Πέμπτη, 09 Ιουν 2016

Το δημοψήφισμα ως λαϊκά νομιμοποιούμενος φασισμός

αρθρο του:

* και το κίνημα «δεν είναι δική μου ευθύνη»

Το δημοψήφισμα είναι θεσμός στον οποίον προσέφυγαν κατά κόρον, για τη χειραγώγηση των μαζών, οι δύο Βοναπάρτες, αλλά και ο Αδ. Χίτλερ. Ο τελευταίος, μάλιστα, δεν το αξιοποίησε μόνο, όπως ευρύτερα πιστεύεται, για τη «νομιμοποίηση» του Άνσλους της Αυστρίας, αλλά και σε σημαντικές άλλες στιγμές της πολιτικής του διαδρομής (ώστε να δικαιολογείται η φράση του καθηγητή Χ. Φρανκ, τον οποίον ο ίδιος διόρισε πρόεδρο της Ακαδημίας γερμανικού δικαίου, «σύνταγμα της χώρας είναι πλέον η βούληση του Φύρερ»). Χαρακτηριστικό είναι πως στις 2 Αυγούστου του 1934, ελάχιστες ώρες μετά το θάνατο του ΠτΔ στρατάρχη Πάουλ φον Χίντεμπουργκ, αποφάσισε τη συγχώνευση στο πρόσωπό του τού αξιώματος του προέδρου και αυτού του καγκελαρίου, η δε συγχώνευση αυτή εγκρίθηκε από το λαό με δημοψήφισμα…

Αποτελεί έγκλημα η μετάθεση στον λαϊκό παράγοντα ευθυνών για θεσμικά ζητήματα.

Αν λοιπόν, υπό ειδικές θεσμικές και πολιτικές προϋποθέσεις, μπορεί να έχει λογική και νόημα – σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας και υπό καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας- να ζητείται από το λαό να τοποθετηθεί σε ένα ερώτημα επί θέματος που δεν είναι ή είναι δύσκολα επιδεκτικό συνθετικής απάντησης (πχ εντός ή εκτός ΕΕ, ευρώ ή εθνικό νόμισμα, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη, προεδρική ή κοινοβουλευτική δημοκρατία), αποτελεί έγκλημα με απροσδιόριστες συνέπειες η μετάθεση στον λαϊκό παράγοντα ευθυνών που δεν του αναλογούν, πρωτίστως δε για θεσμικά ζητήματα. Σε ζητήματα, δηλαδή, όπως η συνταγματική αναθεώρηση, για τα οποία οφείλει να αποφασίζει το υπεύθυνο πολιτικό σύστημα.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το βιβλίο μου «Θεσμοί: κρίση και ρήξη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη την άλλη εβδομάδα, καταγράφω πολύ αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα έπρεπε να επιτρέπεται η διεξαγωγή του: πρόταση της κυβέρνησης και αποδοχή της πρότασης αυτής από τα 3/4 των βουλευτών ή πρόταση της κυβέρνησης, αποδοχή της από τα 2/3 των βουλευτών και συμφωνία, επί της σκοπιμότητας της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, και τού ΠτΔ. Άλλωστε και η ελληνική εμπειρία από τις καταστροφικές συνέπειες του δημοψηφίσματος του 1920 και την ασάφεια των επιπτώσεων της κατίσχυσης του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 1946 θα αρκούσαν για να μας κάνουν εξαιρετικά επιφυλακτικούς απέναντι στο συγκεκριμένο θεσμό.

Επομένως οδηγούμαστε στο εύλογο ερώτημα: μήπως, ως πράξη αντίστασης στον προωθούμενο -με αμεσοδημοκρατικό μανδύα- έρποντα εκφασισμό του συστήματος, πρέπει να ξεκινήσει μια κοινωνική πρωτοβουλία συγκέντρωσης υπογραφών με θέμα «Δεν είναι δική μου ευθύνη»; Ώστε ο λαός να διατρανώσει την εναντίωσή του στην προσπάθεια μετάθεσης σε αυτόν ευθυνών που δεν του ανήκουν; Κάτι που γίνεται, μάλιστα, με μοναδικό σκοπό τον αποπροσανατολισμό και τη χειραγώγησή του;

ΥΓ. Και κάτι ακόμη που αφορά σε παράλληλη προεξαγγελλόμενη –και ασφαλώς επίσης ύποπτη και επικίνδυνη- θεσμικοπολιτική πρωτοβουλία της πρωταριστερής κυβέρνησης: όλες οι καταρρεύσεις δημοκρατικών καθεστώτων στην Ευρώπη του 20ου αιώνα έγιναν σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας που, σχεδόν πάντα, είχαν προκληθεί από εκλογικά συστήματα ολοσχερώς ή περίπου ολοσχερώς αναλογικά. Μήπως λοιπόν, αν δεν αντισταθούμε, βαδίζουμε πλησίστιοι;


 *Ως υποτυπώδη βιβλιογραφική τεκμηρίωση βλ. Θαν. Διαμαντόπουλος, Τα Πολιτικά Καθεστώτα, εκδ. Παπαζήση, 2008, Θαν. Διαμαντόπουλος, Το δημοψήφισμα, εκδ. Σιδέρη, 2011, Θαν. Διαμαντόπουλος, Παλιοί και νέοι φασισμοί, εκδ. Παπαζήση, 1995.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Lowry (1887 –1976), Market Scene, Northern Town

Διαμαντόπουλος, Θανάσης

Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (αρχικά του νομικού, μετέπειτα του «πολιτικού» τμήματος) καθώς και της Φιλοσοφικής Αθηνών (τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας, κατεύθυνσης Ψυχολογίας), μεταπτυχιακός διπλωματούχος (D.Ε.Α.) και διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Paris I - Σορβόννης (στα Συγκριτικά Πολιτικά Συστήματα), διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, ως προσκεκλημένος καθηγητής, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Ειδικεύεται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων-κομματικών συστημάτων, όπως επίσης στην ελληνική πολιτική ζωή του 20ού αιώνα και στα εκλογικά συστήματα. Έχει συνεργασθεί επί χρόνια, ως πολιτικός σχολιαστής-αναλυτής, με την "Καθημερινή", τον "Οικονομικό Ταχυδρόμο", τον "Τύπο της Κυριακής" και το ραδιοσταθμό "Αθήνα-9.84". Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα την εξουσία, τα πολιτικά κόμματα και τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.