Πέμπτη, 20 Οκτ 2016

Αυτονόητοι απλοί κανόνες για την διακυβέρνηση των πανεπιστημίων μας (Ι)

αρθρο του:

Σε προηγούμενο κείμενό μου (http://www.ekyklos.gr/sb/286-ekpaideftikos-koinotismos-o-mythos-pou-dialyei-ta-aei.html ) επιχειρηματολόγησα, πειστικά πιστεύω, ώστε να αποδείξω ότι κανένας a priori λόγος δεν συντρέχει για να οργανωθεί το ελληνικό πανεπιστήμιο ως αυτοδιοικούμενη κοινότητα, όπως προβλέπει δυστυχώς ο Νόμος Πλαίσιο. Αντίθετα η κατά τον νόμο αυτό οργάνωση του πανεπιστημίου με την μορφή αναγκαστικού κοινοτικού μορφώματος αποτελεί αυθαίρετη κοινοτιστική/κομμουνιστική εκτροπή στα πλαίσια του ισχύοντος συνταγματικού καθεστώτος μας. Αφού λοιπόν το ελληνικό πανεπιστήμιο από τη φύση του ( a priori) μήτε συνεταιρισμός είναι ούτε εθελοντική κοινότητα, ούτε αναγκαστική κοινότητα μπορεί να είναι κατ’ ανάγκη, τότε τι είναι;

Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να νοθευτεί το Πολίτευμα της χώρας. 

Η απάντηση έρχεται σχεδόν αυτονόητα: Απλούστατα, είναι ένας κοινός παραγωγικός οργανισμός που προορίζεται να παράγει και να παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης και επιστημονικής έρευνας, και ως εκ τούτου, όπως όλοι οι οργανισμοί παροχής υπηρεσιών, πρέπει να οργανωθεί και να διοικείται με τις γνωστές και αποδεδειγμένα παγκοσμίως επιτυχείς μεθόδους διακυβέρνησης παραγωγικών οργανισμών. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να νοθευτεί το Πολίτευμα της χώρας για να χωρέσει sui generis νομική προσωπικότητα που, μάλιστα, εκ του αποτελέσματος έχει αποδειχτεί ότι έχει οδηγήσει σε χάος.

Το ερώτημα που λογικά έπεται είναι: Ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργία κάθε τέτοιου οργανισμού, και ποιες ειδικές μέριμνες πρέπει να ληφθούν για να διασφαλιστούν οι τυχόν απαιτήσεις που εκπηγάζουν από την εκπαιδευτική και επιστημονική του λειτουργία; Αυτή είναι η σειρά της ανάλυσης που ταιριάζει στο ζήτημα και όχι η ιδεοληπτική προαπαίτησα ότι, για αναπόδεικτους λόγους, το πανεπιστήμιο οφείλει να οργανωθεί ως αναγκαστική κοινοτική οντότητα. Η έμφαση εδώ είναι στο «αναγκαστική», διότι σε μια ανοικτή κοινωνία κανένας λόγος δεν θα εμπόδιζε σε πολίτες ή νομικά πρόσωπα να συστήσουν εθελοντική κοινοτιστική δομή (ίσως με την μορφή συνεταιρισμού) για να παίξουν και αυτοί στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης αναλαμβάνοντας εθελοντικά τους σχετικούς οργανωτικούς και λειτουργικούς κινδύνους. Η αναγκαστικότητα, όμως, είναι εκείνη που μετατρέπει την κοινοτιστική μορφή του πανεπιστημίου σε κακή απομίμηση σοβιετικού συστήματος, δηλαδή ανελεύθερου συστήματος. Η σχετική νομοθεσία είναι σαν την μύγα μέσα στο γάλα σε ότι αφορά τη σχέση της με το πολιτειακή μορφή που καθιερώνει το σύνταγμα.

Αν αφαιρέσουμε, λοιπόν, κάθε ιδεολογικό επιθετικό προσδιορισμό και κάθε αναφορά σε φαντασιακές οντολογίες και ουτοπικές βλέψεις, όπως κατά κύριο λόγο η κοινοτιστική (communitarian), εκείνο που μένει είναι ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου ως παραγωγικός οργανισμός. Είναι ένας οργανισμός που απορροφά πόρους με την εσωτερική εντολή, δηλαδή εντολή ενσωματωμένη στην ίδια την ύπαρξή του, να τους μετατρέψει σε υπηρεσίες εκπαίδευσης και σε εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.

Εδώ, προφανώς, ανακύπτει ένα εξαιρετικά σημαντικό περαιτέρω ζήτημα. Η επιλογή ανάμεσα στις δύο μορφές τελικής εκροής, δηλαδή τελικού προϊόντος, έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Εάν τον ορισμό τον σταματήσουμε στην «παραγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών» μένει στα χέρια μας ένας κολοβός παραγωγικός οργανισμός, κατά το ότι μοιάζει με εργοστάσιο που πετάει το προϊόν του στον δρόμο χωρίς να ενδιαφέρεται για ποιος το παραλαμβάνει και τι το κάνει. Η μεταφορική αυτή εικόνα μοιάζει με παραλογισμό, αλλά αυτή ακριβώς είναι η θέση που οι «κοινοτιστές» της ελληνικής αριστεράς έχουν υιοθετήσει για το πανεπιστήμιο που το ονομάζουν απροϋπόθετο, συναντώμενοι περιέργως με τους αποδομιστές τύπου Derrida. Η θέση τους συνοψίζεται στην άρνηση κάθε αξιολόγησης προσφοράς υπηρεσιών και επομένως σε πλήρη συσκότιση του τελικού αποτελέσματος της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Για την ψευδοαριστερή μυθολογία, η δουλειά του πανεπιστημίου τελειώνει στα μαθήματα και το τι παίρνουν από αυτό οι φοιτητές του είναι παντελώς αδιάφορο και άσχετο προς την τελική αποστολή του Ιδρύματος. Δεν χρειάζεται, επομένως, παραπέρα ανάλυση για να τεκμηριωθεί, ότι στο παραγωγικό σχήμα του πανεπιστημίου το τελικό προϊόν είναι οι πτυχιούχοι του και τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Η λογική, όμως, κραυγάζει ότι τελικό αποτέλεσμα δεν είναι τα μαθήματα και η ερευνητική προσπάθεια, αλλά τι εκπαιδευτική διαμόρφωση υφίστανται οι φοιτητές και τι ερευνητικό προϊόν τελικά παραδίδεται. Πρέπει εξ αρχής να ομολογήσουμε ότι πράγματι, ο προσδιορισμός των πτυχιούχων ως τελικής εκροής ή «προϊόντος» του πανεπιστημίου δεν είναι χωρίς σοβαρά αναλυτικά προβλήματα. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τον εξοβελισμό τους από την εικόνα της παραγωγικής ροής του πανεπιστημίου. Γιατί, οπωσδήποτε τα προβλήματα αυτά έχουν και θεωρητική καθώς και εμπειρική τελικά λύση. Παρέλκει, όμως, εδώ να μιλήσουμε για το ειδικό αυτό θέμα και αρκούμαστε στην επισήμανση της λογικής σημασίας του.  

Η αναγκαστικότητα  μετατρέπει την κοινοτιστική μορφή του πανεπιστημίου σε κακή απομίμηση σοβιετικού συστήματος.

Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες θεωρίες για την οργάνωση παραγωγικών οργανισμών. Για να μη περιπλέξουμε την εικόνα που δεν ταιριάζει σε ένα κείμενο σαν αυτό, θα διαλέξω μόνο τα κοινά στοιχεία που συναντιώνται ως παραδοχές σε όλα σχεδόν τα θεωρητικά επί του θέματος σχήματα: Για τον οποιοδήποτε παραγωγικό οργανισμό, τρείς είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι για την βιώσιμη συγκρότησή του: Ο ένας είναι ο «ιδιοκτήτης», ο άλλος είναι η ορθολογική οργάνωση της παραγωγής που και ο τρίτος είναι η σύμπτωση των κέντρων τελικού κόστους και τελικής ωφέλειας», δηλαδή στον ιδιοκτήτη. Το σχήμα αυτό οι ιδεοληπτικοί της καθ’ ημάς αριστεράς ασφαλώς θα το κατηγορήσουν ως καπιταλιστικό, ήγουν ιδεολογικά μονομερές. Όπως πάντα, όταν αναφέρονται στην πραγματικότητα, θα έχουν άδικο. Με όσα θα εκτεθούν αμέσως παρακάτω, θα φανεί ότι το σχήμα αυτό είναι λογικά αναπόφευκτο για οποιονδήποτε παραγωγικό οργανισμό, καπιταλιστικό ή μη και ότι απλώς το είδος του, δηλαδή αν θα είναι καπιταλιστικό, κοινοτιστικό ή άλλο εξαρτάται από την παραμετρική εξειδίκευση των δομικών στοιχείων του που αυτές συνιστούν πολιτική και ιδεολογική επιλογή. Η άρνηση αυτής της θεμελιώδους δομής μετατρέπει τον ιδεατό οργανισμό σε αναρχικό χαοτικό είδωλο. Θα το δούμε αμέσως παρακάτω. 

Ο «ιδιοκτήτης»

Η ύπαρξη ιδιοκτήτη είναι λογικά απαραίτητη, διότι χωρίς αυτόν κανένας οργανισμός δεν αποκτά ταυτότητα. Ιδιοκτήτης μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε: Ένας πολίτης, το Κράτος, ο Δήμος, ένα άλλο νομικό πρόσωπο, μια ομάδα συμβατικά οργανωμένων πολιτών κ.ο.κ. Σημασία δεν έχει η ταυτότητα του ιδιοκτήτη και οι εξ αυτής συνεπαγόμενες βλέψεις του, αλλά το ότι έχει να παίξει συγκεκριμένους ρόλους. Ο πρώτο και θεμελιώδης ρόλος του ιδιοκτήτη είναι να διασφαλίζει την ομοιοστασία, του οργανισμού. Δηλαδή να έχει την δύναμη και ικανότητα να κρατάει τον οργανισμό στη μορφή και την λειτουργία που έχει τάξει τον εαυτό του ως γενετική αποστολή. Για παράδειγμα ο ιδιοκτήτης μιας κερδοσκοπικής επιχείρησης πρέπει να θέλει και να μπορεί να εγγυηθεί ότι η επιχείρηση θα παραμένει κερδοσκοπική και δεν θα μεταλλαχθεί σε ευαγές ίδρυμα. Όχι ότι αυτό δεν είναι δυνατόν και δεν αποτελεί δικαίωμα του ιδιοκτήτη, αλλά επειδή τότε διακόπτεται η «ιστορία» του συγκεκριμένου οργανισμού, δηλαδή η επιχείρηση πεθαίνει και ανακύπτει κάποιος άλλος οργανισμός που εκφράζει πλέον τις προθέσεις του νέου ιδιοκτήτη, ή έστω του μεταλλαγμένου πρώην. Όταν μάλιστα τον ρόλο του ιδιοκτήτη αναλαμβάνουν διαδοχική σχήματα αμφιβόλου ιστορικής συνέχειας, τότε ο οργανισμός μετατρέπεται σε ανεμοδούρα που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που κάνει.

Η εγγύηση της ομοιοστασίας είναι πρακτικά απαραίτητη για την ίδια την ύπαρξη ενός οργανισμού.

Η εγγύηση της ομοιοστασίας είναι πρακτικά απαραίτητη για την ίδια την ύπαρξη ενός οργανισμού, είναι αυτή που του δίνει την οντολογία και τον χρόνο ύπαρξής του. Παράλληλο βασικό χαρακτηριστικό του ρόλου τους «ιδιοκτήτη» είναι ότι συγκεντρώνει στο πρόσωπό του το σημείο σύμπτωσης του κόστους και της ωφέλειας που προκύπτει από την τελική λειτουργία του οργανισμού καθεαυτού, ανεξάρτητα από το κόστος που πληρώνουν οι χρήστες των υπηρεσιών τους και του οφέλους που εξ αυτών αποκομίζουν. Κάθε πανεπιστήμιο, ως νομικό πρόσωπο πρέπει να έχει ξεκάθαρη αντίληψη του τι πληρώνει και τι ωφελείται εξ αυτού. Ο ιδιοκτήτης είναι η έδρα του τρίτου πυλώνα που απαριθμήσαμε παραπάνω και είναι αυτός που ενεργοποιεί την σχέση κόστος/ωφελείας για την βέλτιστη λειτουργία του οργανισμού. 

Η ορθολογική οργάνωση της παραγωγής

Όποιος οργανισμός χρησιμοποιεί «μέσα» για να επιτύχει κάποιο «σκοπό», προφανώς πρέπει να χρησιμοποιήσει κάποια ορθολογική γεφύρωση ανάμεσα στα δύο. Δόξα τω θεώ, η επιστήμη προσφέρει πληθώρα εργαλείων και μεθόδων για την δουλειά αυτή. Κάθε ευνομούμενο Πανεπιστήμιο οφείλει – ειδικά αυτό – να μπορεί να εκθέσει με παρρησία την επιλογή του ως προς την οργάνωση που απαντά στα βασικά ερωτήματα της λειτουργίας του: Πόσο, πώς, ποιο το αποτέλεσμα. Η παντελής έλλειψη συγκροτημένου αναστοχασμού που είναι βασικό γνώρισμα των Ελληνικών πανεπιστημίων, μαρτυρεί πολλά για την οργανωτική αμαρτία τους.

Σύμπτωση των κέντρων τελικού κόστους και τελικής ωφέλειας

Είναι λογικά προφανές, ότι το κίνητρο για να διακινδυνεύσει κάποιος το όποιο «κεφάλαιό» του είναι η προσδοκία κάποιας ωφέλειας, υλικής συνήθως αλλά σε θέματα όπως η Παιδεία μπορεί να είναι και ηθική. Όταν άλλος πληρώνει και άλλος δρέπει τα ωφελήματα, προκύπτει χαοτική λειτουργία μακριά από τον δεδηλωμένο σκοπό του οργανισμού. Συστατικό στοιχείο της σχέσης αυτής είναι η διακινδύνευση πόρων. Για παράδειγμα, δεν μπορεί ένα πανεπιστήμιο να λειτουργεί «συνεταιριστικά» αν οι συντελεστές τους δεν έχουν αναλάβει ρητά τον αντίστοιχο επιχειρησιακό κίνδυνο. Αν ένα πανεπιστήμιο λειτουργεί ως συνεταιρισμός των διδασκόντων, το λιγότερο που θα πρέπει να διακινδυνεύουν οι εταίροι είναι η εργασιακή αμοιβή τους. Στα ελληνικά πανεπιστήμια που λειτουργούν με το «κοινοτιστικό» πρότυπο που καθιερώνει ο νόμος –πλαίσιο, δεν είναι εύκολο σε λογικό αναλυτή να απαντήσει σε απλούστατα ερωτήματα όπως «τι διακινδυνεύουν οι φοιτητές ή οι διοικητικοί υπάλληλοι που δεν είναι συνεταίροι, αλλά παρά ταύτα μετέχουν των ευθυνών διακυβέρνησης»;

Ο απαιτητικός αναγνώστης μπορεί με αυτά τα ελάχιστα θεωρητικά εργαλεία, να αναλύσει την σημερινή διακυβέρνηση των πανεπιστημίων μας και εύκολα θα συνδέσει την διοικητική αναρχία τους με το άθλιο αποτέλεσμα. Μόνο που οι «Ομάδες» του πανεπιστημίου δεν τολμούν να κάνουν μια τέτοια ανάλυση και σε αυτό το σκοτάδι θεμελιώνουν την επιμονή τους στην παρασιτική και συντεχνιακή διαχείριση αυτού το τόσο πολύτιμου κοινωνικού θεσμού.

Το ενδεδειγμένο πρόπλασμα οργάνωσης

Τούτων λεχθέντων, ας έλθουμε σε ένα πρώτο δια ταύτα. Μπορούμε να φανταστούμε ένα στοιχειώδες πρόπλασμα οργάνωσης του πανεπιστημίου που να πληροί τις παραπάνω απαιτήσεις ορθολογικής λειτουργίας; Ασφαλώς και μπορούμε, και όχι μόνο να φανταστούμε, αλλά και να δανειστούμε από την διεθνή εμπειρία με σοβαρές ελπίδες καλής επιλογής. Αλλά, είπαμε, τα πράγματα στην Ελλάδα είναι πάντα εξαιρετικά και παράδοξα. Έτσι όπως έχει σαπίσει το τοπίο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την αλφαβήτα για να αποδείξουμε ότι υπάρχει σωτηρία και μετά τον νόμο Πλαίσιο. Προτείνω, λοιπόν, να συλλογιστούμε ως εξής:

Έτσι όπως έχει σαπίσει το τοπίο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την αλφαβήτα για να αποδείξουμε ότι υπάρχει σωτηρία και μετά τον νόμο Πλαίσιο.

Το πρώτο, ας πούμε το γενετικό, κύτταρο μιας σωστής οργάνωσης είναι να οριστεί το όργανο που μπορεί να εγγυηθεί την ομοιοστασία του Πανεπιστημίου. Ποιο μπορεί να είναι το όργανο εκείνο που θα έχει από τη φύση του ως μοναδικό σκοπό να διατηρεί το πανεπιστήμιο πάνω στην τροχιά της αποτελεσματικής λειτουργίας του χωρίς να αλώνεται από πλειοψηφίες ή συμμαχίες εσωτερικών επιμέρους συμφερόντων. Προφανώς το όργανο αυτό δεν μπορεί να είναι αιρετό από τα μέλη των Ομάδων συμφερόντων ή οιονεί συμφερόντων που απαρτίζουν την ακαδημαϊκή κοινότητα. Γιατί, αν είναι, θα μεταφέρει την ρευστότητα και την αντιφατικότητα των συμφερόντων τους στην λειτουργία του ιδρύματος. Θα είναι, επομένως, ένα Συμβούλιο Εντολοδόχων ή Κηδεμόνων που εφ’ άπαξ θα έχουν αναλάβει (θα τους έχουν αναθέσει) να φροντίζουν για την αποστολή του Πανεπιστημίου και το οποίο θα λογοδοτεί μόνο στην κοινωνία και σε κανένα άλλο σχηματισμού ειδικού συμφέροντος. Πρόκειται για την κλασσική μορφή διοίκησης των αγγλοσαξονικών παραδοσιακών πανεπιστημίων που συνήθως έχουν Ιδρυματικό χαρακτήρα, που αυτός ορίζει τα όρια της ανεξαρτησίας τους. Στο σημείο αυτό αξίζει μια χοντρή επιφύλαξη: Αν το ελληνικό πανεπιστήμιο αποκτήσει ιδρυματικό χαρακτήρα θα πρέπει να είναι ιδιότυπος για να ξεφύγει από το απαράδεκτο καθεστώς των ιδρυμάτων που έχει στηθεί από το γραφειοκρατικό κράτος μας. Είναι δουλειά των νομικών μας να βρουν την νομική λύση στο πρόβλημα. Μια συγκεκριμένη εκδοχή αυτής της ιδέας θα ήταν να διορίζεται εφάπαξ με πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας το ΔΣ. 

Μια τέτοια λύση καλύπτει και την δεύτερη προϋπόθεση της αποτελεσματικής οργάνωσης: Εξ ορισμού, το όφελος από την λειτουργία συμπίπτει στο ίδιο υποκείμενο με το κόστος της παραγωγής του, αφού το Συμβούλιο θα έχει την ευθύνη και μάλιστα την μοναδική, για την διαχείριση των πόρων (μέσω αποκεντρωμένων οργάνων του) αλλά και τον κίνδυνο ηθικής απαξίωσης σε περίπτωση αποτυχίας της διοίκησής του. Το Συμβούλιο θα λογοδοτεί στον χρηματοδότη (Δημόσιο για τα δημόσια πανεπιστήμια) και θα είναι υπόλογο για αποκλίσεις από τα συμφωνούμενα για την χρηματοδότηση αποτελέσματα που θα αναμένονται στην κοινωνία με την ευρεία της έννοια.

Για να έχει εγγυημένη την πλήρη αυτοδιοικητική ελευθερία, το Συμβούλιο αυτό θα πρέπει να διορίζεται άπαξ με πράξη ανώτατης ευθύνης (π.χ. με απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας) και έκτοτε να ανανεώνεται μόνο με κοοπτάτσια (cooption) δηλαδή με επιλογή των μελών που μένουν για την αντικατάσταση των μελών που φεύγουν για οποιονδήποτε λόγο. Το ίδιο Συμβούλιο θα είναι και ο τελικός εγγυητής της ακαδημαϊκής ελευθερίας με ενδιάμεσο ερμηνευτή της την Ακαδημαϊκή Σύγκλητο που θα φέρει την ευθύνη για την συγκρότηση και εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος και του προγράμματος επιστημονικής έρευνας. Το Συμβούλιο μπορεί να δίνει δικαίωμα γνωμοδοτικής συμμετοχής στους φοιτητές και το προσωπικό σε εφαρμογή των συγχρόνων αντιλήψεων καλής εταιρικής διακυβέρνησης.

Με ένα τέτοιο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας, κάθε «ομάδα» της ακαδημαϊκής κοινότητας (με την σεμνή έννοια του όρου και όχι την ιδεοληπτική) θα έχει την ξεκαθαρισμένη θέση της και θα μπορεί να παίξει με πλήρη διαφάνεια τον ρόλο που της ανήκει στα πλαίσια της παραγωγικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει ένα σωστά οργανωμένο σύστημα παραγωγής εκπαιδευτικού και επιστημονικού αποτελέσματος και να λειτουργήσουν μηχανισμοί monitoring δηλαδή διηνεκούς αξιολόγησης αποτελεσμάτων που θα δίνουν την δυνατότητα διορθωτικών κινήσεων στην Διοίκηση. 

Σε επόμενο κείμενό, θα προσπαθήσω να εμβαθύνω στην ουσία της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, που αυτή θα δώσει σάρκα και οστά στην οργάνωσή του.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι : Rene Magritte (1898-1967), Le double secret

Σοφούλης, Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρώτος ιδρυτικός Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του. Έχει διδάξει επίσης στην έδρα George Miller του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις at Urbana-Champaign και έχει εργαστεί ως φιλοξενούμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών της Οικονομικής Σχολής της Στοκχόλμης. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για την οργάνωση των σύγχρονων πανεπιστημίων, στις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ και μετά την συνταξιοδότησή του μελετά και αρθρογραφεί τακτικά σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Έχει χρηματίσει Διοικητής της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικών Επενδύσεων (ΕΤΒΑ) και υποδιοικητής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας.