H εννοιολογική προσέγγιση και ο προσδιορισμός όρων που είναι κρίσιμοι για την ίδια την υπόσταση και το ρόλο του πολίτη και της πολιτειακής λειτουργίας είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται με την ίδια ακρίβεια και νηφαλιότητα σε όλες εθνικές συγκυρίες ώστε ο πυρήνας ευαίσθητων εννοιών να παραμένει αναλλοίωτος. Ειδάλλως υπάρχει ο κίνδυνος της παραφρασμένης χρήσης όρων από πολιτικούς με φαύλο σκοπό ώστε να δημιουργηθούν υποσυνείδητα στους πολίτες λογικοφανείς, εξωπραγματικές ωστόσο πεποιθήσεις, ιδιαιτέρως ενώπιον ιστορικών διακυβευμάτων.
Η ιδεολογική χειραγώγηση είναι γνωστή πρακτική υστερόβουλων λαοπλάνων πολιτικών.
Αυτή είναι και η βάση της ιδεολογικής χειραγώγησης∙ γνωστής πρακτικής υστερόβουλων λαοπλάνων πολιτικών ειδικά όταν μία χώρα διέρχεται από οικονομικοκοινωνική στενωπό. Ο πολίτης προ της κάλπης οφείλει να διατηρήσει την νηφαλιότητά του, να απολέσει την «αθωότητά» του και να περιχαρακωθεί ως διανοητική μονάδα απέναντι σε ό,τι είναι φαινομενικά ενάντια στην πατριδοκαπηλία. Διότι η ιστορία δυστυχώς έχει διδάξει πως το τελευταίο κατά έναν τρόπο καιροσκοπικό εξυπηρετεί αποκλειστικά την ψηφοθηρία και ιδιοτελείς σκοπούς με το εθνικό συμφέρον να παραγκωνίζεται. Μία καθ’ όλα επιζήμια και κάθε άλλο παρά ευγενής φιλοδοξία. Η δικαιοκρατία, η φερεγγυότητα, η αξιοκρατία, η αποτελεσματικότητα και ο προοδευτισμός ως έννοιες έχουν εδώ και ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υποστεί από τους κυβερνώντες μία συστηματική στρέβλωση στo πλαίσιo μίας παροξυσμικής προσπάθειας προσεταιρισμού της κοινής γνώμης και παραμονής στην εξουσία παντοιοτρόπως.
Το νόμιμο δεν εξισώνεται με το ηθικό στις δημοκρατικές κοινωνίες. Ο ενστερνισμός ηθικών αξιών είναι ζήτημα βαθιά συνειδησιακό. Σύμφωνα με την Αριστοτελική θεώρηση «κατέχουμε τις αρετές επειδή τις έχουμε ήδη ασκήσει, όπως συμβαίνει και με τις άλλες τέχνες». Στην περίπτωση του παρόντος κυβερνητικού σχήματος πρόκειται για μία αντιαισθητική κακοτεχνία όπου διεκδικείται a priori η κατοχή των αρετών χωρίς ποτέ επί της ουσίας αυτές να έχουν ασκηθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το υποτιθέμενο ηθικό πρόκριμα αποδεικνύεται δυστυχώς για τον λαό να είναι κατάκριμα. Βέβαια τα Ηθικά Νικομάχεια γράφθηκαν πολύ πριν αυτή τη δύσκολη για τη χώρα περίοδο της οικονομικής δυσπραγίας. Η σχέση όμως της πολιτικής με την ηθική είναι πάντοτε επίκαιρη και η ακεραιότητα κρίσιμων εννοιολογικών ζητημάτων αναγκαία όσο ποτέ.
Η κυβέρνηση αυτή επιτρέπει την καταστρατήγηση κάθε έννοιας δικαιοκρατίας.
Δικαιοκρατία. Η δικαιοκρατία, ή διαφορετικά κράτος δικαίου, είναι ένα σύστημα που διέπεται από συγκεκριμένες οικουμενικές αρχές. Αυτές περιλαμβάνουν την υπευθυνότητα των κυβερνώντων και των αξιωματούχων απέναντι στο νόμο ο οποίος ενεργοποιείται και επιβάλλεται μέσω μίας δίκαιης και προσβάσιμης διαδικασίας, την απονομή της δικαιοσύνης από επαρκείς σε αριθμό ανεξάρτητους εκπροσώπους της με ικανότητα, ήθος, κοινωνική απήχηση αλλά και διασφαλισμένους τους απαραίτητους πόρους και τέλος την ίδια τη φύση των νόμων που θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, σταθερότητα, δικαιοσύνη και προστατευτική ισχύ έναντι θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η κυβέρνηση αυτή επιτρέπει την καταστρατήγηση κάθε έννοιας δικαιοκρατίας. Ενώ λοιπόν η δικαιοκρατία βασίζεται στην απαράβατη αρχή της απονομής της δικαιοσύνης από κατάλληλους εκπροσώπους με τα προαναφερθέντα γνωρίσματα, παρατηρήθηκε ακόμα και το φαινόμενο της πολιτικής προεξόφλησης δικαστικής απόφασης από κοινοβουλευτική εκπρόσωπο του κυβερνώντος σχήματος. Με αυτήν την εσπευσμένη κίνηση να επιπροστίθεται στην πρόσφατη επιχείρηση παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης.
Φερεγγυότητα. Φερεγγυότητα είναι η καλή πίστη, η bona fides, που κατακτιέται και σε εθνικό επίπεδο και στο διεθνές στερέωμα ως αποτέλεσμα της τήρησης μίας εξαγγελίας, μίας συμφωνίας κτλ. Είναι αναγκαία για την καλλιέργεια ενός αισθήματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών αλλά και μεταξύ των αξιωματούχων διαφορετικών κρατών.
Η λαϊκή ετυμηγορία χρησιμοποιείται ως άλλοθι σε δημόσιες παραδοχές υπαναχώρησης.
Η άνευ ελάχιστης αιδούς δημόσια παραδοχή πως ο λαός είχε γνώση της μη υλοποιησιμότητας των προεκλογικών εξαγγελιών δεν προσφέρει επ’ ουδενί ηθικό άλλοθι σε καμιά κυβέρνηση όσο νωπή και να είναι μια λαϊκή εντολή. Κι εδώ όμως για ακόμα μια φορά εντοπίζονται αντιφάσεις. Από την μία η λαϊκή ετυμηγορία χρησιμοποιείται ως άλλοθι σε δημόσιες παραδοχές υπαναχώρησης και από την άλλη πολιτικοί της εμπροσθογραμμής επιζητούν συγχώρεση από πρώην κυβερνητικούς σε μία δημόσια παραδοχή ανικανότητας χειρισμού του μεταναστευτικού και των συνεπειών του. Αλίμονο αν οι εκάστοτε κυβερνώντες εξιλεώνονται με μία «συγγνώμη» ή αρέσκονται όχι στην ουσία αλλά μόνον στην ηθικοφάνεια που και αυτή πλέον ούτε τον εαυτό της δεν δύναται να πείσει έχοντας καταντήσει ένα είδος καινοφανούς αυτο-εξιλεωμένης faux-ηθικοφάνειας. Ένα κυβερνητικό στέλεχος είτε εξαιτείται την δημόσια συγχώρεση είτε δε συναισθάνεται την ανάγκη αυτή, μετατρέπει επί της ουσίας τον εαυτό του σε ενστερνιστή της νοοτροπίας «Mundus vult decipi, ergo decipiatur». Η δια ψεμάτων υφαρπαγή της ψήφου μπορεί να είναι νόμιμη ωστόσο παραπέμπει στην διδακτική ιστορία της νομιμοφανούς κλοπής του αμπελιού του Ναβουθαί. Το άδικο δεν είναι σε καμία περίπτωση αρεστό ακόμα και αν προσδοθεί σε αυτό νομιμοφάνεια.
Η έντονη, και μάλιστα, δημόσια καταμαρτυρούμενη πολιτική ανησυχία για την διαχείριση του διαφημιστικού χρόνου και μάλιστα η μετατροπή της ως επιχείρημα στην απόπειρα αλλαγής του τοπίου στο χώρο των ΜΜΕ και της διασφάλισης της ίδιας της έννοιας της αντικειμενικότητας, μόνο ύποπτη μπορεί να είναι. Η ανεμπόδιστη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών αποτελεί κεκτημένο της σύγχρονης δημοκρατίας και συνεπώς η υφαρπαγή των αρμοδιοτήτων τους εγείρει εύλογα ερωτήματα. Πέραν τούτου όμως, θα ήταν τρομακτική και μόνο αυτή καθ’ αυτή η ιδέα της ύπαρξης ενός «υπερ-υπουργού» που θα μπορούσε με συγκεντρωτισμό να ελέγχει τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Επιπλέον, τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας της χώρας συνολικά αφού η απόπειρα παρεμβολής στην αυτορρύθμιση της αγοράς αντιβαίνει στο Ενωσιακό Δίκαιο παραβλέποντας ταυτόχρονα και τις τεχνολογικές εξελίξεις όσον αφορά το φάσμα συχνοτήτων. Όταν η επιχειρούμενη μείωση των καναλιών εθνικής εμβέλειας βασίζεται σε μελέτες που καταρρίπτονται από τεχνολογικά ινστιτούτα μεγάλου διεθνούς κύρους, τότε εκπέμπονται πολύ αρνητικές εικόνες για την χώρα. Ο χαρακτήρας της επιστήμης είναι φύσει διεθνής και καθολικός και η αυθαίρετη ερμηνεία των δεδομένων της συνιστά καίριο πλήγμα για την φερεγγυότητα μιας χώρας.
Αξιοκρατία. Κατά το Σύνταγμα της Επιδαύρου «Όλοι οι Έλληνες εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουσι το αυτό δικαίωμα∙ δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου». Η αξιοκρατία θα μπορούσε να ορισθεί ως η προώθηση/επιλογή προσώπων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων με τα οποία αξιολογείται η αξιοσύνη ή η καταλληλότητά τους για την κάλυψη μίας θέσης του δημοσίου, την απόδοση ενός τιμητικού τίτλου κ.α. Η προνομιακή αντίθετα μεταχείριση προσώπων που είναι συγγενικά ή φιλικά από άτομα που κατέχουν δημόσια αξιώματα καλείται νεποτισμός. Η εικόνα της χώρας πλήττεται συνεργιστικά από την απώλεια της φερεγγυότητας και την κατάλυση των αξιοκρατικών διαδικασιών όταν οι διοικήσεις Νοσοκομειακών Ιδρυμάτων ή του HRADF αντικαθίστανται αυθαίρετα χωρίς κανένα αντικειμενικό κριτήριο.
Αποτελεσματική διακυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει άνευ στοιχειώδους συναίσθησης χώρου, χρόνου και κρισιμότητας περιστάσεων.
Αποτελεσματικότητα. Η αποτελεσματικότητα αφορά την επίτευξη ενός στόχου χωρίς κοστοβόρες διολισθήσεις. Χρησιμοποιείται κατά κόρον ως τεχνικός όρος στην οικονομία αλλά χαρακτηρίζει φυσικά και το συνολικά παραγόμενο από την άσκηση πολιτικής εξουσίας έργο.
Η αναποτελεσματικότητα αυτής της κυβέρνησης διαφαίνεται ακόμα και σε αυτήν την ίδια την προσπάθεια ελέγχου των ΜΜΕ τη στιγμή που ο διαγωνισμός για την εταιρία η οποία θα διεξήγαγε την διαγωνιστική διαδικασία απόκτησης τηλεοπτικών αδειών κηρύσσεται άγονος. Θλιβερή είναι επιπλέον η αναποτελεσματικότητα στην αναχαίτιση του κύματος μετανάστευσης ανθρώπινου επιστημονικού δυναμικού το οποίο θα μπορούσε να συμβάλλει στην αύξηση του ΑΕΠ και στη συλλογή φόρων αλλά και η αναποτελεσματικότητα είσπραξης εσόδων από τον ανακάμπτοντα τουρισμό. Η επιβολή κοινωνικά άδικων άμεσων και έμμεσων φόρων σε συνδυασμό με την ανυπαρξία αποτρεπτικών μέτρων για την φοροδιαφυγή που οδηγεί την οικονομία σε ασφυξία και ευνοεί το παραεμπόριο σε συνδυασμό με την κατάργηση προνοιακών επιδομάτων, συνιστούν δυστυχώς ένα είδος αστάθμητης αντιστάθμισης αυτής της αναποτελεσματικότητας.
Αποτελεσματική διακυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει άνευ της στοιχειώδους συναίσθησης του χώρου, του χρόνου και της κρισιμότητας των περιστάσεων και των διακυβευμάτων. Διότι μία διακυβέρνηση δύο ταχυτήτων –αυτή της αργόσυρτης επτάμηνης για το θεαθήναι διαπραγμάτευσης ακολουθούμενης από μία καθολική οπισθοχώρηση και ευσύνοπτες διαδικασίες έκδοσης ΠΝΠ για τη ρύθμιση καίριων ζητημάτων με παράκαμψη της βουλής- υποδηλώνει απώλεια της αίσθησης του χρόνου με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία. Αυτό, σε συνδυασμό με την εκχώρηση της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου για σχεδόν έναν αιώνα εν είδει προκαταταβεβλημένης παραχώρησης πριν ακόμα προλάβει επί της ουσίας αυτή η κυβέρνηση να κυβερνήσει, στοιχειοθετεί την πλήρη χρονική απορρύθμιση των κυβερνώντων. Από αυτόν τον στροβιλισμό στο χωροχρόνο Μινκόφσκι δεν έμελλε δυστυχώς να γλιτώσουν, από την εμπορευματοποίηση και τη μεταβίβαση στο Υπερταμείο ούτε ακόμα εθνικά μνημεία μεγάλων μορφών των νεότερων Ελληνικών χρόνων σε ένα ιστορικά ανεκτίμητο κομμάτι Χανιώτικης γης, που εμπορευματοποιήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στο Υπερταμείο. Προφανώς οι κυβερνώντες έκαναν μία υπερβολική στροφή όσον αφορά την ιδεολογία τους περί των ιδιωτικοποιήσεων κινούμενοι μέσα σε ένα ψευδο-Ευκλείδιο χώρο και παίζοντας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Η ηθική απενοχοποίηση της ρητορικής εκφοβισμού δεν προσβάλλει μόνο την δημόσια αισθητική αλλά ενέχει και κοινωνικούς κινδύνους.
Προοδευτισμός. Προοδευτισμός είναι καθετί που αντιτάσσεται στο συντηρητισμό, είναι η υιοθέτηση ιδεών και τακτικών που προωθούν τον κοινωνικό βηματισμό προς τα εμπρός συναρτήσει των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά και των τάσεων που διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο.
Στο χώρο της εκπαίδευσης διενεργήθηκε μία κατάφορη επίθεση στην έννοια της αριστείας, με ενέργειες όπως η αποδόμηση του θεσμού των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων αλλά και η μείωση του βαθμολογικού ορίου της χορήγησης κρατικής υποτροφίας σε προπτυχιακούς φοιτητές στο 6,5 σε κλίμακα 0-10. Οι ενέργειες αυτές εξοβελισμού της αριστείας συνοδεύονται με την άνευ λογικής βάσης απόπειρα κρατικής παρέμβασης ακόμα και στο ευαίσθητο και προσωπικού χαρακτήρα ζήτημα του τρόπου προσφώνησης των ανήλικων τέκνων από τους γονείς τους. Αυτό, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις στην ιδιωτική εκπαίδευση αλλά και την κατάργηση ωρών διδασκαλίας από τα σχολεία μαθημάτων που άπτονται επιστημονικών τομέων αιχμής για τη σύγχρονη εποχή -όπως αυτό της βιολογίας- μάλλον οπισθοδρόμηση υποδεικνύουν παρά προοδευτισμό.
Πρόσφατα, με αφορμή ταξίδι στην Κίνα έγινε ελαφρά τη καρδία χρήση ενός αποφθέγματος του Μάο Τσε Τουνγκ. Είναι άκρως χρήσιμο να διδάσκεται κανείς από την ιστορία πριν επιλέξει ποια ρητά και ποια ιδεολογία θα ασπαστεί. Ειδάλλως μπορεί να καταστεί μοιραία επιζήμιος. Συγκεκριμένα, ο Μάο ενστερνιζόμενος τον Λυσενκοϊσμό όσον αφορά την μεθοδολογία καλλιέργειας της γης βάσει στρεβλής ερμηνείας των βιολογικών και γενετικών επιστημονικών δεδομένων και φυσικά ο ίδιος ο Λυσένκο έπληξαν την αγροτική παραγωγή σε Κίνα και Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Στην Κίνα μάλιστα ξέσπασε σαν αποτέλεσμα της αγροτικής καταστροφής ένας από τους μεγαλύτερους λιμούς. Η αμφισβήτηση των κανόνων του Μέντελ από τον Λυσένκο και η θεώρηση των γονιδίων ως «μεταφυσικές οντότητες» μπορεί για ένα μεγάλο διάστημα (1930-1960) να φάνταζαν ως νεωτερισμός αλλά δεν έφεραν ποτέ την πρόοδο που ευαγγελίζονταν, την «άνθηση των μπιζελιών μέσα στο Χειμώνα» της Σοβιετικής Ρωσίας. Τουναντίον αποδείχθηκε ολέθρια. Ευχής έργο είναι συνεπώς η ενίσχυση και όχι η αποδυνάμωση της βιολογίας στα Ελληνικά σχολεία και φυσικά η συνέχιση της αβίαστης παραγωγής και ερμηνείας των βιολογικών δεδομένων χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις όπως αυτές δυστυχώς ήδη επιχειρήθηκαν στο έργο της Δικαιοσύνης.
Οι κυβερνώντες αποτελούν ευκολοπροσάρμοστους καιροσκόπους άνευ ιδεολογίας.
Τέλος, δεν είναι σίγουρα προοδευτισμός η αποποινικοποίηση της βλασφημίας τη στιγμή που δεν σημειώνεται καμία πρόοδος στην οικονομία αλλά αντίθετα εντός ενός μόνο έτους επιβάλλονται επιπρόσθετοι φόροι 1,9 δισεκατομμυρίων. Και δεν συνιστά φυσικά επ’ ουδενί αιτία εθνικής υπερηφάνειας η απόδοση ευσήμων από τους θεσμούς για στροφή στον ρεαλισμό. Πώς μπορεί άλλωστε κάποιος να καυχιέται όταν παραδέχεται πως οι ενέργειές του είναι πλήρως αποσυζευγμένες από την πραγματικότητα. Η αδυναμία της εξυπηρέτησης των οφειλών του κράτους στους ιδιώτες με μόνο σκοπό την επίτευξη του στόχου του πλεονάσματος, μάλλον διαμορφώνει συνθήκες ασφυξίας παρά προσφέρει ένα στέρεο έδαφος για βηματισμό προς τα εμπρός. Το οξύμωρο και αντιφατικό είναι πως αποποινικοποιείται η βλασφημία ενώ έχει ήδη προηγηθεί μία εξόφθαλμη, δημόσια εκτόξευση απειλών και ύβρεων από επίσημα χείλη χωρίς καν την ελάχιστη προσχηματική υφολογία αβροφροσύνης. Η ηθική απενοχοποίηση της ρητορικής εκφοβισμού δεν προσβάλλει μόνο την δημόσια αισθητική αλλά ενέχει και κοινωνικούς κινδύνους.
Τα ατοπήματα και οι αστοχίες αυτής της κυβέρνησης είναι πολλαπλά. H χρήση μαοϊκών ρητών, η επαγγελία ενός «Νέου Κράτους» και η διοργάνωση φιεστών για την απόδοση τιμής σε ήρωες των αρχαίων χρόνων σε συνδυασμό με την ελαφρά τη καρδία ανάληψη δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας εν τω μέσω τραπεζικής αργίας παραπέμπουν ιστορικά σε πρακτικές δήθεν φιλολαϊκών καθεστώτων. Μόνο φιλολαϊκή δεν είναι η αμφισβήτηση του θεσμικού πλαισίου εντός του οποίου πορεύεται ένας λαός συμπεριλαμβανομένης της ηγεσίας του μεσούσης της αποστράγγισής του από οικονομικά και ψυχικά αποθέματα.
Αποκορύφωση του τυχοδιωκτισμού είναι η απόπειρα προσαρμογής του εκλογικού νόμου ανάλογα τις συγκυρίες και το κομματικό συμφέρον. Με μοναδικό σκοπό αυτή καθ’ εαυτή την παραμονή στην εξουσία. Μόνο που οι κυβερνώντες λησμόνησαν πως αν εκλείψει το πνευματικό στοιχείο της απαράφραστης «λαϊκής νομής» αυτό που απομένει είναι η κατοχή. Μία κατοχή που ασκείται δυνάμει μιας λιγότερο ή περισσότερο ισχυρής ενοχικής σχέσης και όχι δυνάμει της εκρίζωσης της διαπλοκής. Είναι η εμμονική κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας που βρίσκεται πίσω από την πρόταση των κυβερνώντων για τον εκλογικό νόμο και όχι η βέλτιστη εκπροσώπηση του λαού. Είναι καταφανές ότι οι κυβερνώντες αποτελούν ευκολοπροσάρμοστους καιροσκόπους άνευ ιδεολογίας στους οποίους θα ταίριαζε απόλυτα ο χαρακτηρισμός που απέδωσε ο Μανουέλ Γκαμπαγιέρο για τον λατινοαμερικάνο Κομαντάντε. Ότι δηλαδή ο Ούγκο Τσάβες δεν εντάσσεται ιδεολογικά πουθενά αλλά ταυτόχρονα είναι και τα πάντα «αφ' ής στιγμής του εγγυώνται ότι θα παραμείνει στην εξουσία». Προσπαθώντας κάποιος να ερμηνεύσει φροϋδικά αυτή τη συμπεριφορά θα έλεγε πως το Εκείνο των κυβερνώντων βασιζόμενο στην ενόρμηση της άσκησης εξουσίας πάση θυσία λειτουργεί εις βάρος του Εγώ που έχει ως ρόλο την διάκριση της πραγματικότητας από τον σουρεαλισμό και του Υπερεγώ των ηθικών τους αξιών. Ωστόσο ο πολιτικός χρόνος κυλά υπερσυμπυκνωμένος και ο Ελληνικός λαός δεν διαθέτει χρονικά περιθώρια για διενέργεια ψυχαναναλυτικών μελετών. Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να τα βρει με τον εαυτό του πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και μάλιστα σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η λανθάνουσα λειτουργία του κυβερνητικού Υπερεγώ οδήγησε στη δημιουργία του Υπερταμείου που διασκόρπισε κάθε εξ’ ιδεολογίας δισταγμό αποκρατικοποίησης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής δυσχέρειας υπάρχουν στοιχεία αξιοποιήσιμα. Αυτή η περίοδος οικονομικής καχεξίας μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μία ενδοσκόπηση αυτογνωσίας ώστε συνολικά ως λαός να ξαναβρούμε τον απολεσθέντα καλό μας εαυτό. Η υιοθέτηση μίας υπερβατικής συμπεριφοράς είναι προϋπόθεση για την εθνική ανάκαμψη. Η υπέρβαση αυτή συνίσταται στην «connaissance approfondie» της ανταποδοτικότητας –λιγότερο ή περισσότερο άμεσα– για το άτομο της εξυπηρέτησης του συλλογικού συμφέροντος. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο για τον κάθε πολίτη που βίωσε τις συνέπειες της μείωσης των εισοδημάτων του στην καθημερινότητα. Εδώ ακριβώς είναι που χρειάζεται να επιτελεσθεί η υπέρβαση ώστε να μην κατακλυσθεί ο κάθε ένας από συναισθήματα αρνητισμού και διάθεση ρεβανσισμού απέναντι σε κάθε πολιτικό παράγοντα αδιακρίτως. Η ιστορία είναι πάντοτε φιλοδίκαιη και αποδίδει στους συνετούς πολιτικούς και τις ενέργειές τους τη δέουσα αναγνώριση. Σε απόλυτη αντιδιαστολή με την εθνοπροδοτική στάση των σημερινών κυβερνώντων πολιτικές ενέργειες στο εγγύς παρελθόν συνέβαλλαν τα μέγιστα στην ελάφρυνση του χρέους της χώρας. Στο όνομα του πολιτικού καιροσκοπισμού αυτές οι ενέργειες ακραιφνούς φιλοπατρίας επιχειρήθηκε να ερμηνευθούν αρνητικά. «Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά» στη σημερινή εποχή των διεθνών οικονομικοπολιτικών συσχετισμών.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Rene Magritte (1898-1967) Faraway Looks