Ο Νίκος Γκίωνης εξετάζει τις υποψηφιότητες Μακρόν και Σουλτς και εκτιμά πως «το πείραμα Μακρόν είναι εξαγώγιμο και εν δυνάμει αποτελεσματικό όταν οι φορείς παρακμάζουν γεωμετρικώς, ενώ ο Σούλτς είναι η σίγουρη πεπατημένη – και ίσως νικηφόρος – όταν οι σχηματισμοί διατηρούν το μίνιμουμ μια συμπαγούς ικανοποιητικής ισχύος». Ο συγγραφέας σημειώνει πως «θα είχε ενδιαφέρον και μάλιστα μετά την εθνικολαϊκιστική λαίλαπα η αναζήτηση του μοντέλου Μακρόν στην ελληνική εκδοχή , όχι ως copy paste αλλά ως προτρεπτική διδαχή σε ένα πολιτικό σύστημα, όπου το νεώτερο και το παλιότερο Ριζοσπαστικό Κέντρο, κατοικούν στην παρακμή και στην στασιμοχρεοκοπία»

Ο Γιάννης Λίτινας παρουσιάζει το «όραμα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: «Η σκέψη τους, η γενική τους κατεύθυνση, το όραμά τους για την Ελλάδα της επόμενης μέρας περιγράφεται από δύο λέξεις: Επίδομα – Φιλοδώρημα» και τονίζει πως «προοδευτικό είναι ότι βελτιώνει το επίπεδο όλης της κοινωνίας σε βάθος χρόνου και όχι μιας μερίδας για λίγο χρονικό διάστημα». Ο συγγραφέας σημειώνει: «Το πολιτικό σύστημα πρέπει να μιλήσει με ειλικρίνεια και χωρίς φόβο στους πολίτες για τις αναγκαίες λύσεις. Λύσεις που θα σπρώξουν την τελματωμένη οικονομία της χώρας μπροστά. Γιατί αν κάτι χτίζεται σε μια κοινωνία επιδομάτων είναι οι χαμηλές προσδοκίες της λήψης του επιδόματος»

Ο Δημήτρης Τέλλης αναφέρεται στην έννοια «post – truth» (μετά – αλήθεια) η οποία όπως τονίζει, «ταιριάζει γάντι και στη χώρα μας» και εξηγεί πως «ένα σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης πιστεύει πως η ελληνική κρίση είναι συνωμοσία κάποιων εξωθεσμικών κέντρων ή ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και το Ευρώ ευνοεί περισσότερο τα άλλα κράτη μέλη παρά την ίδια». Ο συγγραφέας εκτιμά πως το αντίδοτο στον «ψεκασμό» είναι εφικτό «με σύμβολα φρέσκα κι ελκυστικά, όχι με λάβαρα του παρελθόντος που μυρίζουν ναφθαλίνη, με διαρκή επικαιροποίηση θέσεων που να απαντούν στα πρακτικά προβλήματα του πολίτη, όχι με ξεχασμένα κλισέ και τσιτάτα»

Ο Μιχάλης Χάλαρης εξετάζει το ζήτημα των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας υπό το φως των εξελίξεων, καθώς «ο αυταρχισμός του Προέδρου Ερντογάν ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου καλοκαιριού, η πολιτική του συμμαχία με τους ακραίους εθνικιστές και τους «γκρίζους λύκους» στην Κυβέρνηση αλλά και στο επερχόμενο συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου τ.ε, η υιοθέτηση αντιδημοκρατικών μεθόδων εσωτερικής διακυβέρνησης, η συγκέντρωση σχεδόν όλων των εξουσιών στα χέρια του, καθώς και η προσπάθεια αναβίωσης νέο-οθωματικών οραμάτων και επιδιώξεων, απομακρύνουν την Τουρκία από την Ευρώπη και αναβιώνουν αντιπαλότητες και έχθρες με τα κράτη τα οποία θίγονται ευθέως από τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας»

Ο Ανδρέας Τσιλογιάννης περιγράφει τη θέση της Ελλάδας σε μια Ευρώπη της κρίσης, εκτιμώντας πως «έχει μετατραπεί εξαιτίας της ανύπαρκτης και καταστροφικής πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση είτε ως σάκος του μποξ ανάμεσα σε Ευρώπη και δανειστές - εταίρους (ΙMF & ESM), είτε ως έρμαιο των ορέξεων του Ερντογάν» και σημειώνει πως «η Ελλάδα της παράξενης και ετερόκλητης κυβερνητικής συμμαχίας αριστερών και ακροδεξιών, αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην ΕΕ, όντως βυθισμένη στην οικονομική κρίση.». Ο συγγραφέας τονίζει πως «η Ελλάδα αποκομμένη από τις διεθνείς εξελίξεις έχοντας χάσει το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, τον πολιτικό αιφνιδιασμό»

Ο Μελέτης Ρεντούμης εξετάζει την σημασία της ένταξης στο QE, εκτιμώντας ότι «ο άμεσος αντίκτυπος της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα θα είναι οι χαμηλότερες αποδόσεις τους, πιθανότατα πάνω από 200 μονάδες βάσης, που σημαίνει ότι από το μέσο επιτόκιο των 10ετών ομολόγων στο 7% θα πέσουν σταδιακά τουλάχιστον στο 5%, προσεγγίζοντας τα επίπεδα των ομολόγων Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας.». Ο συγγραφέας τονίζει «το επόμενο βήμα θα είναι η αναβάθμιση των ομολόγων από τους διεθνείς οίκους που σημαίνει ότι στο πρώτο εξάμηνο από την ένταξη στο QE θα μπορεί η χώρα να σχεδιάσει κάποια επιλεκτική έξοδο στις αγορές».