Το φαινόμενο των «αναπηρικών» συντάξεων
Ένα μέρος από τις καταβαλλόμενες συντάξεις, αποδίδεται σε όσους, με έγκυρο ή με «άλλο» τρόπο, είχαν δικαιωθεί ως ανίκανοι να συνεχίσουν την εργασία τους με σκοπό την αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της υγείας τους ή, τουλάχιστον, την επιβίωσή τους με ασφάλεια.
Αναμφίβολα, αν δεν μας απατούν τα φαινόμενα αρκετών «αναπήρων» που συνεχίζουν να απασχολούνται –συνήθως παράνομα, δηλ. ως ανασφάλιστοι- είτε επιδίδονται σε δραστηριότητες που, αν μη τι άλλο, δεν προσιδιάζουν σε κλινικές περιπτώσεις που το ίδιο το σύστημα διερεύνησης και απονομής σχετικού δικαιώματος λήψης πρόωρης σύνταξης κατατάσσει σε «υψηλού κινδύνου».
Είναι αλήθεια πως, με αφορμή το «επάρατο» Μνημόνιο και τις διασταυρώσεις των εντολών πληρωμής με αυτοπρόσωπη φυσική παρουσία ή με παρουσία μαρτύρων επιτόπια διαπίστωση της φυσικής κατάστασής τους, κατ’οίκον ή σε διάφορα «αναπαυτήρια», χιλιάδες υπήρξαν οι διακοπές και η δικαστική απαίτηση των «αχρεωστήτως» καταβληθέντων ποσών, ιδιαίτερα από «συγγενείς» των δικαιούχων.
Εντούτοις, ο συνολικός αριθμός των αναπηρικών συντάξεων, όσον αφορά τουλάχιστον το διάστημα της 2ετίας (Ιούλιος 2013-Ιούνιος 2015), παραμένει σταθερός, αν και μειώνοντας το ποσοστό του στο σύνολο των –κυρίων- συντάξεων και την σχέση του με τις συντάξεις γήρατος.
Το «party» στον χώρο της Υγείας τερματίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την δημιουργία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και με την συμβολή του «επάρατου» μνημονίου.
Από την άλλη, εντύπωση προκαλεί, τόσο η εξωπραγματική αύξηση του αριθμού των δικαιούχων όσο και το μερίδιό τους στο σύνολο των συντάξεων, σε επαγγελματικούς χώρους που δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα σκληρές και βλαπτικές συνθήκες εργασίας.
Πώς π.χ. μπορεί να αξιολογηθεί η αύξηση των δικαιούχων σε ποσοστό 50, 70 ή και 300-400% σε διάστημα μόλις 2 ετών ενώ, σε γενικές γραμμές, η μείωση υπήρξε ραγδαία;
Aκόμη και διαπρύσιοι κήρυκες της ασφαλιστικής νομιμότητας και «φίλοι του λαού», ενώ έχουν δικαιωθεί, για σοβαρούς πάντως λόγους υγείας, σύνταξη στα 55-circa, κοπιάζουν καθημερινώς για τα «δίκια του λαού», διακινδυνεύοντας την επιστημονικά κατατασσόμενη ως επισφαλή υγεία τους……
Η μεταβίβαση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος
Η νομοθεσία, έχοντας υποστεί επιδράσεις από τα «κεκτημένα» δεκαετιών αλλά και από το εθιμικό δίκαιο, μεταβιβάζει τμήμα της συντάξεως των απερχομένων στους οικείους του, με σκοπό την προστασία του κοινωνικο-οικονομικού τους «status» , ιδία στις περιπτώσεις όπου οι τελευταίοι στερούνται επαρκών ή και παντελώς ιδίων εισοδημάτων. Χήρες (αλλά και χήροι τελευταία) και ανήλικα ή ανίκανα προς εργασία τέκνα αλλά και αδελφές, εισπράττουν συντάξεις, ασχέτως εάν διαθέτουν δικό τους εισόδημα, από εργασία ή εκμετάλλευση ακινήτων, γεωργική παραγωγή κ.ο.κ. Για να αντιληφθούμε το εντελώς παράλογο και συνάμα προκλητικό του όλου σκηνικού, αρκεί ίσως να σκεφθούμε την περίπτωση π.χ. άγαμης αδελφής η οποία, ούσα ιδιωτική υπάλληλος ή ασκούσα ελεύθερο επάγγελμα, το οποίο καλύπτει επαρκέστατα το κόστος ζωής, διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία ή και περισσότερες, ιδιοχρησιμοποιούμενες ή μισθωμένες. Η περίπτωση συμβίωσης, τεκνοποιίας με αναγνωρισμένα από τον συνοικούντα σύντροφο τέκνα κ.τ.λ, ουδόλως έχει απασχολήσει τους «ειδικούς», τουλάχιστον άχρι «Μνημονίου».
Αποκαλυπτική, εξάλλου, είναι και η σχέση μεταξύ Συντάξεων/Συνταξιούχων «Θανάτου», η οποία, σε συνθήκες ασφαλιστικού «Αρμαγεδώνα» αυξήθηκε από 2,18, σε 2,34 εντός της 2ετίας της «ανθρωπιστικής» (για τους «πολλούς») κρίσης.
Το πρόσχημα του «μέσου όρου»
Η διαρκής επίκληση του ύψους του συνόλου των συντάξεων, ενώ φαινομενικά είναι ορθή, «ξεχνάει» το γεγονός πως το ύψος τους δεν είναι το ίδιο ανά κατηγορία και αιτία καταβολής. Αφενός γιατί το ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος «ενεργείας» σχετίζεται με τον ασφαλιστικό «βίο» (έτη ασφάλισης), ύψος ασφαλιζόμενων αποδοχών, άρα και αξία εισφορών και ηλικία εξόδου προ των γενικών ορίων, αφετέρου με την απομείωσή του εξαιτίας μεταβίβασης (βλ.παραπάνω). Με υπόθεση εργασίας την σχέση συντάξεων «Θανάτου» και «Γήρατος» e 0,7:1 και την διαφοροποίηση των μεριδίων μεταξύ των Φ.Κ.Α, οι συντάξεις των αμέσων δικαιούχων κινούνται σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα.
Η περίπτωση των «πατρικίων»
Η ανασκόπηση των χρονοσειρών της βάσης δεδομένων του ενημερωτικού δελτίου «ΗΛΙΟΣ» του Υπ.Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, είναι διαφωτιστική ως προς την μέση ηλικία συνταξιοδότησης της μειοψηφίας των ασφαλισμένων, σε αντίθεση με την συντριπτική μερίδα του συνόλου.
Η «κουρελού» των παροχών που καταβάλλονται στους αποχωρούντες με πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα, διακρίνεται από προκλητική ανισότητα.
Αναμφίβολα, συνιστά ωμή πρόκληση, ιδιαίτερα στην ηθική, η διατήρηση της δυνατότητας αποχώρησης σε ηλικίες που, στο σύνολο του μέσης νοημοσύνης κοινού, θεωρούνται και ως «δεύτερη νεότητα» για πλειάδα επαγγελματικών χώρων. Λαμβάνοντας δε υπόψη πως οι ωφελούμενοι κατά κανόνα δεν έχουν βιώσει π.χ. το άγχος της «απόλυσης», τη χαμηλότατη αμοιβή, τις απωλεσθείσες («μαύρες») ημέρες εργασίας και τις υψηλές κατά τα άλλα ασφαλιστικές εισφορές, το θέμα είναι απόλυτης προτεραιότητας ως προς την επιβολή της «τάξης».
Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι εισφορές κινούνται σε υψηλά επίπεδα π.χ. 32% (Δ.Ε.Η), η ελλειμματική σχέση ενεργών/συνταξιούχων ασφαλισμένων, ουσιαστικά καταλήγει στην έμμεση επιδότηση των κατά γενική ομολογία υψηλοσυνταξιούχων των εν λόγω χώρων από τους «πληβείους» του εξόχως άδικου αναδιανεμητικού συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, για το οποίο και εξακολουθούν να επιμένουν οι «προστάτες» και «φίλοι του λαού», μερικοί εκ των οποίων και συνταξιοδοτούμενοι από προβληματικότατα έως και «τελειωμένα» τέως «ευγενή» ταμεία. Τα τελευταία, διασώζονται με το εύρημα της ενσωμάτωσης στο Ι.Κ.Α.
Περιττεύει βεβαίως να αναφέρουμε τα παραδείγματα των μητέρων ανηλίκων που εισπράττουν συντάξεις ίσως και πριν από την συμπλήρωση 4 δεκαετιών ζωής, χωρίς ουδέποτε να είχαν συνεισφέρει το «κατι τις» τους (δικαιούχοι Γ.Λ.Κ: εισφορά –κύριας- σύνταξης έως 31.12.93: 0% -σήμερα 6,67% με μηδενική εισφορά εργοδότη και ανυπαρξία ιδίου Φ.Κ.Α).
Ο παραλογισμός των «εφάπαξ» παροχών
Η «κουρελού» των παροχών που καταβάλλονται στους αποχωρούντες με πλήρη ασφαλιστικά δικαιώματα, διακρίνεται, αν μη τι άλλο, από προκλητική ανισότητα.
Ενώ π.χ. στον ιδιωτικό τομέα, το αναλογούν βάσει της προϋπηρεσίας στον τελευταίο εργοδότη ποσό, περικόπτεται με το πρόσχημα της –μελλοντικής- καταβολής και Επικουρικής σύνταξης, δεν συμβαίνει το αντίστοιχο στο στενό Δημόσιο τομέα, σε Δ.Ε.Κ.Ο. και Τράπεζες. Με απλά λόγια, ο νόμος εδώ «μεριμνά» καταφανώς υπέρ των εργοδοτικών ταμείων.
Από την άλλη, ενώ το «εφάπαξ» υπολογίζεται επί του δικαιουμένου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, όσο αφορά στον ιδιωτικό τομέα, το αντίστοιχο ποσό στις άλλες περιπτώσεις εξάγεται με έναν διαφορετικό τρόπο.
Εξάλλου, στις επιχειρήσεις σχηματίζονται «προβλέψεις» βάσει των υπό αποχώρηση υπαλλήλων, επιβαρύνοντας τους ισολογισμούς, δεν υφίσταται ανάλογη πρακτική στα –τύποις- αυτοδιοικούμενα ταμεία «Πρόνοιας» των «πατρικίων».
Στην πράξη, αυτό που συμβαίνει, δεν είναι άλλο από την «αφαίμαξη» για την κάλυψη των «ανοιγμάτων» από την Γενική Φορολογία, προκειμένου για το Δημόσιο και από τα ταμειακά διαθέσιμα των Δ.Ε.Κ.Ο. και των Τραπεζών.
Επιπροσθέτως, δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μας η ελάχιστη ενέργεια ενημέρωσης του «ποιμνίου» των οφελουμένων από τους ex-officio εκπροσώπους του στα Δ.Σ. των Προνοιακών φορέων, αν και θα όφειλαν, τουλάχιστον μια «συγνώμη».
Η Επικουρική Ασφάλιση
Δεν είναι ψέμα η διαπίστωση πως, σε αρκετές περιπτώσεις, το εισόδημα των συνταξιούχων κινείται σε ίσα ή και υψηλότερα επίπεδα από το μέσο εισόδημα «ενεργείας». Η αιτία δεν είναι άλλη από το γεγονός πως το 20% -circa- των κρατήσεων που αφορούν σε εισφορές για κύρια, επικουρική, προνοιακή και ασφάλιση περίθαλψης, αναπληρώνεται από την είσπραξη των επικουρικών συντάξεων.
Ιδιαίτερα σε κλάδους ελευθεροεπαγγελματιών, συχνά οι συνταξιουχικές απολαβές κινούνται σε υψηλότερα από τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Η Aσφάλιση Υγείας
Τόσο οι ενεργοί όσο και οι συνταξιούχοι ασφαλισμένοι, στο πλαίσιο του «Κοινωνικού» κράτους, δικαιούνται ίσης πρόσβασης και συμμετοχής στο κόστος των δαπανών προαγωγής, διασφάλισης και αποκατάστασης, στο μέτρο του δυνατού, της υγείας τους.
Η διαχρονική μεταβολή του όγκου των ασφαλισμένων και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η εισαγωγή νέων φαρμάκων, συσκευών, διαγνωστικών συγκροτημάτων και μεθόδων, έχουν αυξήσει, σε παγκόσμιο επίπεδο, το κόστος συντήρησης των συστημάτων υγείας.
Από την άλλη, η «δημοκρατική» ισότητα, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνονται οι παντός είδους «στρουθοκάμηλοι», έχει επιβάλει την ίδια συμμετοχή στο εν λόγω κόστος, ανεξάρτητα από το –συνολικό- ατομικό και οικογενειακό εισόδημα, την συχνότητα της ανάγκης, το μέγεθος των οικογενειακών βαρών.
Ένας π.χ. μισθωτός των 1.500 Ευρώ/μήνα, άγαμος/χήρος, με εργαζόμενη ή μη σύζυγο, χωρίς ή με ανήλικα ή προστατευόμενα τέκνα, με ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία, με βάρη εξυπηρέτησης π.χ. στεγαστικού δανείου ύψους –έστω- 10% του εισοδήματός του, αντιμετωπίζεται «ισότιμα» με τον ομοεπίπεδο –κατά δήλωσή του- ελεύθερο επαγγελματία ή και συνταξιούχο, χωρίς την παραμικρή επίδραση στο εισόδημά του από τις προηγούμενες αιτίες.
Το απολύτως παράλογο, αντιδημοκρατικό και κοινωνικά άδικο ίσως αποτυπώνεται πλήρως στην περίπτωση των ανέργων, που διατηρούν ωστόσο την ασφαλιστική τους κάλυψη.
Στην τελευταία περίπτωση, σπεύδουμε να δηλώσουμε πως, η σκέψη περί θέσης εισοδηματικών κριτηρίων στο ύψος της συμμετοχής, είναι πράγματι ένα εκσυγχρονιστικό και ταυτόχρονα δίκαιο μέτρο. Άλλωστε, έχει υποστηριχθεί και από αρκετούς –εξαιρουμένου του υπογράφοντος- προ μακρού χρόνου («ΤO BHMA», 2.10.2010 κ.ά).
Η «ισότητα» στην περίθαλψη
Πέραν όσων έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες παραγράφους, το «σύστημα» εμφανίζει την σοβαρότερη παθογένειά του στο επίπεδο της πρόσβασης και της κάλυψης του κόστους των υπηρεσιών υγείας. Τόσο στην πρόληψη και την προαγωγή όσο και στην θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας, οι «ισότιμοι» Έλληνες πολίτες δεν είναι ταυτόχρονα και «ίσοι».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επί 10ετίες διαφορά της «θέσης» νοσηλείας, μεταξύ των «ταμείων» υγείας σε Δημόσιο, Τράπεζες & Δ.Ε.Κ.Ω. και των ασφαλισμένων στο Ι.Κ.Α. (νυν Ε.Ο.Π.Υ.Υ). Για λόγους που δεν έγιναν ποτέ κατανοητοί, το παθολογικό περιστατικό τύγχανε νοσηλείας σε 2-κλινο ή και 1-κλινο θάλαμο, προϊόντος και του «βαθμού» ή της προϋπηρεσίας του ασφαλισμένου, την στιγμή κατά την οποία «πληβείοι», ενδεχομένως και σε οδυνηρή μετεγχειρητική κατάσταση, βρίσκονταν σε 6-κλινο ή και μεγαλύτερο –στο παρελθόν- θάλαμο.
H απουσία οργανωμένου ελέγχου, συντηρούσε ένα χωρίς προηγούμενο «αλισβερίσι».
Παράλληλα, εκτός των διαφορών νοσηλευτικού «status», οι «αγώνες» κατακτούσαν παροχές με πρόσθετα ασφαλιστικά «πακέτα», προκειμένου να αποφεύγεται ο «συγχρωτισμός» με τον «λαουτζίκο» στα κρατικά νοσοκομεία, με σαφή προτίμηση σε ιδιωτικά «πολυτελείας» (ως προς τον γενικό εξοπλισμό) νοσηλευτήρια.
Επιπρόσθετα, η απουσία οργανωμένου ελέγχου, συντηρούσε ένα χωρίς προηγούμενο «αλισβερίσι» με προκλητικές υπερβολές όγκου και συχνότητας επαναλαμβανόμενων διαγνωστικών συνεδριών, εισπράξεις νοσηλίων μηδέποτε διασταυρωμένων ως προς την πραγματική τους υλοποίηση κ.τ.λ.
Με βάση τα –προϋπολογισθέντα- ποσά του Κ/Π του 2009, οι αποκλίσεις μεταξύ των «πολλών» και της μειοψηφίας ήταν αποκαλυπτικές. Χαρακτηριστικά:
1.Στο σύνολο των προϋπ/νων δαπανών, έναντι γενικού μ.ό. δαπάνης 721, οι δικηγόροι «επαρχίας», είχαν προϋπολογίσει 2.654 Eυρώ κ/κ δικαιούχου ετησίως. Στον αντίποδα, οι υπάλληλοι της ΕΛ.ΑΣ. (πρώην Α.Π), είχαν δεσμεύσει μόλις 48(!!). Μάλιστα, οι λειτουργοί της Υγείας (μέλη Τ.Σ.Α.Υ) είχαν ένα από τα χαμηλότερα «κοστολόγια», μόλις 523 Ευρώ.
2. Στην φαρμακευτική περίθαλψη (αφορά στο κόστος πλέον της συμμετοχής του ασφαλισμένου) και πάλι η ίδια ομάδα κατακτούσε το «πρωτάθλημα», με 998 Ευρώ κ/κ (γενικός μ.ό: 375). Και εδώ, προφανώς το «χαμηλό» του Τ.Σ.Α.Υ. (216 Ευρώ), δεν μπορεί να είναι «τυχαίο».
3.Στις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης, σταθερή είναι η «πρωτιά» των δικηγόρων εκτός Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικά, είναι σχεδόν 5πλάσια του γενικού μ.ό. (570 έναντι 97 Ευρώ κ/κ). Περιττεύει προφανώς να αναφερθεί η «οικονομία» των μελών του Τ.Σ.Α.Υ, με μόλις 24 Ευρώ ετησίως κ/κ.
4.Η «νοσηρότητα» και το εξαιρετικά επισφαλές της υγείας των δικηγόρων πάντοτε της επαρχίας επιβεβαιώνεται και από τα 856 Ευρώ κ/κ ετησίως, προκειμένου για τις δαπάνες πάνω από την α’βάθμια περίθαλψη. Συγκεκριμένα, με 856 Ευρώ/έτος, (334% πάνω από τον γ.μ.ό. των 197 Ευρώ), αποδεικνύονται πως χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το «party» στον χώρο της Υγείας, εκτιμάται πως τερματίστηκε σε μεγάλο βαθμό, τόσο με την δημιουργία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. όσο και με την συμβολή του «επάρατου» μνημονίου.
Οι «κοινωνικοί» πόροι-η περίπτωση της Υγείας
Στο σύνολο των εσόδων των φορέων ασφάλισης περίθαλψης, είναι προκλητική η μέχρι στιγμής επιβάρυνση του κοινωνικού συνόλου, είτε μέσω της γενικής φορολογίας με επιχορηγήσεις των ανοιγμάτων της «αβρόχοις ποσί» ανεπαρκούς διοίκησης από ανεύθυνους και κατά τεκμήριο άσχετους ή άτολμους «διοικητές» και «διακοσμητικών» Δ.Σ. είτε με την εισροή εκατομμυρίων Ευρώ προερχομένων από τους «κοινωνικούς» πόρους.
Π.χ. η διαχρονική «ανέχεια» των Ελλήνων αγροτών, είχε σαν αποτέλεσμα προϋπολογισμένα έσοδα στον κλάδο υγείας του Ο.Γ.Α. μόλις 430 εκ. Ευρώ (Κοινωνικός Π/Υ 2009).
Συνιστά πρόκληση η «εξίσωση» της συμμετοχής σε «έχοντες» και μη, ανεξάρτητα από το όποιο τελικό κόστος για τον χρήστη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής των κ.π. στα συνολικά έσοδα των ταμείων υγείας, σημειώνεται στον χώρο του Τύπου. Η κατάργηση του «επαγγελματικού» Ταμείου Συντακτών στην 7ετία, μέσο «άλωσης» του Τύπου από τους «πατριώτες», είχε σαν αποτέλεσμα την μέσω του «αγγελιοσήμου» είσπραξη 65 περίπου εκ.Ευρώ από συντάκτες, τεχνικούς και υπαλλήλους στα Μ.Μ.Ε. (μόνο μέλη των επαγγελματικών ενώσεων).
Κατάληξη του «πρωτοποριακού» αυτού τρόπου, αφενός μηδενισμού του εργοδοτικού κόστους, αφετέρου «χαρατσώματος» του κόστους αγαθών και υπηρεσιών, ήταν το 77% στον Ε.Δ.Ο.Ε.Α.Π. και το 48% στους Τεχνικούς Τύπου (μέλη ΤΑΤΤΑ).
Τα εισοδηματικά κριτήρια
Από αρκετούς σχολιαστές και αναλυτές, έχει συζητηθεί η αναλογική συμμετοχή στο κόστος περίθαλψης και στις πρόσθετες παροχές προνοιακού χαρακτήρα, με βάση το διαθέσιμο εισόδημα των ασφαλισμένων και των εξηρτημένων από αυτούς μελών. Σε κάθε περίπτωση, η όποια μέθοδος οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες ανάγκες και την συχνότητα και βαρύτητα της νόσου και του κόστους των απαιτουμένων συνεδριών, νοσηλειών, φαρμάκων, συσκευών και παρα-φαρμακευτικών αναλωσίμων υλικών.
Η εισαγωγή «έξυπνων» καρτών, συνδεδεμένων με τις βάσεις δεδομένων Γενικής Φορολογίας, Περιουσιολογίου κ.ά, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα κατόχου και αιτούντος, ενδεχομένως να είναι δόκιμη και αποτελεσματική. Ας μην λησμονούμε πως, η απουσία ουσιαστικού ελέγχου π.χ. νοσολογικών στατιστικών δεδομένων και παραβολής τους με τις πραγματοποιούμενες δαπάνες, υπήρξε ίσως η κύρια αιτία της διόγκωσης, τόσο της φαρμακευτικής δαπάνης όσο και των εκατοντάδων περιπτώσεων πληρωμής ανύπαρκτων παροχών σε χρήμα (π.χ. αναπηρικά αμαξίδια).
Σε κάθε περίπτωση, συνιστά πρόκληση η «εξίσωση» της συμμετοχής σε «έχοντες» και μη, ανεξάρτητα από το όποιο τελικό κόστος για τον χρήστη. Εξάλλου, η μη συσχέτιση του –δηλουμένου- διαθέσιμου εισοδήματος με το κόστος ζωής του χρήστη , οφείλει να «διορθωθεί» άμεσα. Δεν είναι π.χ. «δίκαιο» να θεωρούνται εισοδηματικά «ίσοι» όσοι δηλώνουν το ίδιο εισόδημα, χωρίς να συνυπολογίζονται εμφανείς και αποδεικνυόμενες με «κρυφές» επιβαρύνσεις. Προφανώς, δεν τίθεται διαφωνία μεταξύ αγάμου/χήρου με ιδιόκτητη κατοικία και οικογενειάρχη με μη εργαζόμενη σύζυγο, ανήλικα ή προστατευόμενα τέκνα που εξοφλεί στεγαστικό δάνειο ή καταβάλλει μίσθωμα για την οικογενειακή εστία.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Antoni Clavé (1913 –2005) Enfant à la cage