Δευτέρα, 22 Ιαν 2018

Η ακαδημαϊκή ελευθερία υπό αίρεση;

αρθρο του:

Σκέψεις και προβληματισμοί σχετικά με το (τελικώς ανακληθέν) αστυνομικό έγγραφο που επιδόθηκε στη διεύθυνση του ΔΠΘ ύστερα από εισαγγελική παραγγελία [1] .
                                           

 I. Υπεύθυνοι για την προστασία και την περιφρούρηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είναι πρωτίστως οι διδάσκοντες και διδασκόμενοι. Κάθε φορά που αυτή απειλείται ενεργοποιούνται όχι μόνο οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους δικαίου σε στάδιο κατασταλτικό, αλλά και οι αρμοστές αυτής σε στάδιο προληπτικό. Και οι απειλές κατά της ακαδημαϊκής ελευθερίας είναι πολυμορφικές, είτε δηλαδή λαμβάνουν τη μορφή νομοθετικής ή ευρύτερα κρατικής παρέμβασης είτε τη μορφή διαδικαστικής εντολής μέσω διοικητικής πράξης είτε τη μορφή επιταγής μέσω δικαστικής απόφασης ή εντολής.

Και η τελευταία επανατέθηκε με τρόπο οξύ στη Νομική του ΔΠΘ, όπου στις 14.12.2017 επιδόθηκε αστυνομικό έγγραφο, μετά από εισαγγελική εντολή. Συγκεκριμένα ζητούσε την παροχή προσωπικών πληροφοριών των διδασκόντων, οι οποίοι ερευνητικά και διδακτικά ασχολούνται με το ζήτημα της «τουρκικής μειονότητας», αλλά και την γνωστοποίηση των δημοσιεύσεων των σχετικών με το ζήτημα αυτό. Αναφύονται αυτονόητα αρκετά ερωτήματα. Μπορούμε να βάζουμε στη κονίστρα τη κανονιστικότητα ενός θεμελιώδους συνταγματικού δικαιώματος, κάθε φορά που αναζωπυρώνονται εθνικιστικά ή ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Μπορούν να τίθενται στο ίδιο ζύγι η ακαδημαϊκή ελευθερία με την κρατική σκοπιμότητα και κάποιο υποτιθέμενο εθνικό συμφέρον; Πώς οριοθετείται η δράση συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών που συγκαλύπτουν ενέργειες αμφιβόλου νομιμότητας χάριν πολιτικών πεποιθήσεων ; Ερωτήματα που απασχολούν όχι μόνο την τοπική κοινότητα, μιας και από εκεί αφετηριάζεται το πρόβλημα, αλλά αποτελούν τελικά ζητήματα δημοκρατικότητας της ίδιας μας της πολιτείας. Το αν και κατά πόσο εξασφαλίζει ως υποχρεούται την ισονομία και την ισοπολιτεία, ειδικώς σε μια περιοχή που έχει βεβαρημένο παρελθόν ως προς την πρόσβαση στη παροχή δικαστικής προστασίας και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.

«Μια επιστήμη χωρίς πολιτικές αναγωγές, είναι το ίδιο επικίνδυνη με μια πολιτική χωρίς επιστημονική ακρίβεια» Δ. Θ. Τσάτσος

Για να κατανοήσουμε και να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα πολύπλοκα ερωτήματα, καλούμαστε να αναζητήσουμε τα άκρα όρια της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναλύοντας πρωτύτερα τις επιμέρους ελευθερίες που την συνιστούν και ακολούθως τους περιορισμούς που την σχετικοποιούν. Στο συγκεκριμένο κείμενο άλλωστε δεν επιδιώκεται η άσκηση κριτικής στα πολιτικώς συνεπαγόμενα, αλλά η ανάδειξη όλων των συνταγματικοπολιτικών προεκτάσεων και αποχρώσεων που αυτό εγείρει.

Για όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν περισσότερο στην υπόθεση, το επιστημονικό αυτό άρθρο μιας και απαντά στο minimum των ζητημάτων, έχει πλαισιωθεί από τις αναγκαίες βιβλιογραφικές πηγές, έτσι ώστε να καταστήσουν ευχερή την αναζήτηση του μελετητή ή του απλού αναγνώστη.

Αισθάνθηκα την ηθική και επιστημονική υποχρέωση ως μέλος της επιστημονικής κοινότητας και συγκεκριμένα της ακαδημαϊκής κοινότητας της Νομικής ΔΠΘ, να αναδείξω ένα κρίσιμο πολιτειακό και συνταγματικό ζήτημα, το οποίο μέσα στη χοάνη των γεγονότων που καθημερινώς αναφύονται, δεν έλαβε ηθελημένα ή μη, την δέουσα προβολή που επέτασσε η σπουδαιότητα του.

ΙI. Για να κατανοήσουμε ακριβώς τι πραγματικά συνέβη στη Θράκη [2], αν δηλαδή επρόκειτο για μια βεβιασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων λόγω της ασάφειας και της αοριστίας του διατυπωθέντος αιτήματος του αστυνομικού εγγράφου [3] και άρα παρερμήνευσης του ή αν το περιεχόμενο και ο σκοπός του εγγράφου εκτός της υπηρεσιακής και λειτουργικής σκοπιμότητας [4] ( είτε αποτελεί μέρος της προκαταρκτικής εξέτασης ή μέσο εξεύρεσης «εμπειρογνωμόνων») επιτελεί και κάποια άλλη εξωνομική σκοπιμότητα, ήτοι κάποια σκοπιμότητα που δεν περιορίζεται στον κύκλο των αρμοδιοτήτων του εισαγγελέα - και δευτερευόντως του αστυνομικού οργάνου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή [5]  – αλλά υπερβαίνει τα όρια δράσης του έτσι ώστε να θεωρείται ότι εκμεταλλεύεται το κύρος της θέσης του και τις συνταγματικά αναγνωρισμένες αρμοδιότητες του για να εξυπηρετήσει ίδια ή άλλα συμφέροντα.

III. Ο χώρος του πανεπιστήμιου αποτελούσε πάντοτε προπύργιο πνευματικής και ιδεολογικής αντίστασης στα κελεύσματα της εκάστοτε εξουσίας [6] , συνιστώντας έναν χώρο ελευθερίας δράσης και σκέψης, αλλά και μετάδοσης και διακίνησης των προκυψάντων από τις διανοητικές διεργασίες αποτελεσμάτων. Για αυτό η Εκκλησία τον Μεσαίωνα και το Κράτος την προ-νεωτερική και την νεωτερική εποχή επιχείρησαν τον έλεγχο και την ιδεολογική χειραγώγηση των πανεπιστημίων. Η εξασφάλιση της μακροημέρευσης ενός καθεστώτος διαπερνά μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που αυτό διαθέτει και μπορεί να αξιοποιήσει [7]  . Ο σημαντικότερος εκ των ιδεολογικών αυτών μηχανισμών είναι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που αποτελεί μοχλό αναπαραγωγής της κρατούσας και άρχουσας κάθε φορά ιδεολογίας. Και αυτό εξασφαλίζεται μέσα από μια σειρά παρεμβάσεων στη λειτουργία του πανεπιστημίου. Είτε δηλαδή με διοικητικό καταναγκασμό στην κατασταλτική του διάσταση είτε με διορισμό από το κράτος «φρονίμων» καθηγητών [8]  και αντιστοίχως παύση ή απόλυση των «αντιφρονούντων» καθηγητών είτε τέλος με τον έλεγχο της διδασκαλίας και του περιεχομένου των συγγραμμάτων [9]  . Αυτές οι πρακτικές εντοπίζονται σχεδόν σε όλες τις περιόδους της συνταγματικής μας ιστορίας μέχρι και την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας το 1974 και την θέσπιση του νέου συντάγματος το 1975, το οποίο εκτός των άλλων θεσμικών καινοτομιών περιείχε ρητή και ειδική διάταξη για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας ( άρθρο 16 παρ. 1, 5 εδ.α’, 6 εδ.α’ Σ 1975/86/01/08). Με εξαίρεση το προοδευτικό Σύνταγμα του 1927 - που διαπνέονταν από το πνεύμα του συνταγματικού φιλελευθερισμού της Βαϊμάρης το οποίο στο άρθρο 21 [10]  καθιέρωνε ρητά την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία – στα προϊσχύσαντα Συντάγματα (1864/1911) δεν υπήρχε πρόβλεψη για την ακαδημαϊκή ελευθερία, ενώ το Σύνταγμα του 1952 αρκετά οπισθοδρομικό σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων προσδιόριζε μόνο το καθεστώς των καθηγητών ως δημοσίων υπαλλήλων. Το προστατευτικό πεδίο της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας δεν ήταν απλά ανεπαρκές, αλλά και συνταγματικά ακατοχύρωτο έτσι ώστε το κανονιστικό βάρος της ελευθερίας και της προστασίας της γνώμης των καθηγητών να σηκώνει η γενική διάταξη της ελευθερίας της έκφρασης [11] . Αυτό το περιοριστικό καθεστώς νομιμοποιούσε την εκάστοτε κρατική εξουσία και συνταγματικώς πολλές φορές με το πρόσχημα της μη τήρησης του Συντάγματος, να επεμβαίνει διώκοντας, εκτοπίζοντας [12] ή καθαιρώντας [13]  εκείνους τους διδάσκοντες που επέκριναν τις κυβερνητικές μεθόδους. Πρακτικές που απαντώνται και στην περίοδο του μεσοπολέμου υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1911 [14]  ,[15]  (όταν επανατέθηκε σε ισχύ έπειτα από την κατάργηση του Σ 1927) και στο μετεμφυλιακό κράτος υπό την ισχύ του Σ 1952 και στην στρατοκρατική δικτατορία της περιόδου 1968-1973 [16]  , αλλά και στα νεότερα χρόνια υπό το συνταγματικό καθεστώς του Συντάγματος του 1975 [17]  .

Αντιλαμβανόμαστε επομένως ότι το ζήτημα της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας δεν περιορίζεται τόσο στις μεθόδους και στον τρόπο της έρευνας και της διδασκαλίας, αλλά ανάγεται πολλές φορές σε αντιπαράθεση μεταξύ των παραδεδομένων κυβερνητικών αντιλήψεων και των προοδευτικών πανεπιστημιακών φωνών που τις αμφισβητούν σε επιστημονικό επίπεδο. Και εδώ τίθεται ένα θεμελιώδες ζήτημα. Οι σχέσεις ακαδημαϊκής ελευθερίας και πολιτικής και το αν η επιστήμη πρέπει να αποκαθάρει τα διάφορα στοιχεία όπως τα κοινωνικοπολιτικά και να είναι παραμένει «ουδέτερη» και «καθαρή», ή αν αντιθέτως μπορεί η ίδια να αποτελέσει πολιτική θέση ή ακόμα και μέσο πολιτικοποίησης. Αν και πρέπει να δεχθούμε πως ακόμα και η «απολιτικότητα» της διδασκαλίας και της επιστήμης, αποτελεί και αυτή πολιτική στάση στο μέτρο και το βαθμό που απλά περιγράφει, χωρίς να αμφισβητεί, να ελέγχει και να κρίνει. Ποια είναι με άλλα λόγια τα όρια μεταξύ της «επιστημονικοποίησης» της πολιτικής και της «πολιτικοποίησης» του επιστημονικού λογού. Αυτή η διαφοροποίηση είναι κρίσιμη ακριβώς επειδή η ακαδημαϊκή ελευθερία παρέχοντας περισσότερες εγγυήσεις προστασίας καλύπτει ειδικώς μόνο τον επιστημονικό λόγο, σε αντίθεση με την γενικότερη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 που καλύπτει την διατύπωση μη επιστημονικών απόψεων, η οποία ωστόσο υπόκειται στην επιφύλαξη του νόμου πράγμα που σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει πρόσθετους περιορισμούς.

IV. Η ακαδημαϊκή ελευθερία αποτελείται και άρα εκδηλώνεται ως ελευθερία της έρευνας, ως ελευθερία δημοσιοποίησης και γνωστοποίησης των πορισμάτων της έρευνας και ως ελευθερία της διδασκαλίας [18]. Η έρευνα και η διδασκαλία είναι αλληλένδετες, πραγματοποιούμενες συνήθως συστηματικώς και οργανωμένες εντός του πανεπιστημίου. Η έρευνα είναι η προσπάθεια προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης και αλήθειας, ενώ η διδασκαλία η μετάδοση των γνώσεων αυτών [19]. Η ελευθερία της δημοσιοποίησης των πορισμάτων της έρευνας δεν συντελείται μόνο στο χώρο του πανεπιστήμιου, δεν απευθύνεται δηλαδή μόνο στους φοιτητές, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω διαλέξεων, μέσω δημοσιευμάτων στον Τύπο, μέσω δημόσιων συναθροίσεων. Η με οποιονδήποτε τρόπο ανακοίνωση των πορισμάτων της έρευνας και η κοινώνηση των επιστημονικών απόψεων του διδάσκοντος διέπονται και αυτές από την προστατευτικό πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας [20].

Η παραγγελία που δόθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης επαναφέρει στη μνήμη μας τη χρήση πρακτικών που δεν συνάδουν με μια ευνομούμενη πολιτεία.

Η ιδιαιτερότητα της φύσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας έγκειται στο ότι μετέχει ταυτόχρονα και στο status negativus και στο status positivus. Δηλαδή οι φορείς της ελευθερίας της έρευνας και της διδασκαλίας [21] , όχι μόνο έχουν αξίωση αποχής κατά της κρατικής εξουσίας lato sensu και οποιουδήποτε τρίτου (θεωρία τριτενέργειας) κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, αλλά ιδρύεται και θετική αξίωση που δεσμεύει το Κράτος και το νομοθέτη για τη λήψη θετικών μέτρων που προάγουν και αναπτύσσουν την έρευνα και τη διδασκαλία ( άρθρο 16 παρ. 1 εδ.α’ Σ ) οι οποίες ανάγονται σε υποχρέωση του Κράτους, αλλά και οργανώνουν το πανεπιστήμιο σύμφωνα με το συνταγματικώς χορηγημένο «αυτοδιοίκητο» (αρχή «πλήρους αυτοδιοίκησης») ενισχύοντας το και οικονομικά (16 παρ. 5 εδ.α’, β’ Σ). Το μεικτό status του δικαιώματος, αποδεικνύει επίσης και το δισυπόστατο χαρακτήρα του δικαιώματος. Η διάταξη με άλλα λόγια του άρθρου 16 παρ.1, 5 Σ καθιδρύει ταυτόχρονα ένα ατομικό δικαίωμα και μια θεσμική εγγύηση. Ως ατομικό δικαίωμα η ακαδημαϊκή ελευθερία αναπτύσσει την εγγυητική της λειτουργία. Δηλαδή ούτε η έρευνα, ούτε η διδασκαλία, ούτε η δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έρευνας δεν δεσμεύονται, δεν εμποδίζονται, και γενικά δεν περιορίζονται, ούτε το περιεχόμενο τους καθορίζεται, ελέγχεται ή επηρεάζεται από φορείς είτε της κρατικής εξουσίας είτε οποιασδήποτε άλλης εξω-ακαδημαϊκής δύναμης . Η θεσμική εγγύηση έχει επίσης δυο διαστάσεις μια λειτουργική και μια οργανωτική. Η λειτουργική είναι σύμφυτη με την έρευνα και την διδασκαλία όταν διενεργούνται σε οργανωμένο πλαίσιο, δηλαδή στον χώρο του πανεπιστήμιου. Εντός δηλαδή του πανεπιστήμιου δεν μπορεί να υπάρξει καμία εξωπανεπιστημιακή επέμβαση που θα περιορίσει την ανεμπόδιστη και ακώλυτη διάδοση και διακίνηση των ιδεών. Το «πανεπιστημιακό άσυλο» δεν είναι τίποτα άλλο παρά το συνταγματικό ανάχωμα απέναντι στην προσπάθεια κάθε ιδεολογικής επιβολής, κάθε προληπτικής λογοκρισίας, κάθε παρέμβασης κατά και μετά την έκφραση μιας επιστημονικής άποψης. Μόνο έτσι διασφαλίζεται ο επιστημονικός πλουραλισμός και η πολλαπλότητα των απόψεων εντός του πανεπιστημίου. Η οργανωτική δε, διάσταση της θεσμικής εγγύησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν αποτελεί πρόσθετη εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας αυτής καθαυτής , αλλά συνδέεται με τον θεσμό της αυτοδιοίκησης που κατοχυρώνεται συνταγματικά με την οργάνωση των πανεπιστημίων ως ιδρυμάτων - διεπόμενων από κανόνες δημοσίου δικαίου – και την αναγωγή της ανώτατης εκπαίδευσης σε δημόσια υπηρεσία. Έτσι ο θεσμός της αυτοδιοίκησης δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη ο οποίος, αφενός δεν μπορεί να το καταργήσει ή να το αναιρέσει με νόμο και αφετέρου βάσει της συνταγματικής επιταγής οφείλει να οργανώνει τα ΑΕΙ με τρόπο που να διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία και να προάγεται η επιστημονική έρευνα και διδασκαλία [22]. Η «κρατικοποίηση» ωστόσο της ανώτατης εκπαίδευσης δεν συνεπάγεται καθιέρωση κρατικού μονοπωλίου στην έρευνα [23] , αλλά εντάσσει την ανώτατη εκπαίδευση σε ένα θεσμοποιημένο σύστημα που παρέχεται από κρατικά όργανα [24]. Η κρατική εποπτεία τέλος στην οποία τίθενται τα πανεπιστήμια, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενδοπανεπιστημιακός αυτοέλεγχος, αλλά όλες οι πράξεις των οργάνων του υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας από το εποπτεύων όργανο.

V. Μολονότι ανεπιφύλακτο δικαίωμα [25], η ακαδημαϊκή ελευθερία οριοθετείται από το ίδιο το Σύνταγμα όταν το τελευταίο μιλάει για «καθήκον υπακοής» στο Σύνταγμα, πράγμα αυτονόητο ακόμα και δεν οριζόταν ρητώς [26]. Το «καθήκον υπακοής» αποτελεί παραλλαγή της γερμανικής εμπνεύσεως «ρήτρας πίστης» στο Σύνταγμα της λεγόμενης Treueklausel [27] (άρθρο 5 παρ. 3 Θ.Ν. της Βόννης [28]), η οποία εισήχθη τόσο στο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος [29], όσο στο τελικό σχέδιο που είχε εγκριθεί από την ολομέλεια της επιτροπής Συντάγματος [30]. Η επικράτηση και τελικώς η εισαγωγή του όρου «υπακοή», αντί του όρου «πίστεως» παρουσιάζει έντονο συνταγματικό ενδιαφέρον ως προς τις συνέπειες του χρησιμοποιούμενου κάθε φορά όρου. Η «υπακοή» δηλώνει ότι ο ακαδημαϊκός δάσκαλος υποχρεούται να κινείται εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Μπορεί δηλαδή να ασκεί κριτική στις συνταγματικές διατάξεις για το πώς θα έπρεπε να ήταν de constitutione ferenda, χωρίς όμως να μπορεί να αμφισβητήσει τη δεσμευτικότητα και την κανονιστικότητα τους [31]. Η «υπακοή» έχει αρνητικό χαρακτήρα, αρκεί η μη παράβαση και η τήρηση του Συντάγματος, που εξακριβώνεται σύμφωνα με την εξωτερική συμπεριφορά του υποκειμένου[32]. Η «πίστη» από την άλλη σημαίνει την «εκ πεποιθήσεως» την «ένθερμη» τήρηση του Συντάγματος [33]. Η «πίστη» δεν είναι εξωτερικώς ελέγξιμη, αλλά απαιτεί την εξωτερίκευση του ενδιάθετου φρονήματος (forum internum)για να εξακριβωθεί. Αποτελεί δηλαδή την με θετικό έργο τήρηση του Συντάγματος. Η προηγούμενη ρύθμιση κατά τα Συντάγματα της δικτατορίας του 1968 και του 1973 (άρθρο 123 παρ.1), η οποία απαιτούσε την «έργω εκδηλουμένη» τήρηση του Συντάγματος, λειτούργησε αποτρεπτικά στο να θεσπισθεί και στο Σύνταγμα του 1975 παρόμοια ρύθμιση. Άλλωστε η πρόβλεψη «ρήτρας πίστεως» θα αποτελούσε έμμεσο περιορισμό, καθώς η κρατική εξουσία επικαλούμενη την ρήτρα αυτή θα μπορούσε είτε με νομοθετική ρύθμιση είτε με νομοθετική εξουσιοδότηση να προσδιορίσει του τρόπους που θα ελέγχονταν η τήρηση του Συντάγματος από τους πανεπιστημιακούς. Όπως προσφυώς διαπίστωσε ο Αρ.Μάνεσης «Δεν υπάρχει ανυπακοή στο Σύνταγμα χωρίς ταυτόχρονη αντιεπιστημονικότητα. Με άλλα λόγια, το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα σημαίνει βασικά υποχρέωση επιστημονικότητας κατά την έρευνα και την διδασκαλία».

VI. Εξίσου σημαντική παρουσιάζεται επίσης η εννοιολογική διαφοροποίηση του όρου «δημόσιος υπάλληλος» και «δημόσιος λειτουργός», καθώς ο προσδιορισμός του καθεστώτος που διέπει τους ακαδημαϊκούς δασκάλους κατά την άσκηση των καθηκόντων εξαρτάται από την υιοθέτηση και την επιλογή της συγκεκριμένης κάθε φορά ορολογίας. Αυτό αποδεικνύει και η διαφορετική νομική θέση που επιφύλασσε το Σ 1952 στους διδάσκοντες. Συγκεκριμένα το άρθρο 16 παρ.4 Σ 1952 χαρακτήριζε τους καθηγητές «δημοσίους υπαλλήλους», ενώ το ισχύον Σύνταγμα τους καθιστά «δημόσιους λειτουργούς». Η επιλογή του συντακτικού νομοθέτη συνδέεται φυσικά και με την ύπαρξη ή μη ειδικότερης διάταξης για την ακαδημαϊκή έρευνα και το διδασκαλία. Το Σ 1952 που δεν κατοχύρωνε ρητώς την ακαδημαϊκή ελευθερία - παρά άφηνε ένα μεγαλύτερο περιθώριο ελευθερίας έκφρασης και γνώμης στους διδάσκοντες από ότι στους λοιπούς δημόσιους υπάλληλους – τους ενέτασσε στο καθεστώς των «δημοσίων υπαλλήλων». Αντιθέτως το Σ 1975 που συνταγματικοποίησε την ακαδημαϊκή ελευθερία, φρόντισε να αναγνωρίσει και συνταγματικώς την διακεκριμένη θέση των διδασκόντων χαρακτηρίζοντας τους «δημόσιους λειτουργούς» [34].

Η πρώτη και κύρια διαφορά των δύο όρων είναι ο βαθμός ανεξαρτησίας. Δηλαδή, κάποιος που χαρακτηρίζεται ως «δημόσιος υπάλληλος» στα πλαίσια της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης υπόκειται σε αυστηρότερους περιορισμούς που αφορούν την ελευθερία έκφρασης και της άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων - μιας και τελεί όχι μόνο σχέση ιεραρχικής εξάρτησης, αλλά και ειδικής κυριαρχικής σχέσης - , καθώς και σε ιεραρχικές εντολές, δεσμεύσεις και οδηγίες που λαμβάνει από το προϊστάμενο όργανο. Αντιθέτως, η θέση και η σπουδαιότητα της ιδιότητας του διδάσκοντα που αποτελεί άσκηση λειτουργήματος του εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ή και πλήρη ανεξαρτησία, καθώς δεν δεσμεύονται από ιεραρχικές διαταγές και οδηγίες, ούτε υπόκεινται σε αυξημένους ειδικούς περιορισμούς. Όταν δηλαδή ο ακαδημαϊκός δάσκαλος ασκεί το ερευνητικό και διδακτικό του λειτούργημα είναι ανεξάρτητος χωρίς να δεσμεύεται από διαταγές ή οδηγίες ανωτέρων του ή άλλων κυβερνητικών ή διοικητικών οργάνων [35].

Η ένθεση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στο συνταγματικό corpus και το ιδιόρρυθμο καθεστώς τους ως «δημοσίων λειτουργών» δημιουργεί ένα ιδιαίτερα προστατευτικό πλαίσιο για τους καθηγητές ( αφού τους διακρίνει από το «λοιπό διδακτικό προσωπικό» το οποίο όμως απολαμβάνει εξίσου σημαντική ανεξαρτησία), το οποίο συναρμονισμένο με τις ιδιαίτερα αυξημένες εγγυήσεις που προβλέπονται για αυτούς, εξασφαλίζει την λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία σχεδόν ανάλογα με αυτή των δικαστικών λειτουργών.

Η λειτουργική ανεξαρτησία ( άρθρο 16 παρ.6, α’ Σ ) τους συνδέεται με την ελευθερία που απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η οποία αναλύθηκε διεξοδικώς παραπάνω. Δηλαδή «οι καθηγητές των ΑΕΙ, ως φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι καταρχήν ελεύθεροι να καθορίζουν το αντικείμενο, περιεχόμενο και μέθοδο της επιστημονικής τους έρευνας και διδασκαλίας και να εκφράζουν και να διδάσκουν τις επιστημονικές τους απόψεις και ερευνητικές διαπιστώσεις, η δε θέση τους ως δημοσίων λειτουργών τους υποβάλλει σε μειωμένους μόνο ειδικούς περιορισμούς»[36.]

Η προσωπική ανεξαρτησία (άρθρο 16 παρ.6, β’ Σ) αποτελεί μια επιπλέον μορφή προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας [37], η οποία είναι συνυφασμένη με την κατοχύρωση της μονιμότητας του καθηγητικού προσωπικού και την πειθαρχική ευθύνη που αυτό υπέχει [38]. Συγκεκριμένα, ενώ οι εν γένει δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται με απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου (άρθρο 103 παρ.4 Σ) οι πρωτοβάθμιοι καθηγητές των ΑΕΙ [39] παύονται, όπως οι δικαστικοί λειτουργοί [40] (άρθρο 88 παρ. 4 Σ «μόνο κατόπιν δικαστικής αποφάσεως») και με τις συναφείς πρόσθετες εγγυήσεις της δημοσιότητας και της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 93 παρ.2-3 Σ). Συνεπώς και η πειθαρχική ευθύνη των ακαδημαϊκών δασκάλων είναι ειδικώς ρυθμισμένη από το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα οι καθηγητές να μην υπόκεινται στις ρυθμίσεις του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων [41].

Τίθεται επιπλέον το ζήτημα εάν οι καθηγητές μπορούν να υπαχθούν εννοιολογικά στην διάταξη του άρθρου 103 παρ. 1 Σ («Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θελήσεως του Κράτους και υπηρετούν το Λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα») που αναγορεύει τους δημοσίους υπαλλήλους σε εκτελεστές της θελήσεως του Κράτους. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν μπορούν να υπαχθούν στη διάταξη αυτή, διότι το Σύνταγμα τους διακρίνει ρητώς από τους δημοσίους υπαλλήλους, άρα εφαρμοστέες θα είναι οι ειδικότερες διατάξεις περί ακαδημαϊκής ελευθερίας. Άλλωστε πέραν του καθήκοντος «υπακοής» στο Σύνταγμα που προβλέπεται ειδικώς, οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν εξαιρούνται από τις ακροτελεύτιες διατάξεις του άρθρου 120 και ιδίως της παραγράφου 2 που ορίζει ότι : «ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και τους συνάδοντες προς αυτό νόμους και η αφοσίωση προς την Πατρίδα και τη Δημοκρατία συνιστούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Τέλος ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από το άρθρο 29 παρ. 3 Σ σχετικά με την εκδήλωση των πολιτικών πεποιθήσεων - σε συνεφαρμογή με το άρθρο 56 παρ. 2 Σ που δεν θεσπίζει κώλυμα εκλογιμότητας για το βουλευτικό αξίωμα, αλλά αντιθέτως εξαιρεί τους καθηγητές από την απαγόρευση, η οποία ισχύει για όλους τους «έμμισθους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους» - προκύπτει ότι καθηγητές μπορούν να προβαίνουν σε εκδηλώσεις πολιτικούς χαρακτήρα εκτός της άσκησης των καθηκόντων [42].

VIII. Για να ασκηθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη κριτική στο περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας, προαπαιτούνταν η οροθέτηση και η ανάλυση όλων των συναφών με την ακαδημαϊκή ελευθερία ζητημάτων.

Αρχικά, άποψη του γράφοντος είναι ότι η απάντηση που δόθηκε από τα αρμόδια διοικητικά όργανα του πανεπιστημιακού ιδρύματος υπήρξε ιδιαιτέρως άτολμη. Κατά πρώτον επειδή ο Πρύτανης ως ιεραρχικώς ανώτερο διοικητικό όργανο του ΑΕΙ , προασπίζει και προστατεύει τα συμφέροντα των μελών του ιδρύματος κατά κάθε κρατικής ή άλλης παρέμβασης και αυθαιρεσίας. Κατά δεύτερον επειδή μια φοβική απάντηση, νομιμοποιεί μια ενδεχόμενη απόπειρα συγκεκαλυμμένης, αλλά πάντως νομιμοφανούς προσπάθειας να θιγούν τελικά τα δικαιώματα των διδασκόντων.

Το αστυνομικό έγγραφο που δόθηκε κατόπιν εισαγγελικής εντολής δεν παρουσίαζε αμφισημίες, παρά μόνο έπασχε ως προς τη νομιμότητα του. Συγκεκριμένα ζητούσε την παροχή προσωπικών πληροφοριών των διδασκόντων, οι οποίοι ερευνητικά και διδακτικά ασχολούνται με το ζήτημα της «τουρκικής μειονότητας», αλλά και την γνωστοποίηση των δημοσιεύσεων των σχετικών με το ζήτημα αυτό.

Στο ουσιαστικό κομμάτι, το περιεχόμενο του εγγράφου προσέβαλε άμεσα και τις τρεις συνιστώσες της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Την ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία καθώς απαιτούσε τη παροχή πληροφοριών όσων καθηγητών διδάσκουν ή ερευνούν το συγκεκριμένο ζήτημα. Την δημοσιοποίηση των πορισμάτων της έρευνας καθώς απαιτούσε την διαβίβαση των σχετικών δημοσιεύσεων, συγγραμμάτων κτλ. Και στα τρία αυτά στάδια ο ακαδημαϊκός δάσκαλος δεν δεσμεύεται από υπόδειξη ανωτέρου του, ούτε περιορίζεται από καμία παρέμβαση ή πράξη εξωπανεπιστημιακή. Είτε διοικητική είτε δικαστική. Ούτε με νόμο, ούτε με διοικητική πράξη , ούτε με δικαστική απόφαση μπορεί να υποδειχθεί ή να υπαγορευτεί στους ακαδημαϊκούς δασκάλους η υιοθέτηση συγκεκριμένων απόψεων. Από τη στιγμή που η χρήση του όρου «τουρκική μειονότητα» γίνεται για λόγους ερευνητικούς, διδακτικούς και εφόσον τεκμηριώνεται με την απαραίτητη επιστημονικότητα δεν μπορεί να απαγορευθεί ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να ελεγχθεί. Δεν δύναται δηλαδή να θεωρήσουμε ότι πρέπει να χορηγηθεί κάποιου είδους διοικητική ή άλλους είδους άδεια στον ακαδημαϊκό δάσκαλο για να ασκήσει ένα αναγνωρισμένο και υπαρκτό δικαίωμα όπως η ακαδημαϊκή ελευθερία. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιο προληπτικό σύστημα που να αναγνωρίζει ή να απαγορεύει αντιστοίχως την χρήση κάποιων όρων, επειδή ενδεχομένως είναι «ευαίσθητοι», «παρεξηγήσιμοι» ή διαταράσσουν τις διεθνοπολιτικές σχέσεις της χώρας μας. Κατά την επιστημονική αναζήτηση, αλλά και την έγγραφη ή προφορική αποτύπωση των γνώσεων που αντλήθηκαν κατά την έρευνα, δεν υπάρχουν «θέσφατα» ή «ιερά» που δεν πρέπει να θίγονται ή να αγγίζονται. Έτσι θα υιοθετούσαμε την παροιμιώδη αντι-επιστημονική θέση ότι «όπως ο Τύπος είναι ελεύθερος αρκεί να μην γράφει», έτσι και ακαδημαϊκή ελευθερία μπορεί να ασκηθεί χωρίς να κρίνει ή να αμφισβητεί. Ιδίως δε όταν ο όρος «τουρκική μειονότητα», μπορεί να χρησιμοποιείται όχι για να αποδειχθεί, αλλά για να καταρριφθεί η ύπαρξη και ορθότητα της ως προς την χρήση της.

Ακαδημαϊκή ελευθερία σημαίνει ακριβώς ελευθερία αμφισβήτησης και αμφιβολίας, ελευθερία λόγου και αντιλόγου, ελευθερία ελέγχου και αναζήτησης. Ακαδημαϊκή ελευθερία σημαίνει επιστημονικός πλουραλισμός και πολυφωνία αντιτιθέμενων απόψεων. Δεν μπορούν όλα αυτά να παραμεριστούν με την επίκληση ενός δήθεν «εθνικού συμφέροντος», ακριβώς επειδή η ακαδημαϊκή ελευθερία - εφόσον δεν εργαλειοποιείται ως μέσο κομματικής προπαγάνδας ή ανοικτής αμφισβήτησης του πολιτεύματος (ενώ όπως αναφέραμε είναι συνταγματική επιτρεπτή η άσκηση επιστημονικής κριτικής προς τη δομή και τη λειτουργία του Συντάγματος) - καλύπτει και την πιο αιρετική θέση και άποψη που προσεγγίζεται και αναπτύσσεται με επιστημονικούς όρους, όντας αποδείξιμη. Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν μπορεί να τεθεί ούτε υπό την αίρεση της εθνικοφροσύνης ούτε υπό την αίρεση της νομιμοφροσύνης προς την κρατική νομιμότητα. Δεν συγκρούονται με άλλα λόγια η «αρχή της ελευθερίας της ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας» και η «αρχή της σκοπιμότητας» (raison d’Etat στην Γαλλία και Staatraison στη Γερμανία) για να σταθμίζουμε κάθε φορά ποια από τις δύο θα υπερισχύσει. Άλλωστε η επίκληση του «κρατικού συμφέροντος» αποτελεί μια εξωνομική έννοια η οποία ενίοτε κάλυπτε κρατικές αυθαιρεσίες. Σε κάθε περίπτωση που η άσκηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν υπερβαίνει τους νόμους, ισχύει η αρχή in dubio pro libertate. Και στην προκειμένη περίπτωση ενεργοποιείται και η αμυντική – εγγυητική λειτουργία του πανεπιστημιακού ασύλου, ως θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που διασφαλίζει την αδέσμευτη σκέψη και την απρόσκοπτη έκφραση και διάδοση των ιδεών.

Αυτό ωστόσο που προκαλεί εντύπωση δεν είναι τόσο η ανεπαρκής αιτιολογία του αιτήματος και το αν παραβιάστηκε και η αρχή της νομιμότητας σε διαδικαστικό επίπεδο, αλλά η διαστροφή και η διαστρέβλωση των «συνταγματικών» ρόλων. Ενώ συνήθης εστία απειλής για την ακαδημαϊκή ελευθερία αποτελούσαν τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (βλ. Υπουργός Παιδείας) ή της κρατικής εν γένει και κατά αυτής στρέφονταν η αξίωση αποχής, σήμερα εμφανίζεται και η δικαστική εξουσία να την απειλεί εξίσου [43]. Ενώ το Σύνταγμα αναγορεύει τους λειτουργούς της δικαιοσύνης ως θεματοφύλακες του Συντάγματος και των ατομικών δικαιωμάτων ( άρθρα 26 παρ.3 Σ, 87 παρ.2 Σ, 93 παρ.4 Σ) και άρα η εκ μέρους τους εγκράτεια απορρέει και από το Σύνταγμα, βρίσκονται αρκετοί που δεν διστάζουν να προσβάλλουν με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του συνταγματικές ελευθερίες. Ο Υπ.Παιδείας δε, αντιστρόφως μετατρέπεται σε εγγυητή της τήρησης του Συντάγματος και της προστασίας των δικαιωμάτων. Προφανώς και η σύγχυση των ρόλων, των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων ή ακόμα η πύκνωση των φαινομένων που φανερώνουν έλλειψη συνταγματικής αυτοσυνειδησίας, αποτελούν συμπτώματα πολιτειακής, συνταγματικής και θεσμικής παρακμής.

Η παραγγελία επομένως που δόθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης επαναφέρει στη μνήμη μας τη χρήση μέσων και πρακτικών που δεν συνάδουν με μια δικαιοκρατούμενη και ευνομούμενη πολιτεία. Δεν γνωρίζω αν ήταν η συνταγματική απαιδευσία που οδήγησε στην διαβίβαση προς εκτέλεση της παραγγελίας από την Αστυνομική Διεύθυνση. Αυτό που δεν αμφισβητείται σίγουρα είναι ότι επιτροπευόμενο και ελεγχόμενο Πανεπιστήμιο με την ακαδημαϊκή ελευθερία και τη θεσμική εγγύηση της θετικής της διάστασης (ήτοι το πλήρες αυτοδιοίκητο) δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Και για να θυμόμαστε και τους ακαδημαϊκούς δασκάλους που αγωνίστηκαν για αυτή όπως ο Αρ.Μάνεσης:

" Η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας δεν είναι μόνο συνταγματική διάταξη. Πριν από αυτό ήταν, στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, διεκδίκηση. Ύστερα από αυτήν είναι κατάκτηση. Και θα λειτουργήσει στο μέτρο ιδίως που οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι στα ΑΕΙ θα έχουν τη θέληση και τη δύναμη να την περιφρουρήσουν και να την αξιοποιήσουν".


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]  Την υπόθεση ανέδειξε διεξοδικώς με σειρά ενημερωτικών άρθρων και κριτικών σχολιασμών ο Παρατηρητής της Θράκης: «H πρώτη εμφάνιση ‘’μακαρθισμού’’ στο ΔΠΘ μέσω εισαγγελικής εντολής», 14.12.17, «Συνδρομή του επιστημονικού δυναμικού του ΔΠΘ ζητά η Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης για το ζήτημα της ‘’τουρκικής μειονότητας’’, 14.12.17, «Διευκρινίσεις ζητά το Υπουργείο Παιδείας από τις Εισαγγελικές και Αστυνομικές Αρχές της Κομοτηνής», 14.12.17, καθώς και η Εφημερίδα των Συντακτών: «Εθνικοφροσύνη και με τον νόμο», 15.12.17, «Ώρα να σπάσει το απόστημα», 16.12.17, «Όχι άλλο παρακράτος στη Θράκη», 16.12.17.

[2] Βλ. σχόλιο του Ν.Γεωργιάδη, «Τι συνέβη στην Κομοτηνή;», www.athensvoice.gr, 14.12.17 και την αντίθετη άποψη της Χ.Ταχιάου , «Τι συνέβη με την επιστολή για την ‘’τουρκική μειονότητα’’, κ.Τόσκα;», www.protagon.gr , 15.12.17.

[3] Βλ. την σχετική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου σε Φωνή της Ροδόπης, «Πρωτοφανές έγγραφο της Αστυνομίας προς Δημοκρίτειο για τα περί ‘’τουρκικής μειονότητας’’» 14.12.17, όπου αναφέρεται σχετικώς το επίμαχο σημείο του εγγράφου: «ζητούμε όπως μας γνωρίσετε πλήρη στοιχεία ταυτότητας -μαζί με διευθύνσεις κατοικίας- του διδακτικού προσωπικού, του οποίου το επιστημονικό αντικείμενο – πεδίο – ειδικότητα σχετίζεται με το ζήτημα της χρήσης του όρου «τουρκική μειονότητα». Επιπλέον, παρακαλούμε όπως μας γνωρίσετε αν υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες ακαδημαϊκών ή άλλων έγκυρων μελετητών, οι οποίες να ασχολούνται με το παραπάνω ζήτημα».

[4]  Προς επίρρωση της θέσης αυτής βλ. το Δελτίο Τύπου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος με αριθμό πρωτοκόλλου: 56/15-12-2017

[5]  Βλ. Εφημερίδα των Συντακτών, «Ώρα να σπάσει το απόστημα», 16.12.17, όπου δημοσιεύεται το πλήρως χρονικό της υπόθεσης: Σύμφωνα με την «περίληψη συμβάντος» που καταγράφει η Διεύθυνση Ασφαλείας Κομοτηνής και οδήγησε στο απίστευτο αίτημα καταγραφής ονομάτων, διευθύνσεων και τηλεφώνων καθηγητών του Δημοκρίτειου, η αλληλουχία των... κινήσεων με αφετηρία την Εισαγγελία Ροδόπης έχει ξεκινήσει πριν από έναν χρόνο.

Αφορμή για την εισαγγελική παραγγελία ήταν η μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε στην ασφάλεια:

«Την 19-07-2016 και ώρα 20.00 μετέβη στο Α.Τ. Κομοτηνής, ο ΑΛΑΤΖΑΣ Ελευθέριος [...] κάτοικος Κοσμίου - Ροδόπης, αγρότης, Γραμματέας της Τ.Ο. του κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή, εγχείρησε την από 19-07-2016 μηνυτήρια αναφορά του, κατά των:

α) ΑΛΗ ΤΣΑΒΟΥΣ (ΑΛΗ ΤΣΑΟΥΣ εις το ορθόν) Μουσταφά, πρόεδρο του κόμματος Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας,
β) ΑΧΜΕΤ ΟΓΛΟΥ Οζάν, αντιπρόεδρο του κόμματος Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας και κατά
γ) παντός άλλου υπευθύνου,
για παράβαση των άρθρων του Π.Κ. αναφέροντας συγκεκριμένα ότι σε πλήθος Δημοσίων Ομιλιών και Παρεμβάσεών τους, έχουν αποπειραθεί με τις τοποθετήσεις και δηλώσεις τους να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας αναφορικά με τη Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης την οποία οι ίδιοι χαρακτηρίζουν ως “Τουρκική”».

Κατόπιν αυτού ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Ροδόπης, Διονύσης Λαμπρίδης, αποφάσισε να δώσει εντολή για προκαταρκτική εξέταση «για παράβαση άρθρων [...] σχετικά με Προδοσία της Χώρας - Προσβολή εναντίον της Διεθνούς Ειρήνης της Χώρας - Διατάραξη της Ειρήνης των Πολιτών».

Εισαγγελικές παραγγελίες

Τέσσερις φορές διαβιβάστηκαν στο Τμήμα Ασφαλείας Κομοτηνής εισαγγελικές παραγγελίες για τη συγκεκριμένη υπόθεση, γεγονός που καταδεικνύει όχι μόνο την εισαγγελική επιμονή να σχηματιστεί δικογραφία και να οδηγηθεί η υπόθεση σε δικαστήριο αλλά και την υποχρέωση του διοικητή Κ.Ζ. να συμμορφωθεί με τις εντολές.

Οσο λοιπόν, αν κι ο ίδιος μετά τις απαράδεκτες διατυπώσεις στο αστυνομικό έγγραφο που εστάλη στο Δημοκρίτειο έπαψε πλέον να προΐσταται του τμήματος, δεν παύει να είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα όσων επαναφέρουν μέσω μηνύσεων τις γνωστές από το μαύρο παρελθόν μετρήσεις «εθνικοφροσύνης».

Η μηνυτήρια αναφορά διαβιβάστηκε στις 20/7/2016 από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης στο τμήμα ασφαλείας Κομοτηνής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης «προκειμένου ληφθούν ένορκες καταθέσεις του μηνυτή και των προτεινόμενων (δύο) μαρτύρων, επιπλέον δε, να εξετασθούν χωρίς όρκο οι μηνυόμενοι».

Στις 30/1/2017 διαβιβάζεται η δικογραφία από την Εισαγγελία «προκειμένου να συνεχιστεί η προκαταρκτική ώστε να διευκρινίσει ο μηνυτής σε ποιες συγκεκριμένες εκδηλώσεις ειπώθηκαν οι ανωτέρω καταγγελλόμενες δηλώσεις των μηνυόμενων προσώπων».

Στις 27/4/2017 διαβιβάζεται εκ νέου η δικογραφία στο τμήμα με τον εισαγγελέα να ζητάει συγκεκριμένα έγγραφα: Τη Συνθήκη της Λωζάννης και όλες τις δικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν την υπόθεση διάλυσης του σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ενωση Ξάνθης».

Πρόκειται για τη γνωστή υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε τελεσίδικα η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ πρόσφατα με ειδική τροπολογία που ψηφίστηκε στη Βουλή δίνεται η δυνατότητα επανεκδίκασης (στα αστικά δικαστήρια) υπόθεσης για την οποία καταδικάστηκε η Ελλάδα από το ΕΔΔΑ.

Στις 14/11/2017 υποβάλλεται το επίμαχο εισαγγελικό αίτημα «παρακαλούμε όπως συνεχίσετε την προκαταρκτική εξέταση διερευνώντας αν υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες ακαδημαϊκών [...] οι οποίες ασχολούνται με τη χρήση του όρου “τουρκική μειονότητα” και τι συνέπειες έχει τούτο στις σχέσεις του ελληνικού κράτους με την Τουρκία, καθώς και στο εσωτερικό της χώρας.

Εάν είναι δυνατόν να ληφθούν ένορκες καταθέσεις τέτοιων μελετητών ή ενδεχομένως καθηγητών του ΔΠΘ προκειμένου να καταδειχτεί ο κίνδυνος διατάραξης των φιλικών σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας και ο κίνδυνος αμοιβαίας διχόνοιας μεταξύ των πολιτών. Σε κάθε περίπτωση να ληφθεί ένορκη κατάθεση αστυνομικού για τα παραπάνω θέματα».

[6]  Η πρώτη λειτουργία του «πανεπιστημιακού ασύλου» ήταν η εγγυητική, η οποία λειτουργούσε ως αξίωση έναντι της Εκκλησίας. Αναφερόμαστε στις «Ενώσεις Δασκάλων και Μαθητών» ( Universitas magistroroun et scholarium), οι οποίες αρχικά αποτελούσαν άτυπα Ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με κύριο χαρακτηριστικά την ελευθερία στη Γνώση και την Έρευνα έξω από το πλαίσιο της Εκκλησίας, και μάλιστα με πρώτη εμφάνιση του «ασύλου» γύρω στα 1158.

[7]  Αριστόβουλος Μάνεσης, Δίκαιο – Σύνταγμα – Πολιτική , σειρά ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 11 , εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1982 , σελ.126-127

[8]  Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το σύνταγμα και οι εχθροί του στην νεοελληνική ιστορία 1800-2010, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2011, σελ.368-369 όπου σημειώνει : « Ταυτόχρονα για να αποτραπεί ο διορισμός ‘’μη εθνικοφρόνων’’ καθηγητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα- τα οποία, όπως οριζόταν, θα ‘’αυτοδιοικούνταν’’ ‘’υπό την εποπτεία του Κράτος’’-, το ίδιο θα όριζε ότι οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι δημόσιοι υπάλληλοι (άρθρο 16 παρ.4 Σ 1952), ενώ το άρθρο 100 παρ.2 Σ 1952 προέβλεπε: «Ιδεολογίαι σκοπούσαι την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του υφιστάμενου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος αντίκεινται απολύτως προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου»

[9]  Αριστόβουλος Μάνεσης, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 4η έκδοσης, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2007 σελ. 674 επ. όπου αναφέρεται τόσο στην ρήτρα πίστεως στο Σύνταγμα δηλαδή την εκ πεποιθήσεως αφοσίωση στο Σύνταγμα που προβλέπονταν για τους ακαδημαϊκούς δασκάλους και μάλιστα θετική «έργω εκδηλούμενην» (άρθρα 123 παρ.1 Σ 1968/1973), όσο και στον ιδεολογικό έλεγχο του περιεχόμενου των συγγραμμάτων μέσω της δωρεάν διανομής τους που καθιερώθηκε από την δικτατορία Παπαδόπουλου το 1973 στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, Παναγιώτης Μαντζούφας, Η ακαδημαϊκή ελευθερία. Η οργανωτική και διαδικαστική θεώρηση, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονική, 1997, σελ.220 επ., όπου αναφέρεται στα χουντικά συντάγματα του 1968 και του 1973 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 17 που όριζε τα σχετικά με την «αυτοδιοίκηση» των πανεπιστήμιων και κυρίως στην παρ.4 όπου προβλεπόταν ο θεσμός του κυβερνητικού επιτρόπου.

[10]  Αλέξανδρος Σβώλος, Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδος, εκδόσεις Στοχαστής, Θεσσαλονική, 2η έκδοση 1998, σελ.215 όπου παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 21: «H τέχνη και η επιστήμη και η διδασκαλία αυτών είναι ελεύθεραι, διατελούν δε υπό την προστασίαν του Κράτους, το οποίον συμμετέχει εις την επιμέλειαν και την εξάπλωσιν αυτών», Ν.Ν. Σαρίπουλου, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδας, τόμος Γ’, 1923, Γ.Χουβαρδάς, Η ελευθερία της διδασκαλίας, της τέχνης και της επιστημής και η συμμετοχή των φοιτητών εις την διοίκηση των πανεπιστημίων, Αθήνα, 1977, σελ.27.

[11]  Tο σχετικό άρθρο είναι ταυτάριθμο σε όλα τα προϊσχύσαντα Συντάγματα 1864/1911/1927/1952 με εξαίρεση το Σ 1844 όπου κατοχυρώνονταν στο άρθρο 10. Βλ. Μιχαήλ Στασινόπουλος, Η ελευθερία γνώμης των καθηγητών των ανωτάτων σχολών, Νομικαί Μελέται, Αθήνα, 1972, σελ.9 επ.

[12]  Αξίζει να μνημονευθεί η αυθαίρετη παύση, το 1937, του τότε πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονικής Α.Ελευθερόπουλου από τη δικτατορική κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου η οποία την χαρακτήρισε ως «έμπρακτος παρατήρησις». Βλ. Έκθεση πεπραγμένων του Πανεπιστημίου κατά τα πανεπιστημιακά έτη 1937-1938 και 1938-1939, σελ.5, 29 σημ.2.

[13]  Βλ. την απόλυση του Αλεξάνδρου Σβώλου την 1.3.1935 μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα, αλλά και την εξορία του το 1936 από το μεταξικό καθεστώς, Νίκος Αλιβιζάτος, Πραγματιστές, Δημαγωγοί, Ονειροπόλοι, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2015, σελ.281-290.

[14]  Σημαίνουσα επίσης απόφαση είναι η ΣτΕ 355/1943 που επικύρωσε την ποινής της προσωρινής απόλυσης του καθηγητή Ι.Κακριδή έπειτα από την πειθαρχική δίωξη που του ασκήθηκε με απόφαση της Συγκλήτου (!). Τα σχετικά με τη δικαστική αντιδικία περιλαμβάνονται σε Δίκη των Τόνων, η πειθαρχική δίωξη του καθηγητού Ι.Κακριδή, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1998, και κριτική από τον Αριστόβουλο Μάνεση σε Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας (έκδοση Τετραδίων Συνταγματικού Δικαίου), όπου θεωρεί ότι με την ΣτΕ 355/1943 νομολογήθηκε η «αρχή της ελευθερίας της πανεπιστημιακής διδασκαλίας» και αναγνωρίστηκε η ισχύς stricto sensu.

[15]  Το ΣτΕ είχε την ευκαιρία με την απόφαση 376/934 να ασχοληθεί για πρώτη φορά με το ζήτημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όταν κλήθηκε να ελέγξει την πειθαρχική διώξη κατά του Α.Δελμούζου καθηγητή της παιδαγωγικής του ΑΠΘ, για άρθρο του στον Τύπο που κατέκρινε με ιδιαίτερη σκληρή γλώσσα κυβερνητικό νομοσχέδιο εκπαιδευτικού περιεχομένου. Όπως σχολιάζει ο Π.Μαντζούφας σε Δίκη των Τόνων, www.constitutionalism.gr : « Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι μόνο υφολογικού περιεχομένου δεσμεύσεις μπορούν να τεθούν στον πανεπιστημιακό και όχι περιορισμοί που αφορούν στο ίδιο το περιεχόμενο των απόψεων του», αναγνωρίζοντας έτσι την διακεκριμένη θέση που κατέχει ο πανεπιστημιακός.

[16] Καθώς και την καθαίρεση του Αριστοβούλου Μάνεση στις 29.1.1968 από το στρατοκρατικό καθεστώς, Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ. 291-303.

[17]  Αριστόβουλος Μάνεσης, όπ.π., σελ.6 , Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος Α’, Σύνοδος Β’ (Συνεδρίαση ΟΗ’ της 17ης Φεβρουαρίου 1976), σελ.2568 κ.ε., 2573-4 όπου σημειώνονται τα εξής: « […] με αφορμή ένα δημοσίευμα του επιμελητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ι.Μαλακάση, που το έφερε στη Βουλή με ερώτηση του ο βουλευτής του κόμματος της ΝΔ Ι.Τούμπας. Και ο Υπ.Παιδείας Γ.Ράλλης είπε τότε και τα εξής: « Οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι ελεύθεροι να κάνουν έρευνα. Είναι ελεύθεροι να διδάσκουν το μάθημα με όποιον τρόπο το αντιλαμβάνονται και όπως ορίζει η παρ.1 του άρθρου 16 Σ. Δεν είναι δυνατό όμως να λαμβάνουν θέση επί ορισμένων θεμάτων αντίθετη με την θέση των νομίμων κυβερνήσεων […]. Θα πρέπει να αντιληφθούν και οι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι ότι υπάρχουν ορισμένα όρια, τα οποία δεν μπορούν να υπερβούν..ορισμένα όρια ιερά, τα οποία καλύτερο θα ήταν, εάν έχουν διαφορετική γνώμη από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, να μην τα θίγουν. Είναι ελεύθεροι να κάνουν το μάθημα τους, αλλά αυτά να μην τα θίγουν»

[18]Δαγτόγλου Πρόδρομος, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα ,4η (φοιτητική) έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2012, σελ.546 επ., Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.331 επ.

[19]Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.7 επ.

[20]Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.49 επ.

[21]Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.7-10 επ.

[22] Ήτοι πρωτίστως οι καθηγητές και δευτερευόντως οι σπουδαστές που έχουν δικαίωμα να μετέχουν στην έρευνα και τη διδασκαλία ως συνυπεύθυνοι συνεργάτες και όχι ως παθητικοί δέκτες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα πρόσβασης στη γνώση, τη πληροφόρηση και τη μόρφωση.

[23] Μάνεσης Αριστόβουλος, Δίκαιο – Σύνταγμα – Πολιτική , σειρά ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 11 , εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1982 , σελ.120 επ.

[24] Πράγμα που θα σήμαινε ότι υπάρχει μια επίσημη κρατική ιδεολογία, η οποία και μόνον αυτή πρέπει να διδάσκεται, υποχρεώνοντας διδάσκοντες και διδασκομένους σε συμμόρφωση.

[25] Χρυσόγονος Κώστας, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ.331 επ.

[26] Χρυσόγονος Κώστας, όπ.π., σελ.333-334.

[27]A.Köttgen, Das Grundrecht der Deutschen Universität, Göttingen 1959, passim, E. Friesenhanh, Staatsrechtslehrer und Verfassung, Bonn 1950, σελ.22 επ., H.Wehrhahn, ‘’Lehrfreiheit und Verfassungstreue’’ (Recht und Staat, αρ.183/184 Tübingen 1955), σελ.17 επ., K.Hesse, Grundzüge des Verfassungsrechts, Karlsruhe 1968, σελ.153, Mangoldt – Klein, Das Bonner Grundgesetz, Berlin – Frankfurt 1957, υπό άρθρο 5, A.Köttgen, «Die Freiheit der Wissenschaft und die Selbstverwaltung der Universität» στο Neumann – Nipperdey – Scheuner, Die Grundrechte, τόμος 2ος , Berlin 1954, σελ.291 επ., A.Voigt, Lehrfreiheit und Verfassungstreue, «Forschungen und Berichte aus dem öffentlichen Recht», τιμητικός τόμος W.Jellink, München 1955, σελ.259 επ., W.Thieme, Deutsches Hochschulrecht, Berlin – Köln 1956, σελ. 43 επ., U.Preuss, Legalität und Pluralismus, Frankfurt am Main, 1973, σελ.144 επ.

[28] Το οποίο ορίζει ότι: «Η τέχνη, η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση πίστης στο Σύνταγμα», ενώ το άρθρο 18 του Θ.Ν. της Βόννης περιέχει πρόσθετη περιοριστική της ακαδημαϊκής ελευθερίας διάταξη, ορίζοντας ότι: «όποιος κάνει κατάχρηση της ελευθερίας της έκφρασης της γνώμης, και ιδίως της ελευθερίας του τύπου, της ελευθερίας της διδασκαλίας […] για να αγωνιστεί κατά του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος αποβάλλει αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αποβολή και η έκταση της κηρύσσεται με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστήριου». Βλ. σχετικά Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π, σελ.14-15, Στασινόπουλος Μιχαήλ, όπ.π., σελ.19, 27-28.

[29] Πρακτικά Συνεδριάσεων Υποεπιτροπών, σελ.440, 442, 450-1, όπου παρατίθεται σχετικώς το άρθρο 16 παρ. 4, β’ ταυτόσημο με το αντίστοιχο άρθρο 5 παρ.3 του Θ.Ν. της Βόννης.

[30] Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής επί του Συντάγματος, σελ.491, 493 όπου παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5, β’.

[31]Δαγτόγλου Πρόδρομος, όπ.π., σελ.546 επ., Χρυσόγονος Κώστας, όπ.π., σελ.333 επ.

[32]Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.15-16.

[33]Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.16-17.

[34] Στασινόπουλος Μιχαήλ, όπ.π., σελ 8-9, όπου αναφέρει ότι : «Ο καθηγητής της ανώτατης εκπαίδευσης δεν εργάζεται μόνο ως διδάσκαλος υπάλληλος, υπέχων πειθαρχικάς ευθύνας, αλλά κυρίως ως επιστήμων, όστις δια της επιστημονικής αυτού πεποιθήσεις και την ευπρεπή εκδήλωσιν αυτών ουδεμίαν πρέπει να υπέχει ευθύνη».

[35] Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.22-23, όπου αναφέρει ότι: «H νομική θέση των ακαδημαϊκών δασκάλων είναι διφυής* έχουν ταυτόχρονα την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού και του μέλους αυτοδιοικούμενου ιδρύματος (τους έχει αναγνωριστεί το ιδιώνυμο δικαίωμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας)».

[36] Δαγτόγλου Πρόδρομος, όπ.π., σελ.550 επ.

[37]Βλ. και Α.Παπανδρέου: «Bεβαίως η μονιμότητα του καθηγητικού προσωπικού αποτελεί μια προστασία της ελευθερίας της σκέψεως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό», Πρακτικά Βουλής επί του Συντάγματος, σελ.496.

[38] Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.24-25, όπου αναφέρει ότι: «[…] Έτσι ο περιορισμός της ακαδημαϊκής ελευθερίας τον οποίο επιβάλλει το ‘’υπαλληλικό καθήκον’’ των διδασκόντων στα ΑΕΙ είναι σχετικά περιορισμένα, αφού το καθήκον τούτο ιδρύεται, στην προκειμένη περίπτωση καιαπό οδηγίες και διαταγές των ιεραρχικά ‘’προϊσταμένων’’ από τις οποίες οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι δεν δεσμεύονται».

[39] Δαγτόγλου Πρόδρομος, όπ.π., σελ.550 επ.

[40] Άρθρο 16 παρ.6, β’: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παρ. 4 και ύστερα από απόφαση του συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει».

[41] Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.24-25, όπου αναφέρει ότι: «Συνεπώς και η πειθαρχική ευθύνη που στοιχειοθετείται από την παράβαση του ‘’υπαλληλικού καθήκοντος’’ δεν έχει – ενόψει των συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία – ούτε την ευρύτητα ούτε την ρευστότητα που χαρακτηρίζουν τα καθήκοντα και τα ‘’πειθαρχικά αδικήματα’’.

[42] Μάνεσης Αριστόβουλος, όπ.π., σελ.54-55.

[43] Βλ. και υπόθεση Στ.Τσακυράκη – Β.Θάνου, σε Δερβιτσιώτης Άλκης, Η κριτική και το Κράτος Δικαίου, www.tvxs.gr


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Lawrence Stephen Lowry, "Coming Out of School" 

Μουρτοπάλλας, Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Γεώργιος Μουρτοπάλλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος. Είναι φοιτητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και μέλος των PES Activists της Κομοτηνής