Παρασκευή, 24 Ιουν 2016

Ομιλία Λίνας Παπαδοπούλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου, στη Θεσσαλονίκη

άρθρο της:

Το κείμενο αποτελεί την απομαγνητοφώνηση της ομιλία της Λίνας Παπαδοπούλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου «Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: Η ελληνική περίπτωση», εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ» ,στη Θεσσαλονίκη στις 16/6/2016


Είναι μεγάλη μου χαρά αλλά και τιμή να παρουσιάζω το βιβλίο του δασκάλου μου, Ευάγγελου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος υπήρξε, κυριολεκτικώς ειπείν και όχι μόνο μέσα από τα βιβλία του, δάσκαλός μου αγαπημένος, καθηγητής μου στο Συνταγματικό δίκαιο στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι την αγάπη μου στο κοινό επιστημονικό μας αντικείμενο την οφείλω και σ’ αυτόν ως Δάσκαλό μου. Εκτός από τιμή, είναι ταυτόχρονα όμως και πάρα πολύ δύσκολο να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο του κ. Βενιζέλου, ακόμη και ένα σχετικά σύντομο βιβλίο, μεστό όμως νοημάτων και επεξεργασιών, όπως το παρόν πόνημα. Και αυτό λόγω της πυκνότητας του λόγου του, γραπτού και προφορικού.

Η ποιότητα αυτή του λόγου του αποτυπώνεται και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του που σήμερα παρουσιάζουμε: «Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκή ολοκλήρωσης». Αναφέρεται, όπως ο τίτλος του εύκολα αφήνει να διαφανεί, στον τρόπο με τον οποίο η οικονομική κρίση επηρέασε θεσμικά και συνταγματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το κράτος, ιδίως δε την Ελλάδα. Πρόκειται για το απαύγασμα επιστημονικών επεξεργασιών του συγγραφέα νομικής και δη συνταγματικής φύσης, πολιτικής θεωρίας και επιστήμης, άρα ενός διεπιστημονικού πονήματος, εμπλουτισμένων, ωστόσο, με τη μακρόχρονη και πλούσια εμπειρία του ως πολιτικού. Το κείμενο αξιοποιεί και διαλέγεται και με ξενόγλωσσα κείμενα, από το πιο σύγχρονα αναφορικά με την πορεία, το σήμερα αλλά και το αύριο, το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

H Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα μόρφωμα διακυβερνητικού ή διεθνικού χαρακτήρα.

Ο σπάνιος, αν όχι μοναδικός συνδυασμός, ο γράφων να διαθέτει ταυτόχρονα υψηλού επιπέδου επιστημονική κρίση και πολύπτυχη πολιτική εμπειρία σε κρίσιμες στιγμές της ευρωπαϊκής θεσμικής απάντησης στην πρόσφατη κρίση χρέους των κρατών καθιστά το βιβλίο του πολύτιμο για επιστήμονες, πολιτικούς και πολίτες, εντός και εκτός Ελλάδας, Υπό αυτή την έννοια, είναι πράγματι πολύ σημαντικό το ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του βιβλίου έχει δημοσιευτεί, και μάλιστα ηλεκτρονικά σε ιστοσελίδα μιας σημαντικής «δεξαμενής σκέψης» του CEPS (εδώ) με ελεύθερη πρόσβαση, και ως αγγλόφωνο δοκίμιο.

Η Ελλάδα υπήρξε –δυστυχώς με αρνητικό πρόσημο– στο επίκεντρο των εξελίξεων της Ευρωζώνης, λόγω της οξείας και ανυπέρβλητης δημοσιονομικής της κρίσης. Έτσι, εκτός από το ελληνικό, είναι και το ευρωπαϊκό κοινό που διψά να διαβάσει για την επίδραση της κρίσης χρέους στη θεσμική συγκρότηση της ΕΕ και της Ελλάδας, πολλώ δε μάλλον όταν ο γράφων διαθέτει το προφίλ του συγγραφέα μας.  

Κατ’ ανάγκην, όλοι όσοι γράφουμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση κάνουμε μία καταρχήν επιλογή, μία -ας την ονομάσουμε- «προερμηνευτική επιλογή» για να θυμηθούμε τον Δάσκαλο του Ευάγγελου Βενιζέλου και, εξ αντανακλάσεως και δικό μου, τον αείμνηστο Δημήτρη Τσάτσο. Είναι ο φακός μέσα από τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο συγγραφέας επιλέγει να βλέπει και να «διαβάζει» την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από το διακυβερνητικό πρίσμα: η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί κατά κύριο λόγο, όχι βεβαίως αποκλειστικά, ένα μόρφωμα διακυβερνητικού ή διεθνικού χαρακτήρα.

Αναμφισβήτητα, νομικά, στη βάση της θέσμισης της ΕΕ βρίσκονται οι διεθνείς, ιδρυτικές της, και τροποποιητικές εκείνων Συνθήκες. Αποδεδειγμένα, κάθε μεγάλο βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στηρίζεται σε τέτοιου είδους συνθήκες, που υπογράφονται από τις εθνικές κυβερνήσεις και πρέπει να κυρωθούν από τα εθνικά κοινοβούλια ή από τους λαούς, εκεί όπου συνταγματικά προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφίσματος. Άρα, προφανώς, νομικά μιλώντας ο συγγραφέας έχει δίκιο να λέει ότι πρόκειται για ένα διακρατικό μόρφωμα. Ωστόσο, αυτή συμπληρώνεται, θα αντέτασσε κάποιος, από το παράγωγο δίκαιο που διαθέτει της ιδιότητες της άμεσης ισχύος και της προτεραιότητας έναντι του εθνικού δικαίου (εδώ επιτρέψτε μου την επιστημονική διαστροφή να παρατηρήσω ότι ο συγγραφέας αναφέρεται, όπως και όλη η εγχώρια φιλολογία συνταγματικού και ευρωπαϊκού δικαίου στον μη νομικά ακριβή όρο «υπεροχή»).

H Ευρώπη να βαδίσει όχι ενιαία αλλά μέσα από σχήματα ευέλικτα βάσει μιας διευρυμένης «αρχής της ευελιξίας».

Όμως, η επιλογή αυτού του «διακυβερνητικού φακού» εκ μέρους του συγγραφέα δεν οφείλεται μόνον στη νομική διεθνο-δικαιική διάσταση του πρωτογενούς δικαίου. Αποδίδεται πειστικότερα μάλλον στην πολιτική διάσταση του ιστορικού φαινομένου «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Στο βιβλίο, μέσω του επιστημονικού του φακού, διαθλάται το απαύγασμα της σοφίας όχι μόνο του συνταγματολόγου αλλά και του πολιτικού Ευάγγελου Βενιζέλου, που διετέλεσε Υπουργός με πάρα πολλά χαρτοφυλάκια, με ιστορικά σημαντικότερα μάλλον αυτά του Υπουργού των Οικονομικών, των Εξωτερικών και του Αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης, που του εξασφάλισαν κρίσιμο ρόλο σε πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της δανειζόμενης Ελλάδας και των δανειστών κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Την πικρή επίγευση των διαπραγματεύσεων αυτών νιώθει και ο αναγνώστης του βιβλίου. Οι θεωρητικές, έτσι, αναζητήσεις του που επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για επιστημονικό δοκίμιο, χαράσσονται με την σφραγίδα του πολιτικού ρεαλισμού. Κινούμενος ανάμεσα στο νομικό «δέον» και την πολιτική φιλοσοφία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το πολιτικό πραγματικό, το «ον» της τελευταίας, ο συγγραφέας αποτιμάει ως πλέον βαρύνον το δεύτερο. Η επιστημονική ματιά διυλίζεται μέσα από την πολιτική. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, τελικά, στα δύσκολα, στις σκληρές επιλογές, στα θέματα όχι χαμηλής αλλά υψηλής πολιτικής, εκεί που διακυβεύονται κρατικά (αλλά και μεγάλα ιδιωτικά) οικονομικά συμφέροντα, αυτό που προέχει είναι τελικά τα συμφέροντα των κρατών. 

Εντούτοις, το σχήμα που αποδίδει ο Βενιζέλος στην ΕΕ, όπως αυτό αναπλάθεται στο καμίνι της δημοσιονομικής κρίσης, διαθέτει μία πλαστικότητα: όπως ο ίδιος επισημαίνει η Ελλάδα σήμερα δανείζεται με πολύ χαμηλά, σχεδόν μηδενικά, επιτόκια μέσω του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. Αυτό δεν είναι κάτι που αντανακλά «γυμνά» κρατικά συμφέροντα, ιδίως για χώρες που δανείζονται ακριβότερα για να μας δανείσουν. Άρα, επιτρέψτε μου να επισημάνω, ότι μπορεί μεν τα βήματα τα οποία έγιναν από το 2010 μέχρι και σήμερα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης να έχουν πραγματοποιηθεί όντως με διακυβερνητικό τρόπο, με την «ενωσιακή» και όχι την λεγόμενη «κοινοτική μέθοδος», που επιτρέπει τον αυξημένο ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ωστόσο η ίδια η ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών οικονομικής ενοποίησης, έστω και διακυβερνητικά δομημένη, είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Αν θυμηθεί κανείς την κριτική που από νωρίς πολλοί άσκησαν στην ΟΝΕ, στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση, λέγοντας ότι στηρίζεται σε ένα μεγάλο «Ν», τη νομισματική ενοποίηση, και ένα ασθενές «Ο», την ελλείπουσα ή πάντως ασθενική οικονομική ενοποίηση, τότε πρέπει και να παραδεχτεί ότι το έλλειμμα αυτό μειώνεται με τις πρόσφατες θεσμοθετήσεις. Εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό αυτό το οποίο ζήσαμε και ζούμε στην Ελλάδα με τη δημοσιονομική κατάρρευση το 2009 οφείλεται ακριβώς στο μικρό «Ο», στο γεγονός, δηλαδή, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είχε μηχανισμούς ελέγχου και εποπτείας των προϋπολογισμών ή, πάντως, δεν αξιοποίησε εκείνους που είχε. Θυμίζω ότι ήδη από το 2005 υπήρχαν προβλήματα –και μάλιστα ακόμη και στη Γερμανία, αλλά εκείνοι τα αντιμετώπισαν μόνοι τους. Αντίθετα, εμείς ενώ μπήκαμε εγκαίρως τότε υπό δημοσιονομική επιτήρηση, λόγω εντέλει και της ολιγωρίας της επιτροπής Barroso προκειμένου να ευνοηθεί εκλογικά η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, απαλλαχθήκαμε από αυτήν, πράγμα που οδήγησε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της διετίας 2007-09. Μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα ότι αν τότε υπήρχαν οι αντίστοιχοι μηχανισμοί που υπάρχουν σήμερα ίσως η Ελλάδα να περνούσε τη φάση της δημοσιονομικής προσαρμογής πολύ πιο ήπια από ό,τι αναγκαστήκαμε να το κάνουμε τα προηγούμενα χρόνια. Με κόστος βεβαίως και σε βάρος πολιτικών, όπως ο συγγραφέας, που σήκωσαν, όταν κλήθηκαν, το βάρος της οικονομικής εθνικής μας επιβίωσης.

H εμπειρία των διαφόρων κρίσεων, επιβάλλει να αναληφθούν μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες.

Για να επιστρέψω όμως στο βιβλίο, θα μπορούσα, λοιπόν, να αντιτάξω στη διακυβερνητική ματιά του συγγραφέα, ότι ακόμα και όταν τα βήματα γίνονται με διακυβερνητικό τρόπο, το πρόσημο είναι θετικό, εφόσον πάντως πραγματοποιούνται. Και, παρότι πολύ εύστοχα ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει ότι πλέον τα ίδια τα γεγονότα, η ιστορία, μάς αναγκάζουν να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει μία γραμμική εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συχνά τομείς ενοποιούνται υποκείμενοι καταρχάς στη διακυβερνητική μέθοδο και αργότερα στην κοινοτική («υπερεθνική ολοκλήρωση»). Θέλω, λοιπόν, να διατηρήσω μία αισιοδοξία ότι ακόμα κι αν αρχίζουμε διακυβερνητικά η οικονομική ενοποίηση θα μπορέσει να βαδίσει και με βήματα τα οποία να έχουν στοιχεία της κοινοτικής μεθόδου, επιτρέποντας μεγαλύτερη δημοκρατική εποπτεία της οικονομικής εποπτείας που ασκούν μηχανισμοί όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κλπ.

Η τελευταία παρατήρηση μας επιτρέπει να σκεφθούμε και κάτι άλλο –το αναφέρει και αυτό ο συγγραφέας, καθότι, όπως προείπα, δεν αφήνει και πολλά ανείπωτα με τον πυκνό δικαιο-πολιτικό και συνταγματικό του λόγο: την πιθανότητα, που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, νομίζω, η Ευρώπη εφεξής να βαδίσει όχι ενιαία αλλά μέσα από σχήματα ευέλικτα, είτε ονομαστούν «ομόκεντροι κύκλοι» είτε «πολλαπλές ταχύτητες» βάσει μιας διευρυμένης «αρχής της ευελιξίας». Έτσι κι αλλιώς η νομισματική ενοποίηση, που όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στο βιβλίο του, είναι πραγματικά ένα μέγιστο δείγμα πολιτικής βουλησιαρχίας, πολιτικού βολονταρισμού, αποτελεί το μέγιστο παράδειγμα ευελιξίας για χώρες που και θέλουν και μπορούν.

Και το ερώτημα βέβαια αναδύεται ζωτικό για την Ελλάδα: θα μπορέσουμε να μείνουμε στο σκληρό πυρήνα που μας εξασφαλίζει η συμμετοχή στην Ευρωζώνη; Ή θα συρθούμε εκτός αυτής, θέτοντας σε κίνδυνο την επιβίωσή μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά; Γιατί αν η σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή εντός της Ευρωζώνης οδήγησε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι τα ποσοστά θα ήταν αντίστροφα, θα ήταν, δηλαδή, λίγοι αυτοί που θα διατηρούσαν μία αξιοπρεπή ζωή, αν είχε επέλθει έξοδος από το ευρώ και άτακτη χρεωκοπία. Όλα αυτά είναι θέματα που τίθενται ήδη και θα συνεχίσουν να μας απασχολούν, καθώς η δημοσιονομική κρίση έθεσε σε αμφισβήτηση πάρα πολλές βεβαιότητες, πάρα πολλά παραδεδεγμένα τα οποία θεωρούσαμε ως αυτονόητα.

Το θέμα της οικονομικής επιβίωσης μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αφορά προφανώς τόσο τα κράτη μέλη της όσο και την Ένωση. Εξάλλου, αν σε κάτι θα ήθελα να διαφοροποιηθώ από τον τρόπο ανάγνωσης, από το αφήγημα, αν θέλετε, το οποίο υιοθετεί ο συγγραφέας στο βιβλίο, είναι αυτός ο δυϊσμός μεταξύ κρατών και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν υπάρχει αυτός ο δυϊσμός. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τα κράτη της και τα κράτη μέλη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως λέω πολλές φορές στους φοιτητές, όταν μιλούμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σαν να μιλούμε για την Αμερική, για την Ιαπωνία, για κάτι εκεί έξω, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τα ίδια τα κράτη στο ενοποιημένο σύστημά τους. Το να διαχωρίζουμε τα δύο είναι σαν να διαχωρίζουμε την οικογένεια από τους συζύγους και τα παιδιά που την συναποτελούν. Μα η οικογένεια είναι τα μέλη της και είναι προφανές ότι η οικογένεια λειτουργεί ομαλά όσο τα τελευταία το επιθυμούν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τα κράτη της και τα κράτη μέλη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Έτσι λοιπόν, προφανώς το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν βρίσκεται σε μία γραμμική πορεία, εντούτοις θέλω να πιστεύω ότι το Καντιανό, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας το έχει ονομάσει, αίτημα της «αιώνιας ειρήνης» τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα συνεχίσει να εμπνέει και να επιβιώνει. Γιατί ναι μεν οι νεότερες γενιές δεν έχουμε ευτυχώς ζήσει τον πόλεμο, όμως αλίμονο αν κάθε γενιά πρέπει να ζήσει τη βία του πολέμου για να κατανοήσει ότι το πρωταρχικό πρόταγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η διατήρηση της ειρήνης, δεν είναι ποτέ αυτονόητα δεδομένο. Αλλά και η οικονομική ευημερία σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα εξαρτάται άμεσα από την ενοποίηση, γιατί αλίμονο αν επιστρέψουμε σε εθνικές οικονομίες όπου οι αδύναμοι κρίκοι, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να αγωνίζονται για να επιβιώσουν δεχόμενες τις πιέσεις των παγκόσμιων αγορών χρήματος.

Έτσι λοιπόν, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με το συγγραφέα όταν κλείνοντας λέει ότι η εμπειρία των διαφόρων κρίσεων, επιβάλλει να αναληφθούν μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες. Και ως τέτοιες κρίσεις εννοεί κυρίως την οικονομική, δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα. Αμφότερες δεν αναμένεται να εκλείψουν σύντομα. Είναι προφανές ότι οι μεγάλες αυτές πολιτικές πρωτοβουλίες κατά κύριο λόγο αναμένεται να αναληφθούν από τα μεγάλα και ισχυρά οικονομικά κράτη, γιατί είναι αυτά τα οποία έχουν την πραγματική ισχύ. Ας μην παραγνωρίζουμε ότι πέραν της νομικής κυριαρχίας που ενυπάρχει ιδεατά σε κάθε κράτος και άρα όλα τα κράτη, νομικά μιλώντας, είναι εξίσου κυρίαρχα, κρίσιμο ρόλο παίζει η πραγματική κυριαρχία, με την πολιτική έννοια, η πολιτική δύναμη, άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομική και στρατιωτική ισχύ. Άρα προφανώς από τα μεγάλα κράτη αναμένουμε να πάρουν πρωτοβουλίες, είτε αυτές αφορούν την οικονομική ολοκλήρωση είτε αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική ή την πολιτική άμυνας.

Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να σχολιάσω κάτι που είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε μία άλλη συνάντηση στην Αθήνα, οργανωμένη από το ΕΛΙΑΜΕΠ, όπου μίλησε για την παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη και στον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, λέγοντας ότι έχει να κάνει με το θάνατο, καθώς στην Ευρώπη κανείς δε θέλει να πεθάνει. Αναρωτιέμαι μήπως το μέλλον της Ευρώπης είναι αρκετά δυσοίωνο ώστε να υπάρξει και εδώ μία φτωχή τάξη ανθρώπων που μισθοφορικά θα ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους, όπως γίνεται στην Αμερική. Ίσως καλύτερα να το απευχόμαστε και να ελπίσουμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι όντως το όχημα που θα επιτρέψει, όπως λέει ο Habermas, στους ευρωπαϊκούς λαούς να διατηρήσουν τα κεκτημένα του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, την ειρήνη, την ευημερία, το κοινωνικό κράτος, την προσωπική αξιοπρέπεια και τη συλλογική αυτοδιάθεση.

Σας ευχαριστώ και πάλι και προτείνω ανεπιφύλακτα την ανάγνωση του βιβλίου του κ Ευάγγελου Βενιζέλου, ενός εργαλείου χρήσιμου για να κατανοήσουμε το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Claude Lorrain (1600 – 1682), Seaport


* Για την ομιλία του Σάκη Μουμτζή, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/231-omilia-saki-moumtzi.html 

Για την ομιλία του Ανδρέα Πανταζόπουλου, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/232-evropaiki-enopoiisi-kai-dimokratia.html

* Για την ομιλία του Παναγιώτη Γκλαβίνη, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/233-omilia-panagioti-glavini-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-sti-thessaloniki.html

* Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: http://www.evenizelos.gr/373-sticky-top/5375-2016-06-17-11-17-36.html  

 

Παπαδοπούλου, Λίνα

Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 

Τελευταία άρθρα: Παπαδοπούλου, Λίνα