Εμφάνιση άρθρων βάσει ετικέτας: Φορολογική πολιτική

Ο Γιώργος Προκοπάκης γράφει για τη διαχείριση του μνημονίου: «Η επομένη της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, είναι και η έναρξη της εφαρμογής της πολιτικής των θηριωδών πλεονασμάτων, σε περίοδο μηδενικής ανάπτυξης. Τα data συνηγορούν πως μέρος τουλάχιστον των πλεονασμάτων ήταν πλασματικό ή προσωρινό. Βασικό εργαλείο διαχείρισης ήταν το βραχυπρόθεσμο χρέος, διαφόρων μορφών, το οποίο έχει φθάσει σε αστρονομικό ύψος με προοπτική περαιτέρω αύξησης. Η πολιτική της δημιουργίας «μαξιλαριού για καθαρή έξοδο» φαίνεται να αποτυγχάνει ως προς το σκέλος της συνεισφοράς των αγορών – ή θα είναι πανάκριβη επιλογή. Προκαλεί εντύπωση η διαχειριστική πολιτική της μη διαπραγμάτευσης της χρήσης των πόρων του μνημονίου που περισσεύουν για την αντικατάσταση ακριβού δανεισμού»

Ο Ρεντούμης Μελέτης παρουσιάζει την περίφημη καμπύλη Laffer σύμφωνα με την οποία «κάθε φόρος αντιστοιχεί σ’ έναν άριστο φορολογικό συντελεστή, όπου αν αυξήθει περαιτέρω οδηγεί σε άμεση μείωση φορολογικών εσόδων» και «αντιθέτως όσο ο συντελεστής είναι μικρότερος του άριστου, η κυβέρνηση έχει κάθε κίνητρο να τον αυξήσει, καθώς θα προσεγγίσει το άριστο επίπεδο του συντελεστή». Ο συγγραφέας σημειώνει ότι «βασικό μέλημα κάθε κυβέρνησης, έπρεπε να είναι η μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων μέσα από μια ρεαλιστική βάση, μέσα από τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και όχι πέρα από αυτές όπως ακριβώς μας δείχνει και η θεωρία με την καμπύλη Laffer»

Ο Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης εξετάζει την πολιτική των «αλλεπάλληλων φοροεπιδρομών» εκτιμώντας ότι τα αποτελέσματα αυτής είναι «κατά γενική ομολογία τραγικά» και τονίζοντας πως «η χώρα έχει πέσει μέσα σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και από-επένδυσης». Ο συγγραφέας τονίζει «έχουμε πέσει σε μία μαύρη τρύπα, από την οποία αποκλείεται να βγούμε με μαγικό τρόπο, απλά επαναλαμβάνοντας τα ίδια σφάλματα» και σημειώνει πως η χώρα χρειάζεται ένα «επενδυτικό σοκ» προειδοποιώντας πως «φτάνουμε κοντά στην κρίσιμη ώρα, του μη περαιτέρω». «Εκτός από τους ανθρώπους, υπάρχουν και οι αριθμοί. Και αυτοί, οι αριθμοί, δεν βγαίνουν πια. Με καμία εξωτερική ή εσωτερική βοήθεια» τονίζει.

Ο Παναγιώτης Ασημακόπουλος εξετάζει την «οικονομική πολιτική και προοπτικές της Ελληνική Οικονομίας» εκτιμώντας ότι τα «τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από όσο νομίζουμε». Ο συγγραφέας εκτιμά ότι «ακόμα και αν η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να μειώσει τους φόρους είναι αρκετά απίθανο ότι η ζήτηση για κατανάλωση και επενδύσεις θα αυξανόταν» και σημειώνει πως «οι τιμές στην Ελλάδα είναι ακόμα αρκετά υψηλές, κυρίως λόγω χαμηλού ανταγωνισμού στις αγορές» ενώ τονίζει την ανάγκη για «ένα πιο απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου οι φορολογούμενοι δεν θα μπορούν εύκολα να εκμεταλλευτούν τα διάφορα παραθυράκια»

Ο Νίκος Μπουνάκης παραθέτει τα πεπραγμένα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στον αγροτικό τομέα, την πρόταση τους για το ασφαλιστικό και το φορολογικό στον αγροτικό τομέα και τα αποτελέσματα της πολιτικής τους, τονίζοντας συμπερασματικά ότι «τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής θα γίνουν ορατά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα». Ο συγγραφέας αφού εξηγήσει γιατί «όλα αυτά δεν ήταν απαραίτητα» παραθέτει τους τρόπους που μπορεί «η αγροτική οικονομία της χώρας μας να κερδίσει μεγαλύτερο μερίδιο σε μία ολοένα και πιο διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά» υπο την προϋπόθεση «να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, που σχεδιάζει μια αγροτική οικονομία χωρίς τον Έλληνα αγρότη.»

Το μέτρο του περιουσιολογίου που μελετά η κυβέρνηση αναλύει στο άρθρο του ο Μαρίνος Σκανδάμης, επισημαίνοντας πως καθώς το μέτρο δεν θα αφορά όσους έχουν αποκτήσει παράνομα κινητά περιουσιακά στοιχεία μια και δεν θα διακινδυνεύσουν τη δήλωσή τους, θα απομένει ν’ αφορά μόνο αυτούς που νομίμως κατέχουν κινητά περιουσιακά στοιχεία. «Η επιλογή όμως των πολιτών να φυλάσσουν τα αντικείμενά τους εκτός τραπεζών, προέρχεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, που συνοδεύεται από έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος» σημειώνει τονίζοντας πως επιπλέον «για πρώτη φορά έχουμε μια βαθιά εισχώρηση του κρατικού ενδιαφέροντος σε ένα χώρο προσωπικής προστασίας και εχεμύθειας».