«Μεταρρυθμίσεις» αυτή η τόσο φορτισμένη λέξη. Η αλήθεια είναι ότι από τις απαρχές της κρίσης, ίσως και λίγο νωρίτερα, κατ’ επανάληψη είχε διατυπωθεί η άποψη από πολιτικούς και αναλυτές ότι η Ελληνική οικονομία έχριζε μεταρρυθμίσεων ώστε να αποκαταστήσει τη χαμένη της ανταγωνιστικότητα, πλην όμως κάποιων αποσπασματικών προσπαθειών (με πιο αξιόλογη ίσως της κας Διαμαντοπούλου στην παιδεία), ελάχιστες μεταρρυθμίσεις πραγματικά προχώρησαν, ώστε να αλλάξουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, παρά την προφανή χρεοκοπία του οικονομοκοινωνικού μας συστήματος.
Είναι βέβαια σαφές ότι μεταρρυθμίσεις σημαίνουν αλλαγές και οι αλλαγές αν μη τι άλλο, δημιουργούν κοινωνικές ανακατατάξεις, όχι πάντα ευπρόσδεκτες. Ο χώρος της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας ειδικότερα αν και είχε επιχειρήσει κατά διαστήματα στην ιστορία του, τις μεγαλύτερες ίσως τομές στην ελληνική κοινωνία, δεν είχε πραγματικά αποφασίσει αν ήθελε να πραγματοποιήσει πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονταν τα τελευταία χρόνια, ή τέλος πάντων δεν έδειχνε να έχει τις δυνάμεις να τις υπερασπιστεί κάτω από την πίεση της κρίσης. Θα πρέπει δε να συνυπολογίσουμε ότι σε ένα μέρος της κοινωνίας η έννοια δαιμονοποιήθηκε καθώς ως μεταρρύθμιση λογιζόταν (αρνητικά), οποιοδήποτε μέτρο της τρόικας.
Μεταρρυθμίσεις σημαίνουν αλλαγές και οι αλλαγές δημιουργούν κοινωνικές ανακατατάξεις, όχι πάντα ευπρόσδεκτες.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μείζον πρόβλημα αποτελούσε και αποτελεί η πολυδιάσπαση του ευρύτερου χώρου και η επιλογή των πολιτικών των ισορροπιών. Έτσι μπορεί ναι μεν ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος να προωθούσε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ή ακόμα και να τις έβαζε στα πολιτικά προγράμματα των διαφόρων κομμάτων που τον απάρτιζαν, αλλά αυτές αμέσως μετά ξεχνιόντουσαν. Οι περισσότερες μεταρρυθμιστικές θέσεις άλλωστε γίνονταν μάλλον επιφανειακά και ελάχιστες φορές μετατρέπονταν σε συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα και αυτά τα λίγα που δημιουργούσαμε δεν τα διεκδικούσαμε με την απαιτούμενη επιμονή και μαχητικότητα.
Πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει αντιληπτό επίσης ότι η έννοια των μεταρρυθμίσεων ενώ δύναται να είναι θετική, από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει μια ολόκληρη πολιτική πρόταση. Αποδείχθηκε ήδη προβληματικό το να ταυτιζόμαστε με αυτό τον όρο αποκλειστικά, καθώς έτσι μπόρεσε και ο κος Μητσοτάκης από ό,τι φαίνεται να διεισδύσει σε ευρύτερα κεντρώα κοινά, διότι έβαλε μπροστά την ιδέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με το πολιτικό του στίγμα, χάρη σε μια εξαιρετική επικοινωνιακή επαναχωροθέτηση του εαυτού του. Είναι δε ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι πλέον ακόμα και από τη πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ συχνά μιλάνε για μεταρρυθμίσεις. Άρα είναι μάλλον προφανές ότι η έννοια πολιτικά δεν είναι επαρκής.
Από την άλλη πλευρά, οι μεταρρυθμίσεις δηλαδή οι αλλαγές επί παγιωμένων κοινωνικοοικονομικών καταστάσεων προς την πρόοδο, είναι ένα στοιχείο πολιτικής επιλογής έναντι της στασιμότητας, το οποίο όμως για να είναι πολιτικό αντικείμενο χρειάζεται επιπροσθέτως την ιδεολογική αφετηρία και βέβαια ένα σχέδιο που θα καλούνται να εξυπηρετήσουν. Όταν θες να μεταρρυθμίσεις μια οικονομία το κάνεις γιατί βλέπεις τι θα πρέπει να γίνει στη χώρα για να επιβιώσει, σε δέκα ή είκοσι χρόνια.
Όταν θες να μεταρρυθμίσεις μια οικονομία το κάνεις γιατί βλέπεις τι θα πρέπει να γίνει στη χώρα για να επιβιώσει, σε δέκα ή είκοσι χρόνια.
Και βέβαια, όταν έχεις ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο, είναι λογικό να έχεις κάποιες προτεραιότητες, ξέρεις για παράδειγμα ότι επιδιώκεις την παραγωγή πλούτου με σκοπό εν τέλει την αναδιανομή του, ενώ παράλληλα προσπαθείς να διαμορφώσεις τις ελάχιστες συνθήκες ασφαλείας για αυτούς που λόγω των αλλαγών βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, σε αντίθεση με το φιλελεύθερο μοντέλο, που πιστεύει ότι μόνη της η αυτορρύθμιση της αγοράς και η ελαχιστοποίηση του κράτους επαρκεί ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Οπότε οφείλει πρώτα ο πολιτικός χώρος να προσδιορίσει τις μεταρρυθμίσεις που του ταιριάζουν βάσει του οράματός του για την ελληνική κοινωνία, πριν ζητήσει από την ελληνική κοινωνία να τις ενστερνιστεί.
Να το πω αλλιώς, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εξυπηρετούν έναν στόχο ακριβώς για να μπορούν να αποδώσουν και πολιτικά, θα πρέπει να τονίσουμε άλλωστε ότι ο στόχος δεν είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές καθ’ αυτές, αλλά το αποτέλεσμα αυτών. Το να λέμε ότι χρειάζεται αξιολόγηση π.χ. το δημόσιο, μόνο του δε λέει τίποτα. Το να εξηγούμε ότι θέλουμε να φτιάξουμε ένα λειτουργικό δημόσιο που θα είναι δίπλα στον πολίτη που έχει ανάγκη, με δημοσίους λειτουργούς που θα κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Δηλαδή δεν θα πρέπει να υποτιμούμε τον ρόλο της κωδικοποίησης και της επικοινωνίας της ανάγκης για μεταρρυθμίσεις και κυρίως – το τονίζω ξανά – του αποτελέσματος. Κοινώς, οι μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν πολιτικές θέσεις, αλλά το όχημα για να εξυπηρετήσεις τις πολιτικές σου θέσεις.
Να μην υποτιμούμε το ρόλο της επικοινωνίας της ανάγκης για μεταρρυθμίσεις και κυρίως του αποτελέσματος.
Και κακά τα ψέματα με εξαίρεση τη καθόλα σεβαστή περίοδο όπου ζητούσαμε να μπούμε στη Νομισματική Ένωση και θελήσαμε να εκσυγχρονίσουμε σε ένα βαθμό την οικονομία μας, έχουμε ξεχάσει ουσιαστικά εδώ και πολλά χρόνια σαν έθνος, (αλλά και σαν πολιτικός χώρος) να φιλοδοξούμε, να έχουμε ουσιαστικούς εθνικούς στόχους. Το πολιτικό σύστημα συνολικά έχει καταλήξει σε απλό διαχειριστή των διαφόρων κοινωνικών συνόλων και των ανάλογων αιτημάτων. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Πρόβλημα βέβαια δεν υπάρχει μόνο σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτή την ιστορική φάση η ίδια η Ευρώπη έχει σοβαρότατες αδυναμίες ως προς την ανταγωνιστικότητά της και δυσκολίες προσανατολισμού μπροστά στη νέα εποχή. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου κυριαρχούν συντηρητικές αντιλήψεις ως προς τη διακυβέρνησή της και κυριαρχεί ένας στείρος οικονομισμός ο οποίος όμως δεν επαρκεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής και δεν αναδιανέμει ουσιαστικά τον παραγόμενο πλούτο. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα έχει πρακτικά ένα μεγάλης κλίμακας διμέτωπο αγώνα, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Στα πρότυπα ίσως του αγώνα που δίνει ο Ρέντσι στην Ιταλία.
Έχουμε την ευκαιρία να επιβιβαστούμε σε ένα άλλο πιο γρήγορο "τρένο", με το οποίο θα φτάσουμε το επίπεδο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.
Παρόλα αυτά σε μια εποχή αναστάτωσης, δεν υπάρχουν μόνο τα προβλήματα υπάρχουν και οι ευκαιρίες πάνω στις οποίες θα πρέπει να χαραχθούν οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές του χώρου μας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις δημιουργούν μια κατάσταση όπου η τεχνολογική αυθεντία του παρελθόντος δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη εχέγγυο μελλοντικών προοπτικών και η έλλειψη τεχνολογίας στο παρελθόν δεν σου απαγορεύει την ανάπτυξη στο μέλλον. Οι νέες δε τεχνολογίες μεταβάλλουν και τις παραγωγικές δομές, τόσο σε ελληνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα (π.χ. 3d printing, cloud business κλπ). Επίσης, οι κοινωνικές τάξεις και διαστρωματώσεις αλλάζουν θεμελιακά με την εργατική τάξη να μειώνεται σε μέγεθος και με μια νέα, το πρεκαριάτο, να αποκτά όλο και μεγαλύτερο μέγεθος αλλά και ανάγκες εκπροσώπησης. Άρα και το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της χώρας μας, αν και εντός Ε.Ε. δεν μπορεί να αποτελεί απλώς μια προσπάθεια να «καλύψουμε το χαμένο έδαφος», αλλά να τοποθετήσουμε απευθείας την κοινωνία μας στον 21ο αιώνα.
Μπορεί κατά μια έννοια το τρένο της οικονομικής και κοινωνικής ιστορικής πορείας που είχαν διανύσει αρκετά ευρωπαϊκά κράτη τις προηγούμενες δεκαετίας να το χάσαμε, αλλά έχουμε την ευκαιρία να επιβιβαστούμε σε ένα άλλο πιο γρήγορο, με το οποίο θα φτάσουμε το επίπεδο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι : Victor Brauner (1903 – 1966), Reconstruction de l'Être aime