Δεν θ’ αντισταθώ, αγαπητέ κ. Μανδραβέλη, στην πρόκληση ν’ απαντήσω σ’ ένα δικό σας έμμεσο ερώτημα στην αρχή, δηλαδή αν είναι εφικτό ένα άλλο κράτος και δεύτερον, να κάνω τρεις σύντομες παρατηρήσεις σ’ αυτά που ήδη ειπώθηκαν από τους αγαπητούς φίλους και συναδέλφους. Στη συνέχεια θα μπω στο θέμα που σύντομα θα σας αναπτύξω, δηλαδή πώς αυτό το κράτος που έχουμε ή αυτό στο οποίο πρέπει να πάμε, μπορεί να γίνει εργαλείο για την περίφημη, μεγαλεπήβολη αλλά εντελώς απαραίτητη και κατά τη γνώμη μου εντελώς αυτονόητη ανάπτυξη.
Όχι μόνο είναι εφικτό ένα άλλο κράτος, αλλά είναι απαραίτητο και αυτονόητο.
Η απάντηση στο δικό σας ερώτημα κατ' αρχήν: Όχι μόνο είναι εφικτό ένα άλλο κράτος, αλλά είναι απαραίτητο και αυτονόητο. Δε μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί όπως λειτουργεί αυτή τη στιγμή ούτε στα θέματα της δημόσιας ζωής ούτε στα θέματα των θεσμών ούτε στα θέματα της οικονομίας, νοούμενης ως βάση για να επιτύχουμε το κοινωνικό καλό.
Θα ακούσετε πολλά επικριτικά, τουλάχιστον από το στόμα μου, για τη σημερινή κατάσταση, βιάζομαι να πω όμως ότι για τις παθογένειες του Κράτους, της Δημόσιας Διοίκησης, δεν ευθύνεται μόνο η παρούσα κυβέρνηση. Απλώς αυτή ήρθε σε μια δύσκολη, σε μια κακή γενική κατάσταση του δημόσιου τομέα και τα έκανε ακόμα χειρότερα. Μετά το πέρασμά της, άρα, είναι όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά, κατά τη γνώμη μου, εντελώς αυτονόητος στόχος να βελτιωθεί η κρατική λειτουργία και να επιδιώξουμε τη μετάβαση σε ένα άλλο κράτος.
Πρώτη παρενθετική παρατήρηση: Ποια είναι η σχέση αυτής της μετάβασης με τη συνταγματική αλλαγή; Συμφωνώ με τον Ξενοφώντα Κοντιάδη, πρέπει γι’ αυτά τα θέματα, που είναι θεμελιώδη, να ξεχάσουμε την πολύ βαθιά συνταγματική μεταρρύθμιση, έτσι όπως την ονειρεύεται η παρούσα κυβέρνηση.
Να πω εδώ, το ξέρουμε όλοι οι συνταγματολόγοι αλλά δεν είστε υποχρεωμένοι να το ξέρετε με τον ίδιο βαθμό βεβαιότητας και όλοι εσείς που μας ακούτε, ότι αυτή η αναθεωρητική διαδικασία, όπως την προωθεί η σημερινή κυβέρνηση, είναι μια εντελώς άτυπη και, θα έλεγα, και στα όρια της νομιμότητας διαδικασία, με μια Επιτροπή που δεν προβλέπεται από πουθενά, που δεν έχει σχέση με τη Βουλή, και που περιφέρει στο «λαό» μια πρόταση που αλλάζει διαρκώς και που έχει τα «Μπολιβαριανά» χαρακτηριστικά που ανέφερε ο κ. Αλιβιζάτος και για τα οποία έχω και εγώ κάνει λόγο σε δημόσιες παρεμβάσεις μου.
Άρα, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί στα θέματα ιδίως της ανόρθωσης του κράτους, βάζουμε στην άκρη τα μεγαλεπήβολα και κατά τη γνώμη μου κενά ότι πρέπει ν’ αλλάξουν τα πάντα σε συνταγματικό επίπεδο και ασχολούμαστε κατά προτεραιότητα με την αξιοποίηση των υπαρχουσών δυνατοτήτων. Η κρίσιμη λέξη για μένα λοιπόν δεν είναι «αλλαγή», είναι «αξιοποίηση». Και θα σας πω πώς το εννοώ.
Η κρίσιμη λέξη δεν είναι «αλλαγή», είναι «αξιοποίηση»
Δεύτερη σύντομη νύξη, που έχει μια προσωπική διάσταση, γιατί είμαι κι εγώ ο ίδιος καμένος από αυτή την ιστορία, έχει όμως και μια, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμη θεσμική διάσταση: το ζήτημα των Ανεξάρτητων Αρχών.
Πολύ συζητείται ότι η αναζωογόνηση της δημόσιας ζωής και η βελτίωση του κράτους μπορεί να έρθει μέσα από μια καλύτερη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών. Το θέλουμε αυτό; Θέλουμε να πάμε σ’ ένα σύστημα που θα ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο τις λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές;
Βεβαίως και θα έπρεπε να θέλουμε τις ήδη υπάρχουσες και λειτουργούσες να τις κάνουμε να λειτουργήσουν σωστά -κι εκεί υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα πραγματικής και εντελώς παράνομης παρέμβασης της σημερινής κυβέρνησης στη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών και των ανεξάρτητων λειτουργιών γενικότερα.
Αλλά θα θέλαμε, μπροστά στα προβλήματα της δημόσιας ζωής και του κράτους, να δημιουργήσουμε όλο και περισσότερες Ανεξάρτητες Αρχές; Το αφήνω ως ερώτημα, νομίζω όμως ότι καταλαβαίνετε από τον τόνο της φωνής μου ότι η δική μου απάντηση είναι πολύ συγκρατημένη: δεν είναι αυτή η βασική οδός για να πετύχουμε τη βελτίωση της δημόσιας σφαίρας την οποία επιζητούμε.
Και η τελευταία μικρή νύξη που έχω να κάνω, αφορά τη σχέση με τη Δικαιοσύνη, στην οποία επίσης αναφέρθηκε ο Ξενοφώντας Κοντιάδης και είναι πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα.
Και πάλι, η Δικαιοσύνη έχει πάρα πολλά προβλήματα, και πάλι μιλάω μ’ ένα είδος προσωπικού φορτίου, ακόμη ισχυρότερο αυτή τη φορά παρ’ όλο που εγώ δεν είμαι λειτουργός της Δικαιοσύνης. Αλλά και πάλι δεν πιστεύω ότι η βελτίωση του κράτους και της λειτουργίας του κράτους περνά αναγκαστικά και κατά προτεραιότητα μέσα από ιδέες όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο, για το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε πολύ, ή η αλλαγή του τρόπου επιλογής των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ή ακόμα, αυτό είναι πιο πρακτικό, θα το άκουγα με πιο ευμενές αυτί, η επιτάχυνση και η δημιουργία καλύτερων συνθηκών για την απονομή δικαιοσύνης σε θέματα που έχουν σχέση με την ανάπτυξη.
Πάω με λίγα λόγια σ’ αυτό που αποτελεί το βασικό αντικείμενο της παρέμβασης μου και σχετικά με το οποίο θα ήθελα να μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας. Έβαλα στο κέντρο της κουβέντας τη λέξη «αξιοποίηση». Πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτά που έχουμε και να μη λέμε πάλι τα μεγάλα λόγια, «ανάπτυξη», που θα έρθει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Αυτά που πρέπει και που ξέρουμε και που είναι μπροστά μας, να περάσουν καλύτερα μέσα από τα κανάλια που διαθέτει το Κράτος αυτή τη στιγμή και που είναι δεδομένα.
Όταν μιλάμε για ανάπτυξη και κράτος, τί συγκεκριμένα πράγματα εννοούμε: Θα ξεκινήσω από αυτά στα οποία το κράτος παίζει το μεγαλύτερο ρόλο και θα τελειώσω μ’ αυτά όπου παίζει το μικρότερο ή και καθόλου.
Είναι πρώτον, το ζήτημα των δημοσίων επενδύσεων. Δηλαδή χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού, επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης, μέσα από μια συζήτηση, τη συζήτηση περί του προϋπολογισμού, που υποτίθεται θα ήταν η κορωνίδα, όχι μόνο της κοινοβουλευτικής χρονιάς αλλά και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και είναι το εντελώς αντίθετο -οι Βουλευτές εξ ημών το ξέρουν πολύ καλά αλλά και όλοι όσοι παρακολουθούμε τα κοινοβουλευτικά πράγματα.
Μία λοιπόν επιλογή, στρατηγική επιλογή για δημόσιες επενδύσεις. Ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι αυτή τη στιγμή είναι σχεδόν στο μηδέν οι δημόσιες επενδύσεις, υπό το πρόσχημα, τονίζω τη λέξη «πρόσχημα», των μέτρων που πρέπει να πάρουμε και των εξόδων του κράτους που πρέπει να μειώσουμε.
Το κράτος να δημιουργήσει ένα κλίμα τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ασφάλειας.
Ερώτημα –με την υπενθύμιση ότι εδώ είναι το κράτος, το Δημόσιο, η κυβέρνηση, που αποφασίζουν 100%: Είναι σωστό, είναι λογικό, ή μήπως είναι αυτοκτονικό σε στιγμή που το μέγα ζητούμενο είναι η ανάπτυξη και το μέγα πρόβλημα της χώρας μας είναι η ανεργία, να κόψουμε εντελώς τις δημόσιες επενδύσεις; Τίθεται συνεπώς ένα πρώτο ζήτημα στρατηγικών επιλογών σε σχέση με τις δημόσιες επενδύσεις.
Κατεβαίνουμε ένα επίπεδο: ΕΣΠΑ. Τί είναι το ΕΣΠΑ; Έτοιμα, ήδη εγκεκριμένα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με τα οποία το ελληνικό κράτος, το Ελληνικό Δημόσιο, λειτουργεί, ας μου επιτρέψετε αυτή τη λέξη σε εισαγωγικά, είναι ένας βαρβαρισμός και προσπαθώ να τους αποφύγω, ως «απορροφητής». Απορροφά αυτά τα χρήματα, που είναι δεδομένα, έχουν συμφωνηθεί, τα έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και το ελληνικό κράτος, η ελληνική κρατική μηχανή, πρέπει να βρει τις κατάλληλες διαδικασίες να τα απορροφήσει προς όφελός του. Κατάλληλες διαδικασίες θα πει και άνθρωποι που γνωρίζουν, «τεχνοκράτες». Τεχνικές πράξεις τέτοιας σημασίας χωρίς κάποιους που να γνωρίζουν, δεν μπορούν να βγουν σωστά σε πέρας. Πρέπει λοιπόν αυτά τα χρήματα, τα ευρωπαϊκά κονδύλια, να γίνουν συγκεκριμένα έργα για το Ελληνικό Δημόσιο.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Ξέρετε ότι υπάρχει μεγάλη διχογνωμία, η κυβέρνηση είναι πάρα πολύ καλή σ’ αυτό, με νούμερα που τα παρουσιάζει όπως θέλει, εμφανίζει μια εικόνα που είναι μαγική. Αλλά πάντως θα σας δώσω ένα δεδομένο: Μέσα στο 2017, 23 έργα είναι συμφωνημένα, ένα έχει αρχίσει. Αυτά είναι στοιχεία από τη Βουλή, δεν τα λέω εγώ, και δίνουν μια εικόνα του πόσο αποτελεσματικά λειτουργεί ο μηχανισμός απορρόφησης κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ξαναλέω, χρήματα έτοιμα, προαποφασισμένα και στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης.
Κατεβαίνουμε ένα επίπεδο: το περίφημο, λόγω της κρίσης, «σχέδιο Γιουνκέρ». Είναι πάλι χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τη μορφή δανείων αυτή τη φορά -δεν πρόκειται για «φρέσκο χρήμα», είναι δάνεια που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω ενός θεσμού που λέγεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, που χρησιμοποιεί δύο Ευρωπαϊκούς Θεσμούς, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης, οι οποίοι θεσμοί με τη σειρά τους χρησιμοποιούν –βλέπετε πόσες μεσολαβήσεις- τις ελληνικές Τράπεζες, για να έρθουν χρήματα στις μικρομεσαίες κυρίως επιχειρήσεις.
Αυτό είναι το σχέδιο Γιουνκέρ. Χωρίς εκ των προτέρων βεβαιότητες, χωρίς αλεξίπτωτο -δεν υπάρχουν, όπως στο ΕΣΠΑ, χρήματα για την Ελλάδα, υπάρχουν χρήματα για τους έξυπνους, γι’ αυτούς που θα προτείνουν αξιοποιήσιμα σχέδια ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για την εθνική οικονομία και ιδίως για τους μικρομεσαίους.
Πού βρισκόμαστε σε αυτό το πεδίο: 7 μόνο σχέδια, ενώ το πρόγραμμα Γιουνκέρ άρχισε το 2015, 7 μόνο σχέδια αυτή τη στιγμή τρέχουν όπως λέμε, κάποια δε από αυτά είναι σε τομείς όπως η βοήθεια στις Τράπεζες -βοηθάμε αυτούς που θα βοηθήσουν, ακριβώς λόγω των προβλημάτων του ελληνικού συστήματος.
Άρα εδώ ο ρόλος του κράτους είναι ότι πρέπει να σκεφτεί - δύσκολο πράγμα για ένα κράτος να σκέφτεται αλλά πρέπει να το κάνει- να βάλει τις προτεραιότητες για το πού θα πάνε αυτά τα χρήματα και να δημιουργήσει εκείνες τις συνέργειες –άλλη μια λέξη του συρμού αλλά αυτή μ’ αρέσει πιο πολύ-, εκείνους τους τρόπους δηλαδή συνύπαρξης ανάμεσα στο Δημόσιο, στις δημόσιες διαδικασίες και τα ιδιωτικά χρήματα -γιατί είπαμε ότι εδώ μιλάμε κυρίως για μοχλευμένα χρήματα που έρχονται υπό τη μορφή δανείων από το εξωτερικό.
Δεν θα κάνει κανείς επενδύσεις στην Ελλάδα, όταν δεν ξέρει τί φορολογικό σύστημα θα υπάρξει το επόμενο πρωί.
Τέταρτο επίπεδο, εδώ πια ο ρόλος του κράτους είναι ο μικρότερος δυνατός, οι λεγόμενες ιδιωτικές επενδύσεις. Κυρίως ξένες ιδιωτικές επενδύσεις. Εδώ το κράτος δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά κάτι πάρα πολύ βασικό: να δημιουργήσει ένα κλίμα τόσο πολιτικής όσο και οικονομικής ασφάλειας.
Ποιος θα έρθει, το λέμε πολύ συχνά και είναι απολύτως αλήθεια, να κάνει επενδύσεις στην Ελλάδα, όταν δεν ξέρει τί φορολογικό σύστημα θα υπάρξει το επόμενο πρωί, όταν δεν ξέρει καν αν η Ελλάδα, αφού κάνει την επένδυσή του, θα είναι μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτές είναι οι βασικές λειτουργίες. Για να δούμε τί πρέπει να κάνει και τί δεν πρέπει να κάνει το κράτος και κλείνω μ’ αυτό.
Τί πρέπει κατά τη γνώμη μου να κάνει το κράτος για να υποδεχθεί όλα αυτά τα σημαντικά εργαλεία: Φυσικά να δημιουργήσει τις υποδομές. Υποδομές σημαίνει συγκεκριμένους τρόπους λειτουργίας όλων αυτών των θεσμών μέσα στο κράτος, Τμήματα, Διευθύνσεις και κυρίως να βάλει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις.
Έχουμε κάνει αγαπητοί φίλοι ακριβώς το αντίθετο. Δεν ξέρω αν θυμάστε την περίφημη ΜΟΔ, μια πρότυπη μονάδα για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλιών, ακριβώς για τη βασική δουλειά την οποία έχει να κάνει το Κράτος. Ε, αυτή η μονάδα, έχει χάσει τελείως τη δυναμική της, αν δεν έχει εξαφανιστεί ή αποψιλωθεί και οργανικά.
Άρα πρέπει να δώσουμε πάρα πολύ μεγάλη σημασία και στις υποδομές και στον τρόπο που θα λειτουργήσουν οι σωστοί δημόσιοι υπάλληλοι στις σωστές θέσεις. Εδώ δε χωράει πελατειακό σύστημα.
Τί άλλο θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει γι’ αυτή τη σωστή λειτουργία, γι’ αυτή την αξιοποίηση –να ξανά η λέξη κλειδί: Να μη χάνουμε πόρος και ευκαιρίες. Δεν είναι δυνατό μέσα από τη διαπραγμάτευση να χάνονται χρήματα που θα μεγάλωναν την πίτα αυτήν ακριβώς για την οποία μιλάμε. Παράδειγμα: Δεν είναι δυνατόν ενάμιση χρόνο μετά την αρχή της λειτουργίας του και λίγους μήνες φοβάμαι πριν από τη λήξη της λειτουργίας του, να συζητάμε ακόμα αν θα μπούμε ή δε θα μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση, στο QE. Αυτά είναι χρήματα που μας δίνονται, δεν τ’ αξιοποιούμε, πάνε χαμένα…
Και τελευταίο και κλείνω μ’ αυτό, το ζήτημα της λεγόμενης νοοτροπίας. Μπορεί το κράτος να έχει μία νοοτροπία όταν αυτά τα ζητήματα είναι όλα κυρίως τεχνικής φύσης; Η γνώμη μου είναι ναι. Το κράτος οφείλει απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα να έχει την νοοτροπία που εμείς οι συνταγματολόγοι ονομάζουμε πολύ απλά -κι επειδή πρέπει να τελειώσω, δεν θα το αναλύσω όσο θα του άξιζε- «προστασία του δημοσίου συμφέροντος». Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή. Ευχαριστώ πολύ.
* Ομιλία του Κώστα Μποτόπουλου στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Oscar-Claude Monet (1840 – 1926), Il Ponte di Argenteuil
Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.