Στα τέλη της δεκαετίας του 70, φοιτητές στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά, κάποιο βράδυ του Χειμώνα, ξενυχτήσαμε συμμετέχοντας σε μια μεγάλη κατά τη γνώμη μας ιδεολογική συζήτηση - μάχη. Ποιο σύστημα ήταν προτιμότερο για να αλλάξει τον κόσμο, Το σύστημα σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο ή το σύστημα αυτάρκειας της Αλβανίας του Χότζα; Μέσα σ’ αυτό το ερώτημα κρυβόταν όλη η ιδεολογική αντιπαράθεση της εποχής, στο πλαίσιο της έννοιας της Αριστεράς, η οποία ήταν τότε το άγιο δισκοπότηρο της προοδευτικότητας. Εμπλέκονταν οι Μαοϊκοί, υπέρ του Χότζα φυσικά όπως και οι Τροτσκιστές, υπέρ του Τίτο αν θυμάμαι καλά ήταν οι Ευρωκομουνιστές και κάποιοι-ελάχιστοι τότε- σοσιαλδημοκράτες. Ποιο δεξιά του φάσματος, δεν υπήρχαν. Οι της ΚΝΕ, απλά θεωρούσαν κάθε συζήτηση έξω από την τότε ΕΣΣΔ, ως μη γενόμενη, προέβαλαν όμως συχνά-πυκνά και το παράδειγμα της Κούβας...
H ηττημένη αριστερά κέρδισε την ιδεολογική μάχη.
Η ιδιοκτησία από το κράτος των μέσων παραγωγής, κάτω από το ιδανικό της λαϊκής, ανιδιοτελούς διαχείρισης, θεωρούνταν ως το ιδανικότερο σύστημα όχι μόνο προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων (και τότε σε όλους μας άρεσε να εντάσσουμε τον εαυτό μας σ αυτήν την κατηγορία) αλλά και ως το καλύτερο σύστημα για την οικονομική ανάπτυξη. Αν και καπιταλιστική χώρα (όσο καπιταλιστική ήταν) η Ελλάδα τότε, η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς ήταν αδιαμφισβήτητη. Η Ελληνική αριστερά είχε χάσει τον εμφύλιο, αλλά είχε κερδίσει στην ιδεολογική σφαίρα. Χάριν και στις αυταρχικές έως φασιστικές πολιτικές της νικήτριας δεξιάς, η ηττημένη αριστερά κέρδισε την ιδεολογική μάχη. Μια ιδεολογία που από την αρχή διακρίνονταν από τεράστιες αντιφάσεις κυρίως εξαιτίας του ιδιότυπου τρόπου που ήταν οργανωμένο το Ελληνικό κράτος, με το αυταρχικό προφίλ της δεξιάς, το πελατειακό σύστημα αλλά και την κρατικοδίαιτη οικονομική ανάπτυξη.
Έτσι τα αριστερά κόμματα στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση ήταν εκείνα που πάλεψαν περισσότερο για το «βάθεμα και πλάτεμα» της δημοκρατίας. Δηλαδή για πολιτικό φιλελευθερισμό. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της επικράτησης της αυταρχικής δεξιάς μετά τον εμφύλιο με την κορύφωση την περίοδο της Χούντας, οι βασικές έννοιες της Δημοκρατίας, όπως η νομιμότητα, η τάξη, η ασφάλεια, η αξιολόγηση, η ιεράρχηση, η αριστεία κλπ, απλά απαξιώθηκαν ως κατεξοχήν συντηρητικές, αν όχι φασιστικές έννοιες. Η Ελευθερία κατέληξε σε ελευθεριότητα, η Τάξη σε αταξία και γενικά η διεκδίκηση πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών κατέληξαν είτε σε ανομία και αξιακό αλαλούμ, είτε σε κατάχρηση δικαιώματος. Σ όλα αυτά βέβαια συνέβαλε σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με την κοινωνία που την ανέδειξε και η πολιτική ελίτ της χώρας.
Η πολιτική αυτή ελίτ, από τη μεταπολίτευση και μετά εμπλουτίστηκε με μέλη της μικροαστικής τάξης, κυρίως μέσα από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την πολιτική τομή του Ανδρέα Παπανδρέου που προτίμησε να ιδρύσει το ΠΑΣΟΚ, αντί να ηγηθεί της Ένωσης Κέντρου.
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα κάποια πράγματα έγιναν ανάποδα.
Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, παρά τις ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων, κάποια πράγματα έγιναν ανάποδα. Έτσι η Δεξιά του Καραμανλή έκανε κρατικοποιήσεις (π.χ. Ολυμπιακή, Εμπορική Τράπεζα) και οι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησαν με πολιτικό φιλελευθερισμό. (Κατάργηση πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, νέο Οικογενειακό δίκαιο κλπ). Όμως η διάκριση αριστερός – δεξιός, εξακολουθούσε να υπάρχει περισσότερο στη βάση συγκεκριμένων στερεοτύπων ιστορικού κυρίως χαρακτήρα και λιγότερο σε ουσιαστικές διαφορές στην πολιτική. Η διαφοροποίηση των οικονομικών πολιτικών ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας δεν δικαιολογούσε την ένταση της μεταξύ τους λεκτικής πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ η μαρξιστική και η ανανεωτική αριστερά, κινούνταν στη σφαίρα της ιδεολογικής ουτοπίας αλλά και στην ασφάλεια του δεδηλωμένου, αριστερού, άρα αδιαμφισβήτητου, προοδευτισμού.
Στην πραγματικότητα, μετά την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, η βασική ιδεολογία που επικρατούσε ήταν ο κρατισμός και ο κορπορατισμός, ως απότοκα του λαϊκισμού, στον οποίο επιδίδονταν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα. Η αριστερή κριτική που ασκήθηκε στο περιβόητο «Τσοβόλα δώστα όλα», ήταν στην πραγματικότητα γιατί δεν τα δίνει όντως όλα.
Η προσπάθεια που έγινε από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, προφανώς ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, τόσο γιατί υπήρχε πάντοτε το κραταιό «κράτος της δεξιάς», με τις ιδιαίτερες επιδόσεις του στο πελατειακό σύστημα, όσο και γιατί κορυφαία στελέχη της περιόδου, άλλοτε βρισκόταν μακράν μπροστά από το μέσο μέτρο του αποδεκτού τότε φιλελευθερισμού, (Μάνος, Ανδριανόπουλος…) και άλλοτε βρισκόταν στο μεσαίωνα της λαϊκής, συντηρητικής και εθνικιστικής δεξιάς (πρώιμος Σαμαράς).
Η μπερδεμένη Ελληνική αριστερά, ήταν απέναντι σε όλα.
Από το 1993, η νέα Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε να λειτουργεί με στοιχειώδη ορθολογισμό, βάζοντας οικονομικούς στόχους και ακολουθώντας μια νοικοκυρεμένη οικονομική πολιτική, με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και συγκεκριμένη στρατηγική. Το κύριο «αριστερό» επιχείρημα βέβαια της περιόδου ήταν ότι η κυβέρνηση αυτή, ιδιαίτερα η περίοδος Σημίτη, δεν ήταν αριστερή όσο έπρεπε, λες και κάποιοι κρατούσαν-και κρατούν- το αριστερόμετρο.
Η μπερδεμένη Ελληνική αριστερά, δεν είδε ποτέ την οικονομική ανάκαμψη. Δεν είδε ποτέ την υλοποίηση του στόχου της ένταξης της ΟΝΕ. Δεν είδε ποτέ την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων (Το κύριο κριτήριο κατά τον Μπόμπιο Νορμπέρτο για να χαρακτηριστεί η αριστερά από τη Δεξιά. Βλ: Η δεξιά και η αριστερά (Destra sinistris), 1991), αντίθετα, ήταν απέναντι σε όλα.
Η μπερδεμένη Ελληνική Αριστερά, δεν κατάλαβε ποτέ την ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού, και πόσο τελικά αριστερή πολιτική ήταν αυτή, σε μια χώρα όπου κυριαρχούσε η οικονομική ολιγαρχία. Δεν κατάλαβε ποτέ την ουσία της δημιουργίας μιας δυνατής αστικής τάξης πριν από οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αναδιανομής. Δεν κατάλαβε ποτέ ότι η ανομία ευνοεί τελικά τους ισχυρούς. Αντίθετα πίστεψε –και πιστεύει μάλλον ακόμη- ότι ένα κράτος μπάχαλο, ένα κράτος που αδυνατεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς με θεσμούς αποτελεσματικούς, είναι η χαρά του αριστερού. Στην ουσία ένα κράτος μπάχαλο είναι τεράστιο βάρος για τις ασθενέστερες τάξεις.
Η μπερδεμένη Ελληνική Αριστερά, δεν κατάλαβε ποτέ την ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού.
Όλα αυτά, προφανώς επηρέασαν και τον νεώτερο Καραμανλή, ο οποίος επαγγελλόμενος την επανίδρυση του κράτους και έχοντας ιδιαίτερη εκτίμηση για την Ελληνική μπερδεμένη αριστερά, δεν έκανε τίποτα. Έβλεπε απλώς τα παγόβουνα να περνούν. Η πενταετία Καραμανλή, δεν έριξε απλώς την Ελλάδα στα βράχια, αλλά συνέτεινε στην αποδιοργάνωση του κράτους και της κοινωνίας, διαμορφώνοντας μια κοινωνία της ανομίας, της αρπαχτής και της ήσσονος προσπάθειας. Η ανυπαρξία του κράτους και των θεσμών του και το –διαχρονικό- μπέρδεμα της τάξης, της ευνομίας, της αποτελεσματικής θέσμισης, ως αναγκαίων στοιχείων της Δημοκρατίας, με το συντηρητισμό ακόμη και με το φασισμό, οδήγησε την Ελληνική κοινωνία στην πλήρη αποχαύνωση, στην κοινωνική αδράνεια, εν τέλει στην έλλειψη ταυτότητας και στόχων. Η αδράνεια του Δεκέμβρη του 2008, -η οποία εξαργυρώθηκε όπως εξαργυρώθηκε-, η αδυναμία αντιμετώπισης των πυρκαγιών του 2007, η πλήρης απουσία μεταναστευτική πολιτικής, ήταν ίσως από τα κύρια συστατικά στοιχεία γέννησης της Χρυσής Αυγής, πολύ πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η οικονομική κρίση από το 2009 και μετά και κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της αρχικά από τη ΝΔ με τα Ζάππεια του Σαμαρά αλλά κυρίως από το λεγόμενο αντιμνημονιακό μέτωπο που ξημεροβραδιάζονταν στο Σύνταγμα, οδήγησαν στην αύξηση των δυνάμεων της. Ακόμη και σήμερα, η πολιτική νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής όταν ψηφίζει σύμφωνα με τα γούστα μας, συμβάλλει σ αυτό.
Η μπερδεμένη λοιπόν αριστερά, δεν διστάζει να αγκαλιάσει τη Χ.Α, αν εξυπηρετούνται οι σκοποί της. Δεν διστάζει να κάνει πολλές κολοτούμπες προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Δεν διστάζει να σχεδιάζει τον έλεγχο του κράτους και να προσπαθεί να κάνει διάφορα τερτίπια με τον εκλογικό νόμο.
Τώρα όμως, το βασικό της ιδεολόγημα περί του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς, μπάζει από παντού. Απλά δημιουργεί το πλαίσιο για την εφαρμογή του γνωστού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Έτσι παρά το ότι γνωρίζει ότι κανένα από τα μέτρα που παίρνει δεν είναι αριστερό, βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι έτσι ισχυροποιείται στην εξουσία, και θα μπορέσει κάποτε να εφαρμόσει κάποια αριστερά μέτρα. Άλλωστε η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ενδιάμεσο στάδιο για την πραγματική κομουνιστική κοινωνία.
Η μπερδεμένη αριστερά, δεν διστάζει να αγκαλιάσει τη Χ.Α, αν εξυπηρετούνται οι σκοποί της.
Το χειρότερο είναι ότι η αριστερή ιδεολογία στην Ελλάδα, έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου διαστρέβλωση. Κυριαρχείται από μύθους από την εποχή ακόμη του εμφυλίου. Και η Ελληνική κοινωνία που έβλεπε πάντοτε ιστορικά την αριστερά μια ηθική ομάδα, κάποιων καλών ανθρώπων με μια ιδεολογία όμως δύσκολη να εφαρμοστεί, έρεπε πάντα προς το να πιστεύει εύκολα οποιονδήποτε του έταζε αριστερή εφαρμόσιμη πολιτική. Εξού άλλωστε και η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2010. Όταν το ΠΑΣΟΚ έπαψε να είναι απλά αριστερό, και έγινε πραγματικά προοδευτικό μεταρρυθμιστικό αλλά κυρίως ρεαλιστικό, (διατηρώντας όμως σχεδόν το σύνολο των παθογενειών του), έχασε το σύνολο σχεδόν των ψηφοφόρων του.
Ακόμη και σήμερα είναι πολλοί εκείνοι στη λεγόμενη κεντροαριστερά που έλκονται από μια πολιτική αριστερής προοδευτικής κατεύθυνσης, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό χωρίς να προσδιορίζουν τι ακριβώς σημαίνει αριστερή κατεύθυνση, ή προοδευτική πολιτική και αγνοώντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν υπάρχει ούτε σαν έννοια ούτε σαν πρακτική στην Ελλάδα. Είμαστε ίσως η τελευταία Σοβιετική Δημοκρατία, με βάση το επίπεδο του κρατισμού και του συντεχνιασμού.
Πως μπορεί λοιπόν να ξεμπερδευτεί η αριστερά στην Ελλάδα; Δύσκολο όσο επικρατούν οι μύθοι και τα ταμπού. Εύκολο αν επικρατήσει πρώτα ο μεταρρυθμιστικός πολιτικός πόλος προτείνοντας μεταρρυθμίσεις που μοιάζουν αυτονόητες, αλλά που ισχυρά συντεχνιακά και πολιτικά συμφέροντα, (κάνοντας χρήση της δήθεν αριστερής ιδεολογίας ) δεν αφήνουν να συμβούν.
Γιατί δεν είναι αριστερό άραγε να πωλούνται φάρμακα στα super markets εφόσον θα μειωθεί η τιμή τους και θα ωφεληθούν οι φτωχότεροι; Γιατί δεν είναι αριστερό να ιδρυθούν μη κρατικά πανεπιστήμια, ώστε να πάψει η αιμορραγία συχνά φτωχών οικογενειών στα ξένα; Γιατί δεν είναι αριστερό η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας, της ανάγκης αδειοδότησης για οτιδήποτε από το κράτος, ώστε να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος και να μπορεί να ιδρύσει μια επιχείρηση; Γιατί δεν είναι αριστερό η επιτάχυνση και η θεσμική θωράκιση της δικαιοσύνης; Γιατί δεν είναι αριστερό η προστασία των πανεπιστημίων και η διατήρηση των κτιρίων τους σε άριστη κατάσταση όπως είναι παντού στον κόσμο; Γιατί δεν είναι αριστερό η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας από ιδιώτες όταν το κράτος αδυνατεί να πράξει το οτιδήποτε; Γιατί…γιατί…
Ίσως έφτασε η ώρα, να πάψουμε να ορίζουμε τη γάτα με βάση το χρώμα της και να την αξιολογούμε με βάση την ικανότητά της να πιάνει τα ποντίκια. Ο ορθολογισμός, οι μεταρρυθμίσεις, ο πολιτικός και λελογισμένα οικονομικός φιλελευθερισμός, είναι στοιχειώδεις παρεμβάσεις για την πρόοδο κοινωνίας και οικονομίας και δεν υπάρχει περισσότερο αριστερή πολιτική από την πολιτική που δίνει ουσιαστικά διέξοδα στα σημερινά αδιέξοδα και εν τέλει αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Τα υπόλοιπα είναι για εξαντλητικές συζητήσεις στα αμφιθέατρα και στις ολομέλειες, όπου απλά περνάμε την ώρα μας…
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Octavio Ocampo (born 1943), Forever Always