Ομιλία Γεωργία Παναγιωτίδου, στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη» με αφορμή την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Επίκεντρο του βιβλίου «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης 1974-2024» που περιλαμβάνει τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, το Σάββατο 2.11.2024 στο Φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών)
Π. Παπασαραντόπουλος: Ευχαριστούμε τον κ. Κωστή που έθεσε όλες αυτές τις αλλαγές στο ιστορικό τους πλαίσιο και δίνουμε το λόγο στην κα. Γεωργία Παναγιωτίδου, διδάκτορα πολιτικής επιστήμης, που θα μας μιλήσει για τις εκλογικές αναμετρήσεις 1974-2024. Κυρία Παναγιωτίδου.
Γ. Παναγιωτίδου: Παναγιώτατε, αξιότιμοι δήμαρχοι, αξιότιμοι βουλευτές, αξιότιμες βουλευτίνες που είστε παρούσες σήμερα, αγαπητέ κ. Βενιζέλο, ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση να είμαι εδώ σήμερα, για εμένα είναι μία πάρα πολύ σημαντική στιγμή που μπορώ να μιλήσω ως ένα νεότερο μέλος αυτής της παρέας για τη Μεταπολίτευση. Να στείλω προφανώς τους χαιρετισμούς του καθηγητή, του Θόδωρου Χατζηπαντελή ο οποίος δεν μπορούσε να παρευρεθεί σήμερα.
Είμαι εδώ για να μιλήσω για τις εκλογές στη Μεταπολίτευση, 50 χρόνια εκλογών, 19 εκλογικές αναμετρήσεις με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, με πολλές διαφορές και ομοιότητες μεταξύ τους, αλλά θα πατήσω επάνω στον τίτλο του βιβλίου που μιλά για την καμπύλη της Μεταπολίτευσης. Η καμπύλη είναι μία γραμμή με κάποιες διακυμάνσεις, αυξήσεις, μειώσεις, είναι όμως μία γραμμή, έχει μία αρχή και συνέχεια. Συνεπώς θα μιλήσουμε για το από πού ξεκινήσαμε στη Μεταπολίτευση και όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί πώς μετεξελίχθηκαν και φθάσαμε στο σήμερα. Πολλές φορές έχουμε τη συνήθεια όλοι σαν άνθρωποι προφανώς να περιοριζόμαστε στο πιο σύγχρονο πλαίσιο, το οποίο για εμάς ειδικά τους νεότερους θα λέγαμε ότι ξεκινά και από την περίοδο της κρίσης, όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής μας ζωής παίρνοντας τα πτυχία μας. Ωστόσο υπάρχει μία συνέχεια, υπάρχει ένα παρελθόν πίσω από αυτό, πίσω από την εποχή της κρίσης και ως συνέχεια πρέπει να μελετούμε και το εκλογικό περιβάλλον.
Δεν έχω συνηθίσει να μιλώ για εκλογές και να κάνω εκλογικές αναλύσεις χωρίς να έχω αριθμούς πίσω μου, σήμερα θα προσπαθήσω να διηγηθώ. Πολύ πρόσφατα, πριν δύο εβδομάδες είχα την τύχη να είμαι στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σε ένα μεγάλο συνέδριο για τη Μεταπολίτευση, εκεί καλύψαμε πάρα πολλές πτυχές, εγώ μίλησα για την εκλογική πορεία της χώρας. Το ζητούμενο σήμερα είναι κατά πόσο η Θεσσαλονίκη απέχει από αυτή την καμπύλη της εθνικής επικράτειας και προσπάθησα να μελετήσω διαχρονικά, από εκλογή σε εκλογή, κατά πόσο η Θεσσαλονίκη μπορεί να διέφερε ως προς τη σύνδεσή της σε συγκεκριμένα κόμματα, σε συγκεκριμένες δυνάμεις. Για την πόλη μας υπάρχουν διάφορα κλισέ τα οποία εστιάζουν κυρίως στο σήμερα, ότι είναι μία πόλη κυρίως με πιο δεξιές αποχρώσεις, που στηρίζει κόμματα τα οποία ανήκουν στο πιο δεξιό άκρο του άξονα, υπάρχει αυτό το κλισέ γενικότερα, κυκλοφορεί για την πόλη. Είναι όντως πραγματικότητα ή είναι ένας μύθος αυτό για τη Θεσσαλονίκη;
Ανατρέχοντας λοιπόν πίσω στο 1974, μία σημαντική αρχική τομή χρονική στη Μεταπολίτευση που συνδέεται με την εμπέδωση της δημοκρατίας, αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά τη χούντα, διαπιστώνουμε ότι η Θεσσαλονίκη σε εκείνο το σημείο, όπως και όλη η εθνική επικράτεια προφανώς, δεν είναι πιο κοντά σε περισσότερο ακραίες δεξιές θέσεις. Ειδικά η Θεσσαλονίκη συνδέεται περισσότερο με μικρότερα κόμματα που έχουν και μία πιο εργατική χροιά. Αυτό συνεχίζεται και το 1977 και θα λέγαμε ότι το διαπιστώνουμε κατά το 1981 και το 1985, το βλέπουμε ακόμα και στις εκλογές των δημάρχων της πόλης οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τον δημοκρατικό προοδευτικό χώρο. Συνεπώς δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι κάτι το οποίο ισχύει από πάντα. Πότε αρχίζουμε και εντοπίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη αρχίζει και έρχεται πιο κοντά σε πιο δεξιές επιλογές; Μετά τη δεκαετία του ‘90 και συγκεκριμένα η πρώτη στιγμή μίας πιο δεξιόστροφης στάσης της πόλης είναι το 1993. Έτσι λοιπόν διασχίζουμε τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, έχοντας μία πόλη η οποία είναι πιο κοντά σε κόμματα μικρότερα και όχι πάρα πολύ κοντά στα μεγάλα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία. Πολλές φορές αυτό συνδέεται και με την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης, την ταξική σύνθεση της πόλης, έχουμε να κάνουμε με μία πόλη η οποία είναι ισχυρή βιομηχανική πόλη, ξεκινά μία αστικοποίηση, αρχίζουμε και μαζεύουμε κόσμο γενικότερα από τους περιφερειακούς νομούς.
Τη δεκαετία λοιπόν στην αρχή του ‘90, ειδικά το ‘93, βλέπουμε μία πολύ ισχυρή σύνδεση της πόλης με την Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, τι συμβαίνει τότε; Η Πολιτική Άνοιξη λοιπόν έρχεται και χαρακτηρίζεται ως ένα μονοθεματικό κόμμα με κύριο αίτημα το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας των Σκοπίων. Εδώ λοιπόν έρχεται και συμπυκνώνεται η ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης η οποία έως τότε έχει αναδειχθεί ως πρωτεύουσα της Μακεδονίας, πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας και όλο αυτό έρχεται και συμπυκνώνεται στην ουσιαστική ταυτότητα της πόλης.
Μίλησαν οι προηγούμενοι ομιλητές και πάρα-πάρα πολύ ωραία έθεσαν όλο το πλαίσιο. Η Θεσσαλονίκη ανέκαθεν ήταν μία πολύ δυναμική πόλη, μία πόλη προσφυγομάνα, μία πόλη με ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα, πολύ κοντά στις αξίες της ελληνικότητας, της ορθοδοξίας, με μία πολύ ιδιαίτερη αγάπη προς την ελληνικότητα και την ταυτότητα του ελληνισμού. Αυτή βέβαια προέρχεται –θα μας μιλήσουν και οι επόμενοι ομιλητές φαντάζομαι για αυτό– και από τη σύνθεση του πληθυσμού η οποία είναι κυρίως προσφυγική, ξεκινά με την ένταξη της πόλης στην εθνική επικράτεια στις αρχές του αιώνα. Μη ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη έρχεται στον ελληνικό κορμό πολύ αργότερα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, εμείς μετρούμε περίπου 100 χρόνια ελληνικότητα σε σχέση με την ευρύτερη ελληνική επικράτεια και έως τότε εκεί, εδώ δηλαδή, ζουν κάποιοι πληθυσμοί οι οποίοι δεν είναι καθαρά ελληνικοί.
Το 1922 λοιπόν με τις προσφυγικές ροές ο Βενιζέλος αποφασίζει ένα μεγάλο σχέδιο, ενέσεις ελληνικότητας στην περιοχή, δίνοντας πάρα πολλά κτήματα, χωράφια και εκτάσεις σε πρόσφυγες ώστε να εγκατασταθούν εδώ και να ενισχύσουν την ταυτότητα της περιοχής, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, όλης της Βόρειας Ελλάδας. Συνεπώς πρέπει να σκεφτόμαστε τη Θεσσαλονίκη ως τον πυρήνα αστικοποίησης όλης της Βόρειας Ελλάδας με τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την έντονη ελληνική και ορθόδοξη ταυτότητά της, την αγάπη της ως προς αυτό και ως προς την τήρηση των πατροπαράδοτων αξιών, αλλά και τη γεωγραφική της θέση. Μη ξεχνάμε ότι είμαστε πολύ κοντά στα σύνορα, άρα μας απασχολούν ζητήματα τα οποία ενδεχομένως νοτιότερα στη χώρα δεν έχουν τόση σημασία.
Έτσι λοιπόν το 1993 ένα ζήτημα πολύ ειδικό, πολύ γεωγραφικά εντοπισμένο που αφορά τη Βόρεια Ελλάδα και τους πληθυσμούς της Θεσσαλονίκης, έρχεται στην επιφάνεια και επιδρά πάρα πολύ σημαντικά στην εκλογική συμπεριφορά της πόλης. Έκτοτε παρατηρούμε όντως ότι η πόλη συνεχίζει να εμφανίζει υψηλότερα ποσοστά σε κόμματα τα οποία θα έχουν ισχυρότερη εθνική φυσιογνωμία, πατριωτική φυσιογνωμία και είναι πολύ περισσότερο κοντά στην εκκλησία και στην ορθοδοξία, δηλαδή σε αυτό που λέμε τον πυρήνα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, συνέχεια έως και σήμερα. Αυτό λοιπόν ξεκινά το ‘93 με την Πολιτική Άνοιξη, γίνεται ακόμα πιο έντονο από το 2000 και μετά, τι γίνεται το 2000; Έχουμε πλέον την ολοκληρωτική πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη νομισματική ενοποίηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα πλέον αναδεικνύεται έντονα το ρεύμα το εκσυγχρονιστικό της ενοποίησης, του κοσμοπολιτισμού που αναφέραμε πριν και εκεί επάνω αναδεικνύονται δυνάμεις οι οποίες εντάσσονται στο αντίθετο ρεύμα κατά του εκσυγχρονισμού, κατά της ενώσεως περισσότερο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, περισσότερο μία εθνική ταυτότητα, εθνικά κέντρα εξουσίας λήψης αποφάσεων. Συνεπώς αρχίζουν αυτές οι δυνάμεις και κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο στο δικό μας γεωγραφικό τόπο εδώ.
Έχουμε την εμφάνιση του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Η Θεσσαλονίκη παραδοσιακά εμφανίζει διπλάσια ποσοστά ενίσχυσης αυτών των κομμάτων σε σχέση με τον μέσο όρο της επικράτειας. Έχουμε όμως ταυτόχρονα και αυτό που σας ανέφερα πριν, δεν είναι ότι απλά η πόλη στηρίζει μικρότερα κόμματα που είναι περισσότερο κοντά στην κλασική εθνική πατριωτική ταυτότητα, αλλά ισχυρά συνδέεται και με κάποια τοπικά χαρακτηριστικά, θα αναφερθώ στο κόμμα του Βασίλη Λεβέντη, θα αναφερθώ σε κόμματα τα οποία έχουν κυρίως στελέχη που προέρχονται από την πόλη. Συνεπώς εδώ βλέπουμε ότι και η ταυτότητα της πόλης ως κάτι ξεχωριστό μετρά πάρα πολύ στην εκλογική επιλογή του Θεσσαλονικιού και της Θεσσαλονικιάς ψηφοφόρου, μετρά πάρα πολύ.
Άρα από τη μία έχουμε την ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης η οποία συνδέεται με περισσότερο εθνικά χαρακτηριστικά, πατριωτικά χαρακτηριστικά και είναι πολύ περισσότερο κοντά στην εκκλησία, αλλά έχουμε να κάνουμε και με μία ταυτοποίηση με κόμματα τα οποία είναι έξω από αυτό που θα λέγαμε συστημικά κόμματα εξουσίας. Συνήθως ψηφίζουμε περισσότερο από τον μέσο Έλληνα ψηφοφόρο, μικρότερα κόμματα που έχουν μία έντονη αντισυστημικότητα και δεν ξέρω εάν αυτό είναι και μία έκφραση της αντίθεσής μας επάνω σε αυτό που λέμε, το σύστημα εξουσίας των Αθηνών, της αδικημένης πόλης που προσπαθεί με κάποιον τρόπο να δείξει τη φωνή της και να σταθεί απέναντι σε αυτά τα συστήματα εξουσίας, άρα στηρίζει δικούς της υποψηφίους, τοπικούς υποψηφίους που αναδεικνύουν την πόλη περισσότερο ως πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας και της Μακεδονίας. Αυτά λοιπόν είναι θέματα που δεν μπορούμε να τα έχουμε έξω από την ατζέντα ποτέ όταν μιλάμε για εκλογική ανάλυση στη Θεσσαλονίκη, είναι μία ιδιαίτερη περιοχή, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερη θεματική ατζέντα.
Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα, από το 2012 και έπειτα μιλάμε για τον μεγάλο εκλογικό σεισμό, ξεκινά μία ξεχωριστή πορεία στην καμπύλη της Μεταπολίτευσης, διπλές εκλογές, υψηλή αποχή του εκλογικού σώματος. Θα λέγαμε ότι από το 2012 και μετά έχουμε μία τελείως ξεχωριστή κατηγορία εκλογικών αναμετρήσεων. Έτσι λοιπόν και η Θεσσαλονίκη δεν διαφέρει σημαντικά από την υπόλοιπη Ελλάδα, ακολουθεί στην ίδια πορεία, αρχίζει και ενισχύει περισσότερο πιο ακραία κόμματα, είτε είναι στην αριστερή πλευρά είτε είναι στη δεξιά πλευρά. Συνεχίζει να στηρίζει τους δικούς της τοπικούς υποψηφίους με κόμματα που προέρχονται από την πόλη και φθάνουμε σήμερα, από το 2019 και μετά να μιλάμε για μία επαναφορά στο κέντρο. Αρχίζει λοιπόν αυτή η τάση που υπήρχε για στήριξη προς πιο ακραίους σχηματισμούς να μειώνεται και να ξαναενισχύεται πλέον η πιο κεντρώα τοποθέτηση στον εκλογικό άξονα.
Η πόλη ωστόσο συνεχίζει να παραμένει εγγύτερα σε επιλογές όπως είναι η Ελληνική Λύση, όπως είναι το κόμμα Νίκη, όπως είναι οι Σπαρτιάτες, όπως είναι η Πλεύση Ελευθερίας. Θέλω να τονίσω ότι η πόλη δεν χαρακτηρίζεται απλά με κλισέ ότι στηρίζει απλά ακροδεξιές θέσεις, η πόλη χαρακτηρίζεται από μία έντονη αντισυστημικότητα, από κόμματα διαμαρτυρίας στα οποία θέλουν να διαμαρτυρηθούν απέναντι σε παγιωμένα συστήματα εξουσίας όπου και εάν αυτά τα κόμματα βρίσκονται. Ωστόσο μία νότα η οποία ενισχύει τον τοπικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης και την ταυτότητά της ως θεσμοφύλακα των ορθόδοξων αξιών και των πατριωτικών αξιών, αυτά τα κόμματα πάντα έχουν μία καλύτερη θέση στην καρδιά του Θεσσαλονικιού ψηφοφόρου.
Αυτή είναι η γενική μου ανάλυση και θα κλείσω και με αυτό, κάτι πολύ ενδιαφέρον παρατήρησα στην ανάλυσή μου, είναι ότι μέχρι το 2000 η Α΄ Θεσσαλονίκης και η Β΄ Θεσσαλονίκης εμφανίζουν διαφορετικές τοποθετήσεις, διαφορετικές συμπεριφορές, από το 2000 και μετά, η Α΄ Θεσσαλονίκης με τη Β΄ Θεσσαλονίκης πλέον έχουν ομογενοποιηθεί και θα λέγαμε ότι παρομοιάζονται ως ίδιες συμπεριφορές, έχουν μία ίδια τοποθέτηση και αυτό για όσους είμαστε κάτοικοι της πόλης τόσα χρόνια ίσως να συνδέεται και με τη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, που πάρα πολλοί κάτοικοι της Α΄ Θεσσαλονίκης μετακινήθηκαν σε περιφερειακούς δήμους και έτσι άλλαξε πάρα πολύ ο χάρτης ο πληθυσμιακός. Αλλά για όλα αυτά τα πληθυσμιακά και την εκλογική και πολιτική κοινωνιολογία θα μας μιλήσουν θεωρώ οι επόμενοι ομιλητές, θα μείνω στο εκλογικό μόνο πλαίσιο. Αυτά από εμένα, σας ευχαριστώ για την προσοχή.
*Έναρξη από τον Αντιπρόεδρο του Κύκλου Ιδεών καθ. Χρήστο Δερβένη. Υποδοχή από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ Αστέριο Πελτέκη. Χαιρετισμός από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Στέλιο Αγγελούδη. Σχολιάζουν και συζητούν: Για το ιστορικό πλαίσιο ο Κώστας Κωστής, Καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής του ΜΙΕΤ, για τις εκλογικές αναμετρήσεις 1974-2024 στη Θεσσαλονίκη η Γεωργία Παναγιωτίδου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, για την ατμόσφαιρα και τον πολιτισμό της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Συγγραφέας και για την καμπύλη της πραγματικής οικονομίας την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Καρατζόγλου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – Συγγραφέας. Συντονίζει: ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος