Σε μια από τις διαλέξεις του το 1919, την περίοδο της Γερμανικής Επανάστασης και πριν την εγκαθίδρυση της βραχύβιας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Μαξ Βέμπερ αναφέρει πως η ενασχόληση με την πολιτική σημαίνει συμμετοχή σε έναν αγώνα ισχύος, με κυρίαρχο σκοπό τον επηρεασμό της διοίκησης του κράτους. Το κράτος όμως, συνεχίζει, δεν το ορίζουν οι σκοποί που αξιώνει ότι υπηρετεί, αλλά μονάχα το μέσο που έχει στην αποκλειστική του διάθεση: η βία. «Όποιος επιζητεί τη σωτηρία της ψυχής του, αλλά και των άλλων, ας μη το κάνει μέσω της πολιτικής, η οποία έχει τελείως διαφορετικά μελήματα: μελήματα που διευθετούνται μόνον μέσω της βίας».
Παρά την ομολογούμενη δριμύτητα του παραπάνω ιδεότυπου, ο ίδιος ο Βέμπερ αναγνωρίζει ως τον πλέον ανώτερο τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού βίου την νομική-ορθολογική κυριαρχία, έναντι της παλαιότερης παραδοσιακής (πατριαρχία) και της χαρισματικής (οικογενειοκρατία).
Είναι αλήθεια, πως από τον καιρό του Βέμπερ έως και σήμερα δεν έχει βρεθεί ένας αποδοτικότερος τρόπος για τη διαχείριση και την οργάνωση της κοινωνίας, από την πολιτική. Μια κοινωνία στο σύνολό της δίχως πολιτική, κράτος και κανόνες εξακολουθεί να αποτελεί ουτοπία. Αυτό που καθιστά την πολιτική εκ των ων ουκ άνευ είναι η επίγνωση ότι από τους πολιτικούς θεσμούς εξαρτάται αν μια χώρα και οι πολίτες της ευημερούν ή όχι. Καμία χώρα δεν είναι εξαρχής προορισμένη να είναι φτωχή ή πλούσια αποκλειστικά εξαιτίας του κλίματος ή των ανθρώπων της. Μια χώρα με πραγματική δημοκρατία, ισχυρό κράτος δικαίου, ελευθερία του λόγου και πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα, στον βαθμό που οι αρχές αυτές δεν είναι μόνο τυπικές αλλά τηρούνται, ευημερεί πάντα περισσότερο από κράτη στα οποία τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αγνοούνται. Έτσι, κάθε συζήτηση σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία των θεσμών μας δεν είναι ούτε δευτερεύουσα ούτε ξεπερασμένη, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά αναγκαιότητα.
Μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε να έχει επανέλθει με δυναμικότητα στον δημόσιο διάλογο ενόψει Ευρωεκλογών, μιας και οι επικείμενες κάλπες αποτελούν τις σημαντικότερες ίσως στην Ευρωπαϊκή ιστορία και θα καθορίσουν εν πολύς το πολιτικό μέλλον της γηραιάς ηπείρου. Το σώμα, ειδικά μετά τον ενισχυμένο ρόλο που του έδωσε η συνθήκη της Λισσαβώνας, θα πρέπει να πάρει μια σειρά κρίσιμων αποφάσεων στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας, όπως τις συμφωνίες διεθνούς εμπορίου, την διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, την αντιμετώπιση της περιβαλλοντολογικής κρίσης, την εξάπλωση του κινεζικού ανταγωνισμού, τις σχέσεις με την Ρωσία, την προστασία της ιδιωτικότητας καθώς και την ανάπτυξη ευρωπαϊκών δομών άμυνας. Είναι εξαιρετικά πιθανό πως αν οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί αποτύχουν στην εύρεση αποτελεσματικών και δίκαιων λύσεων στα παραπάνω ζητήματα, οι ακροδεξιές και εθνολαϊκιστικές φωνές θα αναλάβουν με μεγάλη ικανοποίηση να υπογράψουν την ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ένωσης που οραματίστηκαν οι Σουμάν, Μονέ, Ντε Γκάσπερι, Σπάακ και Τσώρτσιλ.
Η αποδόμηση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος επιχειρείται πανταχόθεν.
Εντός του παραπάνω πλαισίου, καλούνται τα εγχώρια εθνικά κόμματα να παρουσιάσουν το δικό τους πρόγραμμα, τις προτάσεις τους για την αντιμετώπιση των παραπάνω ζητημάτων καθώς και την στόχευσή τους για το μέλλον της Ένωσης. Παρ' όλ' αυτά, η συζήτηση κυμαίνεται σε ένα ολοκληρωτικά διαφορετικό επίπεδο. Οι αρχηγοί των περισσότερων παρατάξεων επιζητούν να επιδείξουν την εκλογική τους δύναμη, τίποτα περισσότερο. Η επικείμενη Κυριακή μοιάζει με πρόκριμα ντόπιας διακυβέρνησης, που ουδεμία πανευρωπαϊκή πρόταση εκπροσωπεί. Φαίνεται πρόδηλα πως αυτές οι εκλογές γίνονται για να κερδηθούν οι εντυπώσεις, οι οποίες στην κοινωνία του θεάματος κερδίζουν εξουσίες και αυτό είναι που ανέκαθεν ενδιέφερε το πολιτικό σύστημα. Οι πολίτες καλούνται μανιωδώς από τους αντιπροσώπους τους να «στείλουν μήνυμα» ενδοκομματικής επιτυχίας προς τους αντιπάλους τους, με τους ίδιους τους αντιπροσώπους να μοιάζουν ανήμποροι να στείλουν οποιοδήποτε μήνυμα που αφορά στο αύριο του ευρωπαϊκού εταιρισμού των εθνών της ηπείρου μας. Ένδειξη των παραπάνω, η ακατάσχετη προώθηση διαφημίσεων μαρκετίστικης αισθητικής, η πληθώρα των οποίων επιβεβαιώνει την αντίστροφη αναλογία μεταξύ επιδείξεων και προτάσεων.
Στο περιθώριο του παραπάνω μικροπολιτικού παιγνίου, ο ακραίος φοβικός λόγος βρίσκει τον ζωτικό χώρου που απαιτεί, στα αυτιά των αηδιασμένων από τα «συστημικά» κόμματα πολιτών. Οι παραπάνω εκπρόσωποι θεωρούν με περίσσια σιγουριά πως μπορούν να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα παγκοσμιοποιημένα προβλήματα. Η λύση τους στηρίζεται και σε ρητορική αλληλοϋποστήριξης των εθνικιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, επιδιώκοντας μια νέα ένωση, αυτή τη φορά επί της βάσης του ρατσισμού, του διχασμού και της ξενοφοβίας.
Σε μεγάλο βαθμό ευθύνη για το παραπάνω φαινόμενο φέρει ο τρόπος της θεσμικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εκπροσώπων της, οι οποίοι οπλίζουν με - απλοϊκές πλην ευήκοες- σοφιστείες την φαρέτρα των μισαλλόδοξων πολιτικών που επιχειρούν την αποτροπή της οποιασδήποτε προσπάθειας για ενοποίηση και την επιστροφή στο μοντέλο του κλειστού εθνικού κράτους, του «μεσσία» , του «καθαρού έθνους» και της απομόνωσης. Αυτό που οι θιασώτες των παραπάνω πολιτικών αδυνατούν να κατανοήσουν, είναι πως ακριβώς μέσα από τις αμοιβαία προσαρμοζόμενες προσπάθειες πολλών ανθρώπων, χρησιμοποιείται περισσότερη εμπειρική γνώση από όση κατέχει ή μπορεί να συνθέσει διανοητικά το οποιοδήποτε άτομο. Και μέσα από μια τέτοια χρήση της διασκορπισμένης γνώσης καθίστανται εφικτά επιτεύγματα σημαντικότερα από ότι θα μπορούσε να προβλέψει ο οποιοσδήποτε μεμονωμένος νους. Ακριβώς επειδή η ελευθερία σημαίνει την αποκήρυξη του άμεσου ελέγχου των ατομικών προσπαθειών, μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία εθνών μπορεί να χρησιμοποιεί τόσες περισσότερες γνώσεις, από όσες θα μπορούσε να κατανοήσει ο νους ακόμα και του σοφότερου ηγέτη. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα δύναται να ιδωθούν και να αντιμετωπιστούν τα σύγχρονα πανευρωπαϊκά προβλήματα.
Η αποδόμηση του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος επιχειρείται πανταχόθεν. Αν τα αυτοπροσδιοριζόμενα ως φιλοευρωπαϊκά κόμματα που την Κυριακή διεκδικούν την ψήφο μας, επιθυμούν να μη συμβάλλουν σε αυτήν, οφείλουν να σταθμίσουν ρεαλιστικά το μέγεθος του διακυβεύματος και να παραγκωνίσουν τα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Κομίζοντας το καθένα μια πρόταση πολιτισμού η οποία θα ενδιαφέρει πανευρωπαϊκά, ας την καταθέσουν ολοκληρωμένα στο εκλογικό σώμα δίχως τακτικισμούς εξουσιολαγνείας.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:Noel Nicolas Coypel III, The Rape of Europa