Κυριακή, 20 Μαρ 2016

Η Σύνοδος Κορυφής της 18ης Μαρτίου για το Προσφυγικό

αρθρο του:

«Too Little Too Late Alexis»

Προϊόν αλλεπάλληλων Συνόδων Κορυφής και σκληρού ανατολίτικου παζαριού με την Τουρκία, η συμφωνία της 18ης Μαρτίου για το προσφυγικό χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα πολύπλοκη, τεχνικά εξαιρετικά δυσχερής με ασάφειες και αμφιλεγόμενα σημεία. Καθώς, λοιπόν, «πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης», θα επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την συμφωνία, επισημαίνοντας ορισμένα βασικά σημεία της κοινής δήλωσης του Συμβουλίου Ε.Ε. – Τουρκίας. Πρώτα από όλα, εγκλωβίζονται στην Ελλάδα περί τους 50.000 πρόσφυγες και παράτυποι μετανάστες που βρίσκονται ήδη εντός  της ελληνικής επικράτειας, για τους οποίους δεν υπάρχει απολύτως καμία πρόβλεψη. Αντίθετα, η μετεγκατάσταση προσφύγων στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι σε εθελοντική βάση και η απόφαση των πρώην Ανατολικών κρατών για το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου δεν αλλάζει.

Eγκλωβίζονται στην Ελλάδα περί τους 50.000 πρόσφυγες.

Ειδικότερα, η Τουρκία αναλαμβάνει να παίρνει πίσω από σήμερα όλους τους παράνομα εισελθόντες στην Ελλάδα από την Τουρκία. Ακούγεται εντυπωσιακό, όμως στην πράξη δεν θα είναι, διότι στην Τουρκία θα πηγαίνουν πίσω όσοι δεν ζητήσουν άσυλο, ενώ για αυτούς που θα ζητήσουν θα πρέπει να γίνει ατομική εξέταση και σε περίπτωση απόρριψης διατηρούν το δικαίωμα προσφυγής με ότι αυτό σημαίνει σε χρονική διάρκεια αλλά και την υποχρέωση του Κράτους για εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατ’ επέκταση, θα έχει περιορισμένες πρακτικές συνέπειες και η υπόσχεση ότι για κάθε Σύρο που θα επιστρέφει η Ελλάδα, η ΕΕ θα παίρνει έναν Σύρο από την Τουρκία, και αυτό διότι εν τέλει ελάχιστοι Σύροι θα επιλέξουν να επιστρέψουν. Θα ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα εάν η Τουρκία δεχόταν την παρουσία της FRONTEX στα παράλια της προκειμένου να καθίσταται αποτρεπτική η μετάβαση μεταναστών στην Ελλάδα καθώς και εάν προβλεπόταν η ίδρυση πλωτών hotspots στις τουρκικές ακτές.

Ακολούθως, ο ανώτατος αριθμός για τους Σύρους πρόσφυγες που θα μεταφερθούν για εγκατάσταση από την Τουρκία στις χώρες της ΕΕ είναι 72.000, πολύ μικρότερος από τους 160.000 που αρχικά είχε συμφωνηθεί, και τη στιγμή μάλιστα που εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι κατευθύνονται προς την Ευρώπη καθημερινά. Επιπλέον, προτεραιότητα θα δοθεί σε εκείνους που δεν έχουν μπει ή δεν έχουν προσπαθήσει να μπουν παράτυπα στην Ε.Ε.. Συνεπώς αποκλείονται  εκ προοιμίου όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελλάδα και επομένως θα πρέπει να βρεθεί τρόπος για να αποδεχτούν την επιστροφή τους στην Τουρκία, άνθρωποι που ρίσκαραν τη ζωή των οικογενειών τους  και ξόδεψαν όλη την περιουσία τους για να περάσουν στα ελληνικά νησιά. Περαιτέρω, η Τουρκία λαμβάνει άμεσα 3 δις, ενώ θα μπορεί να ζητήσει επιπρόσθετα 3 δις μέχρι το 2018. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, στη συμφωνία δεν προβλέπεται μηχανισμός ελέγχου και υλοποίησης των συμφωνηθέντων (verification mechanism) προκειμένου να ελέγχεται η Τουρκία ως προς την συμμόρφωσή της.

H συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι 28 και ενέκρινε ο Νταβούτογλου έχει προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα.

Η Τουρκία δεν είδε, ωστόσο, να ικανοποιείται το αίτημά της για «ξεπάγωμα» των Κεφαλαίων που κρατά κλειστά η Κύπρος. Έτσι η Τουρκία αρκέσθηκε στο άνοιγμα του Κεφαλαίου 33  που κρατούσε  παγωμένο η Γαλλία με απόφαση του πρώην προέδρου Ν. Σαρκοζί. Σε ότι αφορά την απελευθέρωση των θεωρήσεων για τους τούρκους πολίτες, για την οποία είναι απρόθυμα όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, η Τουρκία αρκέσθηκε στην υπόσχεση ότι εφόσον μέχρι τον Απρίλιο έχει εκπληρώσει τα 72 προαπαιτούμενα  τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο θα αποφασίσουν για την  άρση των θεωρείων με την επισήμανση όμως ότι αυτό θα ισχύει για «κάθε κράτος μέλος» συνεπώς και την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία η Τουρκία  δεν αναγνωρίζει.

Ίσως το πιο σημαντικό από όλα είναι το γεγονός ότι η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι 28 και ενέκρινε ο Αχμέτ Νταβούτογλου έχει προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην Συμφωνία ότι «εάν (η διαδικασία) δεν κατορθώσει να έχει τα ζητούμενα αποτελέσματα του τερματισμού της παράτυπης μετανάστευσης ή εάν ο αριθμός των επιστροφών (στην Τουρκία) ξεπεράσει τους παραπάνω αριθμούς τότε αυτός ο μηχανισμός θα τερματισθεί». Τέλος, η υλοποίηση της συμφωνίας από την ελληνική πλευρά απαιτεί την κινητοποίηση ενός τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού (δικαστικοί, αστυνομικοί, μεταφραστές διερμηνείς) που θα μπορούν στα ελληνικά νησιά να εξετάζουν την κάθε περίπτωση μετανάστη  ατομικά, να μπορούν να διεκπεραιώνουν  σε σύντομο διάστημα τις αιτήσεις ασύλου  αλλά και τις διαδικασίες έφεσης στις απορριπτικές  αποφάσεις. Θα πρέπει να διαπιστώνεται ποιοι από τους μετανάστες δεν υπόκεινται στους διεθνείς νόμους προστασίας ,ότι έχουν πράγματι φθάσει από την Τουρκία και μάλιστα μετά την συγκεκριμένη ημερομηνία. Με νέα σύνθετα καθήκοντα και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες να παραμένουν εγκλωβισμένοι στη Χώρα, η Ελλάδα καλείται να φέρει εις πέρας ένα πρωτόγνωρο διοικητικό, νομοθετικό και επιχειρησιακό εγχείρημα, που όμοιο του δεν έχει αναληφθεί μέχρι σήμερα.

Η Ελλάδα βρίσκεται με κλειστά τα βόρεια σύνορά της, επιτηρούμενα τα ανατολικά θαλάσσια σύνορα και με καταυλισμούς χιλιάδων ανθρώπων.

Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον (μετά τα capital controls) με κλειστά τα βόρεια σύνορά της, επιτηρούμενα τα ανατολικά θαλάσσια σύνορα και με καταυλισμούς και χώρους φιλοξενίας χιλιάδων ανθρώπων, για την τύχη των οποίων δεν μπορεί ακόμη να αποφασίσει κανείς. Η εξέλιξη αυτή δυστυχώς δεν ήταν αναπότρεπτη. Η ελληνική κυβέρνηση όμως εξάντλησε την πολιτική της σε επικοινωνιακά τρικ και σε μια ανέξοδη (αριστερίστικη) ρητορεία περί «ανθρωπισμού» περνώντας πολύ γρήγορα τα λάθος μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αντί μιας στρατηγικής αποτροπής υιοθετήθηκε μια πολιτική ανοικτών συνόρων. Αντί μιας στρατηγικής υποδοχής και διαχωρισμού των ροών υποστηριζόταν ότι όλοι οι εισερχόμενοι ήταν πρόσφυγες, παραγνωρίζοντας ότι μεταξύ των Σύρων προσφύγων συνέρρεα και χιλιάδες παράτυποι οικονομικοί μετανάστες. Αντί να επεκτείνει τα Κέντρα Κράτησης και τα ΚΕ.Π.Υ. (hotspots), η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να καταργήσει κάθε υποδομή διαχείρισης προσφύγων και μεταναστών και να τους αφήσει να «λιάζονται» και στη συνέχεια να «εξαφανίζονται», με την κουτοπόνηρη σκέψη ότι απλά θα περνούν από την Ελλάδα και θα πηγαίνουν στους «κουτόφραγκους» της Ευρώπης. Έτσι φτάσαμε, όταν στη Βουλγαρία οι ροές για το 2015 σημείωναν αύξηση μόλις 20% εν συγκρίσει προς το 2014, στην Ελλάδα να έχουμε ξεπεράσει το 1000%. Την ίδια στιγμή και ενώ μειωνόταν ο όγκος του περάσματος προς Ιταλία, το δικό μας αυξανόταν ραγδαία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ε.Ε., το 2014 η κατανομή των ροών μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας ήταν 68% και 32% αντίστοιχα, ενώ σήμερα μόλις το 7% προσφύγων και μεταναστών επιλέγουν την Ιταλία και 93% την Ελλάδα. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η καθυστερημένη αντίδραση της κυβέρνησης και η λάθος πολιτική της στο προσφυγικό έχει τεράστιο κόστος για τη χώρα. Η ελάχιστη ελληνική επιδίωξη θα πρέπει να είναι: 1) ολοκλήρωση των υποδομών για τους πρόσφυγες, 2) επαναλειτουργία χωρίς καθυστερήσεις και ιδεοληψίες κέντρων διοικητικής κράτησης για τους παράτυπους μετανάστες και επιτάχυνση των διαδικασιών επιστροφής στις χώρες προέλευσής τους και 3) αξιόπιστες, έστω και τώρα, διαδικασίες καταγραφής, ταυτοποίησης και δακτυλοσκόπησης των εισερχομένων.

Προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη η θριαμβολογία για τη Συμφωνία.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, για την Ελλάδα είναι να διαμορφώσει και να παρουσιάσει ένα Σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής για το Προσφυγικό. Οι αδάμαστες, ωστόσο, ιδεολογικές αγκυλώσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης και η επίμονη αλλοίωση της εξωτερικής πραγματικότητας, προκειμένου να σιτιστεί ο αδηφάγος λαϊκισμός της, την οδηγούν πολύ συχνά σε ενέργειες που εκθέτουν τη χώρα στους κινδύνους που συνεπάγεται η εφαρμογή μιας εν πολλοίς ανακόλουθης, άρρυθμης και ασυνάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα κατέστη πολύ γρήγορα δυστυχώς όχι απλώς μέρος του προβλήματος, αλλά ένας παρίας που εκλιπαρεί την αλληλεγγύη φίλων και εταίρων με τους οποίους αρχικά συγκρούστηκε και στη συνέχεια (χωρίς καμία έκπληξη) απομονώθηκε. Είναι πλέον σαφές ότι η οριστική έξοδος της χώρας από την προσφυγική (και όχι μόνο) κρίση δεν περνά μέσα από τον εθνολαϊκισμό, αλλά μέσα από μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική του ελληνισμού. Ακολούθως, μια εθνική στρατηγική απαιτεί προτάσεις, σχέδιο και χειροπιαστά αποτελέσματα και όχι τακτικισμούς, γενικόλογες τοποθετήσεις και υψηλούς τόνους αντιπαράθεσης. Απαιτεί προγραμματισμό, ιεράρχηση στόχων και συντονισμό δράσης, κυρίως, όμως μια εθνική πολιτική ηγεσία πρόθυμη να θυσιάσει το βραχυπρόθεσμο όφελος χάρη του μακροπρόθεσμου οφέλους. Μια εθνική στρατηγική που βρίσκεται σε ρήξη με την επιδίωξη της «μικράς εντίμου Ελλάδος», αλλά αντίθετα ανοίγει την Ελλάδα στην Ευρώπη και τον κόσμο με αυτοπεποίθηση και με γνώση των δυνατοτήτων της και των στόχων που μπορεί να πετύχει, αποτελεί εγγύηση για την έξοδο της χώρας από την κρίση.

Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, προκαλεί τουλάχιστον έκπληξη η θριαμβολογία για τη Συμφωνία και οι δηλώσεις περί «μεγάλης διπλωματικής επιτυχίας»! Στις πανηγυρικές δηλώσεις του πρωθυπουργού που βλέπει νίκες ύστερα από κάθε Σύνοδο, μάλλον ταιριάζει περισσότερο το βρετανικό απόφθεγμα «πολύ λίγα, πολύ αργά», Αλέξη!


* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Pyotr Gorban ( 1923 – 1995) Refugees

Μπαξεβάνης, Χρήστος

Ο Χρήστος Μπαξεβάνης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ και Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου. Κατέχει μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης στον κλάδο των Διεθνών Σπουδών του οικείου Τμήματος, και στον κλάδο της Ανάλυσης και Επίλυσης Διεθνών Συγκρούσεων του Πανεπιστημίου του Bradford (Η.Β.). Διετέλεσα Πρόεδρος στις Επιτροπές Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου. Δίδαξε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Π.Δ. 407/80), ενώ υπήρξε βοηθός διδασκαλίας στα γνωστικά αντικείμενα του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Σχέσεων σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, του Τομέα Διεθνών Σπουδών του Τμήματος Νομικής/ΑΠΘ, καθώς και Εισηγητής σε Σεμινάρια Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου & Διεθνών Σχέσεων, Ευρωπαϊκού Δικαίου και Ευρωπαϊκών Πολιτικών, στον Εκπαιδευτικό Όμιλο Γ. Καρφή, Θεσσαλονίκη. Είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων καθώς και της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Συμμετέχει με ανακοινώσεις σε συνέδρια ενώ άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του περιλαμβάνουν το Σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και της Ε.Ε, την ανάλυση και επίλυση διεθνών διαφορών, το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου και την εν γένει διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Μέλος του ΔΣΘ από το 2005.