Τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη έντονη δημοσία συζήτηση στην Ευρώπη για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται ενδεχόμενες νέες κινεζικές επενδύσεις. H αυξανόμενη συμμετοχή κρατικών εταιρειών της Κίνας σε έργα υποδομών, σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί πλέον ανοιχτά προβληματισμό, ο οποίος ξεκίνησε στην Ουάσιγκτον επί ημερών Μπαράκ Ομπάμα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στις Βρυξέλλες. Η ανησυχία είναι ότι μία χώρα όπως η Κίνα, η οποία έχει διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης από τις δυτικές χώρες, αποκτάει σταδιακά πρόσβαση σε σημαντικές τεχνολογικές πληροφορίες άλλα και τον έλεγχο σε κομβικούς επενδυτικούς τομείς όπως η ενέργεια και οι μεταφορές.
H Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποφασισμένη να υιοθετήσει ένα είδος προστατευτισμού έναντι των κινεζικών επιχειρηματικών σχεδίων.
Το θέμα της κινεζικής επιρροής άρχισε να εντάσσεται στην ευρωπαϊκή ατζέντα από τον Οκτώβριο 2016 και μετά. Τότε το Βερολίνο απέσυρε την έγκρισή του για την εξαγορά της εταιρείας Aixtron από την κινεζική Grand Chip Investment. Στη συνέχεια, με πρωτοβουλία της Γερμανίδας Καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, η Ένωση άρχισε να γίνεται πολύ πιο επιφυλακτική έναντι των κινεζικών επιχειρηματικών σχεδίων. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν, συμφώνησε με τη γερμανική επιχειρηματολογία και λίγο μετά την εκλογή του ενθάρρυνε τους Ευρωπαίους εταίρους του «να μην είναι αφελείς» στο παγκόσμιο εμπόριο. Ακολούθως, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλώντ Γιούνκερ, έλαβε υπόψη τη θέση του Βερολίνου και των Παρισίων και πρότεινε ένα νέο πλαίσιο για την αποτελεσματική παρακολούθηση των επενδύσεων στην ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης του 2017 πέρυσι το Σεπτέμβριο. Χωρίς άμεση αναφορά στην Κίνα, μίλησε για την ανάγκη διαφάνειας, ελέγχου και συζήτησης όταν «μια ξένη, κρατική επιχείρηση θέλει να αγοράσει ένα ευρωπαϊκό λιμάνι, τμήμα ενεργειακής υποδομής ή μια εταιρεία αμυντικής τεχνολογίας».
Το πιο σημαντικό εργαλείο στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ελέγξει τη συμμετοχή της Κίνας σε ευρωπαϊκά έργα είναι η διοργάνωση διαγωνισμών για την αποφυγή της άμεσης ανάθεσης συμβάσεων σε ξένες εταιρείες. Ο μηχανισμός αυτός έχει φέρει ορισμένα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμποδίζει σήμερα ένα σημαντικό κινεζικό σχέδιο που αποσκοπεί στη δημιουργία σιδηροδρόμου υψηλής ταχύτητας μεταξύ Βουδαπέστης και Βελιγραδίου. Η έρευνα εξετάζει την οικονομική βιωσιμότητα του σχεδίου ύψους περίπου 2,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τον ισχυρισμό πως η Ουγγαρία αγνόησε το ευρωπαϊκό πλαίσιο, επειδή δεν πραγματοποίησε διαγωνισμό. Το ζήτημα παραμένει σήμερα περίπλοκο καθώς δε συμβαίνει το ίδιο με τη Σερβία, η οποία δεν είναι κράτος-μέλος.
Σε γενικές γραμμές, η στενή παρακολούθηση των επενδύσεων μπορεί πράγματι να προκαλέσει καθυστερήσεις, αλλά δεν αρκεί για να ακυρώσει τα σχέδια των κινεζικών κρατικών εταιρειών. Αυτές οι εταιρείες αποκτούν σιγά-σιγά τη δυτική τεχνογνωσία και ευθυγραμμίζουν υπομονετικά τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές με τα δυτικά πρότυπα, συμμετέχοντας σε δημόσιους διαγωνισμούς. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι τι μπορεί να συμβεί αν μία κινεζική εταιρεία υποβάλει προσφορά υψηλότερη από αυτή μιας δυτικής εταιρείας ή αν ανταγωνιστές της αποσύρονται ή δε δείχνουν ενδιαφέρον για κάποιο έργο. Εδώ είναι χρήσιμη η ελληνική εμπειρία: το 2016, όταν η COSCO αγόρασε το πλειοψηφικό πακέτο του ΟΛΠ, ήταν ο μοναδικός παίκτης στην ιδιωτικοποίηση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, προσπαθεί να νουθετήσει ορισμένα κράτη-μέλη της, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, ώστε να είναι πιο προσεκτικά στη συνεργασία τους με την Κίνα, ακόμα και να απορρίπτουν κινεζικές επενδυτικές προτάσεις. Η Γερμανία, η οποία έχει τον πρώτο λόγο στη χάραξη της σχετικής ευρωπαϊκής πολιτικής, βλέπει πλέον την Κίνα όχι μόνο ως εταίρο και ανταγωνιστή, αλλά και ως αντίπαλο. Έτσι, εστιάζει επικοινωνιακά στην ανάγκη ύπαρξης ενιαίας γραμμής. Ο τέως Υπουργός Εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ανέφερε πρόσφατα πως αν η Ένωση αποτύχει να αποκτήσει κοινή πολιτική απέναντι στην Κίνα, τότε η Κίνα θα καταφέρει να τη διχάσει. Το εν λόγω σχόλιο προκάλεσε την έντονη ενόχληση της κινεζικής κυβέρνησης.
H Ευρώπη δεν ασχολείται με τη ρίζα του κακού αλλά απλώς μετριάζει τις συνέπειες.
Φαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποφασισμένη να υιοθετήσει ένα είδος προστατευτισμού έναντι των κινεζικών επιχειρηματικών σχεδίων. Τα μελλοντικά αποτελέσματα μιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι εύκολο να προδιαγραφούν. Από τη μία πλευρά, αυτό το είδος του προστατευτισμού ίσως εξαντλήσει την υπομονή κάποιων κινεζικών εταιρειών όπως η Grand Chip Investment τον Οκτώβριο 2016, προκαλώντας αναθεώρηση της στρατηγικής τους. Ταυτόχρονα, ίσως οδηγήσει την Κίνα να αποδεχθεί ορισμένους από τους ευρωπαϊκούς όρους για την πιο εύκολη δραστηριοποίηση ευρωπαϊκών εταιρειών σε αυτή αντίστοιχα. Από την άλλη, όμως, η ευρωπαϊκή επιχειρηματολογία μπορεί μεσοπρόθεσμα να αποδυναμωθεί, καθώς οι Βρυξέλλες πράττουν αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορούν το Πεκίνο σε κάθε δυνατή ευκαιρία.
Ο χρόνος θα δείξει αν η διαπραγματευτική θέση της Ένωση μπορεί να ενισχυθεί ή όχι. Δεν χρειάζεται, πάντως, ιδιαίτερη αισιοδοξία. H ευρωπαϊκή κρίση χρέους έχει σαφή αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης. Οι Βρυξέλλες καθυστέρησαν να ασχοληθούν με την κινεζική επιρροή. Για αρκετά χρόνια, τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2011 όταν ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, επισκέφθηκε το Πεκίνο ζητώντας κινεζικά κονδύλια μέχρι τον Οκτώβριο του 2016 που ακυρώθηκε η πώληση της Aixtron, οι κινεζικές εταιρείες αναπτύχθηκαν εντυπωσιακά στη Γηραιά Ήπειρο. Και βέβαια η Ευρώπη ήταν αυτή που προσκάλεσε επισήμως την Κίνα να επενδύσει ακόμα και σε ομόλογα – αρχικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και στη συνέχεια του Μόνιμου Μηχανισμού Στήριξης – και έχει θεσμικά αποδεχθεί τη συμβολή της πρωτοβουλίας της Ζώνης και του Δρόμου στο επενδυτικό πακέτο Γιουνκέρ.
Για ακόμα μία φορά, η Ευρώπη δεν ασχολείται με τη ρίζα του κακού αλλά απλώς μετριάζει τις συνέπειες. Στο νέο κεφάλαιο των σινοευρωπαϊκών σχέσεων που έχει πια ανοίξει, επιδιώκει να περιορίσει την κινεζική επιρροή ενώ έχει ανάγκη τα κινεζικά κεφάλαια για να τονώσει την αναιμική ανάπτυξή της. Μάλιστα, το σημαντικό πλεονέκτημα της Κίνας παραμένει η ικανότητά της να πείθει τους πολιτικούς και τις κοινωνίες στην Ευρώπη να συνεργάζονται μαζί της σε τομείς όπου η Δύση απουσιάζει. Ρεαλιστικά στόχος της Ένωσης δεν είναι να απαρνηθεί το κινεζικό «win-win» αλλά να επιβάλει όσο το δυνατόν περισσότερους όρους της σε αυτό.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Hong Hao's Consumption Collages