Οι μελετητές και ιστορικοί των Σταυροφοριών αρέσκονται να αναφέρονται συχνά σε μια ιστορία με ελαφρώς ανεκδοτολογικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να υπογραμμίσουν την σημασία του αντικειμένου τους στην ανάγνωση της επικαιρότητας. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι ένας από τους πρώτους ειδήμονες που κλήθηκαν για ενημέρωση από μέρους των Αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν ο καθηγητής Jonathan Riley-Smith, ενδεχομένως ο σημαντικότερος ερευνητής του ιδεολογικού περιεχομένου των Σταυροφοριών. Δεν γνωρίζουμε, βεβαίως, το περιεχόμενο αυτής της ενημέρωσης, μπορούμε όμως να εικάσουμε ότι δεν θα διαφοροποιείτο δραματικά από τις ήδη γνωστές θέσεις του σημαίνοντος ιστορικού.
Tον 20ο αιώνα το ρεύμα του αραβικού εθνικισμού ασπάστηκε τη μνήμη των Σταυροφοριών.
Η βασική άποψη του Riley-Smith, την οποία συμμερίζεται και η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας, είναι πως ο αραβικός κόσμος αντιμετώπιζε για αιώνες τις ιστορικές Σταυροφορίες των μεσαιωνικών χρόνων με αδιαφορία, ενδεχομένως και με την αυταρέσκεια του νικητή. Οι πολεμικές αυτές συρράξεις ελάχιστα απασχολούσαν τη συλλογική μνήμη των Αράβων, σε αντίθεση με το Δυτικό κόσμο, όπου η ρητορική και εικονογραφία των Σταυροφοριών παρέμενε ισχυρή, είτε στον χώρο της ιστοριογραφίας είτε στην Τέχνη και τη λογοτεχνία.
Η αντίθεση αυτή έπαψε να ισχύει τον 20ο αιώνα, όταν το ρεύμα του αραβικού εθνικισμού ασπάστηκε τη μνήμη των Σταυροφοριών, μέσα όμως από μια Ευρωπαϊκή ανάγνωση. Υπό την επιρροή δυτικών ιστορικών, κυρίως της μαρξιστικής σχολής αλλά όχι μόνο, οι Άραβες άντλησαν την ιδέα των Σταυροφοριών ως μια πρώιμη εκδήλωση των αποικιοκρατικών βλέψεων των Ευρωπαίων. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα της παρουσίας της σταυροφορίας, ως κατασκευασμένης μνήμης, την περίοδο των κινημάτων ανεξαρτητοποίησης των αραβικών χωρών είναι η υιοθέτηση του «αετού του Σαλαντίν» ως εθνικού συμβόλου.
Οι θιασώτες του Μπααθισμού, του κοσμικού παν-αραβισμού, ανακάλυψαν στο πρόσωπο του Σαλαντίν, του σουλτάνου που νίκησε τους μεσαιωνικούς σταυροφόρους, ένα σύμβολο του σύγχρονου αντιιμπεριαλιστικού τους αγώνα ενάντια στις Ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Ο αετός εξακολουθεί να κοσμεί τη σημαία της Αιγύπτου και παραμένει εθνικό έμβλημα τόσο του Ιράκ όσο και της Παλαιστίνης. Την δεκαετία του '70, πάντα σύμφωνα με τον Riley-Smith, το αναδυόμενο ρεύμα του Ισλαμιστικού φονταμενταλισμού υιοθετεί τη ρητορική των μπααθιστών αναφορικά με τις Σταυροφορίες, έχοντας όμως πλέον στο στόχαστρο το σύνολο του Δυτικού κόσμου, κι όχι απλώς τις παλαιές αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Οι επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους είδαν μια κορύφωση στην αντι-σταυροφορική ρητορική των Ισλαμιστών.
Οι πρόσφατες επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στο Βέλγιο είδαν μια κορύφωση στην αντι-σταυροφορική ρητορική των Ισλαμιστών. Η ίδια η λέξη, «σταυροφόρος», μοιάζει να έχει καθιερωθεί ως συνώνυμη του Δυτικού εισβολέα, όχι απλώς του Ευρωπαίου, όπως είδαμε και στα προπαγανδιστικά κείμενα και βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα ο ISIS μετά τις επιθέσεις. Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε ξανά στο προσκήνιο τις Σταυροφορίες ως αντικείμενο μελέτης και αναζωπύρωσε συζητήσεις σχετικά με το περιεχόμενο του όρου.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναπαράγουν τη ρητορική αυτή και ο δημόσιος διάλογος κατακλύζεται εκ νέου από αναφορές στις ιστορικές σταυροφορίες, με συσχετισμούς του σήμερα με τον μεσαίωνα. Οι ιστορικοί αντιμετωπίζουν αυτή τη νέα διάχυση του όρου με επιφυλακτικότητα, ενίοτε και με απαξίωση. Την ίδια στάση είχαν επιδείξει και στη χρήση του όρου στο πλαίσιο του λεγόμενου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας (War on Terror) που διακήρυξε ο πρόεδρος Bush, λίγες μέρες μετά τις επιθέσεις της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου. Η αναφορά σε «σταυροφορία» από τον Αμερικανό πρόεδρο επικρίθηκε ποικιλοτρόπως, όμως η αναβίωση του όρου στο νέο περιβάλλον της τρομοκρατίας/αντιτρομοκρατίας ήταν πλέον αναπόφευκτη, πολλώ δε μάλλον αν κανείς αναλογιστεί ότι η Αλ-Κάιντα είχε κάνει την πρώτη της εμφάνιση ως το «Παγκόσμιο Ισλαμικό Μέτωπο Αγώνα εναντίον των Εβραίων και των Σταυροφόρων».
Η επιστημονική κοινότητα, όπως ανέφερα προηγουμένως, κρίνει τις αναφορές αυτές ως αναχρονισμούς, ως βεβιασμένους συσχετισμούς οι οποίοι δεν διαφωτίζουν τη σημερινή κατάσταση, παρά συντηρούν παρεξηγήσεις ως προς το παρελθόν. Κάθε ιστορικός, όμως, συνειδητοποιεί πως αυτή η προσπάθεια «ελέγχου» της χρήσης ενός ιστορικού όρου στη δημόσια συζήτηση γίνεται εις μάτην. Οι Σταυροφορίες έχουν εισχωρήσει σε τέτοιο βαθμό στη συλλογική μνήμη που το ιστορικό περιεχόμενό τους τροποποιήθηκε ξανά και ξανά, πολύ πριν επαναδιατυπωθεί από εξτρεμιστές μουσουλμάνους και ισλαμοφοβικές φωνές της Δύσης.
H «υπερπραγματικότητα» περιγράφει μία κατάσταση όπου οι εντυπώσεις της πραγματικότητας, έχουν δημιουργήσει μια αφ’ εαυτών πραγματικότητα.
Αυτή η δυσαρμονία μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και της δημόσια σφαίρας σχετικά με το «πραγματικό» περιεχόμενο ενός όρου δεν είναι φυσικά πρωτοφανής, ειδικά στις μέρες μας, όπου ευνοούνται οι δημόσιες, ενίοτε και ανερμάτιστες συζητήσεις, για κάθε ζήτημα. Οι επί ματαίω αντιδράσεις των ιστορικών απέναντι στις αναφορές στις σταυροφορίες έφεραν στο νου μου τον όρο του τίτλου, «υπερπραγματικότητα».
Πρόκειται για ένα όρο που χρησιμοποιήθηκε κατ' εξοχήν από διανοητές του μεταμοντερνισμού, ιδίως από τον Jean Baudrilliard. Δεν θα επιχειρήσω μια ανάλυση του -ούτως ή άλλως- σύνθετου όρου σε αυτό το άρθρο. Αρκούμαι στο ότι η υπερπραγματικότητα περιγράφει επί της ουσίας μία κατάσταση –τη σύγχρονη κατάσταση- όπου οι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, οι εντυπώσεις θα έλεγε κανείς της πραγματικότητας, έχουν δημιουργήσει μια αφ’ εαυτών πραγματικότητα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ συμβόλου και πραγματικού είναι ανύπαρκτες. Στην υπερπραγματικότητα, το «πραγματικό» έχει αντικατασταθεί από μια αναπαράσταση, από ένα αντίγραφο του οποίου το πρωτότυπο έχει χαθεί. Έτσι, και στην περίπτωση των Σταυροφοριών, η συλλογική αντίληψη για τον όρο, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις συνεχείς αναπαραγωγές του ιστορικού γεγονότος μέσα στους αιώνες (στην προφορική παράδοση, την ιστοριογραφία, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο κ.ο.κ.) αντικατέστησε το ίδιο το γεγονός. Η διαπίστωση αυτή, τουλάχιστον όπως επαναδιατυπώνεται εδώ, είναι ενδεχομένως προφανής και αυταπόδεικτη.
Στην περίπτωση των Σταυροφοριών, η συλλογική αντίληψη για τον όρο, αντικατέστησε το ίδιο το γεγονός.
Αν αναφέρομαι όμως στην έννοια της υπερπραγματικότητας, είναι γιατί διαβάζω πίσω από τις ενστάσεις των ιστορικών μια αγωνία. Δεν πρόκειται απλώς για μια ανησυχία παραποίησης των ιστορικών όρων, μια κτητική αντίληψη του επιστημονικού αντικειμένου ως αποκλειστικού προνομίου των ειδημόνων. Πρόκειται για τον φόβο πως η συζήτηση γύρω από τις τραγικές εξελίξεις, μέσα από τις επαναλαμβανόμενες παρομοιώσεις με τις Σταυροφορίες, θα μας οδηγήσουν στην απομάκρυνση από την επώδυνη υλική υπόσταση των επιθέσεων και των Σταυροφοριών. Όπως τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα αντικατέστησαν ό,τι προηγουμένως συμβόλιζαν (τα πολύτιμα μέταλα, τα ανταλλάξιμα αγαθά, την εργασία κ.ο.κ.) και ξέφυγαν από τη συμβολική διάσταση αποκτώντας αυτόνομη, πραγματική αξία, αντιστοίχως και η διαμορφωμένη αντίληψη για τις Σταυροφορίες έχει αντικαταστήσει όχι μόνο τα ιστορικά γεγονότα μα και τις ερμηνείες των τρεχουσών εξελίξεων. Η σύγκρουση και η βία τείνουν, μέσα από αυτή τη συμβολική υπόσταση που γίνεται πραγματική, να εξελιχθούν σε κοινοτοπίες, σε παγιωμένες συνθήκες. Μεταχειριζόμαστε τις έννοιες αυτές με την ίδια ευκολία που βγάζουμε ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη μας. Πολύ σύντομα, θα οδηγηθούμε σε μια παθητικότητα της επανάληψης, στον μηδενισμό της πλήρους αποστασιοποίησης.
Ο διάλογος, η δημόσια συζήτηση, ίσως είναι η διέξοδος, αρκεί να γίνεται και πέραν των οικείων αντιλήψεων. Το πώς θα καταφέρουμε αυτήν την απελευθερωτική «ανοικείωση» είναι η δύσκολη ερώτηση που περιμένει ακόμη την απάντησή της.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Eugène Delacroix (1798 –1863), Entry of the Crusaders in Constantinople