Πέμπτη, 03 Αυγ 2017

Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου & Πέτρου Καβάσαλη: Για το «Πανεπιστήμιο μετά»

αρθρο του:

O νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ψηφίστηκε παρά την απόλυτη αντίθεση της αντιπολίτευσης και της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά δεν έχει ορίζοντα εφαρμογής. Θα καταπέσει υπό το βάρος των αδιεξόδων που δημιουργεί η επιδιωκόμενη επιστροφή στη δεκαετία του ´80 και σε ένα σχήμα οργάνωσης των Πανεπιστημίων που αντιβαίνει σε όλα όσα ισχύουν στην Ευρώπη και στις άλλες χώρες του κόσμου που βλέπουν τα Πανεπιστήμια τους να ενισχύουν το κύρος και την αναγνωρισιμότητα τους. Το σημαντικό θέμα δεν είναι λοιπόν η νομοθετική παρένθεση Γαβρόγλου, αλλά το ελληνικό Πανεπιστήμιο μετά.

Ο νόμος Γαβρόγλου θα καταπέσει υπό το βάρος των αδιεξόδων που δημιουργεί. 

Η εμπειρία από την μεταρρύθμιση που, με κάποιες παλινωδίες, ίσχυσε την περίοδο 2011-2015 και την τρέχουσα αντιμεταρρύθμιση αναδεικνύει τις τρεις αρχές που πρέπει να καθορίζουν την οργάνωση των ΑΕΙ: 

- Πλήρης αυτοδιοίκηση με την έννοια της μεγίστης δυνατής ανεξαρτησίας και της χειραφέτησης από τα δεσμά της διοικητικής γραφειοκρατίας που αναπαράγεται υπό το πρόσχημα της κρατικής εποπτείας. Η εποπτική αρμοδιότητα του υπουργού πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας, δηλαδή στον έλεγχο εφαρμογής ενός νόμου περί πανεπιστημίων που διασφαλίζει γενναιόδωρα την αυτοδιοίκηση και την ευελιξία τους σε αντίθεση με την μακροχρόνια πρακτική της καταθλιπτικής ομοιομορφίας και ομοιοτυπίας των οργανωτικών σχημάτων και των κανόνων λειτουργίας όλων των ΑΕΙ. Η συζήτηση για τα μεταπτυχιακά και τη δυνατότητα οργάνωσης ξενόγλωσσων προγραμμάτων που διεξήχθη τις τελευταίες εβδομάδες προκαλεί θλίψη. 

- Συνεχής εξωτερική αξιολόγηση του επιστημονικού και αναπτυξιακού έργου τους τόσο σε εθνικό επίπεδο μέσω Ανεξάρτητης Αρχής, όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

- Λογοδοσία στην κοινωνία των πολιτών, αλλά και στην αγορά, στους παραγωγικούς φορείς και τους ίδιους τους αποφοίτους των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων που αποζητούν το αντίκρυσμα των σπουδών τους.

Η εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου έχει δημιουργήσει μια θετική εμπειρία διαχείρισης των ΑΕΙ με βάση αυτές τις αρχές. Το κεκτημένο αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί και βεβαίως να διευρυνθεί όταν η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών επιτρέψει το κλείσιμο της νομοθετικής παρένθεσης Γαβρόγλου και διασφαλίσει ξανά την επαφή των ελληνικών πανεπιστημίων με το μέλλον.

Το κεντρικό βήμα είναι η ανάδειξη μιας νέας αρχής που πρέπει να διέπει την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση: της ευελιξίας. Δεν είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια θα προχωρήσουν όλα - όλες οι σχολές και όλα τα τμήματα τους- με την ίδια ταχύτητα και με την ίδια εστίαση ως προς την αριστεία. Η ευελιξία ως οργανωτική και λειτουργική αρχή θα δώσει τη δυνατότητα σε κάθε πανεπιστήμιο να αναδείξει τη φυσιογνωμία του με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για την ενεργοποίηση του προσωπικού, των σπουδαστών, της τοπικής κοινωνίας, των επιχειρήσεων που συνδέονται με τον τόπο εγκατάστασης ή τα ερευνητικά και διδακτικά πεδία του κάθε πανεπιστημίου. 

Είναι νομικά εφικτή η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.

Βασική προϋπόθεση της ευελιξίας είναι η νομική πολυτυπία των πανεπιστημίων με την συνύπαρξη πλέον δημόσιων και ιδιωτικών ( μη κρατικών) Πανεπιστημίων στο πλαίσιο μιας πολιτικής που προσελκύει αφενός μεν μεγάλες δωρεές, κληροδοτήματα και χορηγίες, αφετέρου δε μακράς πνοής ιδιωτικές επενδύσεις υπό αυστηρούς θεσμικούς και ακαδημαϊκούς όρους ποιότητας. Ακόμη και πριν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι νομικά εφικτή η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στο πλαίσιο μιας σύμφωνης με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του άρθρου 16, υπό το φως της σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ αλλά πλέον και του ΣτΕ που έχει ριζικά μετεξελιχθεί τα τελευταία χρόνια. 

Η αρχή της ευελιξίας με στόχο την καινοτομία και την ενίσχυση της συνεισφοράς της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, μπορεί να αναλυθεί στις παρακάτω επιμέρους αρχές:

1. Τα δημόσια Πανεπιστήμια επιχορηγούνται από την Πολιτεία με βάση το κόστος εκπαίδευσης των φοιτητών που υποδέχονται, τον αριθμό των οποίων αποφασίζουν τα ίδια. Η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠ) μπορεί να αναλάβει το έργο της κοστολόγησης της φοίτησης. Τα δημόσια Πανεπιστήμια διαχειρίζονται με τα δικά τους κριτήρια την επιχορήγηση της Πολιτείας, στη βάση ενός ενιαίου προϋπολογισμού που περιλαμβάνει και τις αποδοχές όλου του προσωπικού που απασχολούν.

2. Τα Πανεπιστήμια αξιολογούνται ως προς τα ακαδημαϊκά ( διδακτικά και ερευνητικά ) αλλά και ως προς τα αναπτυξιακό τους αποτελέσματα από την ΑΔΙΠ. Ελέγχονται ως προς την οικονομική τους διαχείριση από διεθνώς αναγνωρισμένες εταιρείες auditing. Το κάθε Πανεπιστήμιο επιλέγει το σχήμα διοίκησης που θεωρεί κατάλληλο στο πλαίσιο των διεθνώς δοκιμασμένων σχημάτων πανεπιστημιακής διοίκησης. Η επιλογή αυτή είναι επίσης αντικείμενο αξιολόγησης.

3. Οι ερευνητικές και αναπτυξιακές δράσεις κάθε Πανεπιστημίου ή ομάδας συνεργαζομένων Πανεπιστημίων υπάγονται στη διαχείριση Ανώνυμης Εταιρεία ειδικού σκοπού, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν, ως ένα ποσοστό, και ιδιωτικά κεφάλαια χωρίς να αλλοιώνεται ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας του Πανεπιστημίου. Η Πολιτεία αξιολογεί τη δραστηριότητα αυτή, μέσω του μηχανισμού των matching funds, συνεισφέροντας δηλαδή συμπληρωματικούς δημόσιους πόρους για έργα επιστημονικής αριστείας και καινοτομίας.

4. Οι Ανώνυμες Εταιρείες Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας έχουν την πλήρη ελευθερία διαχείρισης των συνεργασιών των Πανεπιστημίων με δημόσιους και ιδιωτικούς χρηματοδότες δράσεων έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας. Μπορούν ελεύθερα να εγκαθιστούν στους χώρους τους δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας (πχ θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων) και να οργανώνουν επιχειρηματικές δραστηριότητες (spin off) για να εκμεταλλευθούν την παραγωγή γνώσης και καινοτομίας. Η Πολιτεία οργανώνει μηχανισμό κινήτρων για όσα Πανεπιστήμια προχωρήσουν σε δυναμικές και εξωστρεφείς συνεργασίες με ιδιωτικές επιχειρήσεις, για μαθητεία και έρευνα.

Το «Πανεπιστήμιο μετά» είναι μια θεσμική οντότητα υψηλού ακαδημαϊκού κύρους.

5. Τα Πανεπιστήμια έχουν την πλήρη ελευθερία οργάνωσης σπουδών για ξένους φοιτητές, σύμφωνα με τις εσωτερικές αρχές οργάνωσης και λειτουργίας που οφείλουν να θεσπίσουν και να καταστήσουν δημόσια γνωστές.

6. Τα Πανεπιστήμια μπορούν να οργανώνουν τους κύκλους σπουδών τους (πχ εξαμηνιαίους) με πλήρη ελευθερία ακολουθώντας διεθνείς καλές πρακτικές και να διοργανώνουν δράσεις επαγγελματικής επιμόρφωσης με δική τους ευθύνη και εξωτερική αξιολόγηση. Μπορούν να δημιουργούν «έδρες» χρηματοδοτούμενες από ιδιώτες χορηγούς. Μπορούν, μέσω της Ανώνυμης Εταιρείας Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας, να χρηματοδοτούν την ένταξη στο ακαδημαϊκό πρόγραμμα μαθημάτων που θα διδάσκονται από επιφανείς Έλληνες καθηγητές και ερευνητές του εξωτερικού (Visiting Professors). Η Πολιτεία, από τη δική της πλευρά, θα χρηματοδοτεί- μέσω ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων - κάθε χρόνο, 500 θέσεις Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού που θα αναλαμβάνουν διδακτικό ή/και ερευνητικό έργο σε ένα ελληνικό Πανεπιστήμιο για μια αρχική περίοδο που μπορεί να παρατείνεται με πόρους του πανεπιστημίου.

Η αρχή της ευελιξίας κωδικοποιεί συνεπώς μια ολόκληρη αντίληψη για τα Πανεπιστήμια και ευρύτερα για τον ενιαίο χώρο ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας. Οι λεπτομέρειες έχουν φυσικά καθοριστική σημασία. Η συζήτηση είναι ανοικτή και μπορεί να είναι γόνιμη, όταν η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν σπαταλά δυνάμεις αμυνόμενη κατά οπισθοδρομικών νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Το «Πανεπιστήμιο μετά» δεν μπορεί παρά να είναι μια θεσμική οντότητα υψηλού ακαδημαϊκού κύρους, ανεξάρτητη, διεθνώς ανταγωνιστική, ανοικτή στη συνεργασία με την αγορά, επιχειρησιακή, διδακτικά αποτελεσματική, ερευνητικά ζωντανή. Ένας χώρος με τη μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική ευαισθησία, την οποία εκδηλώνει μέσα από τα ακαδημαϊκά αποτελέσματα που παράγει με την έρευνα και τη διδασκαλία και όχι ως γκέτο στο οποίο κυριαρχούν οι παρατάξεις, οι κομματικές, συντεχνιακές και συνδικαλιστικές σκοπιμότητες και τα στερεότυπα της συμβατικής πολιτικής με το πρόσχημα ενός δήθεν ριζοσπαστισμού που είναι τραγικά συντηρητικός.