Είναι περίπου κατασταλαγμένη η πεποίθηση στον κόσμο της κεντροαριστεράς, ότι η παράταξη δεν έχει άλλο δρόμο πλην της ενότητας και της δημιουργίας ενός νέου φορέα στα πρότυπα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Περίπου όμως, επειδή αφορά την πλειονότητα της ευρύτερης βάσης αλλά μόνο ένα τμήμα των στελεχών του χώρου, οι οποίοι ωστόσο συγκλίνουν και στις προϋποθέσεις επιτυχίας, που είναι, ένα συγκροτημένο σχέδιο πολιτικής και νέα ικανή και άφθαρτη ηγεσία.
Τα εμπόδια ωστόσο είναι δύο, όσες και οι προϋποθέσεις, τις οποίες δεν συμμερίζονται όλοι.
Η φθορά του κομματικού θεσμού είναι δεδομένη.
Το ένα εμπόδιο είναι η ματαιοδοξία των ηγετών της κεντροαριστεράς που δεν διανοείται να κάνει χώρο σε νέα στελέχη αν και αντιλαμβάνεται ότι είναι αίτημα μιάς καθημαγμένης κοινωνίας που υποφέρει την κρίση και την αποδίδει – αδίκως κατά την γνώμη μας – σε όλο το πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε ως τώρα.
Το άλλο είναι ο επί της ουσίας διχασμός των απόψεων, ο οποίος βάζει ερωτηματικό στο πολιτικό σχέδιο. Ένα μέρος της μόνο ενστερνίζεται τις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Ένα άλλο, φλερτάρει με τον κρατισμό και την σύγχυση. Εθισμένο στον λαϊκισμό, δεν θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει την σχετική αυτονομία των σοσιαλδημοκρατικών ιδεών.
Ευχόμαστε μεν την ενότητα, θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη για την χώρα, αλλά δεν είμαστε αισιόδοξοι ότι θα έρθει μέσα από μεγαλόψυχες πολιτικές συμφωνίες, του συνόλου των ηγεσιών κομμάτων και κινήσεων, της σημερινής νεφελώδους κεντροαριστεράς. Πεποίθηση μας είναι ότι θα έρθει μάχιμα, με την επικράτηση του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος, μέσα σε έναν φορέα ο οποίος θα αφομοιώσει τα θολά τοπία του λαϊκισμού.
Όπως όμως κι αν έρθει, ένα απαραίτητο συστατικό, είναι κατά τη γνώμη μας, το είδος του νέου κόμματος. Ανεξάρτητα από την πολιτική συγκυρία της χώρας, το θέμα ενός κόμματος σε νέες βάσεις, φρονούμε ότι θα έπρεπε να έχει τεθεί προ πολλού.
Η φθορά του κομματικού θεσμού με τη σημερινή μορφή του, είναι δεδομένη. Έχει ταυτιστεί μάλλον με το συμφέρον των μελών του παρά με την προσφορά του στην πολιτική.
Κι αυτό ενοχοποιεί τη δομή του, τους καταστατικούς κανόνες που είναι ανεπαρκείς ή προδιαγεγραμμένα ανίσχυροι να του δώσουν την δύναμη και την ποιότητα ώστε να εγγυηθεί την πολιτική που έχει αποφασιστεί σε κάποιο συνέδριο ή πολύ περισσότερο, να παράγει πολιτική, η βάση του μαζί με την ηγεσία.
Ανιχνεύοντας μια πρόταση για το κόμμα που να ταιριάζει στην ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας, αξίζει μια ματιά στην έννοια και την ιστορία του κόμματος.
Το κόμμα είναι η συλλογική σκέψη και δράση μιάς μερίδας πολιτών με συγγενείς απόψεις, προκειμένου να κυβερνήσει με τον ορθότερο δυνατό τρόπο, κατά την πεποίθηση των μελών του. Είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα στην κοινωνία και στην εξουσία. Πρόκειται για την δικτύωση ενός μέρους του λαού και όχι για μια ηγετική συμμαχία ανάληψης της εξουσίας.
Ιστορικά, υπήρξαν πολλές διάσπαρτες μορφές δικτύωσης με σκοπό να καταλάβουν ή να ελέγξουν την εξουσία, που άγγιζαν την έννοια του κόμματος. Από τις Ιωνικές δημοκρατίες της αρχαίας Ελλάδας έως τις χώρες και τις αυτοκρατορίες της Ασίας και της Ευρώπης, άλλοτε με στέγη τη θρησκεία, άλλοτε μυστικά, και άλλοτε φανερά όπως οι Πράσινοι και οι Βένετοι στο Βυζάντιο, πάντα υπήρξαν απόπειρες ένταξης μερίδας πολιτών σε σχέδια διακυβέρνησης.
Φυσικά, ο χαρακτήρας τέτοιων συσπειρώσεων δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα πλαίσια που υπαγόρευε η οικονομική και πολιτική κατάσταση της ανάλογης εποχής, της δουλείας ή της δουλοπαροικίας, πριν τις αστικές επαναστάσεις.
Άξιο λόγου είναι ότι αυτές οι ενώσεις αντιμετωπίζονταν κυρίως με καχυποψία. Συνήθως στιγματίζονταν σαν επιζήμιες για το κράτος και όπου επικράτησε ό όρος φατρία για να τις περιγράψει, είχε αρνητικό πρόσημο.
Αργότερα, στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης, δεν έλειψαν οι συνεννοήσεις οι οποίες ταχτικά έπαιρναν την μορφή συνομωσιών ωστόσο δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις σε τέτοιες κομματικές μορφές.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι πολλοί διαφωτιστές υπήρξαν επιφυλακτικοί έως αρνητικοί στην δημιουργία κομμάτων παρ όλο που επί της ουσίας οι αστικές επαναστάσεις βασίστηκαν σε ομάδες που ως ένα βαθμό λειτουργούσαν ως κόμματα. Ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, για παράδειγμα, στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» θεωρεί ότι ο κάθε πολίτης οφείλει να διατυπώνει μόνο τη δική του άποψη και να μην υπάρχουν επιμέρους σύλλογοι επειδή διασπούν την γενική βούληση και την ενότητα του κράτους.
Ο λεγόμενος «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» ενταφίασε τη δημοκρατία.
Από μόνες τους αυτές οι αντιρρήσεις δείχνουν ότι το μειονέκτημα της ίδρυσης κόμματος εντοπίστηκε νωρίς, σε ότι αργότερα ονομάστηκε κομματική πειθαρχία. Στο γεγονός ότι τα μέλη του πειθαρχούν στην απόφαση της ομάδας, και δεν έχουν την δυνατότητα να καταθέσουν αυτόνομη και ανεξάρτητη κρίση στα εκάστοτε θέματα που καλείται να διαχειριστεί μια κρατική εξουσία.
Ο πρώτος στοχαστής που είδε θετικά το κόμμα ήταν ο Έντμουντ Μπερκ. Θώρησε ότι καθώς το κόμμα βασίζεται σε μια συμφωνία πάνω σε κοινές αρχές, αποχτάει την ισχύ να προωθήσει το εθνικό συμφέρον. Με βάση αυτές τις απόψεις, στην πράξη, η πρώτη νομιμοποίηση του κόμματος έγινε το 1800 στις ΗΠΑ από τον Thomas Jefferson ο οποίος οργάνωσε ενώσεις υποστήριξης των Ρεπουμπλικάνων.
Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Οι αστικές επαναστάσεις ανέδειξαν την αναγκαιότητα των κομμάτων και η αστική δημοκρατία μέσα από την οποία ήρθε η κατάχτηση τής καθολικής ψηφοφορίας, τα επέβαλλε.
Και σ’ αυτό ακριβώς εστιάστηκε ο ορισμός που έδωσε στο κόμμα ο Max Weber και θεωρήθηκε επαρκής, ότι είναι η πολιτική συγκρότηση σχέσεων εκπροσώπησης, ως παράγωγο του μαζικού εκλογικού δικαιώματος που αφορά την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Το θέμα βεβαίως της ενιαίας έκφρασης που δέσμευε την ελεύθερη κρίση των μελών του, αφού έπρεπε να υπακούν στην κομματικά χαραγμένη πολιτική, έγινε ανεκτό ως αναγκαίο κακό αλλά παρέμεινε και παραμένει ανοιχτό έως και σήμερα.
Το μείζον και σημαντικό όμως, που επίσης δεν έπαψε να προβληματίζει, είναι το εύρος της δημοκρατίας στο εσωτερικό του. Το αν το κόμμα στοιχίζεται πίσω από τις αποφάσεις μιάς ηγεσίας ή τις συνδιαμορφώνει και σε ποιο βαθμό.
Σε γενικές γραμμές ως κορυφαία δημοκρατική διαδικασία επικράτησε το συνέδριο του κόμματος. Η αναφορά στη δημοκρατία εντός του κόμματος έχει να κάνει κυρίως με τις αποφάσεις ενός συνεδρίου στις οποίες οφείλουν να πειθαρχούν τα μέλη του. Μαζί φυσικά με την εκλογή μιάς ηγεσίας ή οποία μπορεί να ερμηνεύει και να εξειδικεύει τις αποφάσεις – ενίοτε κατά το δοκούν-.
Το επόμενο σημαντικό και καθοριστικό θέμα, αφορά την συνάφεια της δράσης του κόμματος προς το πολιτικό σχέδιο. Φυσικά και με την στρατηγική του αλλά αυτό δεν λέει από μόνο του τίποτα, διότι δεν είναι απαραίτητο η κάθε πολιτική να οδηγεί στην διακηρυγμένη στρατηγική. Το παράδειγμα των Κομμουνιστικών Κομμάτων είναι διαφωτιστικό.
Τομή και διαφοροποίηση στην ιστορία των κομμάτων υπήρξε το «κόμμα νέου τύπου» που εμπνεύστηκε ο Λένιν το οποίο δομήθηκε ως κόμμα της εργατικής τάξης και πρόβαλλε ένα είδος ανώτερης δημοκρατίας σε σχέση με τα αστικά κόμματα.
Η κατάληξη βεβαίως είναι πασίγνωστη. Όχι μόνο δεν προήγαγε την εσωτερική δημοκρατία του κόμματος αλλά το μετέτρεψε ουσιαστικά σε μια μάζα, τυφλά πειθαρχημένη στις αποφάσεις της ηγεσίας.
Ο 20ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο λεγόμενος «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» ενταφίασε τη δημοκρατία. Ουσιαστικά εναρμόνισε τη δομή του κόμματος στο πολιτικό σχέδιο για την κοινωνία.
Όταν μια κοινωνία δεν μπορούσε να εκφραστεί πολιτικά παρά μόνο μέσω του ενός και μοναδικού κόμματος, δεν θα μπορούσε αυτό το μοναδικό κόμμα να διατηρήσει στο εσωτερικό του πολυφωνία. Επειδή ακριβώς θα αναιρούσε το θεώρημα του ενός κόμματος. Έμειναν μόνο οι καλές προθέσεις πάνω σε ένα λάθος σχέδιο, οι οποίες κι αυτές ακυρώθηκαν από τον ίδιο τον ιδρυτή του.
Μετά την εδραίωση της εξουσίας του ΚΚ και μέχρι το 10ο συνέδριο του κόμματος το 1921, επιτρέπονταν οι τάσεις, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, καθώς και η κατάθεση διαφορετικής πλατφόρμας στα συνέδρια. Σ αυτό το συνέδριο ο Λένιν και η τότε ηγεσία απαγόρευσαν «προσωρινά» τον «φραξιονισμό» και κατάργησαν τις τάσεις. Ήταν θέμα μικρού χρόνου να καταργηθεί και η δημόσια αντιπαράθεση καθώς και η κατάθεση διαφορετικής πρότασης στα συνέδρια. Κι αυτή η φόρμα πέρασε μέσω της Τρίτης Διεθνούς σε όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Ο Τρότσκι διατύπωσε εύστοχα όλη αυτή την αρνητική εξέλιξη: «Η οργάνωση του κόμματος υποκαθιστά το κόμμα, η κεντρική επιτροπή υποκαθιστά την οργάνωση του κόμματος και τελικά ένας δικτάτορας υποκαθιστά την κεντρική επιτροπή». Τουτέστιν ο συγκεντρωτισμός πήρε το αναμενόμενο διαζύγιο από το επίθετο «δημοκρατικός».
Ο Γκράμσι, πολύ αργότερα, εστιάστηκε στην έννοια του κόμματος και πρώτα απ όλα δέχτηκε τον εύστοχο όρο του Λένιν «συλλογικός διανοούμενος». Πρόκειται για μια εξαιρετική ανάλυση που κάπως συμπυκνωμένα καταλήγει, «το κόμμα είναι εκπρόσωπος κοινωνικών ομάδων, διαπλαστής και οργανωτής μιας κοινωνικής συμμαχίας. Οφείλει να είναι αποτελεσματικό και γι αυτό χρειάζεται σχέδιο και δομή καθώς και στρατηγική και ιδεολογία.»
Δεν μας διαφώτισε ωστόσο σχετικά με την διευκόλυνση του «διανοούμενου» μέσα από μια δυναμική στέρεης εσωτερικής δημοκρατίας που θα του επιτρέπει να είναι συλλογικός διανοούμενος. Πως θα αποτραπεί να είναι αγόμενη και φερόμενη η βάση από μια ηγεσία που αναδεικνύεται σε κάποιο συνέδριο ίσως μέσα και από ίντριγκες ή που αυτονομείται στην πορεία και αγνοεί τα συμφωνημένα ενός συνεδρίου.
Δεδομένης της εποχής, στην οποία οι μαρξιστές αναζητούσαν την ανατροπή του καπιταλισμού βίαια, έως ανιχνεύοντας έναν δημοκρατικό δρόμο ανατροπής, είναι ερμηνεύσιμη και η αμηχανία να απαντηθεί το ερώτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Στις μέρες μας, καθώς τα ξέρουμε όλα πια για τον εφιαλτικό «σοσιαλισμό» της δικτατορίας του προλεταριάτου, μένει μόνο η συζήτηση για τα κόμματα της αστικής δημοκρατίας. Κι αυτή αφορά το πόσο μπορεί ένα κόμμα να προσαρμόσει τη δράση του στις αρχές και την ιδεολογία του και πόση δημοκρατία χρειάζεται και αντέχει για να τα πετύχει αυτά.
Η σοσιαλδημοκρατία υπήρξε το αντίπαλο δέος στο φιλελευθερισμό του πρώιμου καπιταλισμού αλλά και στον τυπικό μαρξισμό της απόλυτης ταξικής πάλης, που προέβλεπε νομοτελειακό νικητή την εργατική τάξη.
Όχι εύκολα, όχι χωρίς πισωγυρίσματα και λάθη, όχι ομοιογενώς στα διάφορα κράτη που οδήγησε, τελικά επικράτησε και αναδείχτηκε κυρίαρχη, ιδεολογικά και πολιτικά.
Ο 20ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας της σοσιαλδημοκρατίας. Επηρέασε και το φιλελευθερισμό σε βαθμό που ακόμη και σήμερα συζητείται σε έναν κύκλο ποιος εφεύρε το κοινωνικό κράτος και τη στήριξη των αδύναμων τάξεων και στρωμάτων.
Και η επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας δεν έφερε μόνο οικονομική ευμάρεια και οικονομική αναβάθμιση των ασθενέστερων αλλά πρόοδο στο σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χρωστάμε να δομήσουμε ένα αληθινά νέο κόμμα.
Η σοσιαλδημοκρατία, σαφώς προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις προς το συμφέρον των εργαζόμενων, και όχι μονοδιάστατα των εργατών σύμφωνα με τον βραχύ μαρξιστικό ορισμό, δεν στόχευσε στη κατάργηση της ιδιοκτησίας και δεν εξέλαβε δογματικά την πάλη των τάξεων. Πρόβαλε ως έσχατο μέσο τη ρήξη και τη σύγκρουση για να πετύχουν οι εργαζόμενοι τους στόχους τους και αξιοποίησε την συνεργασία των τάξεων, η οποία έφερε τεράστια οφέλη και κατακτήσεις. Εκείνα που πηγάζουν από μια συνεργάσιμη κοινωνία με εργασιακή ειρήνη.
Θα αναφέρουμε την πρωτοπορία των Σουηδών οι οποίοι από το μεσοπόλεμο ακόμη πήραν διαζύγιο από τις τελεολογικές θεωρίες του μαρξισμού και πρόβαλαν πειστικές πολιτικές απέναντι στον φιλελευθερισμό και την κυριαρχία των αγορών. Η συναίνεση σε ότι ήταν εφικτό είναι βασικό συστατικό και σήμερα της πολιτικής της, είναι πολιτικός πολιτισμός πλέον, και τα επιτεύγματα υπέρ των εργαζόμενων είναι αδιαμφισβήτητα.
Ερχόμαστε λοιπόν στο δια ταύτα να υποστηρίξουμε ότι χρωστάμε να δομήσουμε ένα αληθινά νέο κόμμα, σοσιαλδημοκρατικό, με χαρακτηριστικά δράσης και δημοκρατίας που θα έχουν αφετηρία την ευρωπαϊκή εμπειρία.
Γνώμη μας επί πλέον είναι, ότι αυτή την εμπειρία μπορούμε όχι μόνο να την παρακολουθήσουμε αλλά και να την υπερβούμε θετικά. Με νέες ιδέες και προτάσεις.
Αναμφισβήτητα, κυρίαρχος προσανατολισμός δράσης στα κεντροαριστερά κόμματα υπήρξαν οι οικονομικές διεκδικήσεις και ακολουθούσαν οι δράσεις που διεκδικούσαν βελτιώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Το μίγμα και η σύνθεση αυτής της πολλαπλής δράσης πιστοποιούν και την ταυτότητα του κόμματος. Τις αρχές του και το όραμα για την κοινωνία. Την ιδεολογία και την πολιτική του.
Εν γένει, όσο δεν αμφισβητείται ότι κύριο χαρακτηριστικό της ταξικής πάλης είναι η στόχευση σε δικαιότερη κατανομή του πλούτου άλλο τόσο δεν νοείται να εξαντλείται μόνο στις άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις. Η ατομική και κοινωνική ποιότητα ζωής έχει να κάνει με μέριμνες προς τον πολίτη που αφορούν στην υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον, κλπ αγαθά, τα οποία απαιτούν δαπάνες και συνεπακόλουθα δίκαιη και ορθή είσπραξη και κατανομή των πόρων.
Επί πλέον μεγέθη που έχουν να κάνουν με ατομικά δικαιώματα, πχ με ρατσιστικούς αποκλεισμούς ομάδων, καθώς και τον πολιτισμό, δεν αφορούν επί το πλείστον πόρους και δαπάνες αλλά είναι εξ ίσου σημαντικά.
Συνολικά θα λέγαμε ότι το σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθορίζουν τις προσδοκίες μιας κοινωνίας και παρακινούν για την μεγαλύτερη δυνατή διεκδίκηση τους.
Το πλαίσιο του συνόλου των διεκδικήσεων έχουν όμως μια κόκκινη γραμμή και βρίσκεται εκεί που το άτομο δεν διεκδικεί σε βάρος του συνόλου, και κατ επέκταση εκεί που ένα επί μέρους σύνολο δεν κερδίζει επιβαρύνοντας την υπόλοιπη κοινωνία.
Δυστυχώς, τα ελληνικά κόμματα της κεντροαριστεράς, είτε κυβέρνησαν είτε όχι, ανέδειξαν δραματικά τον συντεχνιασμό και κινήθηκαν καταστροφικά έξω από την κόκκινη γραμμή που διασφαλίζει το όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Κόμμα Δημιουργίας και Αλληλεγγύης είναι το κόμμα που προτείνει και οδηγεί την διεκδικητική του δράση μέσα από το φίλτρο του κοινωνικού οφέλους.
Οι παραδοσιακοί κομματάρχες της συντηρητικής παράταξης, αντικαταστάθηκαν με τους κομματικούς συνδικαλιστές, και το κράτος έγινε ο ευάλωτος εργοδότης που υπηρέτησε την συναλλαγή και τα προσωπικά συμφέροντα.
Ο διάλογος δεν ευνοήθηκε, επειδή θα απαιτούσε επιχειρήματα που θα υπερασπίζονταν τα συμφέροντα της κοινωνίας τα οποία επιχειρήματα δεν υπήρχαν.
Ευνοήθηκε το άκαμπτο «όχι» που παρουσιάστηκε σαν πολιτική αξία. Αυτή η υστερόβουλη ταχτική της ανένδοτης ρήξης υπήρξε ηγεμονική και απέχτησε στην ελληνική κοινωνία διστάσεις εθνικής κουλτούρας.
Το «όχι» είναι εν πολλοίς η εθνική μας ταυτότητα και το πρότυπο του μέσου Έλληνα. Επειδή προβάλλει τις αρετές, του άξιου, του γενναίου, του θαρραλέου, του ήρωα. Του επαναστάτη και του προοδευτικού. Η δημιουργία και η συνεργασία έχει χαριστεί στη δειλία, στη συντήρηση, και ταξινομείται στην απαξίωση. Ο συνδυασμός απουσιάζει. Οποία παρεξήγηση!
Ακόμη και οι εκπομπές στα ΜΜΕ, για να αποχτήσουν υπόληψη, ονομάζονται «ανατροπή», «στα άκρα», «δίκη» κλπ κολακευτικά στο θυμό και στο προσφιλές γκρέμισμα που αφουγκράζεται η ψυχοσύνθεση του λαού – πελάτη.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κι εκείνα της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς ακόμη ταλαντεύονται στο εσωτερικό τους και ένα μέρος δυσκολεύεται να κατανοήσει τη σχέση αιτίου και αιτιατού, μεταξύ της τσαμπουκαλεμένης συντεχνιακής ρήξης και της χρεοκοπίας. Ένα μέρος των ηγεσιών τους αναμασάει συνθήματα και συνταγές που επαναφέρουν το αδιέξοδο μια τέτοιας πολιτικής, εν κατακλείδι αντιλαϊκής.
Άρα το πρώτο και σημαντικό που χρειάζεται επαναδιαμόρφωση στην κομματική δράση, είναι η πρόσθεση μιάς ασφαλιστικής δικλείδας στις διεκδικήσεις, η οποία θα προστατεύει το κοινωνικό σύνολο από τον συντεχνιασμό.
Το επόμενο εξαιρετικά σημαντικό που οφείλει να προστεθεί είναι η δημιουργική δράση σε όλα τα ζητήματα της κοινωνίας. Με προτάσεις και συμμετοχή των μελών, με σεβασμό στην αυτονομία των μαζικών χώρων και χωρίς κομματική σφραγίδα στη δράση τους. Στο περιβάλλον, στον πολιτισμό, στην στήριξη ευπαθών κοινωνικών ομάδων όπως οι μετανάστες οι άνεργοι οι άστεγοι και ταυτόχρονα στον κάθε είδους εθελοντισμό.
Για παράδειγμα, αντί για λυσσαλέες αρνήσεις σχετικά με το χώρο που θα φιλοξενηθεί μια μονάδα επεξεργασίας και ανακύκλωσης σκουπιδιών, θα ήταν εξόφθαλμα ωφέλιμες εκείνες οι κινητοποιήσεις που θα υποστηρίζουν τα επιστημονικά πορίσματα για να δοθεί λύση και να τελεσφορήσει η χωροθέτηση.
Αντί για κυνικές διαδηλώσεις με σύνθημα «όχι στην αξιολόγηση» να δούμε φόρουμ από τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, με προτάσεις αξιολόγησης που να βελτιώνουν και να διορθώνουν ενδεχομένως τον απαραίτητο έλεγχο στη δημόσια διοίκηση.
Μαζί μ’ αυτά, οφείλει να μη λείψει το κόμμα από καμιά διεκδίκηση - πάντα με προτάσεις -, σε κανένα από τα ζητήματα της πολιτικής πραγματικότητας. Και από καμιά εκδήλωση και συνεισφορά αλληλεγγύης προς ομάδες συμπολιτών που χρήζουν συμπαράστασης και βοήθειας.
Ένα τέτοιο κόμμα, καλεί και διαπαιδαγωγεί τα μέλη του σε θετική δράση. Τα δε στελέχη που αναδεικνύονται μέσα από τέτοιες δράσεις είναι εκείνα τα οποία μπορούν να επενδύονται στην πολιτική με έγκυρες προδιαγραφές που βασίζονται στην προσφορά τους. Αυτόματα, πολιτικά και όχι διοικητικά, μπλοκάρονται εκείνοι που συμμετέχουν σε ομάδες και αλυσίδες παραγόντων χτίζοντας προσωπικά συμφέροντα. Ακυρώνονται οι ιδιοτελείς μωροφιλόδοξοι της ίντριγκας οι οποίοι σπρώχνουν την κοινωνία να μοιάζει με τα μούτρα τους και δυσφημούν εξ ορισμού την πολιτική.
Εκείνοι που φοβούνται τη εσωκομματική δημοκρατία είναι όσοι έχουν ένδεια ιδεών ή έλλειψη ικανοτήτων.
Συνολικά, το πνεύμα και η κουλτούρα της θετικής δράσης και της αλληλεγγύης, που δεν αναλώνεται σε αρνήσεις και δεν εξαντλείται μονοδιάστατα σε οικονομικές διεκδικήσεις, δίνει ένα εξαιρετικό κίνητρο συμμετοχής σε εκείνους που σκέφτονται ως πολίτες και όχι ως ιδιώτες. Σε εκείνους που προσβλέπουν στην ευημερία τους μέσα από τη συνολική ευημερία και όχι σε βάρος της. Στα δημιουργικά και ανιδιοτελή μέλη της κοινωνίας.
Κόμμα Δημιουργίας και Αλληλεγγύης λοιπόν, θα ονομάζαμε το κόμμα που προτείνει και οδηγεί την διεκδικητική του δράση μέσα από το φίλτρο του κοινωνικού οφέλους και ταυτόχρονα διεκδικεί το σύνολο των αιτημάτων που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, με δημιουργικές προτάσεις και συμμετοχή στις ανάλογες δράσεις.
Αυτός θεωρούμε πως είναι ο ένας πυλώνας που πρέπει να στηρίξει το νέο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ο δεύτερος πυλώνας, είναι η ανάδειξη του συνόλου των μελών του κόμματος σε ουσιαστικό συμμέτοχο και πρωταγωνιστή. Αυτό σημαίνει μια εσωτερικά διευρυμένη δημοκρατία στην οποία τα μέλη έχουν αποφασιστική πρόσβαση, στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή της πολιτικής του.
Το διαδίκτυο, η σύγχρονη επανάσταση στην επικοινωνία, μπορεί και πρέπει να γίνει ένα σημαντικό εργαλείο διαλόγου και δημοκρατικών αποφάσεων. Αρκεί να υπάρχει η ανάλογη βούληση.
Πρώτα απ όλα σε ότι αφορά τα τοπικά θέματα, οι τοπικές και Νομαρχιακές οργανώσεις πρέπει να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Οι ψηφοφορίες να γίνονται σε τοπικό επίπεδο με κωδικούς μελών, αφού προηγηθεί ζωντανή και διαδικτυακή συζήτηση. Και φυσικά όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε προσωπικό υπολογιστή ή αγνοούν το χειρισμό, μπορούν να εξυπηρετούνται από τα γραφεία του κόμματος.
Το βέτο της ηγεσίας μπορεί να προβλέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο εφ’ όσον τα επιχειρήματα είναι διαφανή και αναρτημένα σε έναν εσωτερικό διάλογο στον οποίο θα έχουν λόγο και ψήφο ενδιάμεσα όργανα.
Τα τοπικά θέματα είναι σίγουρα οι υποψηφιότητες δημοτικών και νομαρχιακών υποψηφίων καθώς και η επιλογή συμμετοχής και υποστήριξης μελών σε όλους τους θεσμούς των τοπικών κοινωνιών.
Σε ότι αφορά ευρύτερες πολιτικές, επίσης η διάσκεψη και η ψήφος διευκολύνεται από το διαδίκτυο. Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει ότι για το σύνολο της πολιτικής πρέπει να συνεδριάζουν όλες οι οργανώσεις σε κάθε βήμα. Σημαίνει όμως ότι για κρίσιμα θέματα που διχάζουν την κοινωνία και κατ’ επέκταση το κόμμα, ή για κομβικές αποφάσεις σε πολιτικά θέματα που προκύπτουν, οφείλει το σύνολο του κόμματος να συσκεφτεί και να πάρει μια απόφαση που θα έχει το βάρος συνεδριακής απόφασης.
Εννοείται πως χρειάζεται αναλυτική επεξεργασία για να συναρμολογηθούν τέτοιες διαδικασίες και κατά την γνώμη μας χρειάζεται κάτι περισσότερο για να κατοχυρωθούν. Κι αυτό είναι ένα συνέδριο που θα αφορά μόνο τη δομή του κόμματος, το καταστατικό του. Ξεχωριστό συνέδριο και μοναδικά γι αυτό το σκοπό.
Τις αντιρρήσεις για ένα κόμμα ευρείας και άμεσης δημοκρατίας μπορούμε να τις πιθανολογήσουμε. Ας μην τις απαριθμήσουμε αλλά καλό είναι να προσθέσουμε μερικές παρατηρήσεις.
Οι οργανωμένες τάσεις εντός του κόμματος όταν δεν υπερβαίνουν τα όρια των αρχών, πρέπει να επιτρέπονται.
Οι κίνδυνοι οριζόντιων διασυνδέσεων εφ όσον έχουν ως συστατικό την πολιτική, δεν είναι καθόλου πιο μεγάλοι από εκείνους της κάθετης διασύνδεσης αλυσίδων συμφερόντων που σκοπεύουν στην χειραγώγηση.
Τα βέτο και οι αποφάσεις της ηγεσίας που αγνόησαν τη βάση στα τοπικά θέματα, δεν δικαίωσαν το άλλοθι της ενότητας και της εξομάλυνσης προσωπικών φιλοδοξιών. Τις αντικατέστησαν, ενίοτε κυνικά, με τις φιλοδοξίες της αλυσίδας που διαχειρίστηκε τα θέματα. Το μπάχαλο των πολλών υποψηφίων για τις τοπικές αρχές, τα λέει όλα.
Η μορφή δημοψηφισμάτων που μπορεί να έχουν κάποιες εσωτερικές πολιτικές διαδικασίες, δεν μοιάζουν με εκείνες της κοινωνίας και δεν ενέχουν τους ίδιους κινδύνους στρέβλωσης. Εκείνοι που συμμετέχουν εθελοντικά σε ένα κόμμα είναι ομογενοποιημένοι πολιτικά και ιδεολογικά σε μεγάλο βαθμό. Έχουν μακράν καλύτερες πιθανότητες να απαντάνε στην ουσία κάθε θέματος και όχι να χρησιμοποιούν ένα ερώτημα για να επιπλήξουν την κυβέρνηση όπως συμβαίνει ταχτικά σε εθνικά δημοψηφίσματα.
Βεβαίως, δεν ισχυριζόμαστε ότι αυτή η δομή δεν θα έχει τα προβλήματά της, αλλά ότι τα προβλήματα θα είναι άλλης ποιότητας, σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο του κόμματος.
Και κάτι ακόμη. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που ενοχλούνται από την θετική δημιουργική δράση είναι εκείνοι που δεν έχουν στο νου τους κυρίαρχη την πρόθεση να υποστηρίξουν την κοινωνία αλλά να την χρησιμοποιήσουν.
Κι εκείνοι που φοβούνται τη εσωκομματική δημοκρατία – συνήθως οι ίδιοι – είναι όσοι έχουν ένδεια ιδεών ή έλλειψη ικανοτήτων και δεν μπορούν να πείσουν, οπότε υπολογίζουν στην προσωπική τους φιλοδοξία για ανάδειξη, με ίντριγκες και όχι με αξιοκρατικούς θεσμούς.
Περιγράφοντας επιγραμματικά την ταυτότητα ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με ορίζοντα και ευθύνη εξουσίας θα συνοψίσουμε ως εξής,:
Σε ότι αφορά την δράση του:
-Στρέφεται σε διεκδικήσεις που δεν υπερβαίνουν το συμφέρον της κοινωνίας
-Επιδιώκει ταξική ειρήνη όσο και όπου είναι δυνατόν
- Κινητοποιεί την κοινωνία διαμορφώνοντας θετικές και δημιουργικές προτάσεις.
- Συμμετέχει ενεργά σε όλες τις μορφές εθελοντισμού και αλληλεγγύης, οι οποίες έχουν σαφή αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε ότι αφορά την εσωτερική του δομή:
- Διαμορφώνει κανόνες που επιτρέπουν και παρακινούν τα μέλη του να συμμετέχουν σε όλο τα φάσμα των πολιτικών αποφάσεων. Με βοηθητικό εργαλείο τo διαδίκτυο, κατοχυρώνει τη λειτουργία του ως «συλλογικός διανοούμενος», προκρίνοντας μια πλατιά και στέρεη δημοκρατία.
Να επαναλάβουμε δε και να τονίσουμε, ότι κρίνουμε απαραίτητο ένα συνέδριο με μοναδικό θέμα το καταστατικό του.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Frieda Kahlo (1907-1954), The Bus