Πέμπτη, 17 Μαρ 2016

Για ένα νέο εκλογικό σύστημα

αρθρο του:

Δεν νομίζω ότι καταλείπεται αμφιβολία: οι καιροί είναι ώριμοι για μια αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος της (πολύ) ενισχυμένης αναλογικής μετά από χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας του. Όχι επειδή το ζητούν κάποια, ή και όλα, τα κόμματα, αλλά επειδή το απαιτεί η Δημοκρατία.

Οι στρεβλώσεις που επιφέρει στην πολιτική εκπροσώπηση είναι γνωστές και σχεδόν ομόφωνα παραδεκτές:

α) με το μπόνους των 50 επιπλέον εδρών που δίνονται στο πρώτο κόμμα κάμπτεται σε μεγάλο βαθμό η αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης και παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου από τις ανατροπές που επέρχονται σε σχέση με την έκφραση της λαϊκής ψήφου (ιδίως σε τετραεδρικές και πενταεδρικές περιφέρειες),

β) η απόλυτη ισχύς του σταυρού προτίμησης οδηγεί σε «εμφύλιους πολέμους» εντός των κομμάτων, προσωποποιεί και από-πολιτικοποιεί τις διαφορές, ενισχύει τα δημοφιλή ή «γνωστά»- αλλά όχι αναγκαστικά σε σχέση με τις πολιτικές τους ικανότητες- πρόσωπα και καθιστά καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας την οικονομική άνεση, ή τις οικονομικές δοσοληψίες, κατά την προεκλογική εκστρατεία,

Οι καιροί είναι ώριμοι για μια αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος.

γ) η ύπαρξη τεράστιων σε έκταση, ανομοιογένεια και πληθυσμό περιφερειών, με πιο εμβληματική την Β Αθήνας, δημιουργεί βουλευτές δύο ταχυτήτων, εντείνει τα εκ του σταυρού προβλήματα (σχέση με ΜΜΕ και πολιτικό χρήμα) και αμβλύνει την αντιπροσωπευτικότητα,

δ) ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται οι υποψήφιοι βουλευτές βγάζει στην επιφάνεια το πρόβλημα εσωκομματικής δημοκρατίας των κομμάτων, το οποίο με τη σειρά του επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία του κομματικού και πολιτικού συστήματος,.

ε) είναι αδικαιολόγητο ιδίως στη σημερινή εποχή, να αποκλείονται εν τοις πράγμασι από τη συμμετοχή στις εκλογές οι απόδημοι Έλληνες, για τους οποίους υπάρχει μάλιστα ειδική συνταγματική πρόβλεψη. 

Πέρα από αυτές οι στρεβλώσεις, που είναι οι βασικότερες αλλά όχι οι μόνες, η ανάγκη μεταρρύθμισης του ισχύοντος εκλογικού συστήματος ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι πολιτικές συνθήκες και οι ανάγκες της εποχής, στην Ελλάδα και όχι μόνο (θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για «εποχή της κρίσης»), έχουν ουσιαστικά σημάνει τη λήξη του μοντέλου των μονοκομματικών κυβερνήσεων και έχουν καταστήσει προφανή την ανάγκη για ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις.

Οι ανάγκες της εποχής έχουν ουσιαστικά σημάνει τη λήξη του μοντέλου των μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Με αυτά τα δεδομένα, το μεταρρυθμισμένο σύστημα θα πρέπει να έχει ως βασικές επιδιώξεις, πέρα από τη διόρθωση των υπαρχουσών στρεβλώσεων και αδυναμιών, την αύξηση της αντιπροσωπευτικότητας μέσω ενίσχυσης της αναλογικότητας, τη διατήρηση της κυβερνησιμότητας (αλλά μιας νέου τύπου κυβερνησιμότητας), την ορθή γεωγραφική κατανομή/εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος και την κατά το δυνατόν σταθερότητα –το νέο σύστημα ως προϊόν ευρύτερης συναίνεσης θα πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά εκείνα που να του επιτρέψουν να μη χρειαστεί, και να μην υποστεί, σύντομα νέα αλλαγή.

Ο πολιτικός μας χώρος δουλεύει ενεργά πάνω στο ζήτημα και έχει ξεκινήσει ένα ευρύ εσωτερικό διάλογο, στον οποίο συμμετέχω και προσωπικά. Οι βασικές κατευθύνσεις του εν εξελίξει διαλόγου θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε όσα ακολουθούν. Εξυπακούεται ότι θα συγκροτηθεί επίσημη πρόταση, η οποία θα τεθεί υπόψη όλων των ενδιαφερόμενων πολιτών και θα συζητηθεί και κριθεί στο επικείμενο προγραμματικό συνέδριο της δημοκρατικής παράταξης.  

Περισσότερη αναλογικότητα

Το μπόνους των 50 εδρών στο κόμμα που είναι πρώτο έστω και με μια ψήφο διαφορά είναι εντελώς διαστρεβλωτικό, αλλά η ίδια η έννοια του μπόνους στο πρώτο κόμμα δεν είναι αφεαυτής απορριπτέα. Το συνδυασμό μεγαλύτερης αναλογικότητας και διευκόλυνσης της κυβερνησιμότητας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει η πρωτότυπη ιδέα παροχής του μπόνους 30 εδρών μόνο σε περίπτωση που το πρώτο κόμμα υπερβεί ένα ποσοστό κοντά στο 40%: το εκλογικό σώμα, με την ψήφο του, θα ήταν σαν να «ζητά» να κυβερνηθεί από συγκεκριμένη παράταξη, «επιλέγοντας» κατά κάποιο τρόπο τη λείανση του πλήρως αναλογικού συστήματος.

Το μπόνους είναι δημοκρατικά ορθό να απονέμεται και σε συνασπισμούς κομμάτων. 

Παράλληλα θα προσφερόταν κίνητρο για κυβερνησιμότητα αλλά μέσω συμμαχιών κομμάτων σε πολιτική και όχι καιροσκοπική βάση. Εναλλακτικά θα μπορούσε να συζητηθεί και η ιδέα κυμαινόμενου αριθμού εδρών στο πρώτο κόμμα ως μπόνους, υπολογιζόμενων στη βάση είτε του εκλογικού ποσοστού του, είτε της διαφοράς του με το δεύτερο κόμμα. Το μπόνους, είτε στη μία είτε στην άλλη εκδοχή του, είναι δημοκρατικά ορθό να απονέμεται και σε συνασπισμούς κομμάτων, εφόσον βεβαίως οι συγκεκριμένοι συνασπισμοί έχουν συγκροτηθεί σε προγραμματική και όχι σε ευκαιριακή βάση προ της διεξαγωγής των εκλογών.

Αντιπροσωπευτική κατανομή εδρών

Δύο θέσεις, πηγάζουσες αμφότερες από παλιότερες επεξεργασίες εντός του ΠΑΣΟΚ, έχουν αναδειχθεί από το δημόσιο διάλογο. Η πρώτη θα μπορούσε να περιγραφεί ως «γερμανικού τύπου» σύστημα, με διαχωρισμό των εκλογικών περιφερειών σε πολυεδρικές (σε επίπεδο διοικητικών Περιφερειών, που θα μπορούσαν να είναι 5 έως 7 και θα έδιναν γύρω στις 130 έδρες) και μονοεδρικές (που θα καλύπτουν όλους τους σημερινούς νομούς και θα ήταν γύρω στις 160). Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός της αναλογικότητας θα γίνεται μόνο στο επίπεδο των πολυεδρικών με αντίστοιχες «απώλειες» κάποιων εδρών στο επίπεδο των μονοεδρικών.

Η δεύτερη εναλλακτική θα προέβαλλε κατανομή των εδρών στα χνάρια του σημερινού συστήματος (κατά βάση πολυεδρικές με διατήρηση των σημερινών μονοεδρικών), με απαραίτητο «σπάσιμο» των σημερινών μεγάλων περιφερειών (στο νέο σύστημα καμία περιφέρεια δεν θα μπορεί να έχει περισσότερες από 9 έδρες).

Κρίσιμο στοιχείο είναι ο ακριβής καθορισμός νέων περιφερειών με κριτήρια τον πληθυσμό.

Το «γερμανικό σύστημα» παρουσιάζει το μειονέκτημα της πολυπλοκότητας, της αναντιστοιχίας με την ελληνική πολιτική παράδοση και της εισαγωγής κάποιου στοιχείου στρέβλωσης του εκλογικού αποτελέσματος μέσω της «υφαρπαγής» εδρών από τις μονοεδρικές ώστε να βγει η αναλογικότητα στις πολυεδρικές. Θα μπορούσε ωστόσο να αυξήσει το ενδιαφέρον των πολιτών λόγω του νεωτεριστικού του χαρακτήρα και να έδινε μια λύση στο ακανθώδες ζήτημα λίστας –σταυρού προτίμησης.

Το σύστημα των «νέων περιφερειών» παρουσιάζει το μεγάλο πλεονέκτημα της απλότητας, ενώ, συνδυαζόμενο με το «σπάσιμο» των μεγάλων περιφερειών, θα αντιμετώπιζε αρκετά αποτελεσματικά τη βασική παθογένεια του σημερινού συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θα πρόκειται για ανασχεδιασμό, πολύ κρίσιμο στοιχείο θα είναι ο ακριβής καθορισμός των νέων περιφερειών με κριτήρια τον πληθυσμό, την αντιπροσωπευτικότητα αλλά και το σεβασμό των τοπικών ιδιαιτεροτήτων .

Σταυρός ή λίστα

Ενώ, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην αρχή, ο σταυρός προτίμησης εντάσσεται καταρχήν στις παθογένειες του ελληνικού εκλογικού συστήματος, η «πλήρης λίστα» έχει και εκείνη τα προβλήματα της: απαιτεί ένα βαθμό εσωκομματικής δημοκρατίας που δεν υφίσταται στα σημερινά ελληνικά κόμματα, ενισχύει τον αρχηγισμό, αφαιρεί μια αίσθηση (έστω και ψευδαίσθηση) συμμετοχής από τους πολίτες, αποτελεί στην πράξη αντικίνητρο για «τρέξιμο» και συγκέντρωση ψήφων από τους υποψήφιους βουλευτές.

Μια λύση, σε περίπτωση που επιλεγεί ένα «γερμανικού τύπου» σύστημα, θα ήταν ο συνδυασμός λίστας στις πολυεδρικές και σταυρού (από μια λίστα τριών υποψηφίων) στις μονοεδρικές. Σε περίπτωση που επιλεγεί το σύστημα των «νέων και μικρότερων πολυεδρικών», η τάση μάλλον θα ήταν για επιλογή των βουλευτών μέσω σταυρού –αφού η σμίκρυνση των περιφερειών θα είχε ήδη, σε κάποιο βαθμό, λειάνει τις συνέπειες σε σχέση με την αναγνωρισιμότητα και το πολιτικό χρήμα.

Να ενισχυθεί θεσμικά η εσωκομματική δημοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ενισχυθεί θεσμικά και ουσιωδώς η εσωκομματική δημοκρατία όσον αφορά την ανάδειξη των υποψηφίων βουλευτών. Για λόγους συμβολικούς αλλά και κανονιστικούς, αυτό θα μπορούσε να γίνει με προσθήκη στο νέο εκλογικό νόμο ρητής μνείας για την ανάδειξη των υποψηφίων μέσα από «εκλογικά συνέδρια» των κομμάτων. Στο νόμο αυτό θα μπορούσαν να υπάρχουν και ρυθμίσεις για αυτοδέσμευση των κομμάτων σε σχέση με τον επιτρεπόμενο αριθμό θητειών των αναδεικνυόμενων βουλευτών.

Εκπροσώπηση αποδήμων

Είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί επιτέλους η συνταγματική επιταγή για εκπροσώπηση στη Βουλή των αποδήμων Ελλήνων. Για να επιτευχθεί αυτό, πέραν της πολιτικής βούλησης, απαιτείται η καταγραφή των δυνητικών ψηφοφόρων ανά γεωγραφική ζώνη και η δημιουργία αντίστοιχων «εκλογικών καταλόγων». Με βάση αυτά θα μπορούσαν να δημιουργηθούν 5-7 έδρες αποδήμων με βάση πληθυσμιακά και γεωγραφικά κριτήρια.

Χρήσιμες και λιγότερο χρήσιμες παράλληλες μεταρρυθμίσεις

Μικρής ουσιαστικής σημασίας και μεγαλύτερης πρακτικής δυσκολίας είναι η μείωση του αριθμού των 300 βουλευτών, που σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να γίνει φετίχ ή πρόσχημα για υποχώρηση από τα ουσιώδη στοιχεία της εκλογικής μεταρρύθμισης. Ο αριθμός συνάδει με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας και με το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία μόνο Βουλή, έτσι ώστε το επιχείρημα της εξοικονόμησης για το Δημόσιο Ταμείο να μην είναι καταλυτικό.

Η μείωση ή εξαφάνιση του κατωφλιού του 3% για είσοδο κομμάτων στη Βουλή είναι επίσης μια πρόταση αντιπαραγωγική και αντίθετη με την ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση. Αλλά και αύξηση του κατωφλιού θα δημιουργούσε προβλήματα αντιπροσώπευσης και νόθευσης της λαϊκής ψήφου.

Η συζήτηση περί του εκλογικού συστήματος είναι κρίσιμη για τη Δημοκρατία.

Συνδεόμενες με το εκλογικό σύστημα, ώριμες για συζήτηση αλλά ευρύτερες μεταρρυθμίσεις είναι εκείνες που συνδέονται με τη θέσπιση ασυμβιβάστου βουλευτών-Υπουργών και με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, στο οποίο θα μπορούσε να ανατεθεί δικαιοδοτική κρίση περί εκλογικών διαφορών, πολιτικού χρήματος, καθώς και της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων.

Η συζήτηση περί του εκλογικού συστήματος είναι κρίσιμη για τη Δημοκρατία και για το λόγο αυτό πρέπει να κρατηθεί μακριά από μικροκομματικούς σχεδιασμούς και την πολιτική συγκυρία. Η έναρξη μιας ευρύτερης διαβούλευσης ενόψει πιθανής αναθεώρησης του Συντάγματος θα μπορούσε να αποτελέσει πλαίσιο, έστω και αν οι περισσότερες από τις εδώ προτεινόμενες αλλαγές δεν έχουν συνταγματική περιωπή. Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατική παράταξη έχει συνείδηση ότι οφείλει να αρθρώσει προσγειωμένο, τολμηρό, εμπεριστατωμένο και υπέρ του γενικού συμφέροντος λόγο.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Jasper Johns (born May 15, 1930), Zero to Nine

Μποτόπουλος, Κώστας

Ο Κώστας Μποτόπουλος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο Paris I- Pantheon – Sorbonne. Δικηγόρος στην Τράπεζα της Ελλάδας και στην ελεύθερη αγορά, με ειδίκευση το δημόσιο και το οικονομικό δίκαιο. Διετέλεσε Σύμβουλος του Υπουργού Προεδρίας Α. Πεπονή για το νόμο περί ΑΣΕΠ, Γενικός Γραμματέας Τουρισμού (2003-2004), Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (2007-2009), Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2011-2015). Συγγραφέας επτά βιβλίων και τακτικός αρθρογράφος στα ΝΕΑ και τη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ.