Ομιλία Γιώργου Σκαμπαρδώνη, στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη» με αφορμή την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Επίκεντρο του βιβλίου «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης 1974-2024» που περιλαμβάνει τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, το Σάββατο 2.11.2024 στο Φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών)*
Π. Παπασαραντόπουλος: Ευχαριστούμε την κα. Παναγιωτίδου, το λόγο έχει ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης που θα μας μιλήσει για την ατμόσφαιρα και τον πολιτισμό της Μεταπολίτευσης.
Γ. Σκαμπαρδώνης: Παναγιώτατε, κ. Βενιζέλο, υπουργοί, δήμαρχοι, αγαπητοί βουλευτές, κ. Ανδρεάδη, αγαπητοί φίλοι, έβλεπα προχθές μία ταινία με τον Τσώρτσιλ και όταν ήρθα εδώ διαπίστωσα ότι είναι ο χώρος ακριβώς ίδιος με το αγγλικό κοινοβούλιο, δηλαδή ιδανικό μέρος για να κολλήσεις COVID. Ελπίζω πως οι περισσότεροι είμαστε εμβολιασμένοι. Εγώ εμβολιάστηκα προ εβδομάδος και για τη γρίπη ενόψει της παρουσίασης, διότι περνάμε τον ανθό των γηρατειών μας και πρέπει να προσέχουμε.
Θέλω να ευχαριστήσω λοιπόν τον Ευάγγελο Βενιζέλο που μου ζήτησε να παρουσιάσω την «Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», αυτόν τον πολύ ωραίο τόμο που εξέδωσε ο Παπασαραντόπουλος και αντιστοιχεί σε ένα πολύ ρωμαλέο και σημαντικό συνέδριο. Μου είναι πολύ ευάρεστο να το κάνω, να παρουσιάσω την «Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», γιατί ποιος δεν αρέσκεται στις καμπύλες εξάλλου; Παλιότερα υπήρχε μεγαλύτερη αρέσκεια για τις καμπύλες αλλά έχουν αλλάξει οι καιροί, όλα εξαρτώνται από το κλίμα, από την ψυχολογία, από το αεράκι της μόδας που φυσάει σε κάθε εποχή.
Προσπαθώντας να γράψω προ ετών ένα βιβλίο για την κατοχή, μελέτησα διάφορους κοινωνιο-ψυχολόγους εκείνης της εποχής και ανακάλυψα τα εξής απίστευτα: ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αυξήθηκαν οι θάνατοι βέβαια, αλλά ελαχιστοποιήθηκαν οι αυτοκτονίες. Επίσης εξαφανίσθηκαν όλες οι περίφημες ψυχικές ασθένειες πολυτελείας, η κατάθλιψη, η μανιοκατάθλιψη, ο διπολισμός, η υστερία, ακόμα και εκδοχές της σχιζοφρένειας. Και τι συνέβη; Εμφανίσθηκε μία νέα γενικευμένη συλλογική ψύχωση. Και ποια ήταν αυτή; Το φαϊ. Τι θα φάω; Τι θα φάω; Η μόνη έγνοια όλων των ανθρώπων ήταν, τι θα φάνε και εάν διαβάσετε τα ημερολόγια του Γιώργου Ιωάννου και άλλων συγγραφέων, κάθε ημέρα δεν γράφουν τίποτα άλλο. Γράφει ο Ιωάννου, το πρωί έφαγα μισή φέτα ψωμί, το μεσημέρι λίγα ρεβίθια στο συσσίτιο, το βράδυ δεν έφαγα τίποτα. Την άλλη ημέρα, έφαγα αυτό, δηλαδή όλες οι σελίδες κατά μέγιστο ποσοστό είναι καλυμμένες από αυτή τη συλλογική ψύχωση της πείνας που είχε επιβληθεί από τα γερμανικά στρατεύματα. Οι οποίοι Γερμανοί είχαν μελετήσει προηγουμένως ότι για να καθυποτάξεις έναν λαό δεν φθάνουν ούτε τα όπλα ούτε η τρομοκρατία ούτε οι εκτελέσεις, και πως με έναν τρόπο τον υποτάσσεις ολοκληρωτικά: με την πείνα. Γιατί η έλλειψη φαγητού σε οδηγεί σε αρχέγονη, ενστικτώδη κατάσταση, οπότε ακυρώνεται η συνείδηση και τα ηθικά εμπόδια. Φθάνεις στην πρωτογενή αποκτήνωση. Και δείτε κάτι άλλο εξωφρενικό που εμφανίσθηκε στην κατοχή: παρά το ότι δεν υπήρχαν τρόφιμα και ποτά, γλεντούσαν πολύ περισσότερο οι άνθρωποι. Και πώς γλεντούσαν; Μαζεύονταν στα σπίτια με μία φέτα ψωμί, με μία σαρδέλα και λίγο κρασί και διασκέδαζαν κάνοντας έτσι αντίσταση στην απειλή του θανάτου, στον φόβο, στην τρομοκρατία.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας γνωρίζουμε όλοι ότι όσοι εν πάση περιπτώσει συνομιλούσαν περισσότερο ή λιγότερο με τα συμβαίνοντα, είχαν το αίσθημα ενός δεμένου σκύλου που περιμένει τη φόλα του χωροφύλακα. Με την ανατροπή, με την έλευση της Μεταπολίτευσης, προέκυψε αίφνης ένα φαινόμενο εκρηκτικής δημιουργικότητας λες και μας είχαν κλεισμένους δέκα χρόνια στο Γκουαντάναμο. Δηλαδή ήθελαν όλοι να ξεχυθούν στην επιχειρηματικότητα, στην τέχνη, στην αναζήτηση, στην αυτοπραγμάτωση, να βρουν τον εαυτό τους, να δημιουργήσουν. Ήταν ένα συναίσθημα σχεδόν ίδιο ή ανάλογο με αυτό που συνέβη μετά την παρέλευση της κατοχής και του εμφυλίου, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ελπίζουν, να έχουν μία πίστη, κάποια αισιοδοξία. Όπως συνέβη και στον μεσοπόλεμο, δηλαδή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που οι άνθρωποι ήταν πλέον βέβαιοι πως ποτέ πια δεν ξαναγίνει πόλεμος. Έλεγαν, μέχρι εδώ. Πίστεψαν ότι η παραφροσύνη του ανθρώπου έχει παρέλθει και από εδώ και πέρα θα ζήσουν μία ειρηνική, δημιουργική, χρυσή περίοδο.
Υπήρχε λοιπόν η ίδια αίσθηση ελευθερίας κι αισιοδοξίας, ένα αεράκι κυρίαρχο, σαρωτικό στην πόλη. Και μιλώντας για την πόλη κατά συνεκδοχή εννοείται και όλη η χώρα, περισσότερο ή λιγότερο, συνέβαιναν, δηλαδή, τα ίδια παντού. Είδαμε μετά, το 1974 που είναι το ένα σκαλοπάτι, το δεύτερο κατώφλι είναι το 1981 με τη νίκη του Ανδρέα και την αλλαγή των δομών και της οικονομίας, να δημιουργούνται στην πόλη πάρα πολλές παρέες, να γεννιούνται νέα επίκεντρα και στέκια, στο χώρο του πολιτισμού, να παθιάζονται, να παίρνουν φωτιά οι εφημερίδες - χώρος που έχω ζήσει προσωπικά κι εκ των ένδον. Να δημιουργούνται πολλά βιβλιοπωλεία στην Τσιμισκή και όχι μόνο, να πουλάει πάρα πολύ ο Τύπος - όλοι ήμασταν εφημεριδάδες τότε, δεν γυρίζαμε στο σπίτι με λιγότερο από δύο εφημερίδες καθημερινά. Δημιουργήθηκαν πολλές παρέες, σημεία συνάντησης, πατάρια, συναναστροφές κι αλληλοέμπνευση. Γεννήθηκαν δεκάδες εκδόσεις, βγήκαν πολλά κλασικά κείμενα, το «Θεμέλιο», τότε, θυμάστε, την «Εποχή» κι ένα σωρό βιβλία και ξένες μεταφράσεις. Είχαμε μανία, πάθος να μάθουμε τα πάντα με άπληστο τρόπο, να διδαχθούμε τα πάντα, να ανακαλύψουμε τα πάντα. Να πάμε σε όλους τους κινηματογράφους - θυμάμαι ότι ανεβαίναμε στον Αίαντα, στις Σαράντα Εκκλησίες, με χιόνια, βάζοντας στο σαράβαλο Volkswagen αλυσίδες, για να δούμε αφιέρωμα στον τσέχικο κινηματογράφο, ταινίες που τώρα δεν τις βλέπεις ούτε με απειλή περιστρόφου. Ή, να δούμε αφιέρωμα στον ουγγρικό κινηματογράφο. Μετά ακολουθούσε η καθιερωμένη ταβέρνα. Ο Βούγιας τα έχει ζήσει, για αυτό γελά. «Κόμμα και ρετσίνα και άσματα επινίκια…» που λέει ο Νιόνιος.
Παρεμπιπτόντως είπα στον ανιψιό μου πριν από δύο μήνες να βγούμε μαζί έξω –είναι εικοσάχρονος– λέει πού θα με πας; Λέω, στην ταβέρνα, μου λέει, τι να κάνουμε στην ταβέρνα, κομμουνιστές είμαστε; Που σημαίνει, έχουν αλλάξει τα πράγματα. Και καταλαβαίνετε, τότε, πώς είχαν συνδεθεί όλα αυτά, δηλαδή το πάθος για το σινεμά, η πολιτική, η συναναστροφή, η συζήτηση, το ξενύχτι. Ξέραμε τα πάντα, όλο τον ιταλικό σινεμά, Φελίνι, Παζολίνι, Βισκόντι, απέξω και ανακατωτά. Και γαλλική, νουβέλ βαγκ, και πολωνέζικο και σουηδικό και αμερικάνικο σινεμά. Τα θέλαμε όλα. Κι αυτό που λέμε η ταβέρνα, ή το πατάρι, ή το στέκι του Κώστα του Λαχά στον Κοχλία ή του Ιανού ή το στέκι του Παρατηρητή, του Παπασαραντόπουλου, εννοούμε ότι ήταν χώροι διεργασίας, γνωριμίας. Δηλαδή θυμάμαι ότι στον Λαχά, στον Κοχλία, όπου φοιτούσα, ήμουν οικότροφος (διότι είχε και πολύ ωραίο κοκκινέλι Τυρνάβου), έρχονταν κάθε μήνα πολύ μεγάλοι ζωγράφοι από την Αθήνα, περνούσαν όλοι οι διανοούμενοι, περνούσαν πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, και ποιητές. Κουβεντιάζαμε μαζί τους, μαθαίναμε. Το άλλο πολύ σημαντικό είναι ότι το πανεπιστήμιο τότε, κυρίως η Φιλοσοφική και η Νομική που ο Βαγγέλης Βενιζέλος την ξέρει πολύ καλύτερα, το πανεπιστήμιο τότε επειδή χρημάτισα και για μεγάλο διάστημα γραμματέας στην Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρία, η Τέχνη, διαδεχόμενος τον Λαχά τότε, το πανεπιστήμιο ήταν συνδεδεμένο οργανικά και δυναμικά με την καθημερινότητα της πόλης. Oι καθηγητές ήταν διασυνδεδεμένοι με την ζώσα λογοτεχνία, όχι μόνο με το τι κάλτσες φορούσε ο Σικελιανός το 1932 και τι έκανε το 1830 ο Σολωμός. Ο Μαρωνίτης, ο Σαββίδης, μεγάλοι καθηγηταράδες, ο Λίνος Πολίτης, ο Φατούρος, η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, ο Νικονάνος, ο Χρύσανθος Χρήστου, ο οποίος γύριζε όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη –μεγάλος καθηγητής, που μας έκανε θεωρία της Τέχνης, όργωνε τη Μακεδονία και τη Θράκη να βρει νέους μοντέρνους ζωγράφους με φρέσκιες αναζητήσεις, με ρηξικέλευθα έργα και να τους φέρει, να τους εκθέσει στους χώρους της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας. Η οποία Τέχνη τότε να σας θυμίσω ότι είχε πολύ ζωντανά παραρτήματα και σε όλη τη Μακεδονία σχεδόν.
Το πανεπιστήμιο, δεν ήταν σχολαστικό και περίκλειστο, είχε ζωντανή σχέση με την πόλη, με τον κόσμο, με τους φοιτητές, πέραν των μαθημάτων. Θυμάμαι ότι βγαίναμε παρέες τα βράδια, τα θυμάται και ο Βούγιας λόγω της Αθηνάς Γεωργαντά, βγαίναμε με τον Μαρωνίτη και τον Σαββίδη και κουβεντιάζαμε και (με τον δέοντα σεβασμό στους καθηγητές μας) πλακωνόμασταν για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ή για άλλους ποιητές. Αυτό γινόταν νύχτες και νύχτες, δηλαδή οι καθηγηταράδες οι μεγάλοι μιλούσαν για την λογοτεχνία και για επίκαιρα θέματα μαζί μας, κι εκτός πανεπιστημίου. Θυμάμαι, δε, ότι ο Μαρωνίτης μας έφερε στο μάθημα τον Μανώλη Αναγνωστάκη ζωντανά - για εμένα αυτό ήταν πολύ σημαντικό γεγονός. Παρότι ζούσα στην πόλη δεν είχα την τόλμη να προσεγγίσω τον Αναγνωστάκη που ήταν ήδη ένας μύθος, και ο οποίος παρέστη στην αίθουσα – τότε ο Μαρωνίτης μα δίδασκε την τριάδα Αναγνωστάκη, Τίτο Πατρίκιο και Άρη Αλεξάνδρου. Ο Σαββίδης έκανε Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο, Ελύτη. Μιλάμε για πολύ σύγχρονους δηλαδή συγγραφείς και ποιητές, κάτι που δεν γίνονταν παλιά στο πανεπιστήμιο, μιλούσαν κυρίως για τους παλιούς, για τον Προβελέγγιο, για τον Λάμπρο Πορφύρα κ.α.. Υπήρχε κάποια διασύνδεση του πανεπιστημίου με την πόλη που ξεκίνησε λίγο-πολύ το 1957-1958 με ορισμένους καθηγητές και με θεατρικούς, διακόπηκε με την χούντα και συνεχίστηκε στην Μεταπολίτευση οπότε προέκυψε οργασμός για αρκετά χρόνια: παρέες, συναναστροφές, διδασκαλία, αναζήτηση, αλληλοέμπνευση, και πολλές εκδόσεις. Σκεφτείτε ότι στη χούντα είχε 50 εκδοτικούς οίκους και σήμερα έχει 600 και παραπάνω.
Θέλαμε, τότε, να κάνουμε τα πάντα. Και αυτή η περίοδος που έζησε η δική μας η γενιά ήταν πολύ διδακτική. Δηλαδή μάθαμε σινεμά από την παρέα, μάθαμε λογοτεχνία, διαβάσαμε πολιτικό δοκίμιο, ιστορία, - δεν υπήρχε έκδοση που να μην την διαβάζαμε. Εάν έβγαζε βιβλίο ο Γιώργος Ιωάννου, ή ο Τόλης Καζαντζής την άλλη ημέρα το είχαμε αγοράσει, δεν υπήρχε περίπτωση. Μπορεί να μιλούσαμε και δύο ημέρες για μία πρόταση του Προυστ, ή του Σεφέρη, από τα τηλέφωνα. Αυτά τα πάθη σημάδεψαν νομίζω τη δική μας τη γενιά, και δεν ξέρω τώρα πόσο υπάρχει κάτι ανάλογο. Κι όλο αυτό το κλίμα που υπήρχε στην πόλη, και νομίζω όχι μόνο στην πόλη, κορυφώθηκε όπως είπε πριν και ο Ευάγγελος Βενιζέλος αλλά και ο δήμαρχος, ο Στέλιος Αγγελούδης, κορυφώθηκε το 1997 με τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα στην οποία η προσφορά του κ. Βενιζέλου είναι τεράστια. Τότε η πόλη βίωσε έναν καινούριο οργασμό, μία πανδαισία - είπε μία λέξη ο δήμαρχος, δεν τη θυμάμαι πώς την είπε. Η πόλη ξαναγεννήθηκε, έγιναν χιλιάδες πράγματα παντού, παρά τον πόλεμο που υπήρχε βέβαια και τον εμφύλιο μένος που είναι σύμφυτο στη χώρα. Και παρά τα επιτεύγματα, θα θυμάστε τι γινόταν τότε, τι έντονος εμφύλιος πόλεμος γινόταν παράλληλα. Νομίζω, δε, πως η διολίσθηση άρχισε δύο-τρία χρόνια μετά από τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, συνέπεσε βέβαια και η έλευση του ίντερνετ.
Από το ίντερνετ και μετά, κι ακόμα χειρότερα, με την σκυφτή κατήφεια του κινητού, και την πενιχρή δόξα του Facebook άλλαξαν εντελώς τα πράγματα, αποδιαρθρώθηκαν οι παρέες. Κι εμείς βέβαια έχουμε ήδη γεράσει, έχουμε μεγαλώσει. Αλλά αυτό που συμβαίνει τώρα σε σχέση με τότε σου μεταγγίζει μία αίσθηση νεκρομαντείου, αναλογικά με το τι γινότανε στις καλές εποχές της Μεταπολίτευσης, τα πρώτα χρόνια, και όπως είπα και πριν μέχρι και την Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Ελπίζω, βέβαια, κάποια στιγμή να αναγεννηθούμε. Κίνδυνοι εκ των έσω δεν υπάρχουν, πια, αν και ποτέ δεν ξέρεις. Πιο πολύ πρέπει να φυλαγόμαστε από κάποιους άσπονδους φίλους και γείτονες που είναι κρυμμένοι σαν τους Βιετκόνγκ πίσω από τους θάμνους. Να έχουμε το νου μας. Αλλά έτσι, κι αλλιώς, όπως είπε χθες και η Ζιλιέτ Μπινός στο φεστιβάλ κινηματογράφου, μας φυλάει ήδη και ο Άγιος Παΐσιος. Ευχαριστώ πάρα πολύ.-
*Έναρξη από τον Αντιπρόεδρο του Κύκλου Ιδεών καθ. Χρήστο Δερβένη. Υποδοχή από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ Αστέριο Πελτέκη. Χαιρετισμός από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Στέλιο Αγγελούδη. Σχολιάζουν και συζητούν: Για το ιστορικό πλαίσιο ο Κώστας Κωστής, Καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής του ΜΙΕΤ, για τις εκλογικές αναμετρήσεις 1974-2024 στη Θεσσαλονίκη η Γεωργία Παναγιωτίδου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, για την ατμόσφαιρα και τον πολιτισμό της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Συγγραφέας και για την καμπύλη της πραγματικής οικονομίας την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Καρατζόγλου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – Συγγραφέας. Συντονίζει: ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος