Εν πρώτοις θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, που μου απηύθυνε αυτήν την πρόσκληση, δείγμα φιλίας και εμπιστοσύνης από πολλά χρόνια, η οποία μου δίνει τη δυνατότητα να συμμετάσχω στη συζήτηση που αφορά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα και με συνομιλητές εξαιρετικά υψηλού επιπέδου.
Αντικείμενο της δικής μου σύντομης παρέμβασης θα είναι τα γεγονότα, οι συνθήκες που επικρατούσαν περί το Μακεδονικό όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του ΄93 ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι προβληματισμοί που προηγήθηκαν και που ήταν ιδιαίτεροι έντονοι για τον τρόπο αντιμετώπισης της τότε κατάστασης σε ότι αφορά τις σχέσεις μας με τα Σκόπια και οι σκοποί που επιδιώχθηκαν με την απόφαση επιβολής του εμπάργκο.
Το 1993, το ζήτημα των σχέσεων μας με την FYROM σκιαζόταν από μια ιδιαίτερα αυξημένη ένταση, που διαρκούσε άλλωστε επί μακρόν διάστημα αφότου η χώρα αυτή απέκτησε την ανεξαρτησία της, και η οποία είχε το χαρακτηριστικό μιας διαρκούς επιδείνωσης. Παρά τα διαβήματα, παρά τις διαμαρτυρίες, παρά τις πολλαπλές επαφές προς κάθε κατεύθυνση και προς τον χώρο των εταίρων και προς άλλες συμμαχικές χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαμορφωνόταν ένα κλίμα βαρύ και ζοφερό. Φαινόταν ότι έχουν δρομολογηθεί εξελίξεις που εμπέδωναν συνεχώς την παρουσία της γειτονικής χώρας με τη «συνταγματικής» ονομασία, δηλαδή, ως Δημοκρατία της Μακεδονίας και που άφηναν πολύ μικρά περιθώρια επιτυχίας στις δικές μας αντιδράσεις.
Οφείλω να πω, γιατί το έζησα, ως έχων υπηρετήσει στα Σκόπια και την προηγούμενη περίοδο, ότι οι προσπάθειες που είχαν καταβληθεί από την προηγούμενη Κυβέρνηση, ιδίως δε επί υπουργίας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ήταν εξαιρετικά σημαντικές και εντατικές. Η Ελλάδα πάντα προσπαθούσε να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό τοπίο. Παρόλα αυτά όμως και παρά την αρχική υποστήριξη που η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε στις προσπάθειες μας για αλλαγή του ονόματος και διαμόρφωση ενός πεδίου που θα μας επέτρεπε να αναπτύξουμε ομαλές σχέσεις, το κλίμα γινόταν συνεχώς βαρύτερο. Υπό τα δεδομένα αυτά, θυμάμαι, την ανησυχία που εκδήλωνε ο τότε Πρωθυπουργός και την μεγάλη προτεραιότητα που έδινε στην αντιμετώπιση του θέματος αυτού.
Για λόγους ιστορικής αλήθειας, ήθελα να σημειώσω, ότι ο Πρωθυπουργός χειριζόταν το θέμα προσωπικά ο ίδιος με καθημερινή ενημέρωση. Επιπλέον όμως είχε και έναν στενό κύκλο συνεργατών, με τους οποίους αντήλλασσε απόψεις και η γνώμη των οποίων φαινόταν ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα. Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να πω, διότι το έζησα και το είδα, ότι ο τότε Υπουργός Τύπου και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, εδώ παρόν, Ευάγγελος Βενιζέλος, ήταν μεταξύ των κορυφαίων συμβούλων με τους οποίους ο Ανδρέας Παπανδρέου συζητούσε και ανέλυε το θέμα σε όλες του τις πτυχές. Παράλληλα, είχε και επαφές με φίλους του πολιτικούς φίλους και πανεπιστημιακούς φίλους από την Αμερική οι οποίοι τον ενημέρωναν για τις διαθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ενδιάμεση συμφωνία είχε μια ιδιαίτερη αξία που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται.
Κατέστη σύντομα σαφές, ότι αυτό το οποίο απαιτείτο για να ανακοπεί ένας καταιγισμός αναγνωρίσεων που κινδύνευε να εμπεδώσει οριστικά την επίμαχη ονομασία ως Μακεδονία, χρειαζόταν μια αναδιάταξη των δεδομένων. Και για την αναδιάταξη αυτή, μετά από μεγάλο προβληματισμό, επελέγη η απόφαση επιβολής του οικονομικού αποκλεισμού. Μια απόφαση η οποία προβλημάτιζε τον τότε Πρωθυπουργό πολύ εν γνώσει του ότι θα προκαλούσε εντονότατες αντιδράσεις, τόσο από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και από πλευράς διεθνούς κοινότητας και η οποία επεβλήθη τελικά κυρίως για τους εξής λόγους: Πρώτον διότι ήθελε η τότε Κυβέρνηση να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση καθώς τα μέχρι τότε χρησιμοποιηθέντα μέσα δεν απέδιδαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θεωρήθηκε ότι μια ανορθόδοξη ενδεχομένως κατά την ουσία της κίνηση όπως αυτή θα τόνιζε την έντονη δυσφορία της ελληνικής πλευράς, θα υποχρέωνε την διεθνή κοινή γνώμη να εξετάσει εκ νέου τους λόγους της βαθιάς ελληνικής δυσφορίας και να εξετάσει και την απόλυτα αρνητική και ανελαστική θέση που συστηματικά τα Σκόπια τηρούσαν μέχρι τότε απέναντι μας, και επιπλέον θα της έδινε την δυνατότητα να προσφύγει σε συνομιλίες και διαπραγματεύσεις όπου θα μπορούσε έναντι της άρσεως του εμπάργκο να εξασφαλίσει ανταλλάγματα από την άλλη πλευρά.
Είμαι λίγο αναλυτικός στο σκεπτικό αυτό έτσι όπως το γνώρισα γιατί θυμάμαι τον ανηλεή λιθοβολισμό που υπέστη η απόφαση αυτή τότε. Πολλοί θεωρήσαν ότι ήταν μια πρωτόγονη ενέργεια της Ελλάδας απέναντι σε ένα ασθενικό και αδύναμο νεοσύστατο κράτος. Ότι ήταν μια ακραία εκδήλωση εθνικισμού, ότι η Ελλάδα επεδίωκε με κυνισμό να επιβάλλει τις απόψεις της. Ποτέ στην σκέψη των ιθυνόντων για την απόφαση αυτή δεν υπήρξαν τέτοιοι συλλογισμοί. Η βασική λογική ήταν πως θα αναδιαταχθούν τα δεδομένα για να προχωρήσουμε σε συνομιλίες που θα επέτρεπαν την άρση των περισσοτέρων από τα προβλήματα που μας απασχολούσαν και θα εξανάγκαζαν και την άλλη πλευρά να προσέλθει επιτέλους και αυτή σε διαπραγματεύσεις με ένα πνεύμα ειλικρινείας και χωρίς αυτήν την στείρα αρνητικότητα που χαρακτήριζε μέχρι τότε την στάση της.
Και πρέπει να πω ότι είχε προβλεφθεί και η επιχειρηματολογία με την οποία θα αντιδρούσε η χώρα στις διάφορες επικρίσεις που αναμένοντο και που τελικά εκδηλώθηκαν. Μετά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως ίσως θυμάστε, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαφωνώντας κατηγορηματικά με την απόφαση που πήρε τότε η Ελλάδα. Ο Επίτροπος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων Βαν Ντερ Μπρουκ, με επιμονή που έφτανε, θα σας έλεγα, τα όρια της απροκάλυπτα επιθετικής παρέμβασης, πίεζε για να τροποποιηθεί η απόφαση η οποία τελικώς όμως παρέμεινε σε ισχύ και μετά από κάποιο διάστημα μάλιστα η εκδοθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν κατέληξε σε επιβολή κυρώσεων επί της Ελλάδος. Στην σκέψη για την επιβολή του εμπάργκο, υπήρχε σαφώς η ιδέα, όπως σας είπα ήδη, της έναρξης συνομιλιών και διαπραγματεύσεων με την άλλη πλευρά. Και στη λογική αυτή επακολούθησε η μεταβατική συμφωνία που έχει επικρατήσει να αποκαλείται «ενδιάμεση», ενώ ο πραγματικός της όρος, ο ορθός όρος είναι «μεταβατική».
Έτυχε να είμαι παρών στην επίσκεψη που πραγματοποίησε ο τότε αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χόλμπρουγκ, αρχές Σεπτεμβρίου στην Εκάλη που ήταν τότε η κατοικία του Παπανδρέου. Η επίσκεψη έγινε με τρόπο αιφνιδιαστικό δεν είχαν προηγηθεί επαφές, ούτε υπήρχαν ενδείξεις που να επέτρεπαν εικασίες έστω για πιθανή πραγματοποίησή της. Ο Χόλμπρουγκ ακολουθούμενος από δύο συνεργάτες του, δήλωσε ότι ο πρόεδρος Κλίντον, δεχόμενος επικρίσεις στην Αμερική από πολιτικούς αντιπάλους του για την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής του στα Βαλκάνια, επιθυμούσε να αναλάβει πρωτοβουλία για να επιλύσει τη διαφορά της Ελλάδας με τα Σκόπια και να ανορθώσει το κύρος του και την αίγλη του. Στο πνεύμα αυτό ενδιαφερόταν, όπως δήλωσε ο Χόλμπουργκ, να μεσολαβήσει μεταξύ των δύο πλευρών και ζητούσε τη σύμφωνη γνώμη του Παπανδρέου, δηλώνοντας ότι εν συνεχεία θα επισκεπτότανε τον Γκλιγκόροφ για να εξασφαλίσει και τη δική του συναίνεση.
Ο Χόλμπουργκ όμως έθεσε και έναν όρο. Εφόσον η απόφαση ήταν θετική και από τις δύο πλευρές, δηλαδή εφόσον θα υπήρχε αποδοχή της ιδέας για έναρξη συνομιλιών, η σχετική ανακοίνωση να γίνει αποκλειστικά από τις αμερικανικές αρχές, στην Ουάσιγκτον, στα Σκόπια και στην Αθήνα. Επέμεινε πολύ επ’ αυτού δηλώνοντας ότι ήταν στενά συνδεδεμένος ο όρος αυτός με το όλο πακέτο της προτάσεως την οποία εκόμιζε. Ο Παπανδρέου εξέθεσε και πάλι εν περιλήψει τα θέματα που μας απασχολούσαν με τα Σκόπια, είπε ότι δέχεται την μεσολάβηση εφόσον η άλλη πλευρά θα προσερχόταν στις συνομιλίες αποδεχόμενη, όμως, εκ των προτέρων ότι αντικείμενο των συνομιλιών θα ήτανε η αλλαγή της σημαίας, η εγγύηση των συνόρων, η τροποποίηση του Συντάγματος και η άρση αλυτρωτικών κινήσεων και δραστηριοτήτων. Θα μου επιτρέψετε να σας αναφέρω και ένα μικρό περιστατικό χαρακτηριστικό του κλίματος.
Η ενδιάμεση συμφωνία ήτανε ένα σημαντικό βήμα και το περιεχόμενο της μπορεί και σήμερα να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό υπόβαθρο.
Ο Χόλμπουργκ αποχωρώντας από την Εκάλη, εζήτησε να παραμείνει εκεί ο βοηθός του, ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας ο κ. Μίλερ - συνέντευξη του οποίου είδα εχθές στην Καθημερινή - με τη δικαιολογία ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν χρόνος και μόλις έκανε το τηλεφώνημα στον τότε πρωθυπουργό θα μπορούσαν αμέσως να γίνουν οι σχετικές ανακοινώσεις. Ο Παπανδρέου δεν έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στο που θα βρισκόταν ο Μίλερ, ευγενικά είπε ότι δεν έχει αντίρρηση και απεσύρθη να αναπαυθεί. Οδηγήσαμε τον Μίλερ, ο οποίος είχε την απαίτηση να παραμένει στο γραφείο του πρωθυπουργού, σε ένα άλλο μικρό γραφείο της πρωθυπουργικής κατοικίας και όταν ήρθε το τηλεφώνημα ο Μίλερ ετοιμάστηκε να κάνει τη δήλωση του. Και τότε βέβαια ετέθη το θέμα ότι δεν θα ήταν δυνατόν την απόφαση που θα ελάμβανε η ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν προτάσεως βέβαια της αμερικανικής πλευράς, να την ανακοινώνει ο Αμερικανός πρέσβης και μάλιστα από την κατοικία του πρωθυπουργού.
Πρέπει να σας πω ότι εκεί έγινε ένας διπλωματικός μικροδιαπληκτισμός, όπου ο Μίλερ επιχειρούσε να βγει από την κατοικία, εμείς δεν τον αφήναμε και τελικώς έκανα μία πολύ σύντομη δήλωση εγώ, κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρωθυπουργό, πληροφορώντας την κοινή γνώμη ότι υπήρξε αυτή η αμερικανική πρωτοβουλία. Μετά από λίγα λεπτά, και φυσικά εκτός κατοικίας, έκανε και τη δική του δήλωση ο κ. Μίλερ. Αυτή είναι η μικρή ιστορία αν θέλετε για το πως έγινε η συζήτηση με τον κ. Χόλμπουργκ όταν ήλθε στην Εκάλη.
Κατόπιν τούτου, δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για την έναρξη των διαπραγματεύσεων στη Νέα Υόρκη. Η σκοπιανή πλευρά αρχικά ήταν αρνητική, έδειχνε μία δυσκινησία στην τήρηση της συμφωνίας της. Πεπεισμένη ότι η τακτική της αναβλητικότητας και της αντίδρασης μπορεί να έχει αποτελέσματα, επιχείρησε να την ακολουθήσει και στις συνομιλίες. Αυτό δεν επέτυχε, οι συνομιλίες προχώρησαν και χωρίς να σας κουράζω με λεπτομέρειες, φτάσαμε στην ενδιάμεση συμφωνία. Και στην ενδιάμεση συμφωνία, στο περιεχόμενό της, στην στρατηγική της, στην οργάνωσή της, έπαιξαν ρόλο σημαντικά πρόσωπα. Ο καθηγητής Καρτερός Ιωάννου, ο κ. Σκουρής, ο κ. Περράκης, και οφείλω να το πω, και μην το εκλάβετε ως φιλοφρόνηση, ήταν και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η παρουσία του σε όλη αυτή τη φάση, υπήρξε σταθερή και θα σας έλεγα, ιδιαιτέρως επιβοηθητική και καθοδηγητική των κινήσεων της τότε κυβέρνησης.
Ετέθη το μεγάλο θέμα για την αξία της ενδιάμεσης συμφωνίας. Πετύχαμε αυτά που θέλαμε; Είχε γόνιμη και εποικοδομητική επιρροή στην εξέλιξη των γεγονότων; Πιστεύω ότι η ενδιάμεση συμφωνία, η οποία εβλήθη από πολλές πλευρές, είχε μια θετική οντότητα και μια ιδιαίτερη αξία που δεν πρέπει να παραμελείται, ούτε να υποβαθμίζεται. Υποχρέωσε για πρώτη φορά τα Σκόπια να προσέλθουν σε συνομιλίες, των οποίων ο εκ των προτέρων διακηρυγμένος στόχος ήταν η συζήτηση για την αλλαγή της ονομασίας. Τα υποχρέωσε να ανακαλέσουν τη σημαία. Τα υποχρέωσε να τροποποιήσουν διατάξεις του Συντάγματος, που είχαν αλυτρωτικό χαρακτήρα, είτε ευθέως, είτε εμμέσως και γενικώς τα υποχρέωσε σε ένα διάλογο, μέσα στο περίγραμμα που έθετε η δική μας πλευρά.
Είναι εύλογο το ερώτημα που επανειλημμένως έχει τεθεί καλοπίστως από πολλούς παρατηρητές. Δεν είχε ατέλειες αυτή η συμφωνία; Μα φυσικά και είχε. Καμία συμφωνία άλλωστε δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι απηλλαγμένη μειονεκτημάτων και ατελειών. Π.χ. εκ των υστέρων μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι το γεγονός ότι δεν ετίθετο καταλυτική προθεσμία στις συζητήσει για την αλλαγή του ονόματος, έδωσε τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά να προσέρχεται στις συνομιλίες και να εμφανίζεται ότι πειθαρχεί προς το πνεύμα της μεταβατικής συμφωνίας, αλλά να τηρεί τελείως αδιάλλακτη στάση, που δεν επέτρεπε την πορεία των συνομιλιών. Επίσης, καλοπίστως είχαμε δεχτεί, πιστεύοντας ότι αυτό θα εκτιμηθεί από την άλλη πλευρά, να μην φέρει η Ελλάδα αντιρρήσεις στις προσπάθειες των Σκοπίων να ενταχθούν σε διεθνείς οργανισμούς, εφόσον η όλη συμπεριφορά και στάση τους θα ήταν τέτοια ώστε να μην καταφεύγουν σε προκλητικές ενέργειες. Δηλαδή, να εμφανίζονται με το όνομα FYROM και όχι κατά άλλον τρόπο.
Τηρήθηκαν αυτά; Άλλοτε ναι και συχνά όχι. Θα σας έλεγα ότι ένα πάγιο χαρακτηριστικό της άλλης πλευράς και αυτό το λέω χωρία να διαπνέομαι από πνεύμα αρνητικότητας απέναντι σε ένα μικρό γειτονικό λαό, χαρακτηριστικό της στάσης της σκοπιανής ηγεσίας σε όλες τις φάσεις από την ανεξαρτητοποίησης τους και μετά, ήταν μια πονηρή δολιότης, μια πρόθεση καταστρατήγησης, μια προσπάθεια παραβίασης των συμπεφωνημένων, μια προσπάθεια παραπλάνησης αν θέλετε της δικής μας πλευράς. Συμφωνούσαν ορισμένα πράγματα και η εν συνεχεία προσπάθεια δεν ήταν πως θα τα εφαρμόσουν, αλλά πως ενδεχομένως θα μπορέσουν να τα καταστρατηγήσουν.
Θεωρώ, ότι η ενδιάμεση συμφωνία ήτανε ένα σημαντικό βήμα και το περιεχόμενο της, το κόρπους της ενδιάμεσης συμφωνίας μπορεί και σήμερα να αποτελέσει μια πολύ σοβαρή ύλη, ένα πολύ σημαντικό υπόβαθρο για οποιαδήποτε συμφωνία ενδεχομένως καταστεί δυνατόν να υπογραφεί μέσα στα πλαίσια φυσικά των εθνικών μας γραμμών.
Έχοντας ζήσει από τόσο κοντά όλη αυτή την ιστορία και έχοντας προβληματιστεί όπως αντιλαμβάνεστε πολύ σε όσα συνέβησαν, δε θα σας κουράσω περισσότερο, αισθάνομαι την ανάγκη και κάποιων επισημάνσεων σχετικά με τον χειρισμό του όλου ζητήματος. Διαπίστωσα ότι η διεκδικητικότητα από μια χώρα η οποία θεωρείτε μικρή, μεσαίου μεγέθους όπως η δική μας, έστω και αν αυτό την φέρνει σε αντίδραση με σύμμαχες χώρες, με εταίρους, έστω και αν συναντά την ξινή διάθεση των άλλων, εφόσον είναι οργανωμένη, σοβαρή, υπεύθυνη, μπορεί να φέρει καλά αποτελέσματα. Εφόσον όμως παράλληλα τηρείται και μια προϋπόθεση ότι οι ενέργειες γίνονται με πνεύμα ρεαλισμού και με κατάλληλη οργάνωση.
Θα μου επιτρέψετε μια καταληκτική παρατήρηση.
Η χώρα μας, θεωρώ, παρά την κρίση που την μαστίζει, ότι έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, πολλές δυνατότητες και πολλά θετικά στοιχεία, που με κατάλληλη μέθοδο και δράση ο μπορεί να τα αξιοποιήσει. Να τα αξιοποιήσει έτσι ώστε να φέρει αποτελέσματα που να είναι συμβατά με τα συμφέροντά της, με τις εθνικές προσδοκίες και με την εθνική αξιοπρέπεια. Ευχαριστώ πολύ.
* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Δημήτρη Καραϊτίδη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Με αφορμή το όνομα. Συγκυρία και στρατηγική στα Βαλκάνια» που πραγματοποιήθηκε στις 12.2.2018 στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία.
Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης:
Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Ντόρα Μπακογιάννη, Βουλευτής ΝΔ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Γιώργος Σαββαΐδης, Πρέσβυς ε.τ. (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Βασίλης Κ. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπλ. Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (διαβάστε την ομιλία, εδώ)
Συντονίζει ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής (δείτε την εισαγωγική τοποθέτηση, εδώ)
12.2.2018, Ομιλία Δ. Καραϊτίδη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών from Evangelos Venizelos on Vimeo.