* Τα αδιέξοδα της «αντιφασιστικής» ρητορείας
Οι φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν στις ημέρες μας πρωτοφανείς προκλήσεις, και πρέπει να τις αντιμετωπίσουν με γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Μια από τις προκλήσεις αυτές είναι η εκλογική άνοδος και η πολιτική επιρροή ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, που στο παρελθόν ήταν εντελώς περιθωριακά φαινόμενα. Η επιτυχία του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν στις περιφερειακές εκλογές της Γαλλίας, τον Δεκέμβριο του 2015, πυροδότησε και πάλι τις συζητήσεις και τις αντιδράσεις για αυτό το φαινόμενο.
Αξίζει λοιπόν να το δούμε, σε μια συγκριτική Ευρωπαϊκή προοπτική για να κατανοήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις.
Εξαρχής πρέπει να κάνουμε μια κρίσιμη μεθοδολογική επισήμανση. Υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στα νεοφασιστικά ή φιλοφασιστικά κόμματα και στα ακροδεξιά κόμματα. Η διαφορά αυτή συνίσταται στο ότι τα νεοφασιστικά κόμματα εχθρεύονται την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, το δημοκρατικό πολίτευμα per se. Θέλουν να το καταργήσουν και να το αντικαταστήσουν με ένα νέο, θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό πολίτευμα. Απορρίπτουν τη δημοκρατία, δηλαδή τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της πλειοψηφίας, και είναι σαφώς υπέρ αντιδημοκρατικών πολιτικών επιλογών, με άρνηση στοιχειωδών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μεγάλα τμήματα των κατοίκων μιας χώρας.
Αντίθετα, τα κόμματα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς δεν αρνούνται τα θεμελιώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρότι βρίσκονται σε συνεχή ένταση με τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων δημοκρατιών, δεν αντιτίθεται στον σκληρό πυρήνα των αξιών τους. Ακριβώς για τον λόγο αυτό η ορθή επιστημονικά ορολογία για τα κόμματα αυτά είναι ότι πρόκειται για Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά κόμματα, που έχουν ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή τους τον νατιβισμό και ως επιπρόσθετα χαρακτηριστικά τον λαϊκισμό και τον αυταρχισμό.
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την εξτρεμιστική ακροδεξιά ως προφήτες και τη λαϊκιστική ακροδεξιά ως εξαγνιστές.
Περιγράφοντας αυτή τη βασική διαφοροποίηση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε, με βάση τη διάκριση που εισήγαγε ο Paul Lucardie, την εξτρεμιστική ακροδεξιά ως προφήτες και τη λαϊκιστική ακροδεξιά ως εξαγνιστές. Αυτή η διαφορά αποτυπώνεται με ρητό τρόπο στα μέσα που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους. Τα νεοφασιστικά κόμματα, η εξτρεμιστική ακροδεξιά, έχουν ως διακηρυγμένο σκοπό τους τη χρήση πολιτικής βίας για την εξόντωση των αντιπάλων τους. Αντίθετα, τα κόμματα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς αποδοκιμάζουν ρητά την πολιτική βία, αν και κάποιες φορές κλείνουν το μάτι σε πράξεις πολιτικής βίας.
Στον ελληνικό δημόσιο λόγο, έως πρόσφατα, αυτή η διάκριση ανάμεσα σε εξτρεμιστική και λαϊκιστική ακροδεξιά ήταν ανύπαρκτη. Όλα τα ακροδεξιά κόμματα αντιμετωπίζονταν ως «φασιστικά». Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, θεωρητικής ένδειας και μιας διανοητικής παράδοσης ισοπέδωσης των αποχρώσεων, οδήγησαν σε αυτή την επιλογή.
Σε αυτές τις απόψεις, ο Cas Mudde, ένας από τους σημαντικότερους διεθνώς μελετητές του φαινομένου της ακροδεξιάς, όταν ερωτάται εάν θα χαρακτήριζε φασιστική τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά απαντάει με κατηγορηματικό τρόπο:
«Όχι, σε καμία περίπτωση! Η σύγχρονη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά δέχεται τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και αντιτίθεται σε συγκεκριμένες πτυχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως στον πλουραλισμό και τη συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Οι φασίστες, από την άλλη, τάσσονται κατά της δημοκρατίας, είναι αντίθετοι στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και στην αρχή της πλειοψηφίας. Το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα ταμπέλες όπως “φασισμός” και “νεο-ναζισμός” για να περιγράψει τα σημερινά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, εκτός από λάθος είναι και αποπροσανατολιστικό, γιατί τα κάνει να δείχνουν λιγότερο επικίνδυνα από όσο είναι. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ισοδύναμες και το ίδιο απειλητικές η επιθυμία εκδίωξης όλων των μεταναστών και η επιθυμία εξόντωσης των Εβραίων. Πρέπει κάποια στιγμή να υπερβούμε την ιδέα πως ό,τι φοβόμαστε ή δεν μας αρέσει στην πολιτική ισούται με φασισμό».(υπογράμμιση δική μας).
Η πολιτική επιρροή των φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων
Τα νεοφασιστικά κόμματα δεν συνιστούν, προς το παρόν τουλάχιστον, ουσιώδη πολιτική απειλή για τις δυτικές δημοκρατίες, δεδομένου ότι έχουν αμελητέα εκλογικά αποτελέσματα, με δύο κραυγαλέες εξαιρέσεις: τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και το Jobbik στην Ουγγαρία. Οι εγκληματικές πράξεις της Χρυσής Αυγής, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, έχουν οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, ενώ το Jobbik στην Ουγγαρία συνεχίζει να έχει υπό την προστασία του παραστρατιωτικές οργανώσεις που επιδίδονται σε συνεχείς πράξεις πολιτικής βίας.
Αντίθετα, τα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα σημειώνουν σε αρκετές χώρες αξιοσημείωτες εκλογικές επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες. Αξίζει να δούμε τα εκλογικά τους αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, που έγιναν στις 25 Μαΐου 2014. Οι ευρωεκλογές προσφέρονται για τέτοιου είδους συγκρίσεις, δεδομένου ότι διεξάγονται σε όλες τις χώρες με το σύστημα της απλής αναλογικής.
*(με κόκκινο τα νεοφασιστικά, με μαύρο τα ακροδεξιά)
Με βάση αυτό τον πίνακα, μπορούμε να συνάγουμε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Στο σύνολο των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούνται στο Ευρωκοινοβούλιο 2 νεοφασιστικά κόμματα και 8 λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα. Ακροδεξιά κόμματα από 4 χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία και Μεγάλη Βρετανία) που είχαν εκλέξει ευρωβουλευτές στις εκλογές του 2009, απέτυχαν να επανεκλέξουν στις εκλογές του 2014.
Συνολικά ο αριθμός των ευρωβουλευτών της ακροδεξιάς αυξήθηκε κατά 17, άνοδος που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γαλλικό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, που εκτινάχθηκε από τους 3 ευρωβουλευτές το 2009 στους 24 το 2014. Από τα 14 κόμματα του πίνακα, 6 μόνον σημείωσαν άνοδο ποσοστών, ενώ 8 είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται.
Στο σύνολο των 751 εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο τα ακροδεξιά κόμματα κατέχουν 51, δηλαδή 6,8% των εδρών. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς, με βάση τα ανωτέρω, ότι η ακροδεξιά είναι μια εκλογικά σημαντική πολιτική δύναμη σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αποτυχία των κομμάτων αυτών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, όπως φαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί:
*(με κόκκινο τα νεοφασιστικά, με μαύρο τα ακροδεξιά)
Με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή, όλα τα υπόλοιπα κόμματα της περιοχής είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται. Με εξαίρεση τα δύο εξτρεμιστικά κόμματα (Jobbik και Χρυσή Αυγή) δεν υπάρχει ούτε ένας ακροδεξιός ευρωβουλευτής από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σε τρεις χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία) τα ακροδεξιά κόμματα απώλεσαν την εκπροσώπηση που είχαν στο προηγούμενο Ευρωκοινοβούλιο. Σε σύνολο 12 χωρών από αυτή την περιοχή, η ακροδεξιά έχει εκλογικά ανιχνεύσιμη παρουσία μόνον σε 5 χώρες.
Ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αποτυχία ήταν η αδυναμία της ακροδεξιάς να σχηματίσει αναγνωρισμένη ομάδα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, μετά τις ευρωεκλογές του 2014, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει μέλη από επτά χώρες, παρά τις εργώδεις προσπάθειες της Μαρίν Λεπέν και του Ολλανδού Γκερτ Βίλντερς, που είχαν στην ομάδα τους ευρωβουλευτές από μόνον 5 χώρες (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ιταλία και Αυστρία). Αξίζει να επισημάνουμε ότι Λεπέν και Βίλντερς αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή στην ομάδα τους εξτρεμιστικών ακροδεξιών κομμάτων όπως η Χρυσή Αυγή και το ουγγρικό Jobbik.
Η προσπάθειά τους τελεσφόρησε ένα χρόνο μετά, στις 15 Ιουνίου 2015, με τη δημιουργία της ομάδας Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας (Europe of Nations and Freedom). Αυτό έγινε δυνατό χάρις στην αποσκίρτηση ενός ευρωβουλευτή από το Βρετανικό UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ και τη συμμετοχή του Κογκρέσου της Νέας Δεξιάς από την Πολωνία μετά την αποχώρηση του ηγέτη του Janusz Korwin-Mikke που είναι ομοφοβικός και υπέρ της κατάργησης του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες. Η δημιουργία της ακροδεξιάς πολιτικής ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο θα προσπορίσει στην ομάδα 3 εκατ. Ευρώ τον χρόνο και συνολικά 17,5 εκατ. Ευρώ για την τετραετία. Βέβαια, πρόκειται για τη μικρότερη από τις οκτώ πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και για την πλέον εύθραυστη, δεδομένης της ανομοιογένειας των εθνικών κομμάτων που την απαρτίζουν. Ο κίνδυνος της διάλυσής της θα είναι διαρκώς υπαρκτός, ένα είδος κοκτέιλ μολότοφ.
Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, είναι σαφές ότι η ακροδεξιά και στις δύο μορφές της, εξτρεμιστική και ριζοσπαστική, δεν συνιστά, προς το παρόν τουλάχιστον, αξιοσημείωτο εκλογικό μέγεθος. Δεν συνιστά μια άμεση πολιτική απειλή. Ακριβώς για το λόγο αυτό η «αντιφασιστική» ρητορεία, που διαρκώς επισείει και καταγγέλλει τον «φασιστικό» κίνδυνο για την Ευρώπη είναι αδιέξοδο. Δεν εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα, σε αριθμούς. Είναι επινόηση ενός φαντασιακού εχθρού. Κινδυνεύει δε να μοιάσει με τον ψεύτη βοσκό στον μύθο του Αισώπου, που διαρκώς φώναζε ότι έρχονται οι λύκοι, και στο τέλος, όταν πραγματικά ήλθαν, δεν τον πίστευε κανείς.
Η ηγεμονία των ιδεών της ακροδεξιάς
Το πρόβλημα είναι αλλού. Πρόκειται για την επικράτηση των ιδεών της ακροδεξιάς στην κοινωνία, κάτι που οδηγεί τα καθιερωμένα κόμματα να προσπαθήσουν να ενσωματώσουν στη ρητορική τους καίρια στοιχεία της ακροδεξιάς ατζέντας. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί σε μια, δυστυχώς ξεχασμένη από τις ευρωπαϊκές ελίτ, θεμελιώδη έννοια για την άσκηση της πολιτικής, εκείνη της ηγεμονίας.
Η επικράτηση των ιδεών της ακροδεξιάς στην κοινωνία οδηγεί τα καθιερωμένα κόμματα να ενσωματώνουν στη ρητορική τους στοιχεία της ακροδεξιάς ατζέντας.
Όπως έχω επανειλημμένα επισημάνει, είναι κοινή διαπίστωση ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα κόμματα εξουσίας αρνούνται να δώσουν τη μάχη των ιδεών, αρνούνται να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, και αρκούνται σε μια τεχνοκρατική και ιδεολογικά ουδέτερη διαχείριση της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούν το εύφορο έδαφος, την κοινωνική ζήτηση, για τις ακροδεξιές και τις λαϊκιστικές πολιτικές δοξασίες. Ο πραγματισμός στις πολιτικές επιλογές, αναγκαίος και απαραίτητος, εάν δεν συνοδεύεται από την κατάλληλη πολιτική και ιδεολογική στήριξη και τεκμηρίωση, μετατρέπεται σε κενό γράμμα που αφήνει αδιάφορους τους πολίτες.
Με τον τρόπο αυτό, η ακροδεξιά ψήφος απενοχοποιείται. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ντανιέλ Βερνέ, που διετέλεσε διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας Le Monde: «Οι ιδέες του Εθνικού Μετώπου έχουν εξαπλωθεί σε όλα τα πληθυσμιακά στρώματα. Πριν από μερικά χρόνια, μία ψήφος στο FN θεωρείτο ντροπή. Σήμερα, η ψήφος στο Μέτωπο θεωρείται ψήφος οργής και διεκδίκησης… Η επιλογή του FN δεν αποτελεί πια μόνο ψήφο διαμαρτυρίας, αλλά ψήφο συσπείρωσης στο ιδεολογικά “εκσυγχρονισμένο” από την κ. Λεπέν, Μέτωπο».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ατζέντα του λαϊκισμού, του ευρωσκεπτικισμού και της ακροδεξιάς να μετατρέπεται σταδιακά σε πολλές χώρες από περιθωριακή σε ηγεμονική. Η επινοητικότητά της στην εφεύρεση εχθρών και το απλουστευτικό και εύληπτο πολιτικό της μήνυμα, σταδιακά υιοθετούνται από τα κόμματα εξουσίας. Παράλληλα, η ατζέντα της ηγεμονεύει στον δημόσιο λόγο, διεισδύει στα μέσα ενημέρωσης, εισχωρεί στον κοινό νου, κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο. Γίνεται «αυτονόητη». Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει για τη γλώσσα του λαϊκισμού ο Ιταλός Νικόλαο Μέρκερ, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, «το υποδειγματικό προηγούμενο είναι το “Mein Kampf” του Χίτλερ. Σε αυτό συναντάμε μια γλώσσα αποτελούμενη από λίγες στερεότυπες διατυπώσεις, που επαναλαμβάνονται με τρόπο επίμονο, μέχρι που να τις κάνει να γίνουν αλήθειες, όπως έλεγε ο Γκέμπελς. Είναι ο εγκωμιασμός του ενστίκτου και της διαίσθησης ενάντια στον ορθολογικό συλλογισμό».
Οι ανασφαλείς ταυτότητες, οι ταυτότητες που θεωρούν ότι ευρίσκονται «εν κινδύνω», οι φοβικές ταυτότητες, είναι το εύφορο έδαφος για την ψήφο στην ακροδεξιά. Ακόμα και η βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, μόνον οριακά μπορεί να επηρεάσει τις πολιτικές τους επιλογές. Πάντοτε θα είναι η εύκολη λεία των δημαγωγών ακριβώς επειδή η αυτοεικόνα τους ταυτίζεται με τη ρητορεία του κινδύνου.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο ότι αυτή η ατζέντα διεισδύει, βρίσκοντας εύφορο έδαφος, και στο αντίπαλο στρατόπεδο, εκείνο της αριστεράς. Ένας φαιοκόκκινος ριζοσπαστισμός αναδύεται, χρησιμοποιώντας την ίδια αντιδημοκρατική και αντιευρωπαϊκή ρητορική, είτε με δεξιά είτα με αριστερή επικάλυψη.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ άργησαν να καταλάβουν το φαινόμενο. Ρητορικά το αποδοκιμάζουν, αλλά στην πράξη συμπεριφέρονται, όπως επισημαίνει η Σέρι Μπέρμαν, ως «δύσμοιρα θύματα του οικονομικού ή του δημογραφικού τους περιβάλλοντος», ξεχνώντας ότι πρέπει να είναι «ενεργοί διαμορφωτές της δικής τους μοίρας». Με άλλα λόγια, συμπεριφέρονται ως δέσμιοι της κάλπης, άβουλοι και άτολμοι απέναντι στους ψηφοφόρους που θα πρέπει να ακούσουν κάτι σοβαρό, κάτι πειστικό, που θα τους επιτρέψει να στρέψουν την πλάτη στους δημαγωγούς. Αντί γι’ αυτό, λένε μισόλογα, ή ακόμα χειρότερα, επαναλαμβάνουν σε light εκδοχή τη ρητορεία των δημαγωγών.
Στην Ευρώπη υπάρχουν πολλοί politicians και ελάχιστοι statesmen.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη έχει εισέλθει σε έναν φαύλο πολιτικό κύκλο. Οι πολιτικές ηγεσίες είναι δέσμιες της κάλπης και της λαϊκιστικής ρητορείας. Αρνούνται να υιοθετήσουν την επισήμανση του Macklem ότι «ένα κράτος δικαιούται να ενεργεί με μαχητικό τρόπο ενάντια σε ομάδες και άτομα που επιδεικνύουν βίαιη συμπεριφορά με σκοπό την προώθηση ή εφαρμογή των πεποιθήσεών τους, ή που ασκούν το δικαίωμα της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με τρόπο που συνιστά άμεση απειλή για την ικανότητα μιας συνταγματικής δημοκρατίας να διασφαλίσει την ατομική και πολιτική ελευθερία των άλλων».
Δεν έχουν το πολιτικό κουράγιο να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο. Προσπαθούν να χαϊδέψουν αυτιά. Οι πολίτες πιέζουν για «φιλολαϊκά» μέτρα και οι λαϊκιστές υπερθεματίζουν. Σε αυτή την αμφίδρομη σχέση, κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Επειδή όμως ο επιμερισμός είναι απαραίτητος, η βασική ευθύνη ανήκει στις πολιτικές ελίτ που επιλέγουν να είναι αρεστές και όχι χρήσιμες.
Η διαπίστωση ότι στην Ευρώπη υπάρχουν πολλοί politicians και ελάχιστοι statesmen αποδεικνύεται, δυστυχώς, απολύτως ορθή.
* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο: Edvard Munch, 1863 – 1944, The Scream