Παρασκευή, 22 Μαρ 2019

Σκέψεις καί προβληματισμοί γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό πλαίσιο τῆς προτεινόμενης Συνταγματικῆς Ἀναθεώρησης

αρθρο του:

1. Μέ τήν ἀνακίνηση τοῦ θέματος τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συν­τάγ­ματος, καί τήν ὁλοκλήρωση τῆς πρώτης φάσης της ἐπανῆλθε στό προσκή­νιο καί τό θέμα τῆς ἀνα­θεώ­ρησης τοῦ ἄρ­θρου 3 τοῦ Συντάγματος, ἕνα θέμα ἀρκετά περίπλοκο, εὐαίσθη­το καί πολυδιάστατο.

Ἡ παροῦσα παράθεση σκέψεων εἶναι περισσότερο περιγραφική ἑνός πλαισίου καί λιγότερο μία κατάθεση προτά­σεων ἀφοῦ ἤδη ἡ Δ.Ι.Σ. μέ τήν ἀπό 8ης Φεβρουαρίου 2019 ἀπόφασή Της κατέθεσε τίς ἐπίσημες θέσεις γιά τήν προταθεῖσα ἀναθεώρηση, ὅπως παλαιότερα καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Σκοπός μου εἶναι νά κατατεθεῖ ἕνας σχετι­κός προβληματισμός, ὡς συμβολή κυρίως στόν διάλογο, ὁ ὁποῖος θεωρῶ ὅτι θά συνεχιστεῖ γιά πολύ καιρό ἀκόμη, ἀπό ἕναν μή εἰδικό ἀλλά ἐκκλησιαστικό.

Τό ἰσχῦον συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὕστερα καί ἀπό τήν τελευταία ἀνα­θεώρηση (2008), δέν ἔχει ἀλλάξει καί ἰσχύει ὡς ἔχει ἀποτυπωθεῖ, ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, στό πρῶτο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα τοῦ 1975.

Ἡ βάση τοῦ πλαισίου αὐτοῦ εἶναι κυρίως τό ἄρθρο 3 τό ὁποῖο στή σύγχρονη συνταγματική σκέψη, ὅπως καί ὅλο τό συνταγματικό status, θά πρέπει νά προσεγγιστεῖ μέ βάση τέσσερεις ἑρμηνευτικές παραμέτρους οἱ ὁποῖες ὑπαγορεύονται πλέον ἀπό τήν ἴδια τήν εὐρωπαϊκή μας θέση καί τόν εὐρωπαϊκό μας προσανατολισμό : α) Τήν Εὐρω­παϊκή Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, ὅπου τό πλαίσιο τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τίς Θρησκευτικές Κοινότητες καί τίς Ἐκκλησίες καθο­ρί­ζεται ἀπό τό ἐσωτερικό δίκαιο κάθε Κράτους-Μέλους, ὑπό τόν δεσμευτικό ὅρο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀναγνώρισης κάθε Θρησκείας, Κοινότητας ἤ Ὁμάδας. β) Τό νέο κοινωνικό μοντέλο, ὅπως αὐτό ὑποδεικνύεται καί καταγράφεται στήν Εὐρωπαϊκή Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνας, γ) Τά θεμελιώδη θέματα αὐτο­προσδιο­ρι­σμοῦ καί αὐτοσυνειδησίας τῆς κοινωνίας κάθε Κράτους-Μέλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, καί δ) Τόν σεβασμό στή θρησκευτική ἐλευθερία καί στά ἀνθρώπινα δικαιώματα.

α) Ἤδη μέ τήν Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ (ἄρ. 11) δηλώνεται, ὅτι «Ἡ Ε.Ε. σέβεται καί δέν προδικάζει τό σύμφωνο πρός τό ἐθνικό καθεστώς τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά κράτη μέλη, ἐνῶ σέβεται καί τό καθεστώς τῶν μή ὁμολογιακῶν καί φιλοσοφικῶν ἑνώσεων».

Ἡ παροῦσα εὐρωπαϊκή δήλωση δέν ἐπιβάλλει κάποια συγκε­κριμένη μορφή ἤ μοντέλο σχέσεων ἀλλά ἀφήνει ἐλεύθερο τό κάθε Κράτος-Μέλος νά καθορίζει, μέ βάση τό ἐθνικό-ἐσωτερικό του δίκαιο, τό καθε­στώς καί τή μορφή τῶν σχέσεών του πρός τίς Ἐκκλησίες καί τίς Θρησκευ­τικές Κοινότητες, ἐνῶ συγχρόνως πρέπει νά δηλώνει τό σεβασμό του σέ ὁποιοδήποτε μοντέλο, τό ὁποῖο θά διαμορφωθεῖ καί θά εἶναι σεβαστό ἀπό τήν ἴδια τήν κοινωνία καί τούς πολῖτες τοῦ Κράτους-Μέλους (πρβλ. ἄρθρο 17 ΣΛΕΕ).

Οὐδεμία λοιπόν εὐρωπαϊκή ἀπαίτηση ὑφίσταται, γιά τόν τρόπο καθορισμοῦ συγκεκριμένου πλαισίου σχέσεων. Ἀντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος ἐλεύθερο καί μέ βάση τά ἱστορικά καί πολιτιστικά του δε­δο­­μέ­­να μπορεῖ νά ὁριοθετήσει τή σχέση του μέ τά ὑποκείμενα θρησκευ­τι­­κά σώματα ἤ κοινότητες καί συγχρόνως νά παράγει ἐσωτερικό-ἐθνικό δίκαιο καθόλα ἀποδεκτό καί σεβαστό ἀπό τήν ἴδια τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.

Μέ τήν παροῦσα λοιπόν εὐρωπαϊκή ἀρχή ὁ σεβασμός στην ἰδιοπροσωπεία κάθε Κράτους-Μέλους διασφαλίζεται μέ τή δυνατό­τη­τα εἴτε τῆς διατήρησης τοῦ ὑφιστάμενου ἐσωτερικοῦ-ἐθνικοῦ δικαίου, εἴτε τῆς διαμόρφωσης ἑνός νέου ἐσωτερικοῦ πλαισίου, ἡ ὁποιαδήποτε ὅμως διαμόρφωσις οὔτε ὑπαγορεύεται, οὔτε ὑποδεικνύεται, οὔτε ἐπιβάλλεται ἀπό καμμία ἄλλη εὐρωπαϊκή νομοθεσία.

Ἡ διαμόρφωση λοιπόν τοῦ ὁποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέ­σεων ὡς ἐσωτερική ὑπόθεση κάθε Κράτους-Μέλους ἀπαιτεῖ διάλογο μέ κύ­ριο ἄξονα τήν ἰδιοπροσωπεία κάθε Κράτους-Μέλους, καί μάλιστα ὅπως αὐ­τή περιγράφεται ἀπό τήν ἱστορική ταυτότητα καί τήν πολιτιστική κληρονομιά του. Γι’ αὐτό καί τό Σύνταγμα, ἐξαιτίας τοῦ συγκεκριμένου θεσμικοῦ, καί καταστατικοῦ χαρακτῆρος του δέν εἶναι δυνατόν νά «ἀντιμετωπίζεται» ὅπως καί τά λοιπά νομοθετικά κείμενα.

β) Ὁ δεύτερος παράγοντας θεώρησης τῶν σχέσεων εἶναι τό ὑπό διαμόρφωση νέο κοινωνικό μοντέλο, ὅπως αὐτό ἀποτυπώθηκε καί περιγράφεται στή Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνας.

Ἕνα κοινωνικό μοντέλο τό ὁποῖο στηρίζεται καί προσβλέπει στή λεγόμενη «ἀγορά ἐργασίας» καί τό ὁποῖο βεβαίως δέν λειτουργεῖ οὔτε ἰσοπεδωτικά, οὔτε ἀντιθετικά πρός αὐτό τό ἱστορικό καί πολιτιστικό πρότυ­πο καί τό μοντέλο τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας καί κληρονομιᾶς κάθε Κράτους-Μέλους. Ἀντίθετα, σεβόμενο τήν πολιτι­στι­κή καί ἱστορική ἰδιοπροσωπεία καί διαφορετικότητα κάθε Κράτους-Μέλους καλλιεργεῖ καί στηρίζει τήν πολυπολιτισμικότητα τῆς ἴδιας τῆς εὐρωπαϊκῆς οἰκογένειας καί τῶν Κρατῶν-Μελῶν της.

Ἐπιπλέον ὁ ὑφιστάμενος πλουραλισμός τῶν διαφόρων θεσμικῶν λειτουργιῶν στό χῶρο τῆς Εὐρώπης, δέν μπορεῖ νά λειτουρ­γήσει ἰσοπεδωτικά ὡς πρός τίς τοπικές παραδόσεις κάθε Κράτους-Μέλους, γιαυτό ἀκόμη καί τό ἴδιο τό εὐρωπαϊκό δίκαιο δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἀρχές, ὅρους καί προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑποκαθιστοῦν ἤ καί ἀντιτίθενται στό ἐσωτερικό θεσμικό νομικό πλαίσιο, οὔτε εἶναι δυνατόν νά διαμορ­φώσει νέο δίκαιο ἤ νομολογία ἀντίθετη πρός αὐτήν τήν συνταγματικήν ὑπαγόρευση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου (βλ. ἀπόφαση ΣτΕ ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ μνημονίου καί περί τῆς ἀντισυνταγματι­κό­τητας τῶν μνημο­νια­κῶν διατάξεων).

γ) Τό τρίτο στοιχεῖο θεώρησης τοῦ συνταγματικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀφορᾶ τά ἱστορικά καί πολιτιστικά δεδομένα κάθε Κράτους-Μέλους, τοῦ προσδιορισμοῦ δηλαδή τῆς αὐτοσυνει­δη­σίας καί τῆς ἰδιοπροσωπείας κάθε Κράτους-Μέλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς οἰκογένειας, μέ βάση τά ὁποῖα δομήθηκε συνταγματικά τό πλαίσιο τῶν σχέσεων στόν χῶρο τῆς Ἑλλάδος ἤδη ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας τοῦ ἔτους 1827, καί τό ὁποῖο περιγράφεται πρωτίστως στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγ­ματος, ὡς θεμελιώδης συνταγματική κατοχύρωση, καί δευτερευόντως καί σέ ἄλλες συνταγματι­κές διατάξεις καί ἀναφορές.

δ) Τό παρόν πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θεμελιώνεται ἐπίσης ὄχι μόνο στήν ἀποτύπωση τῆς ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς ταυτότητας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί σέ σχέση πρός τόν σεβασμό τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἐλευθεριῶν, κυρίως δέ στό σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπως καθορίζονται ἀπό τό Ε.Δ.Α.Δ.

Ἤδη στό προαναφερθέν Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας τοῦ 1827 στό ἄρθρο 1 τοῦ Α΄ Κεφαλαίου, καθιερώνεται ἡ ἔννοια τῆς ἐπικρατούσας Θρησκείας γιά τήν «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», καί ἐξίσου τονίζεται ρητῶς, ὡς θεμελιῶδες δικαίωμα, καί ἡ θρησκευτική ἐλευθερία : «Καθείς εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπαγγέλλεται τήν Θρησκεία του ἐλευθέρως καί διά τήν λατρεί-αν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν».

Φαίνεται λοιπόν ὅτι τό πνεῦμα τοῦ συγκεκριμένου νομοθέτη τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως εἶναι διαχρονικό καί ἐπίκαιρο, καί αὐτό ἐνισχύει τίς ἱστορικές καί πολιτιστικές ἀρχές καί καταβολές πού ἀνέφερα προ-ηγουμένως, ὡς στοιχεῖα ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης τοῦ Ἑλληνικοῦ Συν-τάγματος.

 

2. Ἡ συνταγματική ἐπιταγή τοῦ ἄρθρου 3 ὡς γνωστόν περιγρά­φει τήν σχέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρ­χεῖο καί πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί συγχρόνως προσδιορίζει τήν ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε μορφῆς σχέσης τόσο πρός ἄλληλα ὅσο καί πρός τρίτους.

Συγκεκριμένα ἡ σχέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο περιγράφεται κυρίως μέ βάση τά ἄρθρα 3,18 § 8 καί 105, ὅπου ἔχουμε μία αὐτοαναφορική βάση τοῦ ἴδιου τοῦ Συντάγματος, μέ τήν ὁποίαν, χωρίς νά κάνει μνεία τῆς διεθνοῦς προσωπικότητας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐντούτοις τήν ὑπονοεῖ στό ἐπίπεδο κυρίως τοῦ ἐσωτερι­κοῦ δημοσίου δικαίου, δηλαδή ὡς ἀναγνώριση ἑνός sui generis ὑπο­κει­μένου τοῦ διεθνοῦς δικαίου, ἐνῶ ἡ σχέση μεταξύ Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί Ἐκκλη­σίας τῆς Ἑλλάδος κατανοεῖται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη ὑπό τήν ἔννοια ὅτι τό Κράτος ἐγγυᾶται συνταγματικά τήν Ἐκκλησία, ὡς ὑποκείμενο τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία ἀξιώνει ἀπό τό Κράτος τόν σεβασμό στόν θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό της αὐτοπροσδιο­ρι­σμό, ὅπως αὐτός δηλαδή ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ὀργανωτική της δομή καί κανονική της λειτουργία. Αὐτό τό πλαίσιο ἐγγύη­σης καί σεβασμοῦ περιγράφεται στά ἄρθρα 13 καί 3 τοῦ Συντάγματος ἐνῶ ἡ ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπως κατοχυρώνεται ἀπόλυτα στό ἄρθρο 13, δέν ἑρμηνεύεται ὑπό τούς περιορισμούς τοῦ ἄρθρου 3, οὔτε ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ἔννοιας ἐπικρατούσας Θρησκείας ἡ ὁποία καθίσταται ἐπίσημη καί ἄρα προνομοιοῦχος ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἤ ὁμολογιῶν. Ὅπως ὅμως ἀποδεικνύεται στήν πράξη οἱ θεσμικές αὐτές σχέσεις, ἄν καί συνταγματικά ρυθμισμένες, συχνά-πυκνά σχετικοποιοῦν­ται, κυρίως σέ ζητήματα κυκλικῶς ἐφαπτόμενα καί ὄχι πλήρως ταυτιζόμενα (βλ. χαρακτή­ρας καί σκοπός τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτι­κῶν, 16, § 2) ἤ σέ ἁρμοδιότη­τες νομοθετικές καί θεσμικές, ἐξαιτίας μιᾶς λανθασμένης, θά ἔλεγα ἰδεοληπτικῆς, προσέγγισης ἤ ἑρμηνείας τους.

Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ἐπίσης ὅτι οἱ παραπάνω σχέσεις, ὅπως περιγράφονται συνταγματικά, δέν σχετικο­ποιοῦν, οὔτε περιορίζουν, εὐθέως ἤ ἐκ πλαγίου, τήν θρησκευτική ἐλευθερία καί ὁποιουδήπο­τε ἄλλου θρησκεύματος ἀναγνωρισμένου στά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας.

Τό ἰσχῦον συνταγματικό πλαίσιο λοιπόν μέ τό ἄρθρο 3,

α) Περιβάλλει μέ θεσμική ἐγγύηση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία, τόσο ὡς Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅσο καί ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, λαμβάνον ὑπ’ ὄψιν ὅτι στήν ἑλληνική ἐπικράτεια ὑφίστανται πέντε μορφές ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας (Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, «Νέες Χῶρες», Ἅγιον Ὄρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα). Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά καταθέσω μία ἐπισήμανση. Ἡ ὁποιαδήποτε ἄρα ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ἐνέχει τόν κίνδυνο τῆς ἀπορρύθμισης τῶν σχέσεων τῶν παραπάνω ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, τῆς θεσμικῆς παρουσίας τοῦ Οἰ-κουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς διεθνοῦς προσωπικότητάς Του.

β) Ἐγγυᾶται τό ὑφιστάμενο καθεστώς τῶν σχέσεων τῆς Ἑλ-ληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί πρός τήν Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλλάδος ὅπως καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τό Οἰκου­μενικό Πατριαρχεῖο (αὐτή εἶναι μία συνέπεια ὄχι μόνο ἱστορική ἤ πολιτι­στική ἀλλά καί δικαιοδοσιακή).

γ) Διασφαλίζει τήν διοικητική αὐτοτέλεια, τό Αὐτοκέφαλο καί τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ὑπαγωγή της στό Σύνταγμα.

δ) Ὁριοθετεῖ τήν παρέμβαση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας σέ κάθε ἄλλη «γνωστή» θρησκεία ἤ θρησκευτική κοινότητα, ὕστερα μάλιστα καί ἀπό τήν ψήφιση τοῦ ν. 4301/2014 «Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν ἑνώσεών τους στήν Ἑλλάδα καί ἄλλες διατάξεις...».

 

3. Εἰδικότερα μέ τήν συνταγματική ἀναφορά τῶν Καταστα­τι­κῶν Κειμένων, τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850, τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1928 καί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ συνταγματικός νομοθέτης παρέχει πληρέστερη προστασία στίς παραπάνω τριμερεῖς σχέσεις ἐνῶ τά Καταστατικά Κείμενα καθεαυτά ἀποτελοῦν τά ὅρια τῶν νομοθετικῶν ρυθμίσεων, οἱ ὁποῖες περιγράφουν τήν ὀργανωτική καί διοικητική δομή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ­λάδος σέ σχέση πρός τήν Ἑλληνική Πολιτεία, ὡς καί κάθε πράξη τῆς Ἐκκλησίας στά πλαίσια τῆς νομιμότητας καί τῆς κανονικότητας.

Ἐπιπλέον ἡ ἀναφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς «ἐπικρα­τού­σας» Θρησκείας τοῦ Κράτους, ἔστω καί ὑπό τήν ἑρμηνεία τῆς ἐπίσημης Θρησκείας τοῦ Κράτους, ἀπαιτεῖ ἐπιβεβλημένη τιμή καί προστασία ἔναντι ὁποιασδήποτε ἄλλης κατ’ εὐφημισμό «Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας» (παλαιοημε­ρο­λογικές ὁμάδες), ἡ ὁποία τιμή καί προστασία περιγράφεται ὑπό τοῦ συν-ταγματικοῦ νομοθέτου μέ συγκε­κριμένους ὅρους : α) Τά προαναφερ­θέντα Κανονιστικά Κείμενα (1850, 1928, ΚΧ). β) Τήν δογματική ἑνότητα μέ τήν ΜτΧ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί γ) Τήν τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν παραδόσεων, ἀφοῦ γιά τήν Πολιτεία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό σύνολό της, ὡς ὑποκείμενο θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀξιώνει ἀπό τό Κράτος τόν σεβασμό τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ της αὐτοπροσ­διο­ρισμοῦ ὡς Ὀρθοδόξου. Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ὑπόψιν ὅτι τό ἴδιο τό Κράτος δέν ἔχει τά ἐκκλησιο­λογικά ἐκεῖνα κριτήρια διάκρισης μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ψευδο-Ὀρθοδόξου ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ μορφώματος, τά ἴδια δέ τά προαναφερθέντα Καταστατικά Κείμενα τοῦ ἄρθρου 3 § 1 δίνουν στό ἴδιο τό Κράτος τή δυνατότητα ἐλέγχου καί ἐπιβεβαίωσης αὐτῆς τῆς διάκρισης καί τῆς διαφο­ρο­ποίησης, κυρίως ὡς πρός τήν κανονικότητα ἤ μή κάθε ἐκκλησιαστι­κῆς κοινότητας, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα.

Μία «ἐπικρατοῦσα» Θρησκεία, ἔστω καί ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπίσημης Θρησκείας τοῦ Κράτους, χωρίς τήν παραπάνω ἐγγύηση τοῦ ἰδιαί­τε­ρα χαρακτηριστικοῦ στοιχείου τῆς ἐκκλησιολογικῆς της ταυτότητας καί τῆς αὐτο­συ­νει­δησίας ἀλλά καί τῆς θεσμικῆς καί ἀνεγνωρισμένης λειτουρ-γίας της ὡς Ὀρθοδόξου, δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ γι’ αὐτήν ἐγγύηση συνταγ-ματικά κατοχυρωμένη. Ἄλλωστε τί σημαίνει καί τί συνεπάγεται ἡ ἀνα-γνώριση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς «ἐπικρατούσης» ἤ ἐπίσημης Θρη-σκείας τοῦ Κράτους ἐάν αὐτή ἡ ἀναγνώριση δέν διασφαλίζει καί συγχρόνως δέν προκαλεῖ νομοθετικές συνέπειες γιά τό ἴδιο τό Κράτος;

Αὐτή ἡ ὁριοθέτηση τῆς παρεμβάσεως τῆς Πολιτείας, ἡ ἐγγύη­ση καί ἡ προστασία τῆς αὐτονομίας καί τοῦ αὐτοδιοικήτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθίσταται πληρέστερη καί ἰσχυρότερη μέ τά ἄρθρα 72 § 1 καί 43. Ἀφενός μέ τό ἄρθρο 72 § 1 ἀπαιτεῖται ἡ ψήφιση ἀπό τήν Ὁλομέλεια τῆς  Βουλῆς τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖον ρυθμίζονται τά θέματα πού περιγράφονται στό ἄρθρο 3, ἀφετέρου δέ μέ τό ἄρθρο 43 προβλέ­πεται εἰδικότερα ἡ παροχή εὐρύτερων δυνατῶν νομοθετικῶν ἐξουσιοδοτήσεων καί κανονιστικῶν ἁρμοδιοτήτων πρός τά ἴδια τά ὄργανα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὑπό αὐτή τήν προοπτική θεωρῶ ὅτι διασφαλί-ζονται τόσο ὁ διοικητικός διαχωρισμός καί οἱ λεγόμενοι διακριτοί ρόλοι μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους, ὅσο καί τό χαρακτηριζόμενο ὡς σύστημα συναλληλίας ὡς πρός τίς μεταξύ τους σχέσεις .

 

4. Ὁ ἐσχάτως προβληθείς ἰσχυρισμός περί συνταγματικῆς κατοχύρωσης ἑνός πολυσήμαντου ὅρου, τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητος» τοῦ Κράτους, ὡς ἔκφραση σεβασμοῦ τῆς θρησκευτι­κῆς ἐλευθερίας, δέν εἶναι δυνατόν νά προβληθεῖ ὡς ἐπιχείρημα ἐπιβεβαίω­σης καί τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος, ἐπειδή ἤδη ὁ προανα­φερ­θείς νόμος περί θρησκευτικῶν κοινοτή­των καί ὀργανώσεων δίνει κάθε δυνατότητα ἔκφρασης καί σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὁποιου­δή­ποτε ἄλλου θρησκεύμα­τος, στό πλαίσιο τῶν ἀρχῶν τῆς συν­ταγ­ματικότητας, ἐξαλείφει δέ καί τήν ὁποιαδήποτε ἀντίληψη ἀφενός περί προνο­μοια­κῆς μεταχείρισης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου περί περιοριστικῆς δράσης τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν ἤ θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας.

Μία ἀναφορά θεσμική τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» τοῦ Κράτους ὑπονοεῖ τήν ὕπαρξη καί μιᾶς ἑτεροβαροῦς ἀντιμετώπισης τῶν ἄλλων θρησκευ­μά­των, γεγονός τό ὁποῖο δέν ἰσχύει, ἐνῶ συγχρόνως δέν διασφα­λί­ζει καί τήν πραγματική διάσταση αὐτῆς τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετε-ρότητας». Ἡ πρόταση εἰσαγωγῆς τῆς ἔννοιας τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερό-τητος» τοῦ Κράτους πρέπει νά προσδιορισθεῖ κυρίως καί ὡς πρός τήν ἀσαφή πρόταση τῆς Αἰτιολογικῆς Ἔκθεσης «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά ἕναν ὅρο ἀσαφῆ, χωρίς μονο-σήμαντο νόημα καί συγκεκριμένο περιεχόμενο ἀλλά μέ ἀρκετές πολύσημες ἑρμηνεῖες. Κράτη πού διακηρύσσουν στήν νομοθεσία τους ὅτι εἶναι «θρησκευτικά οὐδέτερα» παρουσιάζουν ἔντονες διαφοροποιήσεις ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στό ἐσωτερικό τους δί-καιο, μέ χαρακτηριστικά παραδείγματα τή Γαλλία καί τή Γερμανία.

Ἀποτελεῖ τέλος λογικό ἀτόπημα ἡ συσχέτιση τῶν θεσμικῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ἀφοῦ καμμία σχέση δέν ἔχουν οἱ δύο αὐτές παράμετροι, πολλῷ δέ μᾶλλον μέ τόν διαθρυλούμενο «ἐξορθολογισμό τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἐνίσχυση τῆς ἔννοιας τῆς «ἐπικρατούσας» Θρησκείας.

Ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστι­κῶν ὑπαλλήλων ἀπό τό Κράτος δέν συνιστᾶ προνόμιο ἀλλά ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς σχεδόν ὁλοκληρωτικῆς ἀφαίρεσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, γιά τήν ὁποίαν οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε ἀπό τό ἑλληνικό δημόσιο τά ὠφειλόμενα ἐνῶ τό Κράτος τήν κατέχει καί τήν ἐκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα. Γιά τό λόγο αὐτό καί θεωρῶ ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε «ἱστορική συμφωνία» τῆς 6ης Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 2018 θά πρέπει νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τίς καταστατικές, θεσμικές καί συνταγματικές σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί νά ἀντιμετωπιστεῖ στό πλαίσιο τοῦ κοινοῦ δικαίου, ἐάν βεβαίως γίνει ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ μισθολογικοῦ καί ἐργασιακοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου δέν μπορεῖ ἐπίσης νά διαφοροποιεῖται ἀπό τό καθεστώς μισθοδοσίας τῶν λειτουργῶν τῶν ἄλλων ὑφισταμένων θρησκευτικῶν μειονοτήτων ἐντός τῆς Χώρας.

 

5. Τό θέμα λοιπόν τῆς ἀναθεώρησης τοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας εἶναι ἕνα θέμα πολυσύν­θετο, πολύπλοκο, εὐαίσθητο, πολυδιάστατο καί δαιδαλῶδες, ἐάν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ διαμόρφωσή του δέν ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς στιγμιαίας κατάστασης ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό ἐξελίξεων καί διαμόρφωσης, ἤδη ἀπό τό 1827 περίπου, γιά τόν λόγο αὐτό δέν χρειάζον-ται ἰδεοληπτικοί ἐνθουσιασμοί, ἐπιπολαιό­τη­τες, αὐθορμητι­σμοί καί ἄναρ-θες κραυγές, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ὑπαγο­ρεύον­ται ἀπό ἄλλα κίνητρα καθαρά ἰδεολογικά. Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ συνταγμα­τι­κοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι θέμα ἐθνικό, ἱστορικό καί πολιτι-στικῆς ταυτότητας. Εἶναι θέμα ἰδιοπροσωπείας, αὐτοσυνειδησίας καί ταυτό-τητας τῆς Ἑλλάδας, ὅπως αὐτά ὑπαγορεύονται ἀπό τήν ἱστο­ρική καί πολιτι-στική κληρονομιά τοῦ τόπου. Ἐπίσης ἡ ἐξαγγελθεῖσα ἀναθεώρηση τοῦ παραπάνω πλαι­σίου σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν εἶναι θέμα ἀναθεώρησης ἑνός καί μόνο συνταγματικοῦ ἄρθρου, ἀλλά ἀπαιτεῖ προσέγγιση ἑνός μεγάλου, σέ ὄγκο καί ἔκταση νομοθετημάτων, ἀφοῦ κάθε χῶρος τοῦ δημόσιου βίου στήν ἑλληνική κοινωνία, δίνει καί τό στίγμα τῆς ἱστορικῆς καί πραγμα­τικῆς συναλληλίας μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν θεσμῶν, τό ὁποῖο ὃμως δέν εἶναι δυνατόν νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα σύστημα ρευστότητας καί ἀπροσδιοριστίας!

Πιστεύω, λοιπόν, ὅτι δικαιοπολιτικά εἶναι καί ὥριμο καί σκόπιμο νά ὀργανωθεῖ ἕνας σοβαρός, πολυετής καί ψύχραιμος διάλογος ἀνάμεσα στό Κράτος καί τήν Ἐκκλησία, στά πλαίσια μιᾶς διακομματικῆς Ἐπιτροπῆς, βασισμένος στόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, στή βαθειά γνώση τοῦ χαρακτήρα τῆς φύσης καί τῆς λειτουργίας τῶν δύο θεσμῶν καί στήν πλήρη συνεκτίμηση ὅλων τῶν ἱστορικῶν, κοινωνικῶν, πολιτειολογι­κῶν, πολιτιστικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν δεδομένων πού συνθέτουν τό ὅλο πλαίσιο ἀναφορᾶς τῶν σχέσεών τους χωρίς ἀκρότητες ἀλλά μέ νηφαλιότητα καί εἰλικρίνεια. Οἱ ὁραματισμοί τοῦ φιλοσόφου καί κοινωνιολόγου Hobbes γιά ἕνα ἐκκοσμικευμένο κράτος χωρίς θρησκεία καί χωρίς Ἐκκλησία, ἦταν ἀπαραίτητοι στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἰδιαίτερα μετά τή διάσπαση τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐξαιτίας κυρίως τῆς μεταρρύθμισης (θρησκευτικοί πόλεμοι-κοινωνική διάσπαση). Αὐτή ὅμως ἡ διάσπαση καί οἱ κίνδυνοι οὐδέποτε ὑπῆρξαν στόν ἑλλαδικό χῶρο καί οἱ ἀπόψεις του, παρόλες τίς πιέσεις οὐδέποτε ἐφαρμόστηκαν οὔτε υἱοθετήθη-καν τουλάχιστον μέχρι σήμερα.



*
Ὁμιλία στό «Κύκλος Ἰδεῶν γιά τήν Ἐθνική Ἀνασυγκρότηση», μέ θέμα : «Κράτος καί Ἐκκλησία. Τό τοπίο τῶν σχέσεων μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς πρώτης φάσης τῆς ἀναθεωρητικῆς διαδικασίας καί τίς συζητήσεις γιά τό προσχέδιο συμφωνίας (κοινό ἀνακοινωθέν) τῆς 6ης Νοεμβρίου 2018» (Ἀθήνα, 18 Μαρτίου 2019, Ξενοδοχεῖο King George).

Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/663-deftera-18-3-2019-athina-kratos-ekklisia.html 

 

18.3.2019, Κύκλος Ιδεών: Κράτος και Εκκλησία from Evangelos Venizelos on Vimeo.

 

Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνία κ. Χρυσόστομου Σαββάτου

O Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββάτος