Ο αριθμός των μεταναστών και των προσφύγων που διέσχισε τα σύνορα της Ευρώπης το 2015 είναι τετραπλάσιος σε σχέση με το 2014. Το σύνολο των μεταναστών και προσφύγων που έφθασε στην Ευρώπη από ξηράς και θαλάσσης το 2014 ήταν 280.000, ενώ το 2015, υπολογίζεται ότι έφτασαν στην Ευρώπη ένα εκατομμύριο άνθρωποι, η χειρότερη προσφυγική και μεταναστευτική κρίση από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πλειονότητα των μεταναστών και προσφύγων προήλθε από τη Μεσόγειο με περισσότερους από 800.000 να διασχίζουν το Αιγαίο για να φθάσουν στις ελληνικές ακτές από την Τουρκία. Από αυτούς, το 51% προέρχεται από τη Συρία, το 20% από το Αφγανιστάν, ενώ σε μικρότερα ποσοστά χώρες προέλευσης είναι το Ιράκ, το Πακιστάν και αφρικανικά κράτη. Την ίδια στιγμή 3.695 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα μέχρι το τέλος του 2015. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, 13 φορές περισσότεροι άνθρωποι έχουν διασχίσει τη Μεσόγειο τον Ιανουάριο του 2016 συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2015, ενώ 368 άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια μόλις του πρώτου μήνα του 2016. Με τις μάχες να συνεχίζουν να μαίνονται στη Συρία και το Ιράκ, μειονότητες να καταπιέζονται στο Αφγανιστάν και την ακραία φτώχεια στη βόρεια και ανατολική Αφρική, ο αριθμός των προσφύγων και μεταναστών δεν αναμένεται να μειωθεί ούτε εφέτος. Αντιθέτως, 1,5 εκατομμύριο το 2016 και 500.000 το 2017 αναμένει η Κομισιόν να εισέλθουν στην Ευρώπη μέσω της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Η πιθανότητα αξιοποίησης μεταναστευτικών ροών από τρομοκρατικές οργανώσεις με στόχο την είσοδο στο ευρωπαϊκό έδαφος, διχάζει τα κράτη-μέλη.
Οι αποτρόπαιες επιθέσεις στο Παρίσι από την εξτρεμιστική οργάνωση ISIS, οι οποίες έλαβαν χώρα τη στιγμή που συνεχιζόταν η απεγνωσμένη προσπάθεια εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών να προσεγγίσουν ευρωπαϊκά εδάφη, επιβεβαίωσαν με τον χειρότερο τρόπο τις ανησυχίες των Ευρωπαίων ηγετών, σχετικά με την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Η ισχυρή πιθανότητα αξιοποίησης των μεταναστευτικών ροών από τρομοκρατικές οργανώσεις, και κυρίως το ISIS, με στόχο την είσοδο στο ευρωπαϊκό έδαφος, διχάζει τα κράτη-μέλη και οδηγεί την ΕΕ σε μεταβολή των αρχικών θέσεών της επί του μεταναστευτικού. Ακολούθως, διάχυτος είναι ο φόβος ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε μια σειρά τομέων, με κυριότερους την ενίσχυση ακροδεξιών και ξενοφοβικών κομμάτων στην Ευρώπη, τον ενδεχόμενο περιορισμό των προσωπικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, καθώς και τη συντηρητικοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής της Ένωσης.
Με δεδομένο ότι η απόφαση για επιμερισμό των βαρών υλοποιείται με αργούς ρυθμούς και απροθυμία, το ενδεχόμενο εγκλωβισμού σημαντικού μέρους αυτών στη Βαλκανική είναι εξαιρετικά υψηλό. Το ζήτημα αυτό είναι κομβικής σημασίας για την Ελλάδα, καθώς ενίσχυση των τάσεων περί μη κατανομής των προσφύγων σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και αδυναμία επίτευξης συμφωνίας για τον καταμερισμό των μεταναστευτικών βαρών θα εγκλώβιζε σημαντικό αριθμό προσφύγων και μεταναστών σε ελληνικό έδαφος, καθιστώντας την κατάσταση μη διαχειρίσιμη. Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που διέρχεται ακόμα η Ελλάδα, θα αύξανε τα φαινόμενα περιθωριοποίησης και εξαθλίωσης μεγάλης μάζας αλλοδαπών, θα δημιουργούσε κοινωνικές εντάσεις και ένα αυξανόμενο κλίμα δυσαρέσκειας απέναντι γενικά στους ξένους, δημιουργώντας έτσι πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη ακραίων ρατσιστικών συμπεριφορών και εκδήλωση πράξεων βίας από εξτρεμιστικές ομάδες.
Δεν έχει τεθεί θέμα εγκατάστασης κέντρων ταυτοποίησης σε τουρκικό έδαφος, ενώ δεν συζητήθηκε καν το ζήτημα των πλωτών κέντρων.
Η ευρωπαϊκή διαχείριση της προσφυγικής κρίσης συνδέεται για την Ελλάδα με το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, καθώς και με τις σχέσεις ΕΕ-ΠΓΔΜ, άρα και με τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ, εφόσον η χώρα αυτή αποτελεί τμήμα της χερσαίας διαδρομής προσφύγων. Δυστυχώς για την ελληνική πλευρά, αλλά και για την αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη διαχείριση των προσφυγικών ροών, μέχρι στιγμής δεν έχει τεθεί θέμα εγκατάστασης κέντρων ταυτοποίησης σε τουρκικό έδαφος, ούτε ενεργοποιήθηκε πραγματικά η συμφωνία επανεισδοχής, ενώ δεν συζητήθηκε καν το ζήτημα των πλωτών κέντρων. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα βρίσκεται εκ νέου στο «μάτι του κυκλώνα», αυτή τη φορά αναφορικά με το θέμα των συνοριακών ελέγχων και της αποτελεσματικής φύλαξης των συνόρων της, άρα και εξωτερικών (κοινών) συνόρων της Ε.Ε. Ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ελλάδας από το καθεστώς Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση των προσώπων, θα οδηγούσε αυτόματα σε αλλαγή του ευρωπαϊκού status της Χώρας, μιας και σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα επέστρεφε στην περιφέρεια ως έκπτωτη και περιθωριοποιημένη. Μετά τη θετική γνωμοδότηση της επιτροπής αξιολόγησης Σένγκεν, το Σώμα των Επιτρόπων ενέκρινε την έκθεση αξιολόγησης Σένγκεν για την Ελλάδα καθώς και μία πρόταση σύστασης του Συμβουλίου σχετικά με την κάλυψη σοβαρών ελλείψεων που επισημαίνονται στην έκθεση αξιολόγησης όσον αφορά την εφαρμογή από την Ελλάδα των κανόνων Σένγκεν στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων. Οι προτεινόμενες συστάσεις αναμένεται να υποβληθούν στο Συμβούλιο για έγκριση. Τους επόμενους μήνες η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο επιλογές: είτε θα καλύψει τις ελλείψεις στην προστασία των συνόρων της είτε θα οδηγηθεί σε αυξημένους ελέγχους από άλλες χώρες της Ε.Ε. με ότι συνεπάγεται μια τέτοια εξέλιξη.
Ένας ενδεχόμενος αποκλεισμός της Ελλάδας από τη Σένγκεν, θα οδηγούσε τη χώρα μας στην περιφέρεια ως έκπτωτη και περιθωριοποιημένη.
Η άνοδος ευρωσκεπτικιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων (από τη Γαλλία μέχρι την Πολωνία και από τη Σουηδία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Δανία μέχρι την Ιταλία), διαφορετικών μεταξύ τους ιδεολογικών αποχρώσεων και εν πολλοίς αντιφατικών απόψεων, αλλά με κοινό παρονομαστή και βασικό πρόσημο τον λαϊκισμό και την ξενοφοβία, προκαλεί έντονη ανησυχία. Η κρίση με το ευρώ και η ραγδαία αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών έχουν ενισχύσει φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της Ένωσης και ταυτόχρονα απειλούν τους βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κοιτάζοντας πέραν του ορίζοντα της τρέχουσας κρίσης, η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με κοινωνικά ισορροπημένο τρόπο, με δημοκρατικό έλεγχο και συμμετοχή των πολιτών και των κοινοβουλίων είναι εν τέλει ο μόνος τρόπος να κρατηθεί ζωντανό το Ευρωπαϊκό όραμα και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά φυγόκεντρες τάσεις.
Η Ε.Ε. δεν αποτελεί για τις πολιτικές ηγεσίες και τα κόμματα κρεμάστρα για τις ευθύνες τους, ούτε οι πολίτες τα εξιλαστήρια θύματα της ατολμίας τους.
Στο δισεπίλυτο γρίφο του προσφυγικού έρχεται να προστεθεί η γιγάντωση του «Ισλαμικού Κράτους». Η προσπάθεια δημιουργίας εδαφικής επικράτειας του «Ισλαμικού Κράτους», μετατοπίζει την απειλή από τον χώρο απλώς και μόνο της διεθνούς αντιδυτικής τρομοκρατίας της Αλ Κάιντα, μεταβάλλοντας ποιοτικά τη φυσιογνωμία και τη δυναμική της νέας απειλής. Η ισλαμική εξτρεμιστικής οργάνωση (ISIS), εκμεταλλευόμενη τη σύγκρουση στη Συρία και την ένταση μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων στο Ιράκ, δημιουργεί νέα δεδομένα στη Μέση Ανατολή καθώς απειλεί να αναδιαμορφώσει εκ νέου το χάρτη της περιοχής με τη δημιουργία ισλαμικών χαλιφάτων, σε μια στρατηγική περιοχή που συνορεύει με την Ιορδανία, τον Λίβανο και την Τουρκία, και είναι επικίνδυνα κοντά στο Ισραήλ. Την ίδια στιγμή, οι πρόσφατες επιθέσεις στο Παρίσι, επιβεβαίωσαν τον κίνδυνο επέκτασης της εν λόγω απειλής και στον δυτικό κόσμο. Η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να αποδεχθεί μοιρολατρικά τον εγκλωβισμό της σε έναν κύκλο βίας σε ατομικό, κρατικό ή συστημικό επίπεδο, αντίθετα θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους αντιμετώπισης του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας, σε συνεργασία με το μετριοπαθές Ισλάμ και μέσα από ένα κανονιστικό πλαίσιο, ικανό να προσφέρει ασφάλεια και ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή και κατ’ επέκταση διεθνώς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συντριβή του «Ισλαμικού Κράτους» σα πεδία των μαχών είναι προϋπόθεση sine qua non για την αντιμετώπιση του ISIS. Από την άλλη πλευρά, η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να περιοριστεί, όσο αναγκαίο και αν είναι αυτό, απλώς και μόνο σε μια στρατιωτική απάντηση. Αντίθετα, απαιτείται ένα πλέγμα κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών μέτρων δράσης, κάτι το οποίο ακολούθως προϋποθέτει τη δέσμευση ενός μεγάλου και ενιαίου μετώπου αντίδρασης, για την ανοικοδόμηση της περιοχής και το σχήμα της επόμενης ημέρας.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι μεταξύ μιας ηπείρου στην οποία θα μας χωρίζουν εθνοκεντρικοί εγωισμοί, και μιας ηπείρου η οποία κατορθώνει να βρει από κοινού απαντήσεις στα προβλήματά της.
Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε ένα σταυροδρόμι: Μεταξύ μιας ηπείρου στην οποία θα μας χωρίζουν πάλι σύνορα και εθνοκεντρικοί εγωισμοί από τη μία, και από την άλλη μιας ηπείρου η οποία κατορθώνει να βρει από κοινού απαντήσεις στα προβλήματά της: με μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, με τον κοινό αγώνα κατά των βαθύτερων αιτίων της προσφυγικής κρίσης. Ακριβώς αυτό είναι το πεδίο όπου πρέπει να αναδειχθεί το πολιτικό, αλλά και ουσιαστικά νομικό θέμα της αρχής της αλληλεγγύης για την κατανομή των ευθυνών στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται η λήψη μιας σειράς βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών πάνω στη βάση των δύο αλληλένδετων αρχών της ευθύνης και της αλληλεγγύης, όπως είναι:
1) η αναθεώρηση των προβλέψεων για εξέταση των αιτημάτων ασύλου από τη χώρα πρώτης εισόδου (Κανονισμός Δουβλίνο)
2) η δημιουργία hot spots στα κράτη πρώτης γραμμής, όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος και η Τουρκία,
3) η καθιέρωση μηχανισμού υποχρεωτικής ανακατανομής στο εσωτερικό της Ε.Ε. τόσο αναγνωρισμένων προσφύγων όσο και αιτούντων άσυλο με δίκαιο και αναλογικό τρόπο,
4) η ενίσχυση της Frontex και η μετεξέλιξή της σε ένα κοινό λιμενικό σύστημα, σε μία ευρωπαϊκή υπηρεσία προστασίας των συνόρων,
5) η θέσπιση Ευρωπαϊκού Ασύλου ώστε οι αλλοδαποί να ζητούν άσυλο από την Ε.Ε. συνολικά και να κατανέμονται αναλογικά στα κράτη μέλη,
6) η ενίσχυση του εθελοντικού επαναπατρισμού παράτυπων οικονομικών μεταναστών σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης και την Ε.Ε,
7) η παροχή αναπτυξιακής βοήθειας στις χώρες προέλευσης υπό την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να δέχονται πίσω τους πολίτες τους που δεν γίνονται δεκτοί στην Ε.Ε.,
8) η ανάπτυξη νόμιμων εναλλακτικών οδών για την αναζήτηση της προστασίας στην Ευρώπη.
Η κατεύθυνση είναι πλέον γνωστή. Απαιτούνται, ωστόσο, τολμηρές ριζοσπαστικές κινήσεις που να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Η Ε.Ε. δεν αποτελεί για τις πολιτικές ηγεσίες και τα κόμματα κρεμάστρα για τις ευθύνες τους, ούτε οι πολίτες τα εξιλαστήρια θύματα της ατολμίας τους. Μένει να κριθεί εάν μπροστά σε αυτές τις ιστορικές ευθύνες οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα κάνουν πράξη την περίφημη ρήση του πατέρα της Ε.Ε. Jean Monnet «Δεν είμαι αισιόδοξος. Αποφασισμένος είμαι…».
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο επιλογές: είτε θα καλύψει τις ελλείψεις στην προστασία των συνόρων της είτε θα οδηγηθεί σε αυξημένους ελέγχους από άλλες χώρες της Ε.Ε.
Με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την άρση της διπολικής διαίρεσης όλες οι ερωτήσεις και όλες οι απαντήσεις άλλαξαν. Η φύση των συγκρούσεων μεταβάλλεται, ενώ αυξάνεται το μέγεθος, η έκταση και η ένταση των απειλών κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Οι νέες πηγές σύγκρουσης και παγκόσμιας ανασφάλειας δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά, αντίθετα, ενέχουν κοινωνικοοικονομικές, ανθρωπιστικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους. Ακολούθως, τα βασικά εργαλεία ανάλυσης των διεθνών σχέσεων επαναπροσδιορίζονται και παραδοσιακές έννοιες, όπως η ασφάλεια ανατροφοδοτούνται. Το εννοιολογικό περιεχόμενο της ασφάλειας δεν εξαντλείται πια στην εκδοχή της διακρατικής σύγκρουσης, ούτε περιορίζεται αποκλειστικά στη μονοδιάστατη οπτική της στρατιωτικής δύναμης, αντίθετα, εμπλουτίζεται με ποικίλες διαστάσεις, όπως της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της προστασίας του περιβάλλοντος, του εκδημοκρατισμού, του αφοπλισμού, και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι νέες μορφές συγκρούσεων και οι σύγχρονες πηγές παγκόσμιας ανασφάλειας καταδεικνύουν, τέλος, ότι μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλεξάρτησης καμία κοινωνία δεν είναι απομονωμένη από τις άλλες, αντίθετα όλοι οι πολίτες είναι αντιμέτωποι με κοινούς κινδύνους και παγκόσμια προβλήματα. Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα. Πριν από δύο και πλέον αιώνες, ο Immanuel Kant διαπίστωνε πως οι κοινωνίες βρίσκονται αναπόφευκτα δίπλα-δίπλα. Μια βίαιη πρόκληση ενάντια στο νόμο και τη δικαιοσύνη σε ένα μέρος έχει συνέπειες για πολλά άλλα μέρη και μπορεί να βιωθεί παντού, σημείωνε ο γερμανός φιλόσοφος, για να συμπληρώσει ότι δεν ζούμε, πλέον, αν ζούσαμε ποτέ, σε έναν κόσμο απομονωμένων εθνικών κοινοτήτων, αντίθετα ζούμε σε έναν κόσμο, όπου οι τροχιές των χωρών συμπλέκονται βαθιά μεταξύ τους.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Matisse (1869 –1954), The Dance