Τρίτη, 03 Μαϊ 2016

Βίο - ιατρική έρευνα και καινοτομία: Ο ρόλος του κράτους και της αγοράς

αρθρο του:

 *Με αφορμή το βιβλίο της M. Mazzucato: Επιχειρηματικό Κράτος

Οι πηγές χρηματοδότησης της έρευνας είναι ένα θέμα που απασχολεί διαχρονικά τις κοινωνίες και τα κράτη. Η πραγματικότητα δείχνει ότι το μείγμα των πηγών αυτών έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Ιστορικά η επιστήμη στο σύνολο της έχει υποστηριχθεί από πολλές πλευρές όπως, τα ιδιωτικά κεφάλαια, την εκκλησία ή και μόνο την αυτοχρηματοδότηση των ίδιων των ερευνητών.

Για παράδειγμα, η χρηματοδότηση των εργασιών του Γαλιλαίου στον 16ο και 17ο αιώνα υποστηρίχθηκε από πλούσιους ιδιώτες, αλλά και από τον ίδιο τον Πάπα! Το περίφημο ταξίδι του Δαρβίνου με το πλοίο Beagle της ΑΜ του Βασιλιά της Αγγλίας προς τη Νότιο Αμερική και τα νησιά Γκαλαπάγκος χρηματοδοτήθηκε από την οικογενειακή του περιουσία και τη Βρετανική κυβέρνηση που δοκίμαζε ρολόγια και χάρασσε χάρτες για το ναυτικό.

Είναι μύθος ότι η έρευνα και η καινοτομία είναι υπόθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Το κράτος είναι πολλαπλώς παρόν.

Στις μέρες μας η επιστημονική έρευνα χρηματοδοτείται από ένα συνδυασμό πηγών: Κυβερνήσεις, ινστιτούτα και ιδρύματα. Για παράδειγμα το 2007 η μελέτη της κίνησης των ενώσεων του άνθρακα στους ωκεανούς χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών, το Υπουργείο Ενέργειας της Αμερικανικής Κυβέρνησης, το Αυστραλιανό Συνεργατικό Ερευνητικό Κέντρο και το Αυστραλιανό Τμήμα Ανταρκτικής. Τέλος, άλλες ερευνητικές δουλειές χρηματοδοτούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα στη φαρμακοβιομηχανία όπου περίπου το 75% των κλινικών μελετών χρηματοδοτούνται από ιδιωτικά κεφάλαια.

Το βιβλίο της Μ. Ματζουκάτο το οποίο αποτελεί και την αφορμή του άρθρου αυτού, με εύστοχο και διεισδυτικό τρόπο διερευνά το ρόλο των διαφόρων φορέων της χρηματοδότησης της έρευνας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας με διπλό στόχο που επισημαίνεται από την ίδια τη συγγραφέα αρχικά στον κυρίως τίτλο του βιβλίου «Το επιχειρηματικό κράτος» αλλά στον υπότιτλό του «Ανατρέποντας τους μύθους». Και τα δυο αυτά «επιγράμματα» αναδεικνύουν τις δυο όψεις το ιδίου νομίσματος. Είναι μύθος ότι η έρευνα και η καινοτομία είναι υπόθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου αφού το κράτος είναι πολλαπλώς παρόν, όχι μόνο στην ανάληψη της λεγόμενης απομείωσης του κινδύνου της επένδυσης. Αποτελεί ταυτόχρονα τον κύριο επενδυτικό πυλώνα που μπορεί να προκαλέσει μέσω καθαρά επιχειρηματικών εμπλοκών, οικονομική μεγέθυνση.

Οι έννοιες αυτές υλοποιούνται με ιδιαίτερο τρόπο στο χώρο της υγείας ( της ιατρικής τεχνολογίας και των φαρμάκων) αλλά και των ίδιων των υπηρεσιών, όπου οι καινοτομικές παρεμβάσεις στο πεδίο της μικροοικονομίας (της οργάνωσης δηλαδή των παραγωγικών συντελεστών) τόσο στο επίπεδο των στρατηγικών αλλαγών όσο και στο επίπεδο της καθημερινότητας μπορούν να μεταβάλουν το τοπίο και να δημιουργήσουν συνθήκες αποτελεσματικότερης διαχείρισης και αύξησης των κοινωνικών επιστροφών (social returns).

Γιατί άραγε η συγγραφέας επιλέγει το χώρο της ιατρικής τεχνολογίας και των φαρμάκων ως ένα από τα παραδείγματα εργασίας από όπου αντλεί τα επιχειρήματα της, σχετικά με τον επιχειρηματικό ρόλο του κράτους; Νομίζω για τους εξής λόγους:

  • Γιατί αποτελεί έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους της οικονομίας παγκόσμια
  • Γιατί στο χώρο αυτόν έχουν δημιουργηθεί πολλοί από τους μύθους που η ίδια προσπαθεί να ανατρέψει σχετικά με το ρόλο του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη
  • Γιατί μπορεί με εμφανή σχετικά τρόπο να χρησιμοποιηθεί ο χώρος αυτός για να μελετηθεί η επιχειρηματική αβεβαιότητα, ο επιχειρηματικός κίνδυνος όπως επίσης και οι πολιτικές απομείωσης του κινδύνου ( de-risking). Αν και η ίδια χαρακτηρίζει την έννοια της απομείωσης κινδύνου «πολύ μίζερο τρόπο περιγραφής μιας παρέμβασης του κράτους».  
  • Γιατί τέλος αυτός ο επί της ουσίας επιχειρηματικός ρόλος του κράτους μπορεί σχετικά εύκολα να αναδυθεί παρακολουθώντας τα οικονομικά μεγέθη των δημοσίων επενδύσεων στην έρευνα στο χώρο της υγείας αλλά και στη δημιουργία του κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος (infrastructure) για την ίδια την έρευνα, κάτι δηλαδή παρόμοιο με τη σημασία των δρόμων ή των λιμανιών στην ανάπτυξη της βιομηχανίας.

Η ιατρική έρευνα στο σύνολό της μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ισχυρής αναπτυξιακής ώθησης.

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η λειτουργία της αγοράς στο χώρο της υγείας έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία επιβάλλουν έναν επιπρόσθετο ρόλο στο κράτος, υπό την έννοια της προστασίας από τις στρεβλώσεις και τις παρενέργειες που η ίδια η αγορά δημιουργεί. Ιδού οι πιο σημαντικές:

  • Υπάρχει ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ του παραγωγού (provider) και του χρηστή (user or consumer). Για παράδειγμα, παρά την «εισβολή» του διαδικτύου, ο καταναλωτής της ιατρικής τεχνολογίας ή των φάρμακων δεν διαθέτει την απαιτούμενη γνώση – πληροφορία και δεν μπορεί ως εκ τούτου να αποφασίσει αν αυτό είναι που χρειάζεται, ή και να επιλέξει μεταξύ εναλλακτικών επιλογών .
  • Η καινοτόμος παραγωγή και χρήση ιατρικής τεχνολογίας αυξάνει το κόστος ανά μονάδα υπηρεσίας – προϊόντος ( αντίθετα με ότι συμβαίνει στη υπόλοιπη παραγωγή) και είναι αμφίβολο αν δημιουργεί σε κάθε περίπτωση όφελος στην κοινωνία
  • Δημιουργεί δυσανάλογη πίεση από τη μεριά της προσφοράς και έχοντας μια ζήτηση με σχετική αδυναμία απόφασης, δημιουργεί ευκολότερα συνθήκες έλλειψης ανταγωνισμού.
  • Υπάρχει σημαντική χειραγώγηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, ιδιαίτερα της κλινικής έρευνας, όταν αυτή χρηματοδοτείται από εταιρείες που έχουν τελικά όφελος από τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής.
  • Δεν υπάρχει ασφαλής μεθοδολογία υπολογισμού των κοινωνικών επιστροφών από τις επενδύσεις στην ιατρική έρευνα. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς ενός πρόσφατου σχετικά άρθρου στο περιοδικό BMC Medicine με τίτλο “Estimating the returns from biomedical and health research” : Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς συστηματικά τη φύση και την έκταση των επιστροφών συνολικά της ιατρικής έρευνας.

Τούτων δοθέντων ας προσπαθήσουμε σύντομα να περιγράψουμε ποια είναι η πραγματικότητα στην ιατρική έρευνα. Να πούμε εδώ, κάτι που σε μερικούς είναι προφανές, σε άλλους όμως όχι, ότι η ιατρική έρευνα στο σύνολό της μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ισχυρής αναπτυξιακής ώθησης. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό μπορεί να προκληθεί από δημόσιες επενδύσεις σε αυτή.

Το 2010 το NIH χρηματοδότησε με 23 δισ δολαρια πανεπιστήμια και ινστιτούτα για έρευνα.

Είναι χαρακτηριστικό ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο της εφημερίδας The Record που εκδίδεται από την Πανεπιστημιακή κοινότητα του Columbia University στις ΗΠΑ. « Φανταστείτε ένα οικονομικό ερέθισμα που μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να βοηθήσει την εσωτερική οικονομία και να ενδυναμώσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα μας, ενώ ταυτόχρονα να μειώσει τη νοσηρότητα και να βελτιώσει την υγεία. Πριν πείτε «αυτό είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό», επαναλάβατε μετά από μένα: Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας ( NIH)”. Και συνεχίζει: «Η βιοτεχνολογική έρευνα είναι ένας σημαντικός οικονομικός driver”. Σύμφωνα με τους οικονομικούς μελετητές το 2010 το NIH χρηματοδότησε με 23 δισ δολαρια πανεπιστήμια και ινστιτούτα για έρευνα. Αυτή η χρηματοδότηση δημιούργησε άμεσα περισσότερα από 50 δισ δολαρια σε νεες επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένων 18 δις δολάρια σε μισθούς. Και καταλήγει το άρθρο που είναι γραμμένο από τον Goldman εκτελεστικό αντιπρόεδρο και Dean of the faculties of health science and medicine: Ο πρόεδρος Ομπάμα προτείνοντας το δικό του πακέτο για την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να ενθαρρυνθεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο τη χρηματοδότηση του NIH, “as it makes good economic sense and even better policy sense”.

Δεν είναι όμως μόνο οι ΗΠΑ που θεωρούν ότι η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας προκαλεί πολλαπλά οφέλη στην οικονομία και στην κοινωνία. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Ηνωμένο Βασίλειο και ειδικότερα στο site της Telegraph, λίγους μήνες πριν, με τίτλο «Scientific Research should get more public funding», γράφει: H συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχει σαν αποτέλεσμα την αναδιάταξη των κινδύνων και την ώθηση της καινοτομίας. Κι αυτό από τη μεριά του κράτους με διάφορους τρόπους: Είτε με άμεση χρηματοδότηση τομέων όπου τα ιδιωτικά κεφάλαια αποφεύγουν να τοποθετηθούν «λόγω υψηλών κινδύνων, αβέβαιου χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής της καινοτομίας όπως η βασική έρευνα» ( Mazzucato) είτε έμμεσα βελτιώνοντας τις υποδομές και δημιουργώντας επιστημονικά γεωγραφικά clusters, επενδύοντας σε κατοικίες, μέσα μεταφοράς και άλλες ευκολίες για να τα κάνουν πιο ελκυστικά στους ερευνητές και στους επενδυτές. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι, ενώ η μετανάστευση γενικώς αποτελεί κόκκινο πανί για τη Μεγ. Βρετανία η κυβέρνηση του κ. Κάμερον προτείνει την απλοποίηση των διαδικασιών μετανάστευσης εξειδικευμένων επιστημόνων και αύξηση της κινητικότητας των ερευνητών, ιδιαίτερα στο επίπεδο των PhDs. Αν συγκριθεί το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, που είναι η προσέλκυση μεγάλου αριθμού ερευνητών στην Βρετανία, με τον βαθμό παρουσίας, ή μάλλον ανυπαρξίας, ξένων ερευνητών στην Ελλάδα, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τη διαφορά στην καινοτομία μεταξύ των δύο χωρών.

Η ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας βασίστηκε στον τομέα των ρομποτικών εφαρμογών.

Ένα άλλο σημείο που έχει ενδιαφέρον στην ανάλυση της Mazzucato για το ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη και την καινοτομία είναι η αναφορά της στη Silicon Valley. Αναφερόμενη σ ένα άρθρο του Leslie (2000) γράφει «...κάθε συνήγορος της Silicon Valley διηγείται μια ιστορία ανεξάρτητων επιχειρηματιών και οραματιστών κεφαλαιούχων επιχειρηματικών συμμετοχών , παραλείποντας και πάλι τον κρίσιμο παράγοντα: το ρόλο του στρατού στη δημιουργία και τη διατήρηση του.» Ο Lesslie δείχνει ότι « Η SV οφείλει τη σημερινή της διαμόρφωση σε πρότυπα ομοσπονδιακής δαπάνης, επιχειρηματικών στρατηγικών, σχέσεων βιομηχανίας – πανεπιστημίου και τεχνολογικής καινοτομίας, που μορφοποιήθηκαν από τις υποθέσεις εργασίας και τις προτεραιότητες αμυντικής πολιτικής του ψυχρού πολέμου». Αυτό έχει τεράστιο ενδιαφέρον γιατί η ανάπτυξη της ιατρικής τεχνολογίας βασίστηκε εν πολλοίς, ιδιαίτερα στον τομέα των ρομποτικών εφαρμογών, στις ανάγκες και στην έρευνα που σχετίζεται με τους στρατηγικούς στρατιωτικούς σχεδιασμούς.

Ιδιαίτερη σημασία έχει στην όλη συζήτηση για το ρόλο του κράτους και των ιδιωτικών επενδύσεων στη βασική έρευνα, η οποία αποτελεί και τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται τόσο η εφαρμοσμένη όσο και η κλινική έρευνα. Με τον όρο «βασική έρευνα», εννοούμε την έρευνα που έχει σκοπό την αύξηση της γνωστικής βάσης, και την κατανόηση των φυσικών, χημικών και λειτουργικών μηχανισμών της διαδικασίας της ζωής και της ασθένειας. Τη βασική έρευνα ενδιαφέρουν θεμελιώδη ερωτήματα και δεν σχετίζεται με την επίλυση ειδικών βιοιατρικών θεμάτων των ανθρώπων ή των ζώων. Προσφέρει ωστόσο τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται οι άλλες μορφές έρευνας (εφαρμοσμένη ή κλινική) και προσθέτει κομμάτια στο χωρίς τέλος παζλ της ζωής.

Σε αντίθεση με τη βασική έρευνα, η εφαρμοσμένη έρευνα κατευθύνεται σε συγκεκριμένα αντικείμενα που σχετίζονται με την ανάπτυξη ενός καινούργιου φαρμάκου, μιας νέας θεραπείας ή μιας χειρουργικής τεχνικής. Βασίζεται πάνω στη γνώση που αποκτήθηκε από τη βασική έρευνα και μπορεί να χρησιμοποιήσει, είτε πειραματόζωα, είτε μοντέλα υπολογιστών, ή καλλιέργειες ιστών ή και ανθρώπους. Τέλος η κλινική έρευνα, χρησιμοποιώντας τη γνώση από τη βασική και την εφαρμοσμένη έρευνα προσπαθεί να αναδείξει νέους τρόπους θεραπείας των ασθενειών και των βιολογικών δυσλειτουργειών. Πραγματοποιείται κυρίως σε νοσοκομεία αποκλειστικά σε ανθρώπους, έχοντας σαν στόχο την θεραπεία των νόσων και τη βελτίωση της περίθαλψης.

Σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, η λύση μπορεί να προέλθει από την εφαρμογή καινοτομικών πολιτικών οργάνωσης του συστήματος υγείας.

Είναι προφανές, πως λόγω της αβεβαιότητας και του μακρού χρόνου που απαιτείται μέχρι την έναρξη των αποδόσεων, η βασική έρευνα, δεν αποτελεί πεδίο που προσελκύει το ενδιαφέρον των ιδιωτικών κεφαλαίων, αφού μπορούν να αποκομίσουν μεγαλύτερες και πιο άμεσες αποδόσεις από την εφαρμοσμένη και τη κλινική έρευνα. Η αγορά λοιπόν, αδυνατεί να παράγει αποτελέσματα στο πεδίο της βασικής έρευνας και έτσι το κράτος τείνει να καλύψει αυτό το κενό χρηματοδότησης. Στις ΗΠΑ η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας καλύπτεται στο 60% περίπου από τον Ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, με τις επιχειρήσεις να καλύπτουν λιγότερο από το 20%. Το παράδοξο σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι η εφαρμοσμένη κλινική έρευνα δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν έχει προηγηθεί η βασική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας θα ανοίξουν τους δρόμους γι αυτή. Είναι γνωστή στη βιβλιογραφία η δήλωση του CEO της GlaxoSmithKline στον Economist πως «ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας είναι άκρως καινοτόμος. Εάν οι κυβερνήσεις εργάζονται για να υποστηρίξουν και όχι να καταπνίξουν την καινοτομία, ο κλάδος θα φέρει τη νέα εποχή της επαναστατικής ιατρικής.» Όπως όμως υποστηρίζει η Mazzucato «είναι το επαναστατικό πνεύμα των κρατικών εργαστηρίων που παράγουν το 75% των ριζικά νέων φαρμάκων αυτό που επιτρέπει στον Witty και στους συναδέλφους του CEO’s , να δαπανούν τον περισσότερο χρόνο εστιάζοντας στο πως θα τονώσουν τις τιμές των μετοχών τους» αφού οι επενδύσεις του κράτους θα τους δώσουν το έδαφος για την ανάπτυξη πιο προσοδοφόρων καινοτομιών.

Αν προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε την σημερινή πραγματικότητα μπορούμε να πούμε πως:

  • Στις μέρες μας ο ρόλος του κράτους στη χρηματοδότηση της βιο – ιατρικής έρευνας είναι κεντρικός παρά τις δοξασίες περί αποτελεσματικότερης επιχειρηματικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου.
  • Ο ρόλος αυτός δεν εξαντλείται στην άμεση χρηματοδότηση αλλά και στην δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος και των κατάλληλων υποδομών (externalities) ούτως ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των επενδυτών
  • Συνεπώς, είναι επιβεβλημένη η δημιουργία ευρύτερων συνεργασιών μεταξύ του κράτους, των ιδιωτικών κεφαλαίων, των Πανεπιστημίων και των διαφόρων Ινστιτούτων για την ανάπτυξη της έρευνας. Οι συνεργασίες αυτές μπορούν να αποτελέσουν την κινητήριο δύναμη ευρύτερης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ενώ λόγω της φύσης της βίο-ιατρικής έρευνας να συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών.

Ένας άλλος τομέας ο οποίος έχει σχετικά υποτιμηθεί όταν συζητάμε για καινοτομία, και μάλιστα δεν απασχολεί το συγκεκριμένο βιβλίο της Mazzucato, είναι η έρευνα, και οι εξ αυτής προκύπτουσες καινοτομίες, στην οργάνωση των παραγωγικών συντελεστών μιας επιχείρησης, όπως είναι μια μονάδα υγείας. Θεωρώ το θέμα αυτό πολύ σημαντικό μιας και αναφερόμαστε στο χώρο της υγείας. Για να δώσω ένα παράδειγμα: η Μεγάλη Βρετανία ενώ είναι πρωτοπόρος στην βίο-ιατρική έρευνα και όπως αναφέραμε τόσο το κράτος και οι επιχειρήσεις όσο και η κοινωνία απολαμβάνει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιστροφές, η οργάνωση του συστήματος των υπηρεσιών υγείας θεωρείται από πολλούς μελετητές ως δύσκαμπτη, γραφειοκρατική βάζοντας σε κίνδυνο ακόμα τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ασθενείς. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία από το King’s fund, σχετικά πρόσφατη (2011), αναφέρεται εκτενώς στις δυσλειτουργίες του management στο ΝΗS. Aπαντώντας στην πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει το κόστος της διοίκησης κατά 33%, προτείνει ότι, η οποιαδήποτε μείωση του κόστους πρέπει να προκύψει από νέους καινοτόμους τρόπους οργάνωσης της παροχής των ιατρικών υπηρεσιών. To 1983 δημοσιεύτηκε μία πολύ σημαντική έκθεση επιτροπής που συστήθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση υπό τον Griffith, και φέρει το όνομα του .

Σ’αυτή την έκθεση διατυπώθηκε η άποψη της έλλειψης ενός αποτελεσματικού management και μαλιστα με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο “εάν η Florence Nightgale[1] έψαχνε με το φακό της στο εθνικο σύστημα υγείας, θα έψαχνε πολύ και δεν θα έβρισκε κάποιο υπεύθυνο πρόσωπο !!!!”  

H ιδέα της συνεχούς αναζήτησης καινοτομίας στην οργάνωση της παραγωγής δεν είναι βεβαίως νέα. Είναι ιστορική η φράση του Henry Ford “customers could order their cars in any colour as long it is black”

Στο πεδίο της βιοτεχνολογίας η Ελλάδα διαθέτει εστίες αριστείας που μπορούν να αποτελέσουν εστίες δημιουργίας καινοτομίας.

Πολύ περισσότερο σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας όπου η απαίτηση για μείωση των δαπανών ειδικά στην υγεία είναι στην ημερήσια διάταξη, η λύση μπορεί και οφείλει να προέλθει από την εφαρμογή καινοτομικών πολιτικών οργάνωσης του συστήματος υγείας τόσο στο γενικό – στρατηγικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της καθημερινής διαχείρισης, που θα προκύψει βεβαίως από την έρευνα στο θέμα αυτό. Είναι απορίας άξιο, γιατί στην Ελλάδα που διαθέτουμε τόσους ικανούς επιστήμονες στο χώρο αυτό, το κράτος δεν επενδύει στην καινοτομία του management αφού απαιτείται καινοτομική γνώση μόνο και όχι εξειδικευμένες υποδομές.

Η Ελλάδα ζει εδώ και 7 χρόνια στον αστερισμό της οικονομικής και κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Έχει διατυπωθεί από πολλές σοβαρές πλευρές η άποψη, ότι ανακυκλώνουμε το αδιέξοδο με το να ασχολούμαστε συνεχώς ( αναγκαία βεβαίως ) με τον έλεγχο της δημοσιονομικής εκτροπής και τη διαχείριση του εξ αυτής διαμορφωθέντος δημόσιου χρέους, το οποίο στην ουσία του έχει επιλυθεί το 2012. Όλα αυτά όμως είναι αλυσιτελείς προσπάθειες στο βαθμό που η ανάπτυξη στηριγμένη στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα δεν αποτελεί στην ουσία μέρος του σχεδιασμού των κυβερνήσεων που ανέλαβαν μετά το 2009. Αυτό βεβαίως αφορά και στην προηγουμένη κυβέρνηση που ενώ διαχειρίστηκε αρκετά ικανοποιητικά το δημοσιονομικό και το χρέος δεν κατάφερε να δώσει την αναπτυξιακή ώθηση που χρειάζεται η οικονομία. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα που ο ιδιωτικός τομέας είναι εξ ίσου αναποτελεσματικός και συντηρητικός, το κράτος ως δημόσιος επιχειρηματίας μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τον κύριο μοχλό ανάπτυξης, όχι όμως όπως στο παρελθόν, παρεμβαίνοντας σε τομείς που ανήκουν στη σφαίρα της αγοράς. Ιδιαίτερα στο πεδίο της βιοτεχνολογίας η Ελλάδα μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο γιατί διαθέτει σήμερα εστίες αριστείας στον ευρύτερο δημόσιο χώρο (Πανεπιστήμια – νοσοκομεία) που μπορούν να αποτελέσουν εστίες δημιουργίας καινοτομίας. Φανταστείτε να υπάρξει μια συνεργασία της διαθέτουσας καλές υποδομές Ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας με το κράτος και τα Πανεπιστήμια αν όχι στη δημιουργία πρωτότυπων φάρμακων, τουλάχιστον στα ονομαζόμενα αντίγραφα ή αλλιώς “me too drugs” που είναι ελαφρές παραλλαγές υφιστάμενων φάρμακων. Επίσης η δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος για την κλινική έρευνα που θα δημιουργήσει αύξηση της απασχόλησης και αυξημένη γενικά οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να είναι προτεραιότητα ενός «επιχειρηματικού» κράτους.

Δυστυχώς όλα αυτά απαιτούν ταυτόχρονα καινοτομία και στην μεγάλη πολιτική, δηλαδή στο τρόπο που τα πολιτικά κόμματα της χώρας διαχειρίζονται την πολιτική, αλλά εκεί αρχίζει η δική μας θλίψη που μπορεί να συζητηθεί σε μια άλλη ευκαιρία.


[1] Florence Nightgale 1820-1910: Νοσηλευτρια-Στατιστικος: Θεμελιωτρια της συγχρονης νοσηλευτικης. Γνωστη και ως “The lady with the lamp”


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edward Hopper (1882–1967), Office in a Small City

Δερβένης, Χρήστος

Ο Χρήστος Δερβένης γεννήθηκε στο Βόλο στις 29 Απριλίου 1954. Γιατρός-Χειρουργός. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, και εκπαιδεύτηκε στην ίδια σχολή στη γενική χειρουργική. Έχει μετεκπαιδευτεί σε διάφορα κέντρα του εξωτερικού στη χειρουργική του ήπατος και του παγκρέατος, στις ενδοσκοπήσεις και στη λαπαροσκοπική χειρουργική. Είναι επισκέπτης καθηγητής χειρουργικής σε πανεπιστήμια της Ευρώπης (Βέρνη, Ελβετίας – Βερόνα, Ιταλίας, Bergen Νορβηγίας – Lund  και Karolinska Σουηδίας) των ΗΠΑ (Mayo Clinic, Atlanta, Yale) και της Νότιας Αφρικής όπως και έχει προσκληθεί για διαλέξεις σε πολλά Πανεπιστήμια συμπεριλαμβανομένου και του Harvard των ΗΠΑ. Είναι μέλος Διοικητικών Συμβουλίων πολλών Ελληνικών και Διεθνών Επιστημονικών Εταιρειών.  Διετέλεσε   πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Χειρουργικής Πεπτικού, ενώ σήμερα είναι εκλεγμένος πρόεδρος της European- Africa Hepato-Pancreato-Biliary Association.  Ο κ. Δερβένης σήμερα είναι συντονιστής διευθυντής του Α΄ Χειρουργικού Τμήματος του Κωνσταντοπουλείου Νοσοκομείου Νέας Ιωνίας (Αγία Όλγα). 
Διετέλεσε Πρόεδρος του ΙΣΤΑΜΕ από το 2012 έως το 2015, Ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Πρωτοβουλίας για τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών Υγείας, Πρόεδρος της επιτροπής για την αναμόρφωση της Ιατρικής εκπαίδευσης, και μέλος επιτροπών για την ανάπτυξη του ΕΣΥ. Επίσης υπήρξε αντιπρόεδρος της Θεατρικής λέσχης Βόλου,  έχει δε παρακολουθήσει τα σεμινάρια κινηματογράφου στο British film Institute. 

Τελευταία άρθρα: Δερβένης, Χρήστος