*O προοδευτικός χώρος ως αρμός της ανασυγκρότησης της χώρας ή ως παραφυάδα του συστήματος
Σήμερα όλοι κάνουν λόγο για κρίση της πολιτικής, αμφισβητώντας μάλιστα τη λειτουργικότητα και την αποδοτικότητα των θεσμών. Παραβλέπουν όμως, ότι η κρίση δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι μια κρίση που διαπερνά όλο το φάσμα των συμμετοχικών και αντιπροσωπευτικών θεσμών όπως προβλέπονται και αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα. Είναι μια κρίση πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων, αφού αμφισβητείται ο ίδιος ο άξονας των πολιτικών διαβαθμίσεων και κοινωνικών / κομματικών πολιτικών όπως εκφράζεται με τον ιστορικά διαμορφωμένο διαχωρισμό Δεξιάς – Κέντρου- Αριστεράς.
Αντιμετωπίζουμε μια κρίση πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων.
Ο άξονας αυτός που εξασφάλισε επί πολλά έτη, τη βιωσιμότητα των κυβερνήσεων, κοινοβουλευτική/ κυβερνητική σταθερότητα, συνταγματική ομαλότητα και προσπάθεια μετατροπής των κοινωνικών αντιθέσεων και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων/διαχωρισμών σε ενιαίο κυβερνητικό ή αντιπολιτευτικό λόγο (ανάλογα με τη θέση που καταλάμβανε το εκάστοτε κόμμα) , σήμερα έχει διαρραγεί, έχει καταλυθεί. Υποκαταστάθηκε τα τελευταία έξι χρόνια από έναν πλαστό – τεχνητό άξονα, τον άξονα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Άξονα πάνω στον οποίο εκτράφηκαν οιστρηλατούμενες ψευδαισθήσεις. Πάνω στον οποίο καλλιεργήθηκαν δημαγωγικές αυταπάτες και ειπώθηκαν τερατώδη ψέματα.
Για να αντιληφθούμε όμως τη βλάβη που προκάλεσε αυτός ο επίπλαστος και ψευδεπίγραφος άξονας των κοινωνικών αντιθέσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, στη φυσιογνωμία και το κύρος του πολιτικού συστήματος, πρέπει να λάβουμε υπόψη δύο θεσμικές παραμέτρους.
Η πρώτη αφορά το φαινόμενο της απο- νομιμοποίησης των θεσμών της αντιπροσωπευτικής/συνταγματικής δημοκρατίας. Το φαινόμενο αυτό, εμφανίζεται συνήθως σε εκείνες τις συνταγματικές τάξεις που εντοπίζεται προφανής διαφορά ανάμεσα στο Σύνταγμα και τη συνταγματική πραγματικότητα. Αυτό μπορεί για παράδειγμα να σημαίνει μια αδέσμευτη, αρρύθμιστη και χωρίς νομικούς περιορισμούς συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση όχι μόνο της λαϊκής βούλησης αλλά και στο συγκαθορισμό της πολιτειακής/ κρατικής πρακτικής, μέσω της υποκατάστασης των συνταγματικά αναγνωρισμένων οργάνων της διοίκησης. Αυτό φυσικά συμβαίνει σε συνταγματικά κράτη, στα οποία η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος είναι περιορισμένη. Σε εκείνα δηλαδή που το συνταγματικό φαινόμενο δεν είναι τυπικό και αυστηρό, και έτσι δεν θεωρείται αυτονόητη ή συνταγματικά κατοχυρωμένη η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου. Στη προκειμένη περίπτωση όμως η κρίση νομιμοποίησης των θεσμών δεν παράγεται από το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά προέρχεται από την κατάλυση και την περιφρόνηση των θεσμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα.
Όταν αποκοπεί ο νομιμοποιητικός δεσμός των κομμάτων με την κοινωνία, τότε επέρχεται η απονομιμοποίηση τους.
Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα προβλέπει θεσμούς αναπαραγωγής της δημοκρατίας όπως είναι το εκλογικό σώμα και το εκλογικό σύστημα. Οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν την συμμετοχή στο δημόσιο βίο και στα δημόσια πράγματα, οι οποίοι ωστόσο για να μπορέσουν να λειτουργήσουν, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός θεσμικού διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και την πολιτική κοινωνία. Και ο ρόλος αυτός στη αντιπροσωπευτική/συνταγματική δημοκρατία απονέμεται στα κόμματα, που αποτελούν αναγκαία βαθμίδα και συστατικό στοιχείο για την κοινωνική-πολιτική αντιπροσώπευση. Το κόμμα αποτελεί την ύψιστη μορφή οργάνωσης των πολιτών, και με τη σύνθεση και την έκφραση μιας αντίληψης περί γενικού συμφέροντος, επιδιώκει να αποκτήσει κοινωνική νομιμοποίηση εντός του θεσμικού οικοδομήματος της συνταγματικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο λόγος ύπαρξης δηλαδή των κομμάτων, η συγκολλητική τους ουσία είναι η κοινωνία των πολιτών, και μέσω αυτής προσπαθεί τις κοινωνικές διαφορές και τις διάφορες ιδεολογικές αποχρώσεις να τις μετασχηματίσει, να τις μετατρέψει σε κυβερνητικό/ αντιπολιτευτικό λόγο και σε συνεκτικό σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας. Όταν αποκοπεί ο νομιμοποιητικός δεσμός των κομμάτων με την κοινωνία, τότε επέρχεται και το φαινόμενο της απονομιμοποίησης των (συμμετοχικών) θεσμών -στη προκειμένη περίπτωση των κομμάτων- το οποίο επηρεάζει το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τον πυρήνα της κοινωνικής σχέσης κομμάτων- πολιτών, η οποία στην πραγματικότητα αφορά την σχέση κράτους - πολιτών. Το κόμμα λειτουργεί όπως προαναφέραμε ως θεσμός πολιτικής αλλά και ως θεσμός κοινωνικής αντιπροσώπευσης. Δηλαδή το κόμμα ως μορφή πολιτικής οργάνωσης στηριζόμενης στις κοινές ιδεολογικές καταβολές των αποτελούντων αυτό, εξυπηρετεί την πολιτική εκπροσώπηση της κοινωνίας των πολιτών με τη συμμετοχή του στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Αυτή η κοινωνική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και την πολιτική κοινωνία, μετατρέπεται σε θεσμική ισορροπία ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών που βρίσκεται στη βάση κάθε αντιπροσωπευτικής/ συνταγματικής δημοκρατίας. Η διατάραξη επομένως αυτής της ισορροπίας είναι η δεύτερη παράμετρος για να διαπιστώσουμε, αφενός ότι τα εκτεθέντα φαινόμενα που φαίνεται να επαναλαμβάνονται συνεχώς, να καθίστανται δηλαδή μόνιμα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, συγκροτούν μια κρίση της πολιτικής και αφετέρου η απομάκρυνση της κοινωνίας των πολιτών από τη πολιτική φανερώνει ένα αίσθημα υπο-αντιπροσώπευσης που εντείνεται από τη πεποίθηση του εκλογικού σώματος ότι η επιρροή του στην άσκηση της κρατικής πολιτικής έχει υποχωρήσει.
Αυτή η πολιτική κρίση, με όποια εκδοχή της και αν εκδηλώνεται, είτε δηλαδή ως κρίση νομιμοποίησης των θεσμών συμμετοχής, είτε ως πολιτική υπο-αντιπροσώπευση επηρεάζει όλες τις θεσμικές ισορροπίες της συμμετοχικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης ή ελέγχου, όπως τα θεσμικά αντίβαρα, επηρεάζει τη δημοκρατία στο σύνολο της. Ακριβώς επειδή τα κόμματα αποτελούν θεμελιώδη θεσμική εγγύηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η διάγνωση της δική τους κρίσης, σημαίνει και διάγνωση των διαρθρωτικών, αξιακών, δομικών προβλημάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Να αποκαταστήσουμε τη σημασία της πολιτικής, αποκαθιστώντας τη σημασία των δημοκρατικών θεσμών.
To ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι πως θα μπορέσουμε να υπερβούμε αυτή την πολιτική υπο-αντιπροσώπευση, πως θα μπορέσουμε να αναζωπυρώσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών για τη πολιτική, για τα δημόσια πράγματα. Πως θα μπορέσουμε με άλλα λόγια να αποκαταστήσουμε τη σημασία της πολιτικής, αποκαθιστώντας πρωτίστως τη σημασία των δημοκρατικών θεσμών. Ποια θα είναι δηλαδή εκείνη η θεσμική σύνθεση που θα δώσει διέξοδο στα λάθη, τις ανεπάρκειες, τις ατέλειες του πολιτικού συστήματος; Η λύση στα ερωτήματα αυτά δίνεται από τη μετάβαση σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, αυτό της μετά- αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία αναζητά τη βαθύτερη ιστορικότητα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής/δημοκρατίας, ανανεώνοντας θεσμικά και ριζικά όλο το πολιτικό σύστημα αποτελώντας έτσι ένα νέο κίνημα πολιτικής συμμετοχής. Πριν τη μετάβαση όμως σε ένα τέτοιο πλαίσιο ριζοσπαστικής αναδιάταξης των θεσμών προέχει η εύρεση του κατάλληλου συλλογικού εκφραστή αυτού του αιτήματος.
Και αυτό το αίτημα μπορεί να εκφραστεί και να προαχθεί μόνο από πολιτικά και δημοκρατικά νομιμοποιημένους θεσμούς συμμετοχής, δηλαδή μόνο από τα κόμματα. Οι σημερινοί όμως τύποι κομμάτων είναι αναχρονιστικοί, έτσι ώστε να στερούνται πολιτικής δυναμικής και κοινωνικής νομιμοποίησης. Άρα αυτό το αίτημα μπορεί να εκφραστεί μόνο από εκείνο το κόμμα που θα υπερβαίνει τους συμβατικούς τύπους κομμάτων. Μόνο από εκείνο το κόμμα που πρώτο από τα υπόλοιπα θα αναδιοργανώσει τις οργανωτικές του βάσεις , θα ανακαινίσει τη φυσιογνωμία του, θα ανανεώσει την ιδεολογία του.
Το «νέο κόμμα» πρέπει πρωτίστως να διαμορφώσει τον ιδεολογικό του χαρακτήρα μέσω της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών, με την οποία έχει καταγωγική σχέση όσων αφορά την θεμελίωση της φυσιογνωμίας του. Πρέπει δηλαδή να αποτελέσει εκείνο το συλλογικό υποκείμενο που δεν θα διασπάσει την κοινωνική συνοχή, αλλά εκείνο που θα την επανα-συνθέσει μέσω εκείνης της πολιτικής που δίνει αξία και πραγματικό περιεχόμενο στην έννοια του γενικού συμφέροντος. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της δημιουργίας ενός ευρύτερου σχηματισμού που δεν θα περιορίζεται μόνο στην ελληνική «Κεντροαριστέρα» ή στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία , αλλά θα επεκτείνεται σε όλο του χώρο του Κέντρου. Άλλωστε το μεταρρυθμιστικό κέντρο εκφράζει όλους τους προοδευτικούς και δημοκράτες πολίτες. Ενοποιεί, ενσωματώνει και συσπειρώνει γύρω από αυτό το ιδεολογικό, αλλά προοδευτικό κέλυφος, όλες τις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, από την Ανανεωτική Αριστερά ως τις παρυφές του κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Το «νέο κόμμα» θα είναι το εργαλείο που εκφράζει το αίτημα για τη μετάβαση σε μια «μετα- κομματική λογική»
Το «νέο κόμμα» ουσιαστικά, είναι εκείνο το εργαλείο που εκφράζει το αίτημα για τη μετάβαση σε μια «μετα- κομματική λογική». Δηλαδή μια λογική που εγκαταλείπει τις εμμονές του παρελθόντος, που απαγκιστρώνεται από τις αγκυλώσεις, τις ιδεοληψίες και τους δογματισμούς, και συνιστά την απαρχή μιας προοδευτικής αντίληψης. Μια νέας αντίληψης που στοχεύει στη ριζική αναδιανομή της εξουσίας, που προασπίζει τις αρχές του κοινωνικού κράτους και του κράτους πρόνοιας, προτάσσοντας συνεχώς τη σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλά κυρίως μια αντίληψης που μπορεί να δώσει νόημα στη πολιτική συμμετοχή, να ανατάξει το κύρος των δημοκρατικών θεσμών, να διαφυλάξει τα δικαιώματα των πολιτών , να αναπροσδιορίσει τη σχέση κράτους – πολίτη. Μια σχέση που συντίθεται μέσω μιας κυβερνητικής πολιτικής, που επαναφέρει την αναγκαιότητα της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κοινωνικού κράτους, που προωθεί ένα συνεκτικό μοντέλο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας. Και η κρισιμότητα αυτής της σχέσης, έγκειται στο «συναιρετικό» και «συναθροιστικό» ρόλο του «νέου κόμματος» ανάμεσα στη κρατική πολιτική και τα κοινωνικά αιτήματα, ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος. Ένα κράτος που θα αποτελεί τον εγγυητή των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, τον διαχειριστή των θεσμικών κρίσεων.
Αυτή είναι η ιδεολογική, η ηθική διάσταση, υπάρχει όμως και μια διάσταση σε επίπεδο οργανωτικής βάσης, καθώς και μια διάσταση συνταγματική. Η οργανωτική διάρθρωση αφορά την συγκρότηση του «νέου κόμματος» στη βάση μιας συνεκτικής εσωτερικής οργάνωσης, μιας ανοικτής, πολυ-θεματικής και πολυμορφικής λειτουργίας, ενίσχυσης των τοπικών οργανώσεων, εφαρμογής ψηφιακών μεθόδων , χρήσης και αξιοποίησης νέων τεχνολογιών και φυσικά στην ύπαρξη ενδοκομματικής δημοκρατίας.
Η «μετα-κομματική» όμως λογική, επιτάσσει την αναζήτηση και την εφαρμογή μιας πολιτικής συναινετικής, μιας πολιτικής «μετα-πλειοψηφικής». Αυτή είναι και η συνταγματική ηθική που πρέπει να υπηρετεί το «νέο κόμμα». Και η ανάγκη των μετα-πλειοψηφικών συναινέσεων δεν αποτελεί απλά μια αόριστη και γενική έννοια, αλλά συνταγματικό κανόνα όπως καθιερώθηκε ήδη από την αναθεώρηση του 2001, με την καθιέρωση ευρύτερων πλειοψηφιών όπως των 4/5 που προβλέπονται στη Διάσκεψη των προέδρων για την εκλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Και μετα-πλειοψηφική εγγύηση αποτελεί και το ίδιο το κόμμα ως βασικό εργαλείο της επίτευξης συναινέσεων που πρέπει να συμπληρώνουν όχι μόνο τη πλειοψηφική αρχή, αλλά την ίδια την λειτουργία του θεσμικού συστήματος. Άρα η συναίνεση δεν είναι απλά πολιτική επιδίωξη του «νέου κόμματος», αλλά ύψιστο θεσμικό χρέος, που το καθιστά αρμό της ανασυγκρότησης της χώρας, όχι απλώς μια παραφυάδα του συστήματος, απομονωμένο πολιτικά –κοινωνικά και περιθωριοποιημένο ιδεολογικά.
Όλα αυτά βέβαια «εγκιβωτίζονται» θεσμικά και αποτελούν μέρος ενός χώρου πολιτικής έκφρασης, ενός χώρου ιδεολογικού, ενός χώρου με αξιακό υπόβαθρο, του λεγόμενου προοδευτικού χώρου. Και ο μόνος εκφραστής των αναγκαίων αυτών αλλαγών, των αλλαγών εκείνων που θα σηματοδοτήσουν την αναθεώρηση των πολιτικών-κοινωνικών νοοτροπιών είναι ο προοδευτικός χώρος. Και ο προοδευτικός χώρος έχει αυτό το προνόμιο ακριβώς επειδή είναι εξ ορισμού πολυσυλλεκτικός, πλειοψηφικός, δημοκρατικός. Επειδή απευθύνεται σε όσους πολίτες επιθυμούν τον κοινωνικό διάλογο, μια κοινωνία ανεκτική και πολυφωνική, την τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας, την ύπαρξη ενός λειτουργικού και ανθεκτικού κράτους δικαίου και ενός Συντάγματος που σέβονται και υπηρετούν. Επειδή είναι ιστορικά ταυτισμένος με έννοιες όπως κοινωνική ευαισθησία, αλληλεγγύη, συλλογική προσπάθεια, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Δικαιοσύνη.
Η «μετα-κομματική» λογική, επιτάσσει την εφαρμογή μιας πολιτικής «μετα-πλειοψηφικής».
Αυτό όμως δεν αρκεί για να ξανά γίνει ο «προοδευτικός χώρος» ηγεμονικός. Η πρώτη φάση, η πρώτη προϋπόθεση είναι η ιδεολογική καθαρότητα που θα πρέπει να τον διέπει, έτσι ώστε να δηλώνονται με διαφάνεια και ευκρίνεια οι θεωρητικές του αρχές, ακριβώς επειδή μια πολιτική πράξη, έχει αντίκρισμα σε μια θεωρία που καταλήγει σε πράξη, έτσι ώστε να μην θεωρούμε τη πολιτική απλά και μόνο επιδίωξη πολιτικών σκοπιμοτήτων και καιροσκοπισμών. Η κυριότερη όμως προϋπόθεση είναι ο προοδευτικός χώρος, εκφραζόμενος από ένας νέας μορφής και λογικής κόμμα, να διαμορφώσει ειλικρινείς και ισχυρούς δεσμούς με τους πολίτες. Πολίτες οι οποίο ωστόσο είναι κουρασμένοι, αισθάνονται θεσμικά ανασφαλείς, πολιτικά αβέβαιοι, ιδεολογικά μετέωροι. Ασφυκτιούν στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Και αυτό είναι τελικά το κρισιμότερο πολιτικό διακύβευμα για τον προοδευτικό χώρο δώσει ξανά αξία στη πολιτική συμμετοχή, στη πολιτική – κοινωνική αντιπροσώπευση. Να συναρμόσει όλες τις κοινωνικές συσσωματώσεις , έτσι ώστε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη και την στήριξη των πολιτών, χάριν των οποίων υπάρχει και αγωνίζεται. Να ξανά γίνει με άλλα λόγια προοδευτικός.
Καλούμαστε λοιπόν να αναρωτηθούμε ο προοδευτικός χώρος στις σημερινές συνθήκες που ακριβώς τοποθετείται ιδεολογικά, πολιτικά, κοινωνικά έτσι ώστε να αναδιοργανωθεί και να αναπροσδιορίσει το ρόλο του θέτοντας τις βάσεις για την υπεράσπιση της πολιτικής , των κοινωνικών κεκτημένων που είναι συνυφασμένα με την ίδια την λειτουργία της συνταγματικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας , και των παραδοχών – συμπαραδηλώσεων της.
Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα μπορέσει να γίνει ξανά πλειοψηφικός, πραγματικά ριζοσπαστικός, αληθινά προοδευτικός, βαθιά δημοκρατικός.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: L.S. Lowry (1887 – 1976), Level Crossing