«Ελευθερία είναι να μπορείς να έχεις μια κάποια απόσταση από τους άλλους» έγραφε ο Νίτσε πριν από 150 χρόνια. Το να αναζητήσει κανείς ένα ποσοστό επικύρωσης της παραπάνω άποψης στην διανύουσα επικαιρότητα, θα αποτελεί ίσως σαρκαστική πρόκληση. Η μακροεικόνα του πλανήτη μας τις τελευταίες εβδομάδες θα μπορούσε να περιληφθεί σε ταινία φαντασίας δίχως καμία ανάγκη μονταρίσματος. Υπαίτιος αυτής ένας ιός - λαθρεπιβάτης στο «όχημα» του παγκοσμιοποιημένου ανθρώπου, με πανταχού σχεδόν τους κρατικούς μηχανισμούς στον ρόλο του ελεγκτή, να κυνηγάνε μανιωδώς τον εντοπισμό και την τελική «αποβίβασή» του.
Η μέθοδος που παγκοσμίως -με ελάχιστες εξαιρέσεις- επιλέχθηκε για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι οι συνεχείς και επεκτεινόμενες καραντίνες για τους πολίτες των εκάστοτε χωρών. Πάρθηκε μια ξεκάθαρη απόφαση ανάληψης του πραγματικού οικονομικού και δυνητικού ψυχοπαθολογικού κόστους της επιβολής μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας, με στόχο την άμεση προστασία του κοινωνικού σώματος από την ίωση.
Η παραπάνω επιλογή, τουλάχιστον ως προς την αμεσότητα και την αυστηρότητα με την οποία πάρθηκε, ίσως δημιουργήσει ερωτήματα σε έναν μελλοντικό μελετητή της πολιτικής θεωρίας της Δύσης. Για ένα πολιτισμικό παράδειγμα που έχει επί της αρχής δομηθεί πάνω στην πολιτική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα, δεν ήταν αναμενόμενο να αντιδράσει με αυτοπεποίθηση «κεντρικού σχεδιαστή». Κι όμως, τα μέτρα εφαρμόστηκαν και οι πολίτες κατά πλειονότητα τα ακολούθησαν.
Το ερώτημα που τέθηκε σε συνέχεια της νέας πραγματικότητας εντός της καθημερινότητάς μας, ήταν το κατά πόσο έχει την ικανότητα ο σημερινός «δυτικός» άνθρωπος να εναρμονιστεί με αυτήν, καθώς και με τις αλλαγές που ριζοσπαστικά έφερε στη ζωή του. Να εντάξει δηλαδή με ομαλότητα την ανοίκεια αυτή συνθήκη ύπαρξης στο συναισθηματικό «λογισμικό» του.
Με οδηγό την κοινωνούμενη εμπειρία μας, μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ μιας τραχείας και επίπονης μετάβασης. Οι δεοντολογικοί κανόνες τους οποίους ο κοινός μας πολιτισμός επιτάσσει, έχουν εδραιώσει την «αυτονομία» στον πυρήνα του ηθικού και αισθητικού μας περιβάλλοντος. Έγκυρο και πρωτεύον κριτήριο ευημερίας αποτελεί το εύρος της δυνατότητας ατομικού δικαιωματισμού καθώς και η συνεχής εξάσκηση των ελευθεριών του προσώπου.
Ο άνθρωπος πραγματώνεται ως ύπαρξη μόνο μέσω της σχέσης.
Έχουν χυθεί τόνοι αίματος και μελανιού για την κατοχύρωση των παραπάνω, και αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι χάριν αυτών έχουμε σήμερα την δυνατότητα να επιλέξουμε μια σειρά παραγόντων που επιδρούν άμεσα στην ευτυχία. Από την διαχείριση του χρήματος και του ελεύθερου χρόνου, μέχρι την επιλογή κόμματος και συντρόφου.
Παρ’ όλα αυτά, η μανιώδης εστίαση του κοινωνικού ελέγχου (αλλά και του κόσμου της «διανόησης») στην καθιέρωση και επιτήρηση της εφαρμογής των δικαιωμάτων αυτών, υπέθαλπε τον κίνδυνο της παραμέλησης της εσωτερικής σχέσης μας με την ελευθερία και την αυτολοκλήρωση. Μετατρέποντάς τη σε λογικό παράγωγο της «εξωτερικής», της αντικειμενικής σχέσης του ατόμου με τους θεσμούς και τους νόμους, η ανθρωπότητα με τρόπο λανθάνον θεώρησε πως έλυσε θετικά το υπαρξιακό ζήτημα. Η κατοχύρωση ενός πλαισίου δράσης ως δίχτυ ατομικής προστασίας, αντί να τεθεί ως βάση με στόχο την κατά κεφαλήν καλλιέργεια, έγινε αυτοσκοπός.
Ήρθε έτσι η απρόβλεπτη εξωτερική διαταραχή μιας κανονικότητας την οποία οικειοθελώς και μέσω της αμοιβαίας κουλτούρας συντηρούσαμε, για να υπενθυμίσει στον δυτικό ανθρωπότυπο το ενδόμυχο κενό του. Με τη συνειδητοποίηση ότι εφεξής και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να διασκεδάζουμε το κενό μας αυτό σε καθημερινές ετεροαναφορικές δραστηριότητες, κλονίστηκαν και τα θεμέλια του ψυχολογικού μας οικοδομήματος.
Η σκέψη ότι οι εξωγενείς «υποχρεώσεις» στις οποίες ο άνθρωπος έχει αυθυποβληθεί και διατηρεί σαν πέπλο πάνω από τον καθρέφτη της σχέσης με τον εαυτό του, καταρρέουν έστω και προσωρινά, τον σπρώχνουν ολοένα πιο κοντά στην αποκάλυψή του. Στη φανέρωση του -ανεπαίσθητα δημιουργημένου- τιμήματος της κατάκτησης μιας φορμαλιστικής αυτονομίας, που έχει εγγραφεί στο «συλλογικό υποσυνείδητό» του. Καταλήγει υποχρεωμένος να αντιληφθεί την αδυναμία τού να κοιτάξει στα μάτια τον «ενδόκοσμό» του, να έρθει αντιμέτωπος με τη νοηματοδότηση της ύπαρξής του.
Η παρατήρηση της προκύπτουσας κατάστασης εκβάλει σε δυο ασφαλή συμπεράσματα. Το πρώτο μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα ύπο τη σκέψη του υπαρξιστή φιλοσόφου Χάιντεγκερ, μέσω της αναφοράς του στους δυο τρόπους βίου, τον «καθημερινό» και τον «οντολογικό».
Ο πρώτος ασχολείται αποκλειστικά με ζητούμενα που δημιουργούνται εντός της παρατηρήσιμης πραγματικότητας και επικεντρώνεται σε ερωτήματα περί των καθαυτών επιλογών μας εντός αυτής (κατάλληλου ιδεολογικού πρίσματος, σωστού επαγγέλματος, κοινωνικού κύκλου κ.α). Ο δεύτερος, θέτει προβληματισμόυς αιτίας και σκοπού της ύπαρξής μας. Τι θέλω να πετύχω μέσα απ τη ζωή που μου δόθηκε και για ποιο λόγο; Ποια είναι τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία κάνω τις παραπάνω επιλογές και ποια κίνητρα με ωθούν να τις πραγματώσω; Τι σημαίνει ευτυχία για εμένα και πως την επιδιώκω; Διαπιστώνουμε πως το πολιτιστικό μας παράδειγμα έτεινε στην υπερανάλυση του -σημαντικού κατά τα άλλα- πρώτου, θέτοντας τεχνητά σε δεύτερη μοίρα τον δεύτερο. Το παρών στο οποίο μετέχουμε μας αναγκάζει να εμφανίσουμε στον εαυτό μας και τα ζητήματα που ο «οντολογικός» τρόπος θίγει πλέον αμείλικτα.
Το δεύτερο συμπέρασμα που μπορεί να ανιχνευθεί είναι πως ο άνθρωπος πραγματώνεται ως ύπαρξη μόνο μέσω της σχέσης. Η «δεοντολογία της κοινότητας» που κάποτε καταπολεμήθηκε με σθένος από τη Δύση, μπορεί ίσως να φανεί χρήσιμη και σήμερα, κρατώντας τα δυναμικά στοιχεία που την περιβάλλουν και αφήνοντας πίσω τα μη λειτουργικά. Το «ζώον κοινωνικόν» που μας λέει ο Αριστοτέλης, μπορεί να γίνει πλέον βιωματικά κατανοητό και απαραίτητο για την ψυχολογική υγιεινή μας. Η ατομικότητα δεν μπορεί να στηρίξει καμία πρόταση πολιτισμού δίχως την εκ των προτέρων ικανοποίηση της «μεθυστικής» ανάγκης, να σχετιστούμε με τους γύρω μας.
Αν δεχτούμε ότι κάθε καταστροφή είναι ταυτόχρονα και η αρχή της επόμενης δημιουργίας, μπορούμε να δούμε την παρούσα συγκυρία ως μια μοναδική ευκαιρία. Μια ευκαιρία που δεν θα μας παρουσιαστεί ξανά. Η συνηθισμένη ροή των πραγμάτων γύρω μας έχει σταματήσει αλλά ο ανθρώπινος νους συνεχίζει να εργάζεται μανιωδώς. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στρέψουμε την εργασία του προς μια ορθή και παραγωγική κατεύθυνση, αξιοποιώντας τα εργαλεία που αυτή η -ίσως- αφυπνιστική εμπειρία μας προσέφερε. Όπως άλλωστε μας διδάσκει και ο Τολστόι με τον μύθο του Ιβάν Ιλίτς, ποτέ δεν είναι αργά για να σηκώσεις το βάρος της ύπαρξής σου, αρκεί να βρεις τη δύναμη να το αντικρίσεις.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edvard Munch, Two Human Beings