Πέμπτη, 18 Φεβ 2016

«Χώρος» και Χρυσή Αυγή

αρθρο του:

«Καθένας έχει μια νίκη μέσα του και μιαν ήττα ενδοξότερη από τη νίκη έχεις μια νίκη μέσα σου- να το ξέρες και μιαν ήττα ενδοξότερη από τη νίκη»
(Ηλίας Τσέχος, 20ος αιώνας, Ποιητική συλλογή, "Τα πάθη που φοράς").


Οι έννοιες της εύρεσης, της σταθεροποίησης και της ρύθμισης του «χώρου» αποτελούν εκείνες τις ορίζουσες που ανατροφοδοτούν τη νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτό το πλαίσιο, η Χρυσή Αυγή «εδαφικοποίησε» τη δράση και την παρουσία, κάτι που διαμόρφωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση μίας έντονα βιωμένης «υλικότητας» βίας. Ο «χώρος» ως έννοια και ως κοινωνική αναπαράσταση προσέλαβε και τις εκφάνσεις μίας νεοναζιστικής αναδιαμόρφωσης: η αφήγηση του νεοναζιστικού μορφώματος (έντονος ρατσισμός, ξενοφοβία, σήμανση του τύπου «έξω οι ξένοι»), οριοθέτησε την ίδια τη «μορφή» της βίαιης δράσης.

Σε συνοικίες του κέντρου Αθηνών, η ΧΑ μετασχηματίστηκε σε βίαιη ολότητα χρησιμοποιώντας την αφήγηση του «βέβηλου» ξένου που «επιμολύνει» το «ιερό».

Σε συνοικίες πέριξ του κέντρου των Αθηνών, η Χρυσή Αυγή, θα λέγαμε πως μετασχηματίστηκε σε βίαιη ολότητα χρησιμοποιώντας ως ελκτική δύναμη, ως δεδομένο ιδεολογικό πλέγμα την αφήγηση του «βέβηλου» ξένου που «επιμολύνει» το «ιερό», και την δοσμένη «ιερότητα» του εδαφικού-κοινωνικού «χώρου».

Όπως αναφέρει η Βασιλική Γεωργιάδου: «Ο τρόπος που κινήθηκε η ΧΑ αμέσως μετά τη διπλή εκλογική αποτυχία της τόσο στις Ευρωεκλογές όσο και στις εθνικές εκλογές του 2009 (είχε λάβει 0,46% και 0,29% αντιστοίχως) έδειξε ότι η οργάνωση επιδίωξε, κατά πρώτον, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της εκεί όπου είχαν συγκροτηθεί οργανωτικοί της πυρήνες, καθώς και εκεί που παρουσιάστηκαν πολιτικές ευκαιρίες μονιμότερης παρουσίας της σε μια χωρικά περιορισμένη πολιτική σκηνή. Ο δήμος της Αθήνας μεταβλήθηκε στο κατεξοχήν οχυρό της ΧΑ. Αξιοποιώντας τη μετατροπή του μεταναστευτικού ζητήματος σε πολιτικό διακύβευμα, καθώς και τις δυνατότητες που προσέφερε η επιθετική αντιμεταναστευτική κινητοποίηση της σε περιοχές όπου είχε ήδη παρουσιαστεί μια «από τα κάτω» εναντίωση στη μετανάστευση, η οργάνωση εξάπλωσε την επιρροή της σε ένα αριθμητικά σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων της Αθήνας. Αφού δημιούργησε ισχυρά οργανωτικά/εκλογικά οχυρά (Αθήνα, αλλά και Νίκαια), συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της τοπικά, η ΧΑ κινήθηκε, κατά δεύτερον, προς μια προοπτική εξακτίνωσης της στην επικράτεια».[1]

Στο «χώρο» (δημοτικά διαμερίσματα της Αθήνας), συνυφαίνονται ο βίαιος λόγος και η βίαιη πρακτική της Χρυσής Αυγής, κάτι που συμβάλει στην ειδική συγκρότηση μίας μηχανικής αποκλεισμού της ετερότητας. Η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που επέβαλλε η Χρυσή Αυγή είχε ως στόχο την «εκκαθάριση» ενός «χώρου», (διαμέσου της δομικής άσκησης βίας) και την παράδοση του στους «καθαρούς» Έλληνες.

Η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που επέβαλλε η ΧΑ είχε ως στόχο την «εκκαθάριση» ενός «χώρου».

Πραγματικά, ο «καθαρά» ρατσιστικός λόγος της νεοναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή εξετράπη στην ατραπό της βέβηλης στάσης και πτυχής, εκεί όπου ενυπάρχει η λογική της συγκρότησης ενός ταυτοτικού δίπολου: έτσι, από τη μία πλευρά, ενυπάρχουν οι βέβηλοι και «μιαροί» διαφορετικοί, αυτοί που «επιμολύνουν» ότι ακριβώς θεωρείται «ιερά» εθνικό, «ιερά» εθνικό ως «χώρος».

Η βία, εκφεύγοντας από τις σημάνσεις του λεκτικού-σωματικού, προσέλαβε και τα χαρακτηριστικά της απεύθυνσης ως πολιτικής πράξης σε κοινωνικές τάξεις: άλλοτε ως πρόταγμα και διακύβευμα «κάθαρσης» του «χώρου» από την «βέβηλη» παρουσία και τις «βέβηλες» πράξεις των «ακάθαρτων» που «ευθύνονται» για την «έλευση» της οικονομικής κρίσης και κλέβουν τις δουλειές, το ψωμί και τον ιδρώτα των τίμιων και προπάντων «καθαρών» Ελλήνων» εργαζομένων και καταστηματαρχών (απεύθυνση στην παραδοσιακή μικροαστική τάξη της πόλης και στο εργατικό μπλοκ), άλλοτε ως ιεραρχημένη, κανονικοποιημένη και τυποποιημένη μορφή απεύθυνσης στο άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας, διαμέσου της επιδίωξης «πάταξης» όλων όσοι αμφισβητούν το τρέχον κεφαλαιοκρατικό υπόδειγμα συσσώρευσης.

Το σύνθημα «αναρχικοί και μπολσεβίκοι, αυτή η γη δεν σας ανήκει» αποτελεί το φανερό «λάβαρο» της οργάνωσης, «μορφή» μίας εθνικής συμπερίληψης και αναπαράστασης του βιωμένου και κατεστημένου «είναι». Η γη και ο «χώρος» αναπαρίστανται στη βάση μίας «εξισωτικής» (προς το «καθαρό» έθνος) και σχεσιακής διαδικασίας ανασυγκρότησης του συλλογικής-εθνικής δομής, την ίδια στιγμή που επιδιώκει να εμπεδώσει το εθνικό-κεφαλαιοκρατικό υπόδειγμα δια της μεθόδου της απόταξης και της εξ ορισμού αναγκαστικής και απαραίτητης «εξορίας» αυτών που αμφισβητούν το δοσμένο υπόδειγμα ταξικής κυριαρχίας. Ο τοπικός «χώρος» ως υπόδειγμα βίαιης έκφανσης και δράσης επιδιώκεται να αναχθεί σε εθνικό υπόδειγμα, σε υπόδειγμα ανάδειξης της ομοιογένειας.

Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνουν οι Μιχάλης Πέτρου, Γιώργος Κανδύλης & Κώστας Βακαλόπουλος: «Επικεντρώνοντας στις στρατηγικές που χαράσσει ένα τοπικό στέλεχος της ΧΑ, επιχειρήσαμε να αναδείξουμε τον κομβικό και συνάμα διαμεσολαβητικό ρόλο που διαδραματίζει, τόσο στη συγκρότηση και ενίσχυση ενός από τα κάτω συμπαγούς δικτύου αφοσίωσης και εξοικείωσης με αξίες και αρχές αυταρχισμού και βίας, όσο και στην υποστήριξη αυτού του τοπικού κοινοτικού δικτύου προς το ευρύτερο μόρφωμα της ΧΑ. Υπό το πρίσμα αυτό, αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο θεμελιώνεται και ενορχηστρώνεται δημόσια ή παρασκηνιακά το πεδίο των σχέσεων εξουσίας στη μικροκλίμακα του τοπικού. Μέσω της στοχευμένης δόμησης ενός φριχτού επινοημένου συμβάντος και της ενορχηστρωμένης διάχυσης του, διαμορφώνεται σταδιακά ένα πεδίο έμμεσων εξουσιαστικών σχέσεων, εντός του οποίου η βία αποσπάται μεν από το στενό εννοιολογικό προσδιορισμό της σωματικής βλάβης, αποκτά, ωστόσο, σημαίνουσα συμβολική διάσταση. Έτσι, ο ρυθμιστικός της ρόλος ως προς τη συγκρότηση κοινωνικών δικτύων υποστήριξης της ΧΑ, ενισχύεται από τα σύνδρομα πανικού και ανασφάλειας που παράγει η λειτουργία του μύθου μέσω κατασκευασμένων αναπαραστάσεων για τον επικίνδυνο «ξένο» που ριζώνουν βαθιά στις ανθρώπινες συνειδήσεις και κατ’ επέκταση στις κοινωνικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η αδιάλειπτη συγκρότηση και ανασυγκρότηση μιας ρητορικής δαιμονοποίησης και στιγματισμού του διαφορετικού «Άλλου», μέσα από τον μύθο, προβάλλει αναγκαία».[2]

Η ΧΑ επιχειρεί να συγκροτήσει το δικό της «κοινωνικό» βιόκοσμο του μίσους.

Κάνουμε λόγο για τη διαμόρφωση ενός τύπου και προτύπου εξουσίας το οποίο και χαράζει τα όρια δράσης της Χρυσής Αυγής στη μικροκλίμακα του κοινωνικού πεδίου. Η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή επιχειρεί να συγκροτήσει το δικό της «κοινωνικό» βιόκοσμο του μίσους, τους δικούς της θύλακες επιρροής.

Ο «χώρος» (περιοχές και συνοικίες της Αθήνας και του Λεκανοπεδίου Αττικής, η ίδια η πόλη ως χώρος συναίνεσης και έκφρασης ταξικών σχέσεων-ιδεολογικής κυριαρχίας), της Χρυσής Αυγής είναι ο κάθε φορά χώρος της επιδίωξης απόσπασης κοινωνικής συναίνεσης διά των αφηγήσεων του μύθου και των πολλαπλών εκφάνσεων της ασκούμενης βίας, μίας βίας που μετασχηματίζεται σε κοινωνικά «άναρχη», (ασκούμενη σε όλους όσοι διαφέρουν Αξιακά και Φυλετικά) και σε σωματικά «ελεγχόμενη» διαμέσου της έκχυσης των δόσεων της φυσικής εξόντωσης, εκεί όπου λαμβάνει χώρα η επιδίωξη τραυματισμού ή φυσικής εξόντωσης των ποικιλώνυμων ‘αντιπάλων’.

Επιδιώκοντας να διευρύνουμε μία μαρξιστική προσέγγιση του φασιστικού φαινομένου και της Χρυσής Αυγής, θα λέγαμε πως το νεοναζιστικό μόρφωμα αποτελεί τον δεσπόζον και δομικό «κρίκο» στην αλυσίδα της επιδίωξης ρατσιστικοποίησης-φασιστικοποίησης του πεδίου του κοινωνικού, «κομματική» συσσωμάτωση που συστηματοποίησε, ρύθμισε και οργάνωσε μία λανθάνουσα και υφέρπουσα τάση ρατσιστικοποίησης τμημάτων κοινωνικών τάξεων, η οποία προϋπήρχε της κρίσης. Η ίδια η κρίση νοείται και ορίζεται ως μηχανισμός αναδιανομής πλούτου και ισχύος από τα «κάτω» προς τα «άνω», ως «πλέγμα» αναδιάταξης και αναδιαμόρφωσης των ορίων της αστικής κυριαρχίας.

Όπως επισήμανε με ενάργεια ο Νίκος Πουλαντζάς: «Σχετικά με το συνασπισμό εξουσίας, η συγκυρία των φασισμών και οι αρχές της διαδικασίας εκφασισμού αντιστοιχούν σε μια κατάσταση που θα ορίζαμε ως κρίση κομματικής εκπροσώπησης. Μ’ άλλα λόγια, διαπιστώνουμε ρήξη της σχέσης ανάμεσα σε άρχουσες τάξεις και τμήματα κυρίαρχων τάξεων και τα πολιτικά τους κόμματα. Η ρήξη αυτή πραγματοποιείται ταυτόχρονα τόσο στο επίπεδο της εκπροσώπησης μέσα στο κρατικό σύστημα όσο και στο οργανωτικό πεδίο».[3]

Η ΧΑ επιδίωξε να καταστεί η συσσωμάτωση εκείνη που συνυφαίνει την κρίση ως δεσμός ανάκτησης και συγκρότησης ενός συνασπισμού εξουσίας.

Στα χάσματα και στα ιστορικά διάκενα της κρίσης, υπό το καθεστώς μίας βαθιάς «ιστορικοποίησης» του γίγνεσθαι, του πολιτικού πεδίου, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή λειτούργησε ως ο τακτικός και συστηματικός «ενδιάμεσος» δρων όχι απλά υπέρβασης της κρίσης κομματικής εκπροσώπησης, ήτοι της κρίσης αντιπροσώπευσης και άρθρωσης στην δομική-κρατική «σφαίρα» κοινωνικών συμφερόντων. Πέρα από αυτό το πλαίσιο, επιδίωξε να καταστεί η συσσωμάτωση εκείνη που συνυφαίνει την κρίση ως δεσμός ανάκτησης και συγκρότησης ενός συνασπισμού εξουσίας που δεν θα την περιλαμβάνει απλά ως τον ενδιάμεσο κρίκο, αλλά ως το βασικό και μείζον δρων-παίγνιο.

Αυτός ο «κόμβος φασιστικοποίησης» διατρέχει τις γωνίες της απωλεσθείσας «υλικότητας» αναπαραγωγής συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων, καθιστώντας τον εκ-φασισμό πεδίο όχι μίας απλής κοινωνικής στάσης, αλλά ως το επιστέγασμα και τον τερματικό σταθμό της κοινωνικής-πολιτικής πορείας της.


 [1] Βλ. σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, (2015), ‘Αντλώντας από τις δεξαμενές της Δεξιάς. Εκλογικά κάστρα και ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής’, στο, Γεωργαράκης Ν.Γ & Δεμερτζής Ν. (επιμ.), ‘Το πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού’, Gutenberg/Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 2015, σελ.220-221.

[2] Βλέπε σχετικά, Πέτρου Μιχάλης, Κανδύλης Γιώργος & Βακαλόπουλος Κώστας, ‘Μυθοποιητική αφήγηση και κουλτούρα βίας. Ερμηνεύοντας την υποστήριξη της Χρυσής Αυγής στην Ελληνική περιφέρεια,’, στο, Δεμερτζής Νίκος & Γεωργαράκης Ν.Γ, (επιμ.), ‘Το πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η αποδόμηση του πολιτικού’, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 256-257.

[3] Βλ. σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό’, Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 79-80.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Felix Nussbaum (1904 - 1944), House in Osnabrueck

 

Ανδρονίδης, Σίμος

Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1984. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τις πολιτικές ιδεολογίες, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του δικτύου ανάλυσης πολιτικού λόγου, του δικτύου μελέτης των ελληνικών εκλογών και του Greek Politics Specialist Group.