Δευτέρα, 30 Μαϊ 2016

Ομιλία Βασίλη Σκουρή κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου

αρθρο του:

Ομιλία Βασίλη Σκουρή κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου «Μετασχηματισμοί του κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης: Η ελληνική περίπτωση», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, που πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαΐου, στο θέατρο Αλίκη, Αθήνα


Κυρίες και κύριοι, ο λόγος για τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η εκδήλωση, είναι το βιβλίο το οποίο εξέδωσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος και το οποίο αποτελεί και τη βάση της συζήτησης που θα γίνει σήμερα.

Εγώ χαίρομαι ιδιαιτέρως διότι έχω την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις με αφορμή αυτό το βιβλίο, του οποίου βρίσκω ιδιαιτέρως επιτυχημένο και επίκαιρο τον τίτλο, αφού πράγματι παρατηρούμε μετασχηματισμούς τόσο στο εθνικό κράτος όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βλέπουμε την ιδέα αυτή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να βρίσκεται σε μια οπωσδήποτε κρίσιμη καμπή

Και θεωρώ ότι είναι αξιοσημείωτο στις ημέρες μας που άλλα πράγματα απασχολούν συνήθως την κοινή γνώμη, κάποιος ν’ ασχολείται σοβαρά τόσο με τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις επιπτώσεις τους στο θεσμικό πλαίσιο, όσο και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών.

Κινδυνεύουμε με την ουσιαστική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.

Αλλά ίσως πιο σημαντικό είναι ακόμη, αυτός ο οποίος το πραγματοποιεί, όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος να μην είναι απλός παρατηρητής ή σχολιαστής, γιατί αυτό βλέπουμε πολλές φορές σε κείμενα τα οποία κυκλοφορούν, αλλά μέτοχος και συμ-μέτοχος στις σχετικές διεργασίες, όταν μάλιστα συνδυάζει την επιστημοσύνη, την πολιτική οξυδέρκεια, την ικανότητα σύνθεσης και την εύστοχη συναγωγή συμπερασμάτων.

Εύλογο είναι εγώ ν’ ασχοληθώ με τη θεσμική διάσταση και επιθυμώ να καταθέσω τις ανησυχίες μου για το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Εδώ είναι καίριες πράγματι οι παρατηρήσεις του συγγραφέα, που θίγουν το ζήτημα της θεσμικής ισοτιμίας αλλά και των πραγματικών ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οπωσδήποτε την παρατηρούμενη ενίσχυση του διακρατικού ή διακυβερνητικού στοιχείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση εις βάρος της λεγόμενης κοινοτικής ή ενωσιακής μεθόδου (σ’ αυτό το ζήτημα θα επανέλθω λίγο αργότερα), τη ραγδαία υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας που βεβαίως μέχρι ένα βαθμό, είναι αποτέλεσμα της ίδιας της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί αυτή συνεπάγεται μείωση, υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας.

Αλλά αυτό που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό σε συγκεκριμένα κράτη και ασφαλώς σε πολύ μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα είναι ότι κινδυνεύουμε με την ουσιαστική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Το γεγονός το οποίο είναι αξιοσημείωτο και δεν έχει τόσο έντονα απασχολήσει ακόμα και τα βήματα ή τις σχετικές διεργασίας στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι η είσοδος και η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα ευρωπαϊκά όργανα.

Αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο οπωσδήποτε αξίζει σχολιασμό. Και φυσικά, είναι η κρίση της νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η κρίση της ίδιας της αρχής της νομιμότητας στην Ένωση και στα κράτη μέλη που πιστοποιείται και στη νομολογία των εθνικών, συνταγματικών και ανώτατων Δικαστηρίων όπως πειστικά αναδεικνύει και αποδεικνύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Με αφορμή την οικονομική κρίση υπάρχει αποφασιστική ενίσχυση του διακρατικού ή διακυβερνητικού στοιχείου.

Θα επιμείνω σε δυο σημεία από αυτά τα οποία προανέφερα. Το πρώτο είναι η ενίσχυση του διακρατικού – διακυβερνητικού στοιχείου και το δεύτερο η κρίση νομιμοποίησης και νομιμότητας.

Ξεκινώντας με την ενίσχυση του διακρατικού στοιχείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή παρατηρείται σήμερα σε πολλά επίπεδα.

Εδώ πρέπει να πει κανείς ότι αυτό που χαρακτήριζε και καθιστούσε ιδιαίτερη αυτή τη μορφή συνεργασίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι είχε εγκαταλείψει σταδιακά το διακρατικό και το διακυβερνητικό στοιχείο και είχε προχωρήσει για παράδειγμα με την αποδοχή της αρχής της πλειοψηφίας, έστω και αν αυτή είναι ειδική, έστω και αν είναι ενισχυμένη, σε αποφάσεις, τις οποίες συνήθως γνωρίζουμε στο πλαίσιο των κρατών και όχι στο πλαίσιο των διεθνών Οργανισμών όπου κατά κανόνα το κάθε μέλος αυτού του Διεθνούς Οργανισμού έχει ως όπλο την αρνησικυρία ή βέτο.

Εδώ λοιπόν είχαμε σαφή προοδευτική υποχώρηση αυτού του διακρατικού και διακυβερνητικού στοιχείου με στόχο ακριβώς τη διευκόλυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όμως με αφορμή κυρίως την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών υπάρχει αποφασιστική ενίσχυση του διακρατικού ή διακυβερνητικού στοιχείου.

Είχαμε τη θέσπιση του λεγόμενου «χρυσού κανόνα», δηλαδή μια υποχρέωση που ανέλαβαν τα κράτη μέλη να κατοχυρώσουν σ’ ένα ανώτατο επίπεδο ρύθμιση που θα προβλέπει ότι θα σέβονται τις αρχές, τις οικονομικές αρχές στο πλαίσιο των αποφάσεων για τον προϋπολογισμό και ότι αυτό θα γίνεται με διευθετήσεις οι οποίες θα έχουν ένα επίπεδο συνταγματικό, τουλάχιστον υπερνομοθετικό, δηλαδή δεν θα μπορούν να αλλάζουν με την απλή πλειοψηφία η οποία συνήθως στηρίζει τις κυβερνήσεις στα κράτη μέλη.

Είχαμε επίσης και τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, για τον οποίο έχει γίνει τόσος λόγος - και αυτή ήταν μια διεθνής/διακυβερνητική συμφωνία, μολονότι εμπεριέχει ορισμένα στοιχεία ευρωπαϊκά, ενωσιακά, υπό την έννοια ότι χρησιμοποιεί μερικώς τους θεσμούς, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχουμε ένα όργανο της ΕΕ που μπορεί να μεταμορφώνεται σε όργανο διακυβερνητικό.

Αλλά αν φύγουμε από την οικονομική κρίση για να μη θεωρήσουμε ότι το ζήτημα αυτό της υποχώρησης του ενωσιακού στοιχείου, της ενωσιακής λεγόμενης μεθόδου, δηλαδή της δυνατότητας απόφασης με πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, φαινόμενα επικράτησης του διακρατικού προτύπου εις βάρος της ενωσιακής μεθόδου, δηλαδή της δυνατότητας λήψης αποφάσεων με πλειοψηφία και όχι ομοφωνία. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το λεγόμενο Βrexit, ή μάλλον για την αποφυγή του Βrexit.

Δηλαδή μια συμφωνία η οποία επετεύχθη τον Φεβρουάριο του 2016 (μάλιστα το βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι τόσο επίκαιρο ώστε μνημονεύει και σχολιάζει και αυτή την εξέλιξη), όπου συναντούμε ρυθμίσεις, οι οποίες μόνο ανησυχία μπορούν να προκαλέσουν. Και μόνο ανησυχία μπορούν να προκαλέσουν, διότι εδώ με την πίεση ενός μεγάλου κράτους μέλους όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, ελήφθησαν αποφάσεις, οι οποίες προφανώς (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά ορισμένα στοιχεία τους) μπορούν να ελεγχθούν και πρέπει να ελεγχθούν ως προς τη συμβατότητά τους με τις ίδιες τις ιδρυτικές συνθήκες.

Αυτό όμως που έχει σημασία εδώ και αποτελεί τον βασικό λόγο που χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα, δεν είναι τόσο ή μόνο το αποτέλεσμα, αλλά το γεγονός ότι λαμβάνεται μια απόφαση με συγκεκριμένες εκατέρωθεν υποχρεώσεις και καταλήγει στο ότι εάν τυχόν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατά της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε αυτομάτως παύει να ισχύει η απόφαση η οποία έχει ληφθεί.

Στα αυστηρά νομικά, προβλέπεται δηλαδή μια λεγόμενη διαλυτική αίρεση, αποφασίζω κάτι αλλά αν δεν κάνεις αυτό το οποίο αναμένω, τότε αυτό παύει αυτομάτως να ισχύει. Παρόμοια ρύθμιση αυτής της εμβέλειας εγώ τουλάχιστον δεν έχω ξανασυναντήσει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό που έχει επίσης σημασία, είναι η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έλαβε την απόφαση για την αποφυγή του Brexit. Πρόκειται για τη Σύνοδο των αρχηγών των κρατών και των κυβερνήσεων που ως θεσμός έχει μακρά ιστορία. Ξεκίνησε μ’ έναν άτυπο τρόπο, σιγά-σιγά αναγνωρίστηκε στο επίπεδο των συνθηκών και (αυτό έχει σημασία νομίζω εδώ) με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας κατέστη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ένα από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μνημονευόμενο μάλιστα στη σχετική απαρίθμηση αμέσως μετά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η à la carte λειτουργία ενός τόσο σπουδαίου θεσμού δεν προωθεί ωστόσο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Άρα είναι ένα όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα πρέπει να και αυτό να λειτουργεί σύμφωνα με τους ρυθμούς και τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως - και εδώ τώρα υπεισέρχεται το στοιχείο το διακρατικό ή διακυβερνητικό- ανάλογα με τις περιστάσεις, συμβαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ν’ αλλάζει μορφή και να λειτουργεί ως «Σύνοδος των αρχηγών των κρατών και των κυβερνήσεων στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου». Και να λαμβάνει αποφάσεις, δηλαδή ως ένας κυρίως διακυβερνητικός Οργανισμός.

Ενώ λοιπόν έχουμε ένα όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό ανάλογα με την περίπτωση την οποία εξετάζει, με το σημείο το οποίο θέλει να εξετάσει, μπορεί να μεταμορφώνεται σε όργανο διακυβερνητικό.

Αληθεύει βεβαίως ότι αυτό συνέβαινε με το Συμβούλιο Υπουργών στο παρελθόν, γιατί και το Συμβούλιο Υπουργών είχε αναπτύξει μια τέτοια πρωτοβουλία και δραστηριότητα, όμως νομίζω ότι εδώ θα πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός, αναγνωρίζοντας τέτοιου είδους ας πούμε ελευθερίας, τη στιγμή εκείνη που από την άλλη πλευρά τα όργανα αυτά είναι όργανα βασικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει τα τελευταία χρόνια λάβει αποφάσεις, οι οποίες έχουν εξαιρετικά μεγάλη σημασία και ασφαλώς έχουν επηρεάσει όλες αυτές τις εξελίξεις, το ζήτημα του «χρυσού κανόνα», το ζήτημα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, στηρίζεται ακριβώς σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η à la carte λειτουργία ενός τόσο σπουδαίου θεσμού ως οργάνου ενωσιακού ή διακυβερνητικού δεν προωθεί ωστόσο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Έχουμε ρωγμές και τριγμούς στην τήρηση της νομιμότητας.

Το δεύτερο στοιχείο που θα ήθελα ν’ αναφέρω και αυτό ομολογώ είναι όχι μόνον ευρωπαϊκό, αλλά φυσικά αγγίζει πολύ έντονα και τα κράτη μέλη, αγγίζει κάθε κράτος μέλος, είναι το ζήτημα νομιμοποίησης και νομιμότητας. Για τη νομιμοποίηση μπορούν βεβαίως να υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες είναι ικανές να παράσχουν νομιμοποίηση, ν΄ αυξήσουν τη νομιμοποίηση ή εν πάση περιπτώσει να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως νομιμοποιητικά μέσα.

Όταν όμως διαπιστώνουμε ότι έχουμε μια κρίση και μια σοβαρή κρίση σε ό,τι αφορά την ίδια τη νομιμότητα, δηλαδή τον σεβασμό της βάσης, στην οποία δεν μπορεί παρά να στηρίζεται ένας Οργανισμός, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και πολύ περισσότερο φυσικά ένα κράτος, εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ σοβαρά.

Έχουμε ρωγμές και έχουμε τριγμούς στην τήρηση της νομιμότητας. Έχουμε φαινόμενα τα οποία έχουν αναδειχθεί στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του προσφυγικού προβλήματος με εθνικές δράσεις που είναι δεδομένο ότι δεν βρίσκονται σε συμφωνία με τις ρυθμίσεις οι οποίες, επαναλαμβάνω, τονίζω, εξακολουθούν να ισχύουν. Δεν έχει αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο ακόμη.

Αλλά αν δείτε την κατάσταση η οποία υπάρχει με τις εθνικές δράσεις και πρωτοβουλίες, τότε διαπιστώνετε ότι αυτές σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν είναι σύμφωνες με το ισχύον θεσμικό καθεστώς. Και έχουμε επίσης, και αυτό είναι ένα άλλο φαινόμενο πάρα πολύ ανησυχητικό, τον παραγκωνισμό των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γιατί αυτός ο ιδιόμορφος Οργανισμός που είναι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση, εξ αρχής στηρίχθηκε στο δίκαιο και στον νόμο. Δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει και δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από άλλους Διεθνείς Οργανισμούς, παρά μόνο προχωρώντας πάντοτε με βάση τους νόμους, τους κανονισμούς, τις οδηγίες κτλ.

Έχουμε σαφείς παραβιάσεις του λεγόμενου «κοινοτικού κεκτημένου».

Εδώ λοιπόν με την επίκληση δημοψηφισμάτων εθνικών αλλά και εθνικών εκλογών, έχουμε σαφείς παραβιάσεις του λεγόμενου «κοινοτικού κεκτημένου». Θα σας αναφέρω ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Έχουμε κρίση ασφαλώς νομιμότητας ευρωπαϊκής στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, αλλά έχουμε επίσης φαινόμενα προβληματικά στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία σε σχέση τουλάχιστον με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Άλλωστε αυτή η αμφισβήτηση η οποία υπάρχει ως προς την τήρηση αυτών των θεμελιωδών αξιών, είναι και εκείνο που εμποδίζει αυτές τις δυο χώρες να εισέλθουν στο σύστημα Σένγκεν. Στην Ουγγαρία και στην Πολωνία όμως, έχουμε φαινόμενα τα οποία είναι άκρως ανησυχητικά διότι εκεί ακριβώς με την επίκληση πλειοψηφιών και εκλογών εθνικών θίγονται καίρια και μειώνονται αποφασιστικά οι εξουσίες των Συνταγματικών Δικαστηρίων.

Στην Ουγγαρία και στην Πολωνία παρατηρείται αυτό το φαινόμενο και μάλιστα σε χώρες, οι οποίες με πολύ υπερήφανο τρόπο μετά την απαλλαγή τους από το κομμουνιστικό καθεστώς, ίδρυσαν Συνταγματικά Δικαστήρια ως θεματοφύλακες του Συντάγματος. Επειδή όμως τα Συνταγματικά αυτά Δικαστήρια λειτούργησαν μ’ έναν τρόπο που ήταν ίσως διαφορετικός από τις θελήσεις των εκάστοτε κυβερνώντων, άρχισε μια προσπάθεια για το πώς θα υπάρξει μείωση των αρμοδιοτήτων τους.

Και αυτό συνέβη στην Ουγγαρία με μια πλειοψηφία κυβερνητική, η οποία ξεπερνά τον αριθμό που απαιτείται για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Δηλαδή εκεί έχουμε αναθεωρήσεις του Εθνικού Συντάγματος, με τις οποίες συντελείται αυτή η μείωση των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου, έχουμε «απολύσεις» δικαστών με τη λήξη των θητειών τους που αποφασίζεται με συνταγματική ρύθμιση, μια ρύθμιση που δεν έτυχε της επιδοκιμασίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό συνέβη στην Πολωνία, όπου με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας η οποία (κακώς βέβαια, αλλά αυτό προβλέπεται στο Σύνταγμα) για να μπορέσει να ισχύσει πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εξουσία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την έχει η κυβέρνηση, η οποία προήλθε από τις πρόσφατες εκλογές και είπε ότι «εγώ δεν τη δημοσιεύω».

Με την επίκληση εθνικής ανάγκης ή δημοσίου συμφέροντος έχουμε φαινόμενα ανυπακοής σε δικαστικές αποφάσεις.

Δεν έχουμε δηλαδή μια «απλή» ανυπακοή σε μια απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχουμε μια πράξη η οποία αρνείται να την καταστήσει την απόφαση ισχυρή. Και αυτό βέβαια είναι οπωσδήποτε ένα ακραίο φαινόμενο, για το οποίο θα ανέμενε κανείς να υπάρξει κάποια αντίδραση από τα ευρωπαϊκά όργανα. Θυμίζω εδώ ότι όταν σημειώνονται παρεκβάσεις από το Κοινοτικό Κεκτημένο, από το Ενωσιακό Κεκτημένο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει τη εξουσία να προσφύγει εναντίον των κρατών μελών με την προσφυγή επί παραβάσει για να διαπιστωθεί ενώπιον του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου ότι ένα κράτος μέλος ή πολλά κράτη μέλη έχουν παραβιάσει τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπέχουν κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Και αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Βεβαίως εδώ προηγείται και μια πολιτική εκτίμηση της Επιτροπής, δεν γίνεται αυτό, αμέσως μόλις διαπιστωθεί μια παράβαση, και στην προκείμενη περίπτωση η αντίδραση της Επιτροπής έχει μεν ανακοινωθεί, αλλά δεν έχει ακόμη λάβει σάρκα και οστά διότι υποτίθεται ότι γίνεται και μια σχετική διαπραγμάτευση.

Αυτό το ζήτημα κυρίες και κύριοι μας φέρνει βέβαια και στην Ελλάδα, διότι δεν είναι ένα αποκλειστικά ευρωπαϊκό φαινόμενο. Και στον προβληματισμό που εκτίθεται στο βιβλίο με πολύ εύστοχο και εποικοδομητικό τρόπο, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρεται στην αντίδραση που υπήρξε στα ζητήματα που ήταν συνδεδεμένα με τα μνημόνια, στην αντίδραση που υπήρξε από την πλευρά της νομολογίας, κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ό,τι παρατηρείται και αλλού, αυτό παρατηρείται τώρα και στη χώρα μας όπου έχουμε ένα φαινόμενο πολιτικής ανυπακοής σε δικαστικές αποφάσεις. Με την επίκληση της μεγάλης ανάγκης, ή της εθνικής ανάγκης ή του δημοσίου συμφέροντος ή των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα, έναντι των δανειστών, έχουμε φαινόμενα τα οποία συνδέονται ακριβώς με την ανυπακοή σε δικαστικές αποφάσεις, πράγμα το οποίο φυσικά δημιουργεί ένα μείζον θέμα.

Επανέρχεται στην επικαιρότητα η συζήτηση για ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Διότι το νόημα των δικαστικών αποφάσεων και της υποχρέωσης συμμόρφωσης που υπάρχει, αποκτά σημασία όταν δεν συμφωνείς με τις αποφάσεις αυτές. Αν εφαρμόζεις μόνον αυτές με τις οποίες συμφωνείς, τότε δεν έχει κανένα νόημα όλη αυτή η συζήτηση και πληγώνεται αθεράπευτα το θεσμικό καθεστώς.

Θα κλείσω μ’ ένα σχόλιο για τις παρατηρήσεις του συγγραφέα τις σχετικές με τον δικαστικό έλεγχο τη συνταγματικότητας. Ένα ζήτημα το οποίο παραμένει διαρκώς στην επικαιρότητα και το οποίο βλέπω ότι οδήγησε τον Βενιζέλο, όπως οδήγησε κι εμένα, σε μια αναθεώρηση των απόψεων που είχαμε εκφράσει από κοινού πριν από 30 χρόνια, σ’ ένα πολύ μικρό βιβλιαράκι που είχαμε εκπονήσει μαζί, με αφορμή τα μαθήματα τα οποία κάναμε στη Θεσσαλονίκη, στο Μεταπτυχιακό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Εδώ αληθεύει ότι το σύστημα το οποίο έχουμε στην Ελλάδα με τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο, δηλαδή μ’ έναν έλεγχο ο οποίος ασκείται από όλα τα Δικαστήρια και δεν αφορά στην ίδια τη συνταγματικότητα κατά την απόφαση ή κατά το διατακτικό της απόφασης, προκαλεί ορισμένα ζητήματα και ακριβώς όπως έχει αναδειχθεί με αφορμή τις συζητήσεις και τις δίκες που έχουν γίνει στο πλαίσιο του μνημονίου, ότι οι αποφάσεις που εκδίδουν τα Δικαστήρια δεν μπορούν παρά να αφορούν μερικά ζητήματα. Όχι το σύνολο του προβλήματος.

Δεν μπορούν να προχωρήσουν σε μια αξιολόγηση του συνόλου του προβλήματος, αλλά ασχολούνται με ζητήματα μερικά, με συγκεκριμένες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων, όπου διαπιστώνεται ότι οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί ή δεν μπορεί να είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Ίσως εδώ υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα, γιατί καλό θα ήταν να μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις ν’ αξιολογείται η συνολική εικόνα του προβλήματος σε μια ίσως κρίσιμη δίκη, η οποία θα υπάρξει και να επέλθει μετά από αυτό ενδεχομένως και η κοινωνική ειρήνη.

Επομένως νομίζω ότι επανέρχεται στην επικαιρότητα η συζήτηση για μια πιθανή ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα το οποίο θ’ αναλάβει και αυτό τέτοιες αρμοδιότητες, μειώνοντας τη σημασία του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου. Χαίρομαι λοιπόν που βλέπω ότι και στο σημείο αυτό συμφωνούμε με τον αγαπητό Βαγγέλη και χαίρομαι που είμαι φίλος του.

Σας ευχαριστώ πολύ.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Ambrogio Lorenzetti, (1290 –1348), The Effects of Good Government

** Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: http://www.evenizelos.gr/407-speeches/conferencespeech/conferencespeech2016/5350-2016-05-26-07-24-58.html
*** Για την ομιλία του Π. Ιωακειμίδη, δείτε εδω: http://ekyklos.gr/sb/218-omilia-p-ioakeimidi-kata-tin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou.html
**** Για το video της ομιλίας του Γ. Προκοπάκη, δείτε εδώ: https://vimeo.com/168462595


 

Ομιλία Βασίλη Σκουρή κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Σκουρής, Βασίλης

Βασίλης Σκουρής, Πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ