Εμφάνιση άρθρων βάσει ετικέτας: Σύνταγμα

Ο Πέτρος Τατσόπουλος γράφει: «Οι εχθροί της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πολεμούν πρωτίστως το Κράτος Δικαίου και ο βασικός στόχος τους είναι ο θεσμός της Δικαιοσύνης. Έτσι, κατά τον συγγραφέα, σε κάποιες χώρες έχουμε μετάβαση σε μια μη φιλελεύθερη δημοκρατία (illiberal democracy). (...) Ενα στοίχημα - καθώς θα εξηγήσει ο Βενιζέλος κλείνοντας την παρουσίαση: «Το στοίχημα της Δημοκρατίας σήμερα είναι η επιστροφή της Πολιτικής, δίχως όμως να κατισχύσει η ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός». Αισιοδοξεί ο ίδιος ότι το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί; Οχι όσο η Πολιτική συνδέεται άρρηκτα με την Παροχολογία. Όσο η τελευταία μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο. Όσο ο λαϊκισμός επιβάλλει την ατζέντα.»

Ο κ. Μηνάς Πασχόπουλος στην ομιλία του στην παρουσίαση στα Ιωάννινα του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας», γράφει: «το γεγονός ότι το ελληνικό Σύνταγμα αποτελεί «αυστηρό Σύνταγμα», με αποτέλεσμα το αναθεωρητικό διάβημα να συντελείται αποκλειστικώς στη βάση των προβλεπόμενων στο άρθρο 110. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από την αυστηρώς προδιαγραμμένη διαδικασία, έστω κατ’ επίκληση της «βούλησης του λαού» θέτει εκ των πραγμάτων ζητήματα θεσμικής παραμόρφωσης που ανάγονται στον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κράτους δικαίου, τα οποία ζητήματα ο συγγραφέας εντοπίζει και αναλύει σε βάθος. «Η χώρα υπό τις παρούσες συνθήκες, χρειάζεται θεσμική ασφάλεια και σταθερότητα».

O Νίκος Κασκαβέλης γράφει με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου « Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ) στην Αθήνα στις 20.12.2018: «Η Δημοκρατία συγκυριακά μπορεί να παράγει και ολέθρια αποτελέσματα. Ακόμα και καταστροφές. Όλες σχεδόν οι χρεοκοπίες της χώρας πχ έχουν προκύψει από δημοκρατικά καθεστώτα. Άρα, είναι πιθανόν οι Δημοκρατίες, να μην έχουν αξιωματικά καλύτερα αποτελέσματα σε κάποιους τομείς από άλλα καθεστώτα. Το θέμα είναι όμως αφενός να καθορίσουμε τα κριτήρια της αξιολόγησης και αφετέρου να δούμε τη συχνότητα. Αν δηλαδή συχνότερα παράγουν οφέλη ή ολέθρους και για ποιους; Για την πλειοψηφία; Για κάποια συγκεκριμένη ευνοημένη μειοψηφία; Και τελικά τι συνιστά "ωφέλιμο αποτέλεσμα";»

Η Δήμητρα Κρουστάλλη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου, «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ), τονίζει: "Όλο το βιβλίο το διαπερνά μια βαθιά ανησυχία. Ότι στην Ελλάδα δεν είναι μόνο η Δημοκρατία υπό πίεση αλλά και το Σύνταγμα, καθώς η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την αναθεώρησή του, ως τακτική αντιπερισπασμού, αναλόγως με τις επικοινωνιακές ανάγκες της, υπονομεύοντας τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων. «Απαιτείται προσοχή και θεσμική καχυποψία», γράφει, απευθυνόμενος όχι μόνο στους πολιτικούς αλλά και στους πολίτες θέτοντας το ερώτημα: «Υπάρχει άραγε μια αυτονόητη δημοκρατία ή χρειάζεται πάντα να θυμόμαστε ότι η Δημοκρατία είναι μια ιστορική κατάκτηση;». 

Ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας αναφέρεται στο μεταπολιτευτικό συνταγματικό κεκτημένο: «Το Σύνταγμα του 1975, αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της συνταγματικής μας ιστορίας, αποτελώντας τη πανηγυρική επιστροφή της χώρας, στη συνταγματική ομαλότητα και τη δημοκρατική νομιμότητα. Θεωρώ, ότι αποτελεί τον πέμπτο μεγάλο σταθμό της πολιτειακής μας εξέλιξης , και της «συνταγματικής επανατοποθέτησης» στο πνεύμα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού που επικράτησε μετά το Μεσοπόλεμο.» τονίζει και σημειώνει πως σήμερα ότι «η κρίση νομιμοποίησης των θεσμών δεν παράγεται από το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά προέρχεται από την κατάλυση και την περιφρόνηση των θεσμών που προβλέπονται στο Σύνταγμα»

Ο Ξενοφών Κοντιάδης στην ομιλία του στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, αναφέρεται «σε τρία πεδία παρέμβασης στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του κράτους και την ανάταξη της οικονομίας: τη συνταγματική αναθεώρηση, την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και την «εκκαθάριση»-ποιότητα της νομοθεσίας». Ο Ξ. Κοντιάδης σημειώνει πως «το Σύνταγμά μας αποδεικνύεται σε αρκετές από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις του ανορθολογικό», τονίζει την «το εκλογικό σύστημα αποτέλεσε εργαλείο της εκάστοτε πλειοψηφίας», και επισημαίνει ότι «ο πιο έμπειρος νομικός της θεωρίας και της πράξης αδυνατεί έστω να εντοπίσει τι ισχύει μέσα στον δαιδαλώδη νομοθετικό λαβύρινθο»

Ο Κώστας Μποτόπουλος εξετάζει τις κυβερνητικές προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση κατατάσσοντας τες «σε τρεις άνισες κατηγορίες: συζητήσιμες, κακότεχνες και μπολιβαριανές» και σημειώνει πως «θα ήθελαν να μας γυρίσουν σε εποχές «δημοψηφισμάτων» όπως αυτά του προηγουμένου Αρχιεπισκόπου με το βλέμμα στραμμένο στον Τσάβες». Ο συγγραφέας τονίζει: «Από τη Δημοκρατία της ευθύνης, της εθνικής συνεννόησης και των δύσκολων αλλά στιβαρών αποφάσεων υπέρ του γενικού συμφέροντος, η κυβερνητική πρόταση θα οδηγούσε σε μια Δημοκρατία λαϊκιστικής επίφασης και ακυβερνησίας. Παρόλο που το πολιτικό αυτό σχέδιο δεν θα υλοποιηθεί, το πλήγμα που έχει επιφέρει στο Σύνταγμα και τους θεσμούς είναι ήδη βαρύ.»

Ο Κώστας Μποτόπουλος αναλύοντας τις στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον εκλογικό σύστημα, εκτιμά πως «οι καιροί είναι ώριμοι για μια αλλαγή του ισχύοντος εκλογικού συστήματος της (πολύ) ενισχυμένης αναλογικής» συμπληρώνοντας ότι «οι πολιτικές συνθήκες και οι ανάγκες της εποχής, στην Ελλάδα και όχι μόνο έχουν ουσιαστικά σημάνει τη λήξη του μοντέλου των μονοκομματικών κυβερνήσεων». Ο συγγραφέας παρουσιάζει τα βασικά σημεία του προβληματισμού για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος: Περισσότερη αναλογικότητα, αντιπροσωπευτική κατανομή εδρών, σταυρός ή λίστα, εκπροσώπηση αποδήμων, χρήσιμες και λιγότερο χρήσιμες παράλληλες μεταρρυθμίσεις, και τονίζει πως « η συζήτηση περί του εκλογικού συστήματος είναι κρίσιμη για τη Δημοκρατία».

Η Βάσω Κόλλια τοποθετείται επί της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση εκτιμώντας πως είναι σημαντική όσο ποτέ άλλοτε στη μεταπολίτευση «εφόσον αποδεχτούμε ότι η κρίση χωρίς τέλος που ζούμε, δεν είναι μόνον οικονομική». Αναφερόμενη στο νόμο περί ευθύνης υπουργών, κι αφού υπογραμμίσει ότι «κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια καταχρηστική και προσχηματική δίωξη πολιτικών αντιπάλων», η συγγραφέας αναφέρει ως πιθανή λύση την πρόταση «δημιουργίας δικαστικού οργάνου υψηλού κύρους, το οποίο θα επιλέγεται με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο». Αναφορά κάνει και στο ζήτημα της εκλογής ΠτΔ, και αναρωτιέται «εάν θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε κυβερνήσεις με πρόφαση την εκλογή του Προέδρου».

Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος εξετάζει τις προοπτικές της εκλογικής μεταρρύθμισης, τονίζοντας ότι «οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 επιβεβαίωσαν ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν έχει από μόνο του τη δύναμη να επαναμετατρέψει το νέο εκλογικό σύστημα που δημιουργήθηκε μετά το 2012 από πολυκομματικό σε δικομματικό, μπορεί ωστόσο να διασφαλίσει τον σχηματισμό μιας Κυβέρνησης συνασπισμού, όπου το πρώτο κόμμα θα διαθέτει χάρις στο bonus των 50 εδρών μια δεσπόζουσα θέση». Ο συγγραφέας εκτιμά πως «η Κυβέρνηση θα αναλάβει την πρωτοβουλία αλλαγής του εκλογικού νόμου μόνο αν είναι βέβαιη ότι με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο θα χάσει σίγουρα τις επόμενες εκλογές».

Σελίδα 2 από 3