Πέρα από την οργάνωση, η ουσία
Προηγήθηκε άρθρο μου όπου προσπάθησα να αναδείξω την κοινότοπη αλήθεια ότι το όποιο σύστημα διακυβέρνησης των πανεπιστημίων μας δεν μπορεί να παραβιάζει τους βασικούς κανόνες αποτελεσματικής οργάνωσης παραγωγικών οργανισμών
Όμως, η σωστή οργάνωση και συγκρότηση του πανεπιστημίου δεν αρκεί για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η σωστή οργάνωση ενός οποιουδήποτε οργανισμού δεν επαρκεί για να λειτουργήσει αποτελεσματικά αν δεν συγκεκριμενοποιηθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Χρειάζεται, δηλαδή, απαραίτητα να ορίσουμε με πραγματολογική ακρίβεια τον σκοπό, ή το τελικό προϊόν ή αποτέλεσμα που επιδιώκει. Σε έναν συνηθισμένο μεταποιητικό οργανισμό, ας πούμε ένα εργοστάσιο που διοικείται από την αντίστοιχη επιχείρηση στην οποία ανήκει, σημασία έχει το τελικό προϊόν. Αυτό περιγράφεται κάθε φορά από τα χαρακτηριστικά που πρέπει να το διέπουν. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια με την μορφή σταθεροτύπων (standards). Κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν διαθέτει τέτοια και μάλιστα δεσμευτικά σταθερότυπα. Η λειτουργία όλων προσδιορίζεται μόνο με κάποιες γενικολογίες που περιέχονται στην λακωνική διατύπωση κάποιου προοιμίου στο ιδρυτικό τους κείμενο, ή σε κάποιο κανονισμό τους, που φέρει συνήθως τον τίτλο «Αποστολή και Σκοπός» ή κάτι παραπλήσιο. Η διατύπωση είναι τόσο γενική, ώστε δεν προσφέρεται καθόλου σε ex ante αξιολόγηση, δηλαδή σε αξιολόγηση του αν επιτεύχθηκε ή όχι το σκοπούμενο. Η αερολογική αυτή γενικότητα δεν είναι τυχαία. Είναι και αυτή απαραίτητο στοιχείο συσκότισης για να καλυφθούν οι αδυναμίες του κοινοτιστικού χαρακτήρα της λειτουργίας τους. Και όμως, εκεί βρίσκεται όλη η ουσία του ζητήματος.
Η σωστή οργάνωση και συγκρότηση του πανεπιστημίου δεν αρκεί για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Για να μιλήσουμε, τώρα λοιπόν, για την ουσία, παραθέτω στη συνέχεια ένα παράδειγμα συγκροτημένων σταθεροτύπων που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην περίπτωση των πανεπιστημίων μας. Κρυφή μου άποψη είναι, βέβαια, και την εξομολογούμε, ότι αν οριστούν τέτοια σταθερότυπα, το κοινοτιστικό σύστημα διακυβέρνησης θα καταρρεύσει με πάταγο μέσα σε μια μέρα μόνο. Τη μέρα, δηλαδή, που θα απαιτηθεί σύγκριση των σταθεροτύπων με τα πραγματικά αποτελέσματα της λειτουργίας του πανεπιστημίου.
Προτείνω εν προκειμένω να περιληφθούν συγκεκριμένα σταθερότυπα (standards) στους Κανονισμούς λειτουργίας των πανεπιστημίων μας με νομοθετική παρέμβαση. Κάτι τέτοιο δεν αντίκειται μήτε στο σύνταγμα αλλά ούτε καν και στον Νόμο Πλαίσιο. Στη συνέχεια θα πρέπει να ανασχεδιαστεί ολόκληρο το διοικητικό σύστημα με άξονα αναφοράς την διευκόλυνση επίτευξης των σταθεροτύπων. Το αναμορφωμένο διοικητικό σύστημα θα πρέπει, προφανώς, να προβλέπει κυλιόμενη αξιολόγηση της σχέσης σταθεροτύπων με τα επιτυγχανόμενα αποτελέσματα, και να δίνει την δυνατότητα αναδραστικής διόρθωσης των αστοχιών μέσα από ένα σύστημα κινήτρων και κυρώσεων που μπορούμε να δανειστούμε από τα συστήματα αντίστοιχων διοικήσεων του (σοβαρού) ανεπτυγμένου κόσμου. Στη συνέχεια περιγράφω τα σταθερότυπα που κατά την άποψή μου ταιριάζουν στις ανάγκες της κοινωνίας μας και για περισσότερες λεπτομέρειες που θα απατούσε ο πιο απαιτητικός αναγνώστης μου, παραπέμπω στο βιβλίο μου «Για το Σύγχρονο Δημόσιο Πανεπιστήμιο: Κριτική και ένα Σχέδιο» που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ το 2000.
Σε αντίθεση προς τις στατικές και διαδικαστικές προβλέψεις των συνηθισμένων Κανονισμών Λειτουργίας, όπως τους ξέρουμε, ορίζω ως «λειτουργικές» τις προδιαγραφές που προτείνω και τούτο για να επισημάνω ότι, πρώτον αφορούν την ίδια την λειτουργία του πανεπιστημίου και δεύτερον πρέπει να είναι λειτουργικές με την έννοια της operationability, δηλαδή να καταλήγουν σε μετρήσιμα ή ποιοτικά εκτιμήσιμα αποτελέσματα. Προτείνω τις λειτουργικές αυτές προδιαγραφές να τις οργανώσουμε σε πέντε ενότητες για προφανείς λόγους συνάφειας και να περιληφθούν ως αντίστοιχα μέρη στον τυπικό Κανονισμό Λειτουργίας του πανεπιστημίου. Στο βάθος θα προτιμούσα να περιληφθούν στον καταστατικό του νόμου (ή ιδρυτικό διάταγμα), αλλά ταυτόχρονα θέλω να αφήσω περιθώρια δημιουργικών αναθεωρήσεων της ύπατης διοίκησης κάθε πανεπιστημίου όταν θεωρεί ότι μπορεί να θέσει περισσότερο φιλόδοξους στόχους.
Προηγουμένως, αναφερθήκαμε στην ταξινόμηση των απαιτούμενων προδιαγραφών σε πέντε κατηγορίες. Κάθε κατηγορία αντικατοπτρίζει την δεοντολογία που αξίζει να κυβερνά αντίστοιχη λειτουργία του πανεπιστημίου. Με άλλα λόγια, οι κατηγορίες αυτές αντιστοιχούν στις τέσσερις βασικές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε την υπόσταση ενός πανεπιστημίου: Έτσι, το πανεπιστήμιο το βλέπουμε (α) ως οργανισμό που παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης και επιστημονικής έρευνας και προφανώς έχουμε αξίωση αυτές οι υπηρεσίες να πληρούν ορισμένες προδιαγραφές ποιότητας. Παράλληλα, το πανεπιστήμιο (β) αποτελεί μέρος του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στη βάση του συστήματος αυτού προβάλλει κάποιο επιλεγμένο παιδαγωγικό υπόδειγμα που με τη σειρά του εκφράζει μέρος της πολιτισμικής επιλογής που η συγκεκριμένη κοινωνία έχει κάνει στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αυτή την επιλογή περιγράφουν οι προδιαγραφές παιδαγωγικής φυσιογνωμίας. Το πανεπιστήμιο, παράλληλα, αποτελεί (γ) οργανισμό διαχείρισης οικονομικών πόρων και μάλιστα δημόσιων, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση αναφερόμαστε στα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια. Κάθε τέτοιος οργανισμός ‘οφείλει’ να λειτουργεί αποτελεσματικά. Το γενικότερο ‘μέτρο’ της αποτελεσματικότητας είναι η εφαρμογή της οικονομικής αρχής που μας επιτάσσει ‘να πετύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με την μικρότερη δυνατή θυσία (κάθε λογής πόρων)’. Στην εξειδίκευση του μέτρου αυτού αναφέρονται οι προδιαγραφές λειτουργικής αποτελεσματικότητας. Τέλος, το πανεπιστήμιο μπορεί να θεωρηθεί (δ) ως ξεχωριστό μικροκοινωνικό σύστημα που επιβιώνει μέσα από την αλληλεξάρτησή του με την ευρύτερη κοινωνία που το περιβάλλει. Εδώ αναφερόμαστε, φυσικά, στις αλληλεξαρτήσεις γενικότερης φύσης, που βρίσκονται πέρα και πάνω από τις συγκεκριμένες θεσμικές λειτουργίες που η κοινωνία έχει αναθέσει ρητά στο Πανεπιστήμιο. Η κυριότερη λογική συνέπεια αυτής της διευρυμένης σχέσης του με την Κοινωνία που το «συντηρεί και το ανέχεται» είναι, ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να τελεί υπόλογο στην Κοινωνία και, προφανώς, να εκφράζει αυτή την λογοδοσία του με λειτουργικά συγκεκριμένο τρόπο. Σε αυτή την λογοδοσία αναφέρονται οι προδιαγραφές «κοινωνικοποίησης», για τις οποίες δεν βρήκα καλύτερο όρο για να τις εκφράσω.
Το πανεπιστήμιο πρέπει να τελεί υπόλογο στην Κοινωνία.
Ας έλθουμε τώρα στην διατύπωση των συγκεκριμένων προδιαγραφών που επιλέγουμε με την παραπάνω δομή και λογική.
(α) Προδιαγραφές Ποιότητας Σπουδών και Έρευνας
Το Πανεπιστήμιο οφείλει να παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης, όσο και στον συμπαρομαρτούντα τομέα της επιστημονικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης. Η ποιότητα των εκροών αυτών δεν είναι έννοια απροσδιόριστη και ασαφής, όπως τείνουν να υποστηρίζουν ορισμένοι. Τόσο η ποιότητα της εκπαίδευσης όσο και της έρευνας αποτελεί μέγεθος που δύσκολα μεν, αλλά οπωσδήποτε εν τέλει αποτελεσματικά μπορεί και να προσδιοριστεί και να εκτιμηθεί το επίπεδό της. Γιαυτό και στην συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε εξ αρχής ότι η ποιότητα αυτή μπορεί να διαπιστώνεται με την εκτίμηση μιας σειράς επιμέρους σταθμισμένων δεικτών, που ενδεικτικά θα περιέχει τουλάχιστον τους εξής:
- Εξωτερική αξιολόγηση επιπέδου σπουδών με ελάχιστο παραδεκτό όριο να ικανοποιεί τις απαιτήσεις ποιότητας του πρώτου τεταρτημορίου της σειράς αξιολόγησης πανεπιστημίων Β. Αμερικής (Η.Π.Α., Καναδάς) και Δ. Ευρώπης (Η.Β., Γαλλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Σουηδία, Ιρλανδία)
- Αντίστοιχες αναλογίες δημοσιεύσεων, μνημονεύσεων και παραπομπών (citations & references) για επιστημονικές δημοσιεύσεις.
- Διαμόρφωση τουλάχιστον ενός «κέντρου αριστείας» διεθνούς εμβελείας (Κέντρου Προχωρημένων σπουδών, ή πρωτοποριακού ερευνητικού κέντρου, κ.ο.κ.).
- Ομαλή στατιστική κατανομή επίδοσης (βαθμολογίας) φοιτητών (κανονική καμπύλη στατιστικής κατανομής με ελαφρώς επιμηκυμένη την δεξιά κατάληξη, με βάση ένα προϋποτιθέμενο ομογενοποιημένο σύστημα ακαδημαϊκής αξιολόγησης).
- Θετικό προφίλ επαγγελματικής και κοινωνικής σταδιοδρόμησες των αποφοίτων που θα προκύπτει από την τήρηση αξιόπιστων στοιχείων και ανακυκλούμενη ετήσια έρευνα.
(β) Προδιαγραφές Παιδαγωγικής φυσιογνωμίας
Το Πανεπιστήμιο επιτελεί εκπαιδευτικό έργο. Η μέθοδος με την οποία το έργο αυτό επιτελείται, καθώς και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που, αναπόφευκτα, σημασιοδοτείται από την προδιαγεγραμμένη ή αυθόρμητη έστω δραστηριότητα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, αναπόφευκτα επενεργεί ως διαπαιδαγώγηση στους φοιτητές. Οι επιπτώσεις στην διαπαιδαγώγηση των φοιτητών πιστοποιούν την παιδαγωγική φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου. Είναι φανερό, ότι αυτή η φυσιογνωμία κατ’ ανάγκη πρέπει να γίνεται αντικείμενο διαφανούς προσχεδιασμού, όταν στοχοθετείται η λειτουργία του Πανεπιστημίου. Δεν αρκεί να εξυπακούεται σιωπηρά. Η τυχόν παρασιώπηση αυτής της πλευράς της λειτουργίας του Πανεπιστημίου αποτελεί και αυτή σημαντική επιλογή στρατηγικής που με τη σειρά της πρέπει να εκφραστεί και τεκμηριωθεί με διαφάνεια, όπως και οποιαδήποτε άλλη, αν πράγματι εκφράζει ρητή επιλογή της ακαδημαϊκής κοινότητας. Δηλαδή, πρέπει να εξηγείται ακόμη και γιατί δεν υπάρχει ρητά περιγεγραμμένη παιδαγωγική στρατηγική, όταν αυτό συμβαίνει. Έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα, επειδή οι προσανατολισμοί της διαπαιδαγώγησης αποτελούν ιδεολογική και, κατά λογική συνέπεια, πολιτική επιλογή για την οποία προφανώς η ευρύτερη κοινωνία και τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας πρέπει να είναι ενημερωμένοι. Αλλιώς, η παρασιώπηση του ζητήματος ισοδυναμεί με ιδεολογική και πολιτική «συνωμοσία» στα πλαίσια μια ανύποπτης δημοκρατίας.
Στα πλαίσια μιας σύγχρονης αντίληψης του δημόσιου Πανεπιστημίου, υπό συνθήκες δημοκρατίας και κράτους κοινωνικής πρόνοιας, τα επόμενα λειτουργικά χαρακτηριστικά μπορεί να θεωρηθούν ως βασικές προδιαγραφές της επιθυμητής παιδαγωγικής φυσιογνωμίας του.
- Καλλιέργεια άμιλλας με στόχο την αριστεία
Η καλλιέργεια ατμόσφαιρας ευγενούς ακαδημαϊκής άμιλλας με σκοπό την αριστεία απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και παρακολούθηση. Χρειάζεται, δε, να ξεκινά από την ίδια την διαδικασία εισόδου στον “ακαδημαϊκό στίβο”. Έτσι, τα εξής μέτρα απαιτούνται ως ελάχιστοι απαραίτητοι χειρισμοί για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός:
(α) Εφαρμογή εκσυγχρονισμένου συστήματος εισαγωγής φοιτητών, παράλληλο προς τις Γενικές Εξετάσεις ή το οποιοδήποτε ‘εθνικό σύστημα πιστοποίησης του απολυτήριου της Β’βάθμιας εκπαίδευσης’: Το ισχύον σύστημα ευνοεί “στατιστικούς” υπολογισμούς για την επιλογή του Τμήματος-στόχου που θέτει ο υποψήφιος. Αποθαρρύνει σε μεγάλο βαθμό τους υποψήφιους που θα ήθελαν να επιμείνουν στην κλίση τους ως προς την επιλογή της κατεύθυνσης των σπουδών τους. Ένα παράλληλο σύστημα εισαγωγής όπου την διαδικασία θα ελέγχει το ίδιο το Πανεπιστήμιο με καθαρά εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά κριτήρια, μπορεί να χρησιμεύσει ως διορθωτική εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων εισαγωγής που θα επιτρέψουν την αντικειμενική σύγκριση με το υφιστάμενο. Ένα ποσοστό, λ.χ. 20% πάνω από την οροφή των εισακτέων με το γενικό σύστημα, είναι επαρκές για ένα αρχικό πειραματισμό. Η αξιολόγηση του αποτελέσματος του συμπληρωματικού συστήματος θα δείξει την συνέχεια προς την γενίκευση, ή την διόρθωση.
(β) Πειραματική Αυτοδιδασκαλία (μερική και υπό την εποπτεία του διδακτικού προσωπικού): Η ελεγχόμενη αυτο-διδασκαλία (διδασκαλία φοιτητών από συναδέλφους τους) υπό την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση του ακαδημαϊκού προσωπικού, απομυθοποιεί τη διδακτική διαδικασία και παραδειγματίζει στην δημιουργική σχεδίαση των ιδεών που πρέπει να εξωτερικευτούν χωρίς τη μεσολάβηση σχημάτων ιεραρχικής επιβολής. Ως εναλλακτική διδακτική πρακτική, που θα λειτουργεί παράλληλα με την 'κύρια’, μπορεί αφενός να συμπληρώνει το παιδαγωγικό υπόδειγμα και αφετέρου να παρέχει τη βάση για χρήσιμες συγκρίσεις και αξιολογήσεις.
(γ) Σύστημα υποτροφιών που η απονομή τους θα ανήκει στην δικαιοδοσία του ίδιου του πανεπιστημίου: Εισάγει εμπράκτως την ιδέα της αριστείας και
απογραφειοκρατικοποιεί τη σχέση φοιτητή/δημοσίου σε ό,τι αφορά την “δωρεάν παιδεία”. Οι υποτροφίες πρέπει να προκηρύσσονται με συγκεκριμένα κριτήρια αριστείας και να μη συγχέονται με τις παροχές κοινωνικής εξίσωσης που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να χορηγούνται από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (ή όπως αλλιώς θα λέγεται). Οι εξισωτικές υποτροφίες ασφαλώς πρέπει να διατηρηθούν, αφού έχουν διαφορετικό σκοπό, αλλά πρέπει να παρέχονται και με αντίστοιχη προς το σκοπό τους διαδικασία. Επομένως οι ‘υποτροφίες κατευθυνόμενης ειδικής σκοπιμότητας’ πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τις υποτροφίες ‘ίσων κοινωνικών ευκαιριών’, τόσο από την άποψη των προϋποθέσεων όσο και του τρόπου απονομής τους.
(γ) Καθιέρωση ετήσιας δημόσιας Έκθεσης των αποτελεσμάτων σπουδών, με μορφή εορταστικής εκδήλωσης ανοιχτής στο ευρύτερο κοινό: Η μέθοδος (ας θυμηθούμε το παλιό δοκιμασμένο σύστημα των εκδηλώσεων “πέρατος σχολικής χρονιάς”, που ίσχυε στο πρόσφατο παρελθόν στην εγκύκλια εκπαίδευση) εισάγει ομαλά τον κοινωνικό περίγυρο στο Πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα “εκθέτει” δημιουργικά το Πανεπιστήμιο στον κοινωνικό του περίγυρο.
(ε) Θεσμοθέτηση ετήσιων Βραβείων Ακαδημαϊκής Επίδοσης (για φοιτητές), Διδακτικής Επίδοσης (για τους διδάσκοντες) και Κοινωνικής προσφοράς (για φοιτητές και διδάσκοντες). Ο σκοπός είναι προφανής.
(στ) Ανά διετία προγραμματισμένη εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών. Πέρα από την ουσιαστική ανάγκη προς χάρη του ελέγχου και σχεδιασμού της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, η εξωτερική αξιολόγηση αποτελεί τον αντικειμενικότερο γνωστό τρόπο λογοδοσίας. Ειδικά, δε, για ένα σύστημα, που η κοινωνική του υφή δεν του επιτρέπει να αναζητήσει την ‘αντικειμενική’ τιμολόγηση των υπηρεσιών του από τους μηχανισμούς της αγοράς. Χωρίς τέτοιο σύστημα «εξωαγοραίας» αξιολόγησης η ανάγκη προστασίας της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας εξωθεί το Πανεπιστήμιο κατ’ ανάγκη σε αυτάρεσκη εσωστρέφεια και βαθμιαίο εκφυλισμό της αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητάς του.
(ζ) Εφαρμογή Πρότυπων μεθόδων και διαδικασιών για τις εξετάσεις: Με την δημιουργία μιας ειδικής μονάδας, που θα ασχολείται αποκλειστικά με την έρευνα και εφαρμογή αποτελεσματικών μεθόδων διακρίβωσης της ακαδημαϊκής προόδου, εμφυτεύεται ως αναπόφευκτη και φυσιολογική “ρουτίνα” η παιδαγωγική, που σήμερα λείπει σχεδόν παντελώς από το τυπικό ελληνικό Πανεπιστήμιο. Παράλληλα, ενισχύεται η αξιοπιστία του ακαδημαϊκού προσωπικού.
(η) Ακαδημαϊκός δυναμικός αυτοπροσδιορισμός του φοιτητή: Ο Νόμος-Πλαίσιο (1268/83) εισήγαγε τον θεσμό του εξατομικευμένου σχεδιασμού της εκπαιδευτικής διαδικασίας με αποφασιστική συμμετοχή του ίδιου του ενδιαφερόμενου φοιτητή (άρθ.24, παρ. 4]. Ο θεσμός ήταν μια χαμένη καινοτομία για την εποχή εκείνη, αλλά εξακολουθεί παρόλα ταύτα να είναι πολύτιμος και επίκαιρος. Η χρησιμότητά του είναι αδιαμφισβήτητη, τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και από καθαρά παιδαγωγική άποψη, αφού δίνει έμπρακτα στον φοιτητή την ευκαιρία να αναλάβει προσωπική ευθύνη για την πορεία των σπουδών του. Έκτοτε, βέβαια, το σύστημα βαθμιαία εκφυλίστηκε στην πράξη, τόσο μέσω του φοιτητικού συνδικαλισμού, όσο και από το ίδιο το ακαδημαϊκό προσωπικό. Οι πρώτοι το ερμήνευσαν ως απλή γραφειοκρατική προσέγγιση για “κατοχύρωση” των επιμέρους ακαδημαϊκών επιδόσεων (κατοχύρωση βαθμολογίας, συνδυαστική προαπαιτούμενων, κ.ο.κ.). Οι δεύτεροι εκμεταλλεύτηκαν τον θεσμό για να αποσυνθέσουν την παιδαγωγική και επιστημολογική υπόσταση των προγραμμάτων σπουδών προς χάρη της ανεξέλεγκτης ατομικής επιλογής μαθημάτων και του χρονισμού τους, που κατά κανόνα έχει ως γνώμονα τις ιδιαίτερες “προτιμήσεις” των διδασκόντων, πολλές φορές ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προγραμματισμένη προσέγγιση ενός άρτιου προγράμματος σπουδών.
Μία από τις αιτίες του εκφυλισμού ενός ύψιστης σημασίας και αξίας θεσμού όπως αυτός, είναι και η παράλειψη του νομοθέτη να τον εξοπλίσει με εργαλεία, μεθόδους και μέσα ελεγχόμενης εφαρμογής και λειτουργίας του. Γενικότερα, όμως, ο θεσμός του ακαδημαϊκού αυτοπροσδιορισμού έμεινε απομονωμένος μέσα σε ένα συνολικότερο περιβάλλον που είναι πρακτικά “εχθρικό” στην ιδέα της υπεύθυνης ακαδημαϊκής επιλογής. Η ιδέα του ακαδημαϊκού αυτοπροσδιορισμού, ασφαλώς, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας και ατομικής ευθύνης ως αξιών που πρέπει να καλλιεργούνται στον ακαδημαϊκό χώρο με την εξειδικευμένη έκφρασή τους. Με την λογική αυτή, επομένως, τα επόμενα μέτρα (προδιαγραφές), συνδυαστικά εφαρμοζόμενα, μπορεί να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της πραγματικής υπόστασης του θεσμού του ακαδημαϊκού αυτοπροσδιορισμού:
(θ) Θεσμοθέτηση υποχρεωτικής επιλογής Καθηγητή Συμβούλου Σπουδών: Η ελεύθερη επιλογή από τον ίδιο τον φοιτητή του καθηγητή με τον οποίο θα συνδιαλέγεται για τον προγραμματισμό και την πρόοδο των σπουδών του, στηρίζει την αυτοπεποίθηση του φοιτητή, από-γραφειοκρατικοποιεί την σχέση του με το ίδρυμα και ουσιαστικοποιεί τον προβληματισμό του για τις ίδιες τις σπουδές και το περιεχόμενό τους.
(ι) Ελευθερία μετακίνησης του φοιτητή μεταξύ Τμημάτων, σύμφωνα με προδιαγεγραμμένους αυστηρούς κανόνες: Η θεσμοθέτηση της δυνατότητας του φοιτητή ν’ αλλάξει Τμήμα, μέσα από μία παιδαγωγικά και επιστημονικά ελεγχόμενη εσωτερική διαδικασία, αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας της ακαδημαϊκής συμπεριφοράς του και βαθαίνει το αίσθημα ευθύνης για τις ίδιες τις επιλογές του.
(ια) Θεσμοθέτηση δύο εναλλακτικών υποδειγμάτων Μεταπτυχιακών σπουδών: «με έρευνα» και «χωρίς έρευνα»: Στις μεταπτυχιακές σπουδές (εκτός διδακτορικού), πρέπει να διακρίνεται η διαδικασία ως προς την πραγματική σχέση τους με την έρευνα. Μεταπτυχιακές σπουδές με έρευνα είναι εξ ίσου θεμιτές με εκείνες χωρίς έρευνα. Απλώς, κάθε μία από τις δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις αποτείνεται σε διαφορετική κλίση, ή διαφορετικό σκοπό. Η διάκριση αυτή, εν τούτοις, πρέπει να γίνει με τρόπο ρητό, συστηματικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο. Η ασάφεια δημιουργεί κινδύνους καταχρήσεων και στρεβλώσεων. Για παράδειγμα, εν ονόματι της συσχέτισης μεταπτυχιακών σπουδών με ‘έρευνα’ σε πάμπολλες περιπτώσεις, στις μέρες μας, ακόμη και σε σπουδές διδακτορικού επιπέδου, γίνονται αντιεκπαιδευτικές καταχρήσεις, με το να μεταβάλλονται οι φοιτητές σε άμισθους ή έμμισθους βοηθούς των καθηγητών τους σε εργασίες παροχής υπηρεσιών συμβούλου, και όχι γνήσια ερευνητικές. Από την άλλη, η διασαφήνιση της σχέσης σπουδών με έρευνα βοηθάει τον φοιτητή να αντιληφθεί την γνησιότητα σημαντικών επιλογών που σχετίζονται με την ακαδημαϊκή ζωή. Είναι φανερό, ότι η επίγνωση του φοιτητή για το status της επιλογής του, στηρίζει την αίσθηση αυτοπροσδιορισμού του, με την έννοια που περιγράφηκε παραπάνω.
(ιβ) Δημιουργική αμφισβήτηση: Η κατάκτηση της δημοκρατίας στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μεταφράζεται κατά κύριο λόγο σε καλλιέργεια “πολιτισμού” δημιουργικής αμφισβήτησης ως κυρίαρχου ιδεολογικού-παιδαγωγικού υποδείγματος. Ουσιαστικό περιεχόμενο της δημιουργικής αμφισβήτησης είναι η καθημερινή άσκηση του φοιτητή στην πρακτική της ακώλυτης έρευνας, της προσέγγισης των μαθημάτων του με συστηματική αμφισβήτηση κάθε δογματικής προκατάληψης, και η εξατομικευμένη ανακάλυψη της επιστημονικής “αλήθειας”, αλλά και της δύναμης της πειθούς. Είναι φανερό ότι αυτές οι ιδεολογικές θέσεις πρέπει να πραγματώνονται τουλάχιστο στο πεδίο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της “εντός των τειχών” ακαδημαϊκής ζωής αντί να περιφέρονται στον ακαδημαϊκό ορίζοντα ως άπρακτες δεοντολογικές διακηρύξεις που τις εκμεταλλεύονται διάφοροι πολιτικοί σχηματισμοί που έχουν αλλότριους σκοπούς και στόχους. Ορισμένες κύριες παράμετροι που εκφράζουν πρακτικά αυτού του είδους τις προδιαγραφές, είναι οι εξής:
(i) Ολοκληρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία (μαθήματα, διαλέξεις, βιβλιογραφική έρευνα): Η διδακτέα ύλη πρέπει να προσεγγίζεται με ένα συστηματικό συνδυασμό μαθημάτων, σεμιναρίων, συμπληρωματικών διαλέξεων, αλλά απαραίτητα μέσα από προκαθορισμένη βιβλιογραφία εναλλακτικών θεωρητικών και εμπειρικών προσεγγίσεων. Ο φοιτητής πρέπει να οδηγηθεί στην βιβλιοθήκη.
(ii) Ενσωμάτωση της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης στην κυρίως εκπαιδευτική διαδικασία με σκοπό την ερευνητική πρόσβαση στη γνώση: Η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη πρέπει να αναβαθμιστεί σε ενεργό συμμέτοχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της φοιτητικής έρευνας και σε χώρο ερευνητικής δραστηριότητας (desk-top research).
(iii) Θεσμοθέτηση των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών σεμιναρίων για τα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, ως κύριας μεθόδου επεξεργασίας και συνεχούς ενημέρωσης των προγραμμάτων σπουδών. Υποχρεωτική δημοσίευση των πεπραγμένων των σεμιναρίων αυτών σε ειδικά τεύχη προς ελεύθερη κυκλοφορία: Η υποχρεωτική δημοσιότητα τονίζεται εδώ με έμφαση, ως πρακτική που θέτει σε λειτουργία τους μηχανισμούς κριτικής και διαφάνειας, που αυτοί πρέπει ν’ αποτελούν το οξυγόνο του πανεπιστημιακού συστήματος και των ελευθεριών του.
(iv) Θεσμοθέτηση της λειτουργίας των ολομελειών διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (κατά Τμήμα) ως “Συμβουλίου Σπουδών”, με αντικείμενο την τεκμηρίωση και έγκριση των προγραμμάτων σπουδών κάθε έτους. Με μια ιδιότυπη εφαρμογή του γνωστού “νόμου του Gresham” οι γενικές συνελεύσεις των Τμημάτων εξέπεσαν κατά κανόνα σε πεδία ατομικών και συλλογικών συμβιβασμών και οικονομικο-διοικητικών χειρισμών ατομικής στρατηγικής. Παράλληλα, η “τρομοκρατία της Έδρας” του παλιού συστήματος, επανεμφανίστηκε σε πάμπολλες περιπτώσεις, τη φορά αυτή με τη μορφή της τρομοκρατίας των υψηλόβαθμων εις βάρος των εξαρτημένων χαμηλόβαθμων μελών ΔΕΠ και των “συμβασιούχων”. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ελάχιστος χρόνος μένει και καμία διάθεση για να συζητηθούν γνήσια εκπαιδευτικά και ερευνητικά θέματα. Το αντίδοτο, προφανώς, είναι η σύσταση άλλου οργάνου, και συγκεκριμένα της ‘ολομέλειας των πάσης φύσεως και νομικού καθεστώτος διδασκόντων’, με αποκλειστική αρμοδιότητα την εκπόνηση, κριτική, αναθεώρηση και οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών. Η δημοσιότητα των εργασιών, και στην περίπτωση αυτή αποτελεί εγγύηση ενάντια στον κίνδυνο εκφυλισμού του θεσμού.
(ιγ) Δημοκρατία και κοινωνική συμμετοχή
Η άσκηση του φοιτητή στην δημοκρατία “υπό πραγματικές συνθήκες και σε πραγματικό χρόνο” πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των κύριων σκοπών ενός σύγχρονου πανεπιστημίου. Υπάρχει, εντούτοις, μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια άσκηση και στον συντεχνιακό διεκδικητικό συνδικαλισμό στον οποίο έχει εκπέσει πλέον η πανεπιστημιακή κοινότητα. Μολαταύτα, ούτε το πανεπιστήμιο, μήτε η Πολιτεία δικαιούται να παρέμβει αποτρεπτικά στις αυθόρμητες εξελίξεις που σημειώνονται στο πεδίο αυτό, όσο δυσάρεστες και αρνητικές και αν είναι, κατά γενική ομολογία. Και οι δύο δικαιούνται, εντούτοις, ίσως δε και να υποχρεούνται ως εκ του ρόλου τους, να θεσμοθετήσουν αντισταθμιστικές διεργασίες για να πλουτίσουν τον ορίζοντα με εναλλακτικές δυνατότητες. Τέτοιες θεσμοθετημένες παρεμβάσεις μπορεί να είναι και οι εξής:
(i) Θεσμοθέτηση της Φοιτητικής Αυτοδιοίκησης: Η φοιτητική αυτοδιοίκηση είναι θεσμός εμπέδωσης της δημοκρατίας και της συλλογικής δράσης, αλλά και γενικότερα πολυεπίπεδα διαπαιδαγωγικός. Γιαυτό είναι απαραίτητος. Εν τούτοις, αν δεν σχεδιαστεί σωστά, οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, με κύριο κίνδυνο να υποθάλψει την εκτροπή της συλλογικής δράσης σε συντεχνιακή συσπείρωση. Τα αγγλοσαξονικά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν μακρά παράδοση στη μαθητική και φοιτητική αυτοδιοίκηση και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πεδία για άντληση πολύτιμων εμπειριών και ιδεών για τον σχεδιασμό της ελληνικής εκδοχής του θεσμού.
(ii) Θεσμοθέτηση του Συνδέσμου Αποφοίτων, ως συμβουλευτικού οργάνου της Διοίκησης του Πανεπιστημίου: Σωστά σχεδιασμένος και λειτουργικά άρτιος, ο θεσμός μπορεί ν’ αποτελέσει συνδετικό κρίκο της κοινωνικής πραγματικότητας με το Πανεπιστήμιο, αλλά και στήριγμα μιας καλώς εννοούμενης παράδοσης για το ίδρυμα.
(ιιι) Θεσμοθέτηση Βραβείου Ενεργού Ακαδημαϊκού Πολίτη για την ανά πενταετία επιβράβευση μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας για διακεκριμένες εξωπανεπιστημιακές δραστηριότητές τους που έχουν τον χαρακτήρα συμβολής στην ανάπτυξη της ‘κοινωνίας των πολιτών’: Η σκοπιμότητα του θεσμού είναι προφανής.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί να μετατρέψει το όραμα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του σε πράξη.
(ιδ) Ανθρωπιστική θεώρηση
Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς. Αποβλέπουν στην κατάρτιση σε συγκεκριμένη επιστήμη, τόσο την θεωρητική (κατά τούτο διαφέρει, άλλωστε, συστηματικά το πανεπιστήμιο από τα υπόλοιπα επαγγελματικά τριτοβάθμια ιδρύματα), όσο και την εφαρμοσμένη και οδηγούν στην απόκτηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Παράλληλα, όμως, οι σπουδές πρέπει να συντείνουν στην διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με ευρεία πνευματική καλλιέργεια. Θεμέλιο της πνευματικής αυτής καλλιέργειας είναι τα μαθήματα που συνηθίζεται να κατατάσσονται στις ανθρωπιστικές σπουδές (φιλολογικά, ιστορία, φιλοσοφία, κλπ.). Εκείνο που χρειάζεται για να εμπραγματωθούν οι κοινές αυτές παραδοχές, είναι η ενσωμάτωση των μαθημάτων αυτών στο κυρίως πρόγραμμα σπουδών, ανεξάρτητα από το Τμήμα που ο φοιτητής παρακολουθεί. Επομένως απαιτείται ο εμπλουτισμός όλων των προγραμμάτων σπουδών με μαθήματα που να στερεώνουν μία υποδομή ανθρωπιστικών σπουδών, οργανικά συνυφασμένη με το κυρίως πρόγραμμα σπουδών κατά Τμήμα. Η εφαρμογή μπορεί να γίνει στα πλαίσια της υφιστάμενης νομοθεσίας, δια μέσου του θεσμού των “υποχρεωτικών κατ ’επιλογή” μαθημάτων.
(ιε) Πλουραλιστική ανοχή
Βασικό στοιχείο της δημοκρατικής ακαδημαϊκής διαπαιδαγώγησης είναι η ανοχή της ετερότητας μέσα από την κατανόηση της θέσης του “άλλου” και όχι απλώς ως εκδήλωση παθητικού η μηδενιστικού σχετικισμού. Μια ατμόσφαιρα επαγωγός προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς διακηρυκτικές μεγαλοστομίες, μπορεί να καλλιεργηθεί, αφενός με την εξάσκηση στην λογική αντιδικία (το αγγλοσαξονικό “debating”), ως πνευματικής ενασχόλησης/αυταξίας και, αφετέρου, με την διεύρυνση του ορίζοντα των ερασιτεχνικών ενδιαφερόντων ως “αντιαλλοτριωτικής” τακτικής. Ειδικότερα, οι εξής δύο πρακτικές μπορεί να ενσωματωθούν θεσμικά στην ακαδημαϊκή ζωή του Πανεπιστημίου:
(i) Οργανωμένη λογική αντιδικία – Διαλεκτική (Debating): Ενδεχομένως ως εναλλακτική εξεταστική διαδικασία, και οπωσδήποτε ως ερασιτεχνική δραστηριότητα που υποστηρίζεται επίσημα από τις πανεπιστημιακές αρχές και τον πανεπιστημιακό προϋπολογισμό.
(ii) Θεσμοθέτηση των ερασιτεχνικών ομάδων ποικίλων ενδιαφερόντων ως συστατικού στοιχείου της φοιτητικής ζωής, με ειδικά κίνητρα: Δραστηριότητα που μπορεί να περιληφθεί στην κύρια αποστολή της Φοιτητικής Λέσχης.
(ιστ) Ειδική μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε το «κρυφό πρόγραμμα» (shadow curriculum) να μη αντιβαίνει στην φανερή παιδαγωγική φυσιογνωμία. Αυτό εν μέρει μπορεί να επιτυγχάνεται με την περιοδική έκδοση ειδικής έκθεσης για το κρυφό πρόγραμμα που αναπτύσσεται ώστε τα χαρακτηριστικά του να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση και έλεγχο.
(γ) Προδιαγραφές λειτουργικής αποτελεσματικότητας
Η έννοια της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος έχει δύο διακεκριμένες όψεις: την ακαδημαϊκή και την οικονομική. Η ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα εκτιμάται με δείκτες που σχετίζονται με την ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών. Η οικονομική αποτελεσματικότητα, θεωρητικά τουλάχιστο, θα μπορούσε να μετρηθεί με τους συνήθεις οικονομικούς δείκτες συσχετισμού εισροών-εκροών και να εκτιμηθεί ως προς την αποτελεσματικότητα της χρήσης των διατιθέμενων (δαπανώμενων) πόρων. Στην πράξη, εν τούτοις, η μέτρηση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει με ρεαλισμό, ειδικά στην περίπτωση των δημόσιων Πανεπιστημίων επειδή, προφανώς, είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καταστρωθεί το “τυπικό κόστος” των παρεχόμενων υπηρεσιών. Συνηθίζεται, γι’ αυτό μια έμμεση μέθοδος μέτρησης, που κατά προσέγγιση μπορεί να δώσει “ποιοτικές” κυρίως ενδείξεις και συγκριτικά αποτελέσματα, με την μορφή εκτιμήσεων κόστους/ωφελείας (cost-benefit analysis).
(α) Ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα
Η ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα ορίζεται ως ο βαθμός επίτευξης (α) των στόχων ποιότητας σπουδών και έρευνας (βλ. παραπάνω) και (β) της επιθυμητής παιδαγωγικής φυσιογνωμίας του ιδρύματος (βλ. παραπάνω). Είναι φανερό ότι η επίτευξη των στόχων αυτών, εν μέρει μόνο εξαρτάται από οικονομικούς παράγοντες. Αυτό τονίζεται για να αντιπαρατεθεί στην οικονομικίστικη ισοπέδωση αιτίων και αιτιατών που συνηθίζεται μεταξύ των ‘αριστερών’ επικριτών του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Γι’ αυτό, αν πραγματικά θέλουμε να συμβάλουμε στην βελτίωση της κατάστασης, πρέπει να παρακολουθούμε ανελλιπώς τις αποκλίσεις από τις προδιαγραφές και να αναλύομε τους παράγοντες που τις ερμηνεύουν, αντί ν’ αποδίδουμε ευθέως και άκριτα κάθε απόκλιση σε έλλειψη οικονομικών πόρων. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η ακαδημαϊκή αποτελεσματικότητα του Πανεπιστημίου λογικά πρέπει να εκτιμάται ξεχωριστά από την οικονομική αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του.
(β) Οικονομική αποτελεσματικότητα
Η οικονομική αποτελεσματικότητα του Πανεπιστημίου είναι και αυτή εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκτιμηθεί με τον συμβατικό τρόπο που εκτιμάται αντίστοιχα η αποτελεσματικότητα των συνήθων οικονομικών οργανισμών. Ο ακριβής συσχετισμός της ακαδημαϊκής αποτελεσματικότητας με την ανάλωση οικονομικών πόρων και γενικά εισροών είναι εξαιρετικά δυσχερής. Εξ ίσου δυσχερής είναι ακόμη και η κατασκευή σχετικών με το θέμα υποδειγμάτων προτύπου κόστους. Μολαταύτα, η ποιοτική εκτίμηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας σαφέστατα είναι εφικτή. Αρκεί να αποκλίνουμε από τον συμβατικό ‘αγοραίο’ τρόπο και να καταστρώσουμε το κοστολογικό υπόδειγμα που αρμόζει στην περίπτωση. Η επιστημονική μέθοδος μας δίνει πολλές εναλλακτικές τακτικές για να προσεγγίσουμε να θέματα κόστους/ωφέλειας έξω από το συμβατικό σύστημα των αγοραίων τιμών, σε όσες περιπτώσεις το συγκεκριμένο ζήτημα το επιβάλλει. Γι’ αυτό, άλλωστε, δικαιούμαστε να μιλούμε για ορθολογική και αποτελεσματική οργάνωση και για το είδος αυτό των οργανισμών χωρίς ο λόγος μας να φαίνεται εξωπραγματικός.
Η οικονομική αποτελεσματικότητα του ιδρύματος μπορεί να εκτιμηθεί και να παρακολουθείται με πολλούς και διαφορετικούς έμμεσους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους οι εξής αναφέρονται ενδεικτικά:
- Συγκριτικά με άλλα ιδρύματα παρεμφερών προδιαγραφών (αφού οι σχετικοί δείκτες διορθωθούν κατά τη σχέση κόστους ζωής, μέσου κατά κεφαλή εισοδήματος και υποκατάστατων εισροών)
- Ιστορικά, για το ίδιο ίδρυμα σε διαφορετικές περιόδους και χρόνους.
- Συμβατικά για εκείνα τα τμήματα του ιδρύματος που λειτουργούν ως κέντρα κόστους/κέρδους (λ.χ. εφαρμοσμένη έρευνα, παροχή υπηρεσιών συμβούλου, παροχή άλλων υπηρεσιών επί αντικαταβολή τιμήματος, κ.ο.κ.)
- Εσωτερικά, με βάση τους στόχους του προϋπολογισμού.
- Κοινωνικά, με βάση κάποιο εξειδικευμένο μοντέλο κόστους/ ωφελείας, ή κόστους/αποτελέσματος.
(δ) Προδιαγραφές κοινωνικοποίησης
Το Πανεπιστήμιο, ως θεσμός και οργάνωση, πρέπει να είναι ενσωματωμένο στο ευρύτερο, αλλά και στο αμεσότερο κοινωνικό περιβάλλον του. Αυτή η θεσμική και πραγματική ‘κοινωνικοποίηση’ πρέπει να εμπραγματώνεται λειτουργικά με συγκεκριμένο τρόπο για το Πανεπιστήμιο ως όλο. Πέρα, δηλαδή, και πάνω από την εξυπακουόμενη εξατομικευμένη κοινωνικοποίηση των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας, που αποτελεί προσωπική υπόθεση του καθενός. Εκτός από την ρητορική της αυτονόητης αυτής θέσης, η έννοια και ο βαθμός κοινωνικοποίησης του ιδρύματος, μπορεί να εκτιμηθεί δια μέσου ορισμένων λειτουργικών χαρακτηριστικών και δεικτών, όπως:
(1) Ο βαθμός ανταπόκρισης στις τρέχουσες κοινωνικές ανάγκες. Η ανταπόκριση αυτή πρέπει να εκτιμάται στην αμφίδρομη υπόστασή της, δηλαδή: (α) Ετοιμότητα και ταχύτητα ανταπόκρισης στην εξωτερική ζήτηση και (β) βαθμός αποδοχής (ή επιρροής) του πανεπιστημίου πάνω στο κοινωνικό του περιβάλλον σε σχέση με τις δικές του καινοτομικές πρωτοβουλίες. Και οι δύο δείκτες είναι δυνατό να παρακολουθούνται με κατάλληλο εμπειρικό κοινωνιομετρικό υπόδειγμα (δημοσκοπήσεις, εκτιμήσεις στάσεων και αντιλήψεων, κ.ο.κ.)
(2) Η πυκνότητα συμμετοχής σε παράλληλες “εκτός τειχών” δραστηριότητες. Ένα προσεκτικά επεξεργασμένο πρόγραμμα ‘δημοσίων σχέσεων’ μπορεί ν’ αποτελέσει εργαλείο για την καλλιέργεια της συνάφειας του Πανεπιστημίου με την κοινωνία. Το ίδιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως πλατφόρμα πάνω στην οποία το ίδιο το Πανεπιστήμιο μπορεί να εκτιμά την αποτελεσματικότητα της επικοινωνιακής και άλλης κοινωνικής δραστηριότητάς του.
(3) Επίπεδα εξωτερικής επικοινωνίας. Το Πανεπιστήμιο πρέπει να επικοινωνεί με το περιβάλλον του σε πολλά επίπεδα: Στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό, που είναι τα προφανή, αλλά και στο επίπεδο των πολιτιστικών δημιουργιών, σε εκείνο της ευποιείας και κοινωνικής αλληλεγγύης, στο επίπεδο των επίκαιρων ζητημάτων αιχμής, αλλά και στο επίπεδο του ιστορικού οραματισμού, κ.ο.κ. Εν προκειμένω, μέτρο επιτυχίας μπορεί να θεωρείται το ίδιο το πλήθος των επιπέδων όπου το Πανεπιστήμιο διαμορφώνει σχέσεις με τον έξω κόσμο, και, προφανώς η διαβάθμιση της ποιότητάς τους.
Με το πλαίσιο που προδιαγράφηκε στο κείμενο αυτό, το δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί, κατά την άποψή μου, να μετατρέψει το όραμα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του σε πράξη. Αρκεί να δεσμευθεί μέσω του Ακαδημαϊκού Οργανισμού του να ακολουθήσει πρακτικά την κατεύθυνση αυτή.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Leonid Afremov ( 1955 ), Books