Στις 25 Μαρτίου συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ψήφιση και τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ήταν η Συνθήκη που έθεσε σε λειτουργία τη σύγχρονη μορφή του μεγαλόπνοου εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ως προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στις Μεγάλεις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, που μόλις είχαν εξέλθει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΕΟΚ αποτέλεσε τον βασικό αρμό της γαλλο-γερμανικής συμφιλίωσης. Τα έξι ιδρυτικά κράτη μέλη βρήκαν στον οικονομικό τομέα πρόσφορο έδαφος για τη συνεργασία τους, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1951, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Οι φωνές περί πολιτικής ενοποίησης με τη μορφή ομοσπονδίας, που έντονα είχαν εκφραστεί πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και εκ νέου στο διάστημα του Μεσοπολέμου (1919-1939), υποχώρησαν προς όφελος της προοδευτικής αλλά «βήμα-βήμα» υλοποίησης ενός πιο ρεαλιστικού πλαισίου δράσης. «Η Ευρώπη δεν θα πραγματοποιηθεί διά μιας, ούτε σύμφωνα με ένα σχέδιο συνόλου. Θα κτιστεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη», είχε δηλώσει ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Robert Schuman, στην περίφημη Διακήρυξη της 9ης Μαΐου του 1950.
Στις 25 Μαρτίου συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ψήφιση της Συνθήκης της Ρώμης.
Στην εξέλιξη του εγχειρήματος η οικονομική συνεργασία ταυτίστηκε με τη λειτουργία της κοινής/εσωτερικής αγοράς. Η ελεύθερη κυκλοφορία των συντελεστών της παραγωγής (εργαζομένων, κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών) δημιούργησε οικονομικές προσδοκίες και ευκαιρίες ανάπτυξης και εξωστρέφειας για όλα τα κράτη μέλη, ο αριθμός των οποίων άρχισε να βαίνει αυξανόμενος από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν. Η Ευρώπη των 6, έγινε Ευρώπη των 9, των 10, των 12 και τελικά των 25, των 27 και των 28, μετά από αλλεπάλληλες διευρύνσεις. Παράλληλα, το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο δέχθηκε σειρά τροποποιήσεων, με σημαντικότερες την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1985-86) και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ (1992) και της Λισαβόνας (2007). Με το Μάαστριχτ ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, φέρουσα πλέον σαφή στοιχεία πολιτικής συνεργασίας, μολονότι θέσπισε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο «τριπυλωνικό» σύστημα, το οποίο περιελάμβανε έναν υπερεθνικής (Ευρωπαϊκές Κοινότητες) και δύο διακυβερνητικής φύσεως πυλώνες (Κοινή Εξωτερική Πολιτική & Πολιτική Ασφάλειας και Εσωτερικές Υποθέσεις), ενώ έθεσε το βασικό θεσμικό υπόβαθρο για τη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Η Λισαβόνα καθιέρωσε τη νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας την υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, ήτοι φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δυνάμενη να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις ως αυθύπαρκτη οντότητα στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, κάτι που δεν ίσχυε για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Από την άποψη αυτή, η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη αποτέλεσε μεγάλη πρόοδο, ενώ εισήγαγε και σημαντικές ρήτρες ως προς τη λήψη των αποφάσεων στο Συμβούλιο των Υπουργών, όπως η επιταγή περί διπλής ύπαρξης πλειοψηφίας (55% των μελών και 65% του πληθυσμού της ΕΕ). Επίσης, περιέλαβε στα τρία κείμενα τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός το οποίο καθιστά τους πολίτες των κρατών μελών μάλλον τους καλύτερα «θωρακισμένους» νομικά πολίτες του κόσμου από την άποψη της προστασίας των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Πέραν αυτών, κατά την τελευταία επταετία, από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης την 1η Δεκεμβρίου του 2009, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η Ένωση εξέφρασε λόγο και έργα σε σειρά τομέων που ουσιαστικά καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας σφαίρας. Οι αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) παραμένουν πάντα αυστηρά προσδιορισμένες. Εντούτοις, η εμβάθυνση και η ακώλυτη λειτουργία του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, ενός χώρου «χωρίς εσωτερικά σύνορα», κατέστησε απαραίτητη την ανάληψη πρωτοβουλιών ρυθμιστικής φύσεως σε ζητήματα όπως η προστασία των καταναλωτών, η προστασία του υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά και η καινοτομία και η εκπαίδευση. Επίσης, παρατηρούνται προσπάθειες στήριξης των κρατών μελών στο ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και, πέραν αυτού, της διατήρησης της πολιτιστικής πολυμορφίας εντός της Ένωσης.
Πέραν των προόδων ως προς τις τομεακές πολιτικές, άλλα είναι τα μεγάλα οφέλη που προκύπτουν από τη μέχρι σήμερα πορεία του ευρωπαϊκού σχεδίου, 60 χρόνια μετά τη Ρώμη. Αν κανείς επιθυμούσε να τα προσδιορίσει «συνθηματολογικά», θα μπορούσε να σημειώσει πέντε λέξεις: Ειρήνη, Δημοκρατία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ευημερία.
Η Ευρώπη έχει, εδώ και επτά δεκαετίες, ξεχάσει τι σημαίνει πόλεμος.
Ειρήνη
Εβδομήντα δύο χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο η γηραιά ήπειρος πρωταγωνίστησε αρνητικά. Τα εξήντα από αυτά χαρακτηρίζονται από την έμπρακτη απόφαση ηγεσιών και πολιτών των ευρωπαϊκών κρατών να μην ξαναπολεμήσουν και το κατόρθωσαν. Ακόμα και αν γίνει αποδεκτό ότι τα οικονομικά συμφέροντα και οι αναπτυξιακές επιδιώξεις ήταν εκείνα που λειτούργησαν πάντοτε ως κίνητρο για περισσότερη συνεργασία και λιγότερες συγκρούσεις, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Η Ευρώπη έχει, εδώ και επτά δεκαετίες, ξεχάσει τι σημαίνει πόλεμος, την ώρα που πλείστες άλλες περιοχές του πλανήτη στερούνται της «πολυτέλειας» αυτής. Η Ένωση χαρακτηρίστηκε κάποτε από τους επικριτές της ως «οικονομικός γίγαντας και πολιτικός νάνος», σε μια ευθεία αιχμή για την έλλειψη manu military, ήτοι στρατιωτικής ισχύος μέσω ενός συγκεκριμένου στρατιωτικού βραχίονα, ο οποίος θα μπορούσε να επιβάλλει την προς τα έξω κυριαρχία του υπερεθνικού οργανισμού. Το έλλειμμα στρατιωτικής κάλυψης του εγχειρήματος έχει ως βασική του αιτία τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών στο ΝΑΤΟ.
Δημοκρατία και Ανθρώπινα Δικαιώματα
Μια μεγάλη συζήτηση έχει αναθερμανθεί, με αφορμή την οικονομική κρίση, για το εάν στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπάρχει «έλλειμμα δημοκρατίας». Εκείνο που λησμονείται από τους θιασώτες της άποψης αυτής είναι το γεγονός ότι παρόμοιο υπερκρατικό μόρφωμα δεν έχει υπάρξει στην παγκόσμια ιστορία και συνεπώς η Ένωση δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με κράτος αλλά ούτε και με διεθνή οργανισμό. Αφενός, συγκρινόμενη με την κρατική οντότητα, προφανώς θα εμφανίσει χαρακτηριστικά ελλείμματος δημοκρατίας, όπως η μη ξεκάθαρη διάκριση των λειτουργιών, η έμμεση νομιμοποίηση συγκεκριμένων οργάνων (Συμβούλιο) και η προβληματική δημοκρατική νομιμοποίηση άλλων (Eurogroup). Ωστόσο, συγκρινόμενη με έναν κλασικό διεθνή οργανισμό, η Ένωση παρουσιάζει πλεόνασμα δημοκρατίας, καθώς στα όργανά της εκπροσωπεί τους πάντες: Κράτη, πολίτες επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.ο.κ.. Στην ουσία του πράγματος όμως, είναι φανερό ότι η εδαφική επικράτεια την οποία συγκροτεί το σύνολο των κρατών μελών της Ένωσης αποτελεί σήμερα τον πλέον δημοκρατικό και σεβόμενο τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα χώρο πάνω στον πλανήτη. Ο πολίτης ενός κράτους μέλους της Ένωσης, φέρει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η οποία αποκτάται αυτόματα με την κτήση της ιθαγένειας ενός κράτους μέλους και «εξοπλίζει» τον φορέας της με δέσμη δικαιωμάτων.
Επιπλέον, κάθε πολίτης της Ένωσης είναι και φορέας των δικαιωμάτων που περιλαμβάνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνονται και τα πολύ σημαντικά λεγόμενα δικαιώματα «τρίτης γενιάς» (π.χ. προστασία του περιβάλλοντος, προστασία προσωπικών δεδομένων από την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, ζητήματα βιοηθικής κ.ά.). Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει νομική ισχύ ίση με αυτή των Συνθηκών, μολονότι αποτελεί αυτοτελές κείμενο, και το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την κατοχύρωση του σεβασμού ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αρχών και ελευθεριών στον ευρωπαϊκό χώρο. Μάλιστα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχει ενσωματώσει στην εθνική του έννομη τάξη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1951), καθίσταται σαφές ότι ο ενωσιακός πολίτης είναι διπλά προστατευμένος, ενώ ανάλογο καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων τους απολαμβάνουν και οι πολίτες τρίτων χωρών για όσο διάστημα διαμένουν στο έδαφος ενός κράτους μέλους της Ένωσης.
Ευημερία
Κατά τις έξι συμπληρούμενες δεκαετίες από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης και μέχρι σήμερα, τα κράτη μέλη κατόρθωσαν να δημιουργήσουν την πιο ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο, παράγοντας το υψηλότερο ΑΕΠ στην υφήλιο και αφήνοντας στη δεύτερη θέση τις ΗΠΑ. Η ευημερία δεν υπήρξε μόνο υπό το πρίσμα της οικονομικής μεγέθυνσης. Βιώθηκε και βιώνεται από τους Ευρωπαίους ως το μεγάλο αγαθό του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση, της αναζήτησης εργασίας και νέας προοπτικής για της ζωές τους σε έναν χώρο όπου επικρατεί αναμφισβήτητα η δημοκρατία, όπου το κράτος δικαίου είναι εκείνο που ρυθμίζει την κοινωνική ζωή και όπου η μειοψηφία απολαμβάνει κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και χώρου έκφρασης. Η ευημερία λοιπόν που κατακτήθηκε είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια εσωτερική αγορά ή ακόμα και από το κοινό νόμισμα.
H Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει όπως είναι.
Η Ευρώπη σε κρίση ταυτότητας
Είναι πλέον κοινή παραδοχή ότι η ενωμένη Ευρώπη βρέθηκε ανοχύρωτη ενώπιον της κρίσης χρέους που ξέσπασε το 2008 στις ΗΠΑ. Οι ηγέτες των προηγούμενων δεκαετιών δεν είχαν διανοηθεί την περίπτωση μια τέτοιας μορφής και βάθους κρίσης, με αποτέλεσμα να μην έχουν προβλεφθεί σε κανένα κείμενο του πρωτογενούς δικαίου οι μηχανισμοί εκείνοι που θα λειτουργούσαν σταθεροποιητικά για τις οικονομίες των κρατών μελών και θα απορροφούσαν συνακόλουθους «κραδασμούς» στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά συστήματα. Η ραγδαία ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών, η ανυπαρξία ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης σε επίπεδο Ένωσης και το γεγονός ότι του ενωσιακού οικοδομήματος ηγούνται ορισμένες από τις πιο ισχυρές οικονομίες της γης, εξηγεί σε ένα βαθμό την έλλειψη προληπτικών μέτρων έναντι ενδεχόμενης κρίσης.
Η κρίση απέκτησε εσχάτως και άλλα χαρακτηριστικά. Η ευρωσκεπτικιστική έως ευρωμηδενιστική κριτική έκανε ξανά την εμφάνισή της με το πρόσωπο του ακροδεξιού εθνικολαϊκισμού και του αριστερού λαϊκίστικου αριβισμού, ενώ η προσφυγική κρίση ανέδειξε, εκτός της ανθρωπιστικής διάστασης, την αδυναμία της Ευρώπης όπως είναι σήμερα να αρθρώσει σαφή και ενιαίο λόγο στην εξωτερική της πολιτική.
Η ανακοίνωση των πέντε σεναρίων για το μέλλον της Ένωσης, τα οποία εξήγγειλε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταδεικνύει, σε πρώτη φάση, δύο παραδοχές:
Πρώτον, η Ευρώπη δεν μπορεί να μείνει όπως είναι. Μολονότι το ένα από τα πέντε σενάρια περιλαμβάνει αυτό το ενδεχόμενο, της συνέχισης χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή, είναι προφανές ότι οι εξελίξεις (Brexit, εκλογικές αναμετρήσεις, προσφυγικό, νέα φάση σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, νέα φάση σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ κ.ά.) έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο για κάποιας μορφής μεταβολές.
Δεύτερον, ο αριθμός των σεναρίων (πέντε) φανερώνει τη δικαιολογημένη αμηχανία στην οποία βρίσκονται κυρίως τα υπερεθνικά όργανα. Είναι αλήθεια ότι ιδίως κατά τη διανυόμενη κρίση η Ένωση άφησε στο περιθώριο την υπερεθνική κοινοτική μέθοδο λήψης αποφάσεων, με τη διακυβερνητικότητα να αποτελεί την κύρια de facto διαδικασία συζήτησης και προσδιορισμού όλων των σημαντικών ζητημάτων. Η Επιτροπή, ενώπιον αυτής της κατάστασης, μοιάζει να επιχειρεί να θέσει άπαντες προ των ευθυνών τους, εκκινώντας μια συζήτηση για την ύπαρξη του ίδιου του εγχειρήματος.
Το δεύτερο σενάριο είναι η επικέντρωση στην εσωτερική αγορά και τίποτα περισσότερο. Είναι το απαισιόδοξο αλλά σίγουρα ρεαλιστικό ενδεχόμενο της συνέχισης της κοινής πορείς μόνο σε ό,τι αφορά την οικονομική συνεργασία, στην περίπτωση που οι προσπάθειες για ενίσχυση και εμβάθυνση της συνεργασίας σε άλλους τομείς ναυαγήσουν οριστικά.
Το τρίτο σενάριο και, κατά την προσωπική άποψη του γράφοντα πιο πιθανό να συμβεί, είναι η λεγόμενη «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων». Όσοι μπορούν και θέλουν, συνεχίζουν σε πιο εξελιγμένες μεταξύ τους συνεργασίες σε θέματα η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια και οι κοινωνικές πολιτικές, χωρίς να αναμένουν τη συμμετοχή των υπολοίπων, οι οποίοι μπορούν να παραμείνουν στα ήδη υφιστάμενα πλαίσια συνεργασίας. Πρόκειται, όπως ήδη έχει γραφεί, για δημιουργία «συμμαχιών προθύμων κρατών», κάτι που προφανώς θα καταστήσει απτή πραγματικότητα την ύπαρξη διαφορετικών «ταχυτήτων» εντός του υπερεθνικού οικοδομήματος.
H Ελλάδα δικαιούται και υποχρεούται να είναι παρούσα.
Το τέταρτο σενάριο συνοψίζεται στη στρατηγική «κάνουμε λίγα, πιο βαθιά», ήτοι η συνεργασία επικεντρώνεται πλέον στην επένδυση χρόνου, κεφαλαίων και συλλογικής εργασίας σε λίγους στοχευμένους τομείς. Προφανώς το συγκεκριμένο σενάριο αφήνει σε δεύτερη μοίρα πολιτικές για τις οποίες θεωρείται ή θα θεωρηθεί ότι δεν έχουν κάποια προστιθέμενη αξία για τα κράτη μέλη και την Ένωση ως σύνολο.
Το πέμπτο και τελευταίο σενάριο με τίτλο «Κάνουμε μαζί πολύ περισσότερα» σημαίνει ουσιαστικά την μετατροπή της Ένωσης σε ομοσπονδία με πολλές αρμοδιότητες εκχωρημένες από τα κράτη μέλη στους υπερεθνικούς θεσμούς και κεντροποιημένη διαδικασία λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικών στα σχετικά ζητήματα.
Συμπερασματικά
Στις 25 Μαρτίου οι ηγέτες των κρατών μελών θα συγκεντρωθούν στη Ρώμη σε μια άτυπη επετειακή σύνοδο, 60 χρόνια μετά την υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο δύσκολη και αρνητική για το κοινό εγχείρημα. Η συζήτηση που εκκινήθηκε από την Επιτροπή απαιτεί από όλους και κυριώτερα από τους πλέον ισχυρούς, αποφασιστικότητα και ουσιαστικά να διαψεύσουν τις παντός τύπου Κασσάνδρες που προσβλέπουν στο τέλος της Ένωσης και στην επιστροφή στα περίκλειστα εθνικά κράτη. Δεν πρόκειται περί ενός ρομαντικού ευρωπαϊσμού χωρίς ουσία. Πρόκειται περί ανάγκης επιβίωσης όλων και ιδίως των μεσαίων και μικρών κρατών, όπως η Ελλάδα, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αλλά και παγκόσμιας ανασφάλειας. Η εποχή των σταθερών διπολικών ανταγωνισμών έχει ως γνωστόν παρέλθει. Ήδη βιώνουμε τις πρώτες ενδείξεις μιας νέας εποχής, άγνωστης και κυρίως απρόβλεπτης. Σίγουρα, ο πολυπολικός κόσμος, η διεύρυνση των παγκόσμιων ανισοτήτων, η τρομοκρατία και οι θλιβερές «σταθερές» πολέμων και μετακινήσεων προσφυγικών πληθυσμών, επιβάλλουν την αφύπνιση των αντανακλαστικών της Ευρώπης.
Το 1957 οι σκαπανείς της ολοκλήρωσης αποφάσισαν να συνεργαστούν, στην προσπάθειά τους να μην ξαναβιώσουν πόλεμο και να συμβάλλουν σε κοινή αναπτυξιακή διαδικασία. Η σημερινή χρονική συγκυρία είναι ακόμη πιο κρίσιμη από εκείνη, διότι οι τωρινοί ηγέτες και όσοι προκύψουν από τις εφετινές εκλογικές αναμετρήσεις, θα κληθούν αργά ή γρήγορα να αξιολογήσουν, ως εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κοινωνιών, το αποτέλεσμα των 60 ετών ιστορίας της ευρωπαϊκής ιδέας. Άποψη του γράφοντος είναι ότι με παλινωδίες, δυσκολίες, συμβιβασμούς και προφανώς με έντονο το αίσθημα της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, θα συνομολογήσουν τη μορφή που θα προσλάβει η συνεργασία στο εξής. Σε κάθε περίπτωση και για λόγους που ήδη εκτέθηκαν, η Ελλάδα δικαιούται και υποχρεούται να είναι παρούσα, ως ισότιμος συνομιλητής και μέλος της πλέον ιστορικής, οικονομικής και γεωπολιτικής οντότητας που γνώρισε ο κόσμος.