ο Αλέξανδρος Ονουφριάδης εκτιμά ότι στη συζήτηση για την κεντροαριστερά, «οι αρχηγοί των κομμάτων δεν μπορούν να συμφωνήσουν καν στον πολιτικό προσανατολισμό ενός ευρύτερου σχήματος», αν δηλαδή θα είναι περισσότερο κεντροαριστερό ή κεντρώο, ή αν θα σοσιαλιστικό ή δημοκρατικό. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως θα πρέπει «να εισακουσθεί η προτροπή του κ. Σημίτη, ο οποίος κάλεσε όλους να αφήσουν στην άκρη εγωισμούς και μικροφιλοδοξίες και να προχωρήσουν στην δημιουργία του τρίτου πόλου» και τονίζει πως «η προοδευτική παράταξη εκφράζεται σε διαφορετικά επίπεδα και η λύση για την επιβίωση της μπορεί να έρθει από εκεί που δεν το περιμένουμε»