Μία κριτική που ασκείται συχνά στην Ελλάδα σήμερα είναι ότι συνδέει την οριστική ονομασία που μπορεί να λάβει η ΠΓΔΜ με το σύνταγμά της και με ζητήματα ταυτότητας, τα οποία θεωρεί εκφραστές αλυτρωτισμού. Η συνήθης παρατήρηση είναι ότι δεν μπορεί να απειληθεί από ένα μικρό περίκλειστο κράτος που θα ανήκει τους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Η ιστορία, βέβαια, δίνει αρκετά στοιχεία για τη σύνδεση αυτή, όχι σε μια χρονική στιγμή, αλλά σε βάθος χρόνου. Ισχύει και για τη μεταπολεμική ιστορία που εκβάλλει άμεσα στο σήμερα και την οποία θα προσπαθήσω εν συντομία να παρουσιάσω.
Η ιστορία της ΠΓΔΜ προέρχεται από την ιστορία του αλυτρωτικού Μακεδονισμού, ο οποίος διαμορφώθηκε ανάμεσα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, άλλοτε ως βουλγαρικό και άλλοτε ως σερβικό σχέδιο, συνήθως υπό ρωσική εποπτεία. Εκφραστές του μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν τα τοπικά Κομμουνιστικά Κόμματα που προωθούσαν το ιδεολόγημα αυτό είτε σε σύμπνοια είτε ανταγωνιστικά προς τη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εξέθρεψε την ύπαρξη της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» μέσα στη Γιουγκοσλαβία, καθώς και την επιδίωξη αυτού του ομόσπονδου κρατιδίου να αναγνωριστεί ως «Μακεδονικό» έθνος-κράτος μετά τη διάλυση της στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η καμπή, όπου η πρωτοβουλία στο λεγόμενο «Μακεδονικό» πέρασε από τη Βουλγαρία στη Γιουγκοσλαβία με φορέα το τοπικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν ο Β’ Παγκόμιος Πόλεμος, όταν ματαιώθηκε η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να το καλλιεργήσει μέσω της Βουλγαρίας. Ο λόγος ήταν ότι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σόφια επέλεξε τελικά να αναστήσει το άσβηστο για αυτή από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» διαμέσου του Άξονα και όχι διαμέσου του Κρεμλίνου.
Η ιστορία της ΠΓΔΜ προέρχεται από την ιστορία του αλυτρωτικού Μακεδονισμού.
Μέχρι τότε, στο Μεσοπόλεμο, οι Βούλγαροι κομμουνιστές ήταν οι κύριοι εκπρόσωποι της γραμμής της Κομιντέρν, ότι υπήρχε ένα ξεχωριστό Μακεδονικό, όπως και ένα Θρακικό έθνος, τα οποία με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης έπρεπε να ενταχθούν ως αυτόνομα κράτη σε μια Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία που θα τελούσε υπό βουλγαρικό έλεγχο και σοβιετική εποπτεία. Ως εκ τούτου, η Κομιντέρν χαρακτήριζε Βουλγάρους όλους τους σλαβόφωνους που είχαν μείνει στην Ελλάδα μετά την προαιρετική ανταλλαγή πληθυσμών του 1919 μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας (Συνθήκη του Νεϊγύ), καθώς και τους μη Σέρβους σλαβόφωνους της Νοτιοανατολικής Γιουγκοσλαβίας. Γεωπολιτικός στόχος ήταν, βέβαια, η αναθεώρηση των συνόρων που είχαν διαμορφωθεί στα Βαλκάνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως η απόκτηση πρόσβασης στο Αιγαίο. Το σχέδιο προέβλεπε διαμελισμό των γειτονικών της Βουλγαρίας βαλκανικών χωρών και πρωτίστως της Ελλάδας. Ο κομμουνιστικός διεθνισμός εξυπηρετούσε εν προκειμένω, όπως συχνά συνέβη στον 20ό αιώνα, όχι μόνο την εξαγωγή της επανάστασης του προλεταριάτου, αλλά και έναν παραδοσιακό εθνικιστικό αναθεωρητισμό.
Η συνεργασία της Βουλγαρίας με τον Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η συμμετοχή της στην Κατοχή της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας την απονομιμοποίησε ως εκφραστή του κομμουνιστικού αναθεωρητισμού στα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, έδωσε την ευκαιρία στον Τίτο να αντιπροτείνει το 1943 στη Μόσχα μια εναλλακτική θεωρία «Μακεδονισμού», η οποία ώς τότε αποτελούσε την αμυντική θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας προς τη βουλγαρο-σοβιετική γραμμή. Σύμφωνα με αυτήν, υπήρχε μεν ξεχωριστό «Μακεδονικό έθνος», οι Makedonci, διαμελισμένο ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, είχε, όμως, σλαβική και όχι βουλγαρική ταυτότητα. Επομένως, του ταίριαζε να ενσωματωθεί σε μια Γιουγκοσλαβική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. Αυτή θα αποτελούσε πρόπλασμα για μια διευρυμένη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία που θα τελούσε πάλι υπό σοβιετική εποπτεία, αλλά υπό γιουγκοσλαβικό έλεγχο αντί για βουλγαρικό.
Η Σοβιετική Ένωση υιοθέτησε τη νέα γραμμή και την επέβαλε στην Κομιντέρν. Ο Στάλιν επένδυε γενικότερα τότε στον Τίτο, καθώς αυτός διέθετε αντιστασιακές περγαμηνές και διαπεραστικότητα στους Έλληνες κομμουνιστές, που έδειχναν ότι ενδεχομένως να επικρατούσαν μετά τον πόλεμο, ανοίγοντας ευκολότερα στη Μόσχα το δρόμο για την ανασύνταξη του χάρτη. Σαν βάση αυτής της πολιτικής, η λεγόμενη ώς τότε «Δημοκρατική Ομόσπονδη Μακεδονία» ορίστηκε το 1946 ως ένα από τα έξι ομόσπονδα συστατικά κρατίδια της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας λαμβάνοντας την ονομασία «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» μέχρι το 1963, οπότε μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η μετατροπή της γεωγραφίας σε εθνική ταυτότητα ήταν ο ένας πυλώνας για τη διάπλαση ενός «Μακεδονικού έθνους». Ο δεύτερος ήταν η μετατροπή του γλωσσικού ιδιώματος των Makedonci σε επίσημη «εθνική Μακεδονική γλώσσα». Την κωδικοποίηση ανέλαβε πρωτίστως η εφημερίδα Νova Makedonija, που ιδρύθηκε το 1944 , και αποτέλεσε έκτοτε, μαζί με το κομματικό όργανο Bοrba, φορέα γλωσσικής συστηματοποίησης. Τρίτος πυλώνας ήταν η οικειοποίηση του πολιτισμού και της ιστορίας της Ελλάδας στη Μακεδονία, αρχαίας και νεώτερης. Ανάλογη μεταχείριση είχε και η ιστορία της Βουλγαρίας. Αλλά η Ελλάδα ήταν εκείνη που προσέφερε την ακαταμάχητη παγκόσμια ακτινοβολία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκτός του ότι είχε την πρόσβαση στο Αιγαίο.
Επομένως, γεωγραφία, γλώσσα, ιστορία αποτελούσαν ανέκαθεν θεμελιώδη στοιχεία ταυτότητας στην υπόθεση της ΠΓΔΜ που ενέχουν εξ ορισμού και εκ γενετής αλληλένδετα αλυτρωτικά στοιχεία και χάραξαν έκτοτε έντονα και την ελληνική ιστορική συνείδηση.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε ο Στάλιν. Οι Έλληνες κομμουνιστές δεν κατέλαβαν την εξουσία, ενώ το 1948 ήλθε σε ρήξη με τον Τίτο. Αυτή έλυσε τα χέρια του Τίτο να αναδειχθεί σε αυτόνομο σημαιοφόρο του αλυτρωτικού Μακεδονισμού. Για να μην του χαρίσει, όμως, τον κομμουνιστικό αναθεωρητισμό στα Βαλκάνια, ο Στάλιν άλλαξε γραμμή στην Κομινφόρμ πια (από το 1947), υποστηρίζοντας, αντί για τη δημιουργία νέων κρατών, την ισότιμη μεταχείριση όλων των μειονοτήτων μέσα στα υφιστάμενα κράτη. Την ίδια γραμμή είχε προβάλει και στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (από το 1935) μεταβάλλοντας τη θέση περί Κομμουνιστικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας για να μην αποσταθεροποιήσει τα βαλκανικά κράτη ως δυνητικό ανάχωμα στον Άξονα.
Η ρήξη Τίτο-Στάλιν διαπέρασε και το ΚΚΕ εν μέσω του Εμφυλίου. Τα περισσότερα μέλη ευθυγραμίστηκαν με τη Μόσχα, αλλά πολλοί σλαβόφωνοι του ΔΣΕ ακολούθησαν τον Τίτο. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης, αρκετές χιλιάδες διέφυγαν στα Σκόπια, όπου έγιναν ένθερμοι οπαδοί του γιουγκοσλαβικού Μακεδονισμού. Το ΚΚΕ ακολούθησε τη γραμμή της Κομινφόρμ, όπως και νωρίτερα της Κομιντέρν (1924-1935) και στιγματίστηκε γι΄αυτό. Ωστόσο, απέφευγε γενικώς να χαρακτηρίζει τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας «Μακεδόνες», αλλά προέβαλε το «Σλαβομακεδόνες». Την ονομασία «Μακεδόνες» τη χρησιμοποιούσε για τους Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας. Άλλωστε, πολλά μέλη του ΚΚΕ ήταν ή κατάγονταν από πρόσφυγες γαλουχημένους με τον βενιζελικό πατριωτισμό και ανεπιθύμητους από τους γηγενείς σλαβόφωνους, όταν εγκαταστάθηκαν μαζικά στη Μακεδονία και τη Θράκη μετά το 1922. Η ιδεολογική ταύτιση –ή στροφή- προς τον κομμουνισμό δεν ακύρωσε τα εθνικά ιδεώδη ούτε θεράπευσε την αμοιβαία καχυποψία, που διατηρήθηκε τόσο στην Κατοχή (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) όσο και στον Εμφύλιο (ΔΣΕ).
Ο Ψυχρός Πόλεμος, με τις δικές του νομοτέλειες, «πάγωσε» τις εθνικές αντιπαραθέσεις και, κατά συνέπεια, μείωσε την άμεση επιθετικότητα του αλυτρωτικού Μακεδονισμού. Δεν απέτρεψε, όμως, την υπόκωφη συντήρησή του στη Γιουγκοσλαβία, καθώς αυτή συγκέντρωνε δύο πλεονεκτήματα: πρώτον, ως αντάρτης του σοβιετικού μπλοκ ήταν σε θέση να αξιοποιεί σχέσεις και με τις δύο Υπερδυνάμεις, δεύτερον, ως στυλοβάτης του Κινήματος των Αδεσμεύτων διέθετε επιρροή στον ΟΗΕ στα κυρίαρχα θέματα αποαποικιοποίησης και ύφεσης. Επομένως, το Κυπριακό και η ανάγκη της Ελλάδας να εστιάσει σε άμεσες σοβαρότερες απειλές από την Τουρκία και το σοβιετικό μπλοκ από τη δεκαετία του 1950 έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τη δυνητική πρόκληση στη Μακεδονία.
Το θέμα με τα Σκόπια γνώρισε εντάσεις και υφέσεις καταρχάς ανάλογα με τις διακυμάνσεις στις σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Σοβετικής Ένωσης. Σε περιόδους ψυχρότητας, το Βελιγράδι μείωνε τη «μακεδονική» δραστηριότητα. Αυτό συνέβη πρωτίστως από το 1948 ώς το θάνατο του Στάλιν (1953), όταν ο Τίτο είχε απόλυτη ανάγκη τη δυτική στήριξη για να επιβιώσει, φοβούμενος μάλιστα σοβιετικά αντίποινα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω Βουλγαρίας. Τότε, ιδιαίτερα αφού έληξε και ο Εμφύλιος στην Ελλάδα, οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις γνώρισαν άνθηση. Το 1953-54 η προσέγγιση κορυφώθηκε στη σύναψη Συμφωνίας Φιλίας και Συνεργασίας και συμμαχικού αμυντικού Συμφώνου μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας. Ήταν μια τολμηρή πρωτοβουλία, αφού συνέδεε έμμεσα τη Γιουγκοσλαβία με το ΝΑΤΟ.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο απενεργοποιήθηκε εξαιτίας της ελληνοτουρκικής διένεξης στο Κυπριακό από το 1955 και μετά. Ωστόσο, η παρακμή του ήταν μάλλον αναπόφευκτη και επειδή η Γιουγκοσλαβία επανέθεσε ζήτημα «Μακεδονίας», μόλις εξασφάλισε προσέγγιση με τον Χρουστόφ. Στο μεταξύ η Σοβιετική Ένωση δεν είχε πάψει να καλλιεργεί με ιστορικούς και γλωσσολόγους την ιδέα ύπαρξης μακεδονικού έθνους και εθνικής μακεδονικής γλώσσας. Εκτός από το 1955/56, η Γιουγκοσλαβία αναβαθμίστηκε εκ νέου για τη Σοβιετική Ένωση μετά τη ρήξη της Μόσχας με την Κίνα και την Αλβανία και τη συνακόλουθη σινο-αλβανική προσέγγιση (1961). Δεν είναι τυχαίο, ότι προϊούσης της αυξανόμενης συνεργασίας Βελιγραδίου-Μόσχας, το 1965 το Βελιγράδι έθεσε για πρώτη φορά άμεσα σε Έλληνα πρωθυπουργό, τον Γεώργιο Παπανδρέου, θέμα «Μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις απέρριπταν κατηγορηματικά την ύπαρξη «Μακεδονικού ζητήματος», «Μακεδονικού έθνους» και αλυτρώτων στην Ελλάδα. Οι όποιες κρούσεις γίνονταν μόνο στο περιθώριο διπλωματικών επαφών. Η Ελλάδα ήταν επιφυλακτική ακόμα και στην οικονομική συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία, παρόλο που η Δύση τη θεωρούσε κλειδί για να διαρραγεί ο κομμουνιστικός συνασπισμός, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960. Έτσι, δεν προχώρησαν συμφωνίες που δημιουργούσαν αλληλεξαρτήσεις, π.χ. για τη διαχείριση των κοινών υδάτινων πόρων. Ειδικά η μεθοριακή επικοινωνία θεωρούνταν αγκάθι γιατί άνοιγε την πόρτα σε αλυτρωτική προπαγάνδα «Μακεδονιστών» στη Βόρεια Ελλάδα. Η σχετική ρήτρα στις φιλόδοξες διμερείς συμφωνίες του 1959-60 πάγωσε το 1962, αναθερμάνθηκε το 1964 και καταγγέλθηκε οριστικά το 1967.
Ωστόσο, μία άλλη διαγώνια συνεργασία Αθήνας-Βελιγραδίου εξισορροπούσε την επιφυλακτική στάση της Ελλάδας: η Γιουγκοσλαβία στήριζε τα ελληνικά αιτήματα για αυτοδιάθεση της Κύπρου στον ΟΗΕ επηρεάζοντας τους Αδεσμεύτους και χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η Ελλάδα χρειαζόταν αυτή την στήριξη, καθώς βρισκόταν σε αντιπαράθεση και ενίοτε στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία, ενώ αισθανόταν απομονωμένη από τους υπόλοιπους δυτικούς συμμάχους της, που στο όνομα της Νατοϊκής συνοχής τηρούσαν συνήθως ίσες αποστάσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Η Κύπρος συμμετείχε, άλλωστε, ως ιδρυτικό μέλος στο Κίνημα των Αδεσμεύτων έως την ένταξή της στην ΕΕ (1961-2004). Και μετά την έκλειψη της Γιουγκοσλαβίας, οι Αδέσμευτοι συνέχισαν να στηρίζουν την ελληνοκυπριακή πλευρά και τη διακοινοτική συνεννόηση έναντι της αδιαλλαξίας της Άγκυρας.
Εκτός από τη μοναξιά στο Κυπριακό, η Ελλάδα συνεκτιμούσε τη βαλκανική μοναξιά της. Εκεί αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα. Με τη Βουλγαρία, η οποία αρνούνταν να καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις, ενώ εκκρεμούσαν χαράξεις της ελληνο-βουλγαρικής συνοριακής γραμμής. Με την Αλβανία διατηρούνταν το εμπόλεμο και η καταπίεση της ελληνικής μειονότητας, ενώ τα Τίρανα ήγειραν τακτικά θέμα ύπαρξης και διεκδικήσεων τσάμικης μειονότητας στην Ελλάδα. Το αλληλένδετο όλων αυτών των ζητημάτων αναδύεται και στη σημερινή πολλαπλή διαπραγμάτευση σε όλα και για όλα τα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία-ΠΓΔΜ-Σερβία-Κόσοβο).
Ένας πρόσθετος λόγος αποφυγής ρήξεων με τη Γιουγκοσλαβία ήταν ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ταύτιζε το απαραβίαστο των συνόρων, το οποίο κατοχυρώθηκε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975 και ταίριαζε με την εμμονή της Δύσης στη διεθνή σταθερότητα, με το αμετάβλητο των συνόρων. Διαψεύστηκε, βέβαια, μετά το 1989/90.
Η πτώση του Ανατολικού μπλοκ σηματοδότησε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα Βαλκάνια εκ μέρους χωρών της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ της Τουρκίας και της Ρωσίας. Γέννησε, επίσης, προσδοκίες αναδιάταξης επιρροών ή ακόμα και συνόρων, με αποτέλεσμα οι τοπικές συρράξεις να προκαλέσουν και ΝΑΤΟϊκές επεμβάσεις (Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο).
Η ιστορία μπορεί να είναι μέρος της λύσης, αλλά και μέρος του προβλήματος.
Μέσα στη βιασύνη των αθρόων αποσχίσεων και αναγνωρίσεων νέων ανεξάρτητων κρατών, υποτιμήθηκαν αρχικά από τη διεθνή κοινότητα οι ενστάσεις της Ελλάδας προς την αναγνώριση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ως ανεξάρτητου κράτους με το συνταγματικό της όνομα- «Δημοκρατία της Μακεδονίας»- και συναφή στοιχεία που υποδήλωναν αλυτρωτισμό σε βάρος της Ελλάδας (εθνότητα, ταυτότητα, γλώσσα, εθνικά σύμβολα κ.λπ.) Οι ενστάσεις αυτές δεν μπορούσαν να αμβλυνθούν ούτε από την εύλογη περιπλοκή που επέφερε στην ταυτότητα της γειτονικής χώρας η πληθυσμιακή αύξηση της αλβανικής μειονότητας (περίπου 25%).
Το αδιέξοδο έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την τότε ελληνική κυβέρνηση προκαλώντας βαθύ εσωτερικό ρήγμα με μακροπρόθεσμες συνέπειες για την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ.
Το 1995 η Ενδιάμεση Συμφωνία για άλλη μια φορά «πάγωσε» το θέμα, μέχρι να εξευρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Οι εταίροι της Ελλάδας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αποδέχθηκαν ότι η λύση θα αποτελούσε προϋπόθεση για να ενταχθεί στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς το νέο κράτος που έφερε πλέον την προσωρινή ονομασία «ΠΓΔΜ». Το νέο κράτος ξεκίνησε το 1995 τη συνεργασία του με το ΝΑΤΟ (PfP) και το 2005 υπέβαλε αίτημα ένταξης στην ΕΕ.
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός ήταν η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008. Από νωρίς κατέστη σαφές ότι δεν είχε ωριμάσει μια αμοιβαία αποδεκτή και βιώσιμη λύση. Από την πλευρά των Σκοπίων παρέμεναν ανέπαφα τα στοιχεία αλυτρωτισμού σε όλα τα επίπεδα με άμεση αντανάκλαση στο πιο ορατό μέρος, την ονομασία. Η Ελλάδα επανέλαβε ότι δεν πληρούνταν οι αδιαπραγμάτευτες για την ένταξη προϋποθέσεις. Η στάση αυτή έμεινε γνωστή διασταλτικά ως ελληνικό “βέτο”. Ουσιαστικά αποτελούσε φραγμό στην πρόσκληση της ΠΓΔΜ για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Παρά τις ισχυρές εσωτερικές διαφωνίες, η Συμμαχία αποφάσισε ομόφωνα ότι η ΠΓΔΜ θα λάβει νέα πρόσκληση, εφόσον θα έχουν εκπληρωθεί οι τεθείσες προϋποθέσεις.
Όπως συνέβη ιστορικά με άλλες διαφορές μεταξύ κρατών στην Ευρώπη, και εδώ φαίνεται ότι αμοιβαία αποδεκτή και βιώσιμη λύση μπορεί να γίνει εφικτή αν εγγυάται την ασφάλεια των συνόρων, αλλά και την ασφάλεια των ταυτοτήτων και για τις δύο πλευρές. Αυτό σημαίνει και για την ελληνική πλευρά. Εκεί έγκειται η επιμονή της Ελλάδας σε συνολική και ταυτόχρονη λύση για όλα τα θέματα: ονομασία, σύνταγμα, ιθαγένεια, εθνότητα, γλώσσα, σύμβολα. Ως προς το όνομα, δεν μπορεί παρά να σημαίνει σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις. Επομένως, στη σημερινή διαπραγμάτευση, το Βουκουρέστι αποτελεί αυτονόητα την ελάχιστη εθνική γραμμή.
Όπως πάντα, η ιστορία μπορεί να είναι μέρος της λύσης, αλλά και μέρος του προβλήματος. Μας βοηθάει, όμως, ελπίζω, να το κατανοήσουμε.
* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία της Κωνταντίνας Μπότσιου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Με αφορμή το όνομα. Συγκυρία και στρατηγική στα Βαλκάνια» που πραγματοποιήθηκε στις 12.2.2018 στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία.
Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης:
Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Ντόρα Μπακογιάννη, Βουλευτής ΝΔ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Δημήτρης Καραϊτίδης, πρέσβυς ε.τ. (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Γιώργος Σαββαΐδης, Πρέσβυς ε.τ. (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Βασίλης Κ. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Συντονίζει ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής (δείτε την εισαγωγική τοποθέτηση, εδώ)
12.2.2018, Ομιλία Κ. Μπότσιου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών from Evangelos Venizelos on Vimeo.