Τρίτη, 19 Μαρ 2019

Ομιλία Ι. Κονιδάρη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών: "Κράτος και Εκκλησία"

αρθρο του:

Ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων !!!

Προ είκοσι ακριβώς ετών, με τη φράση αυτή, από τον ειρμό της ένατης ωδής που ψάλλεται την εορτή του Ευαγγελισμού, ο προώρως εκδημήσας Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σε κείμενό του της εποχής εκείνης, θέλησε εμφατικά να υπογραμμίσει τη δυσκολία της ενασχολήσεως μη επαϊόντων με τα καθόλου εκκλησιαστικά ζητήματα.

΄Οθεν, αισθάνομαι ότι μου περιποιεί ιδιαίτερη τιμή, η απόφαση του Κύκλου Ιδεών, να μου εμπιστευθεί να είμαι ομιλητής στην αποψινή εκδήλωση, και μάλιστα ενώπιον ενός τόσον εκλεκτού ακροατηρίου. Ευχαριστώ όλους από καρδιάς, όπως επίσης θερμά ευχαριστώ τη συντονίστρια της εκδηλώσεως παλαιά φίλη και Πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ κ. Μαρία Αντωνιάδου για τους φιλόφρονες και λίαν επιεικείς για το πρόσωπό μου λόγους της…

Στον σύντομο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου θα προσπαθήσω να διαζωγραφίσω, σε πολύ αδρές γραμμές, το τοπίο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, όπως αυτό διαπλάσθηκε στην πολυκύμαντη πορεία του νεώτερου ελληνικού κράτους, κινούμενο αενάως μεταξύ διαπάλης και διαπλοκής των δύο θεσμών, για να φθάσω στην ενεστώσα κατάσταση.

Ασφαλώς η συγκυρία της εκδηλώσεως αυτής είναι πολύ ευνοϊκή.

Αφενός, διότι μόλις την παρελθούσα Πέμπτη ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεωρήσεως με την ένταξη και του άρθρου 3 του Συντάγματος, που αφορά στις «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας» στις προς αναθεώρηση διατάξεις, με 151 ψήφους στην πρώτη και 156 στη δεύτερη ψηφοφορία...

Αφετέρου, διότι αύριο συνέρχεται σε έκτακτη συνεδρίαση η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, το σύνολο δηλ. των εν ενεργεία Μητροπολιτών της, προκειμένου να καταλήξει στις τελικές θέσεις της Εκκλησίας στο προσχέδιο συμφωνίας που πρότεινε η Κυβέρνηση σε Αυτήν.

Βέβαια, δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να σημειώσω εδώ ότι το κατεπείγον θέμα της αναγνωρίσεως της Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας παραπέμφθηκε, για δυσκόλως αποκρυπτόμενους λόγους μικροψυχίας έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προσωπικώς του οιακοστρόφου Του, ad calendas graecas, διότι, τάχα μου, δεν έχει γνωμοδοτήσει ακόμη σχετικώς η αρμόδια Συνοδική Επιτροπή(!), ενώ αντιθέτως δύο ολόκληρες ημέρες θα αφιερωθούν σε εκλογές Μητροπολιτών και νέων Βοηθών Επισκόπων, αντιστοίχως... Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου… (Ψαλμ. 140, στίχ. 3)

Οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας στη χώρα μας στρέβλωσαν εξαρχής. Και είναι ανάγκη στο σημείο αυτό να σταχυολογήσω όλως επιλεκτικά και προφανώς ελλειπτικά, κάποιους σταθμούς εκκλησιαστικής πολιτικής για να αναδείξω και να καταδείξω αυτή τη στρέβλωση που ξεκίνησε με την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας…

Με τη, μετά παρρησίας, διαπίστωση ότι ατυχώς, υπάρχει, διαχρονικά, πλήρης άγνοια των εκκλησιαστικών ζητημάτων στους πολιτικούς όλων των παρατάξεων, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, που απλώς επαληθεύουν τον κανόνα.

Οι σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας στη χώρα μας στρέβλωσαν εξαρχής. 

Θα παραλείψω τα Συντάγματα της Επαναστάσεως και θα έρθω κατευθείαν στο Σύνταγμα του 1844, οι περί σχέσεων Εκλησίας και Πολιτείας διατάξεις του οποίου αποτέλεσαν τη μήτρα όλων των μεταγενέστερων συνταγματικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, κατά βάση, και του ισχύοντος σήμερα Συντάγματος του 1975.

Το Σύνταγμα του 1844, «εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», όρισε στα άρθρα 1 και 2 τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, καθορίζοντας, πιθανότατα ανεπιγνώστως, την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα και αυτοκέφαλη…

Και ο μεν προσδιορισμός «επικρατούσα», που επρόκειτο να ταλανίσει γενεές και γενεές νομικών έως και σήμερα, ελήφθη, βεβαίως, αμέσως μεν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822, στο οποίο, όμως, όπως έχει καταδειχθεί, τέθηκε υπό την επίδραση του πρόσφατου τότε Συντάγματος του Ιονίου Κράτους, του έτους 1817, που χρησιμοποιούσε τον όρο “dominante” για δύο θρησκείες, τόσο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη θρησκεία δηλ. της πλειονότητας των πολιτών, όσο και για την Αγγλικανική Εκκλησία, τη θρησκεία δηλ. του Ηγεμόνα, προκειμένου να θέσει σε τρίτη μοίρα τη Ρωμαιοκαθολική και τελευταία την Εβραϊκή…

Εξ ετέρου ο προσδιορισμός αυτοκέφαλη ήταν, επίσης, έωλος, διότι, μετά την πραξικοπηματική, «αυτογνώμονα», ανακήρυξη της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος ως «αυτοκέφαλης» από του Βαυαρούς, το 1833, δεν είχε υπάρξει ακόμη συνεννόηση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το μόνο κανονικώς αρμόδιο να ανακηρύξει την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Είναι δε εξόχως σημαντικό ότι όταν, μετά πολλών κόπων και βασάνων, πραγματοποιήθηκε αυτό και με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, επιτέλους, ανακηρύχθηκε (εξ υπαρχής) η Αυτοκεφαλία, ρητώς ορίσθηκε, ως ΄Ορος του Τόμου, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικείται από Σύνοδο με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Αθηνών (άρα δεν έχει «Πρώτον») και μάλιστα «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».

Συνεπώς, με τον Τόμο του 1850 καθιερωνόταν ήδη στην τότε Ελλάδα ένα σύστημα σαφούς διακρίσεως Πολιτείας και Εκκλησίας, που όμως δεν πρόλαβε να στεριώσει, διότι δύο μόλις έτη αργότερα το ελληνικό κράτος, με την ανοχή της ελεγχόμενης από αυτό διοικήσεως της Εκκλησίας, με δύο νόμους του 1852 (Σ΄ και ΣΑ΄), επανέφερε την ασφυκτική πολιτειοκρατία…

Το τότε εμπερίστατο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει και να ανακαλέσει τον Τόμο της Αυτοκεφαλίας, ακριβώς επειδή παραθεωρήθηκαν οι ΄Οροι Του από την ελληνική πολιτεία, η οποία αρχικώς με διάφορα τεχνάσματα, τέλος δε κυριολεκτικώς ικετεύοντας είχε ζητήσει την έκδοσή του!

΄Ετσι, η Εκκλησία κατέληξε υποχείριο του Κράτους, που έφθασε μέχρι του σημείου να τη χρησιμοποιήσει ακόμη και ως όργανο αντεγκληματικής πολιτικής, καθιερώνοντας νομοθετικώς (Ν. Σ΄/1852 άρθρο Ι΄), κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, τη δυνατότητα επιβολής από τον επιχώριο Επίσκοπο του επιτιμίου του προσωπικού αφορισμού για την αποκάλυψη των υπαίτιων τέλεσης παράνομων πράξεων, εκμεταλλευόμενο τη δεισιδαιμονία του ολιγογράμματου τότε ελληνικού λαού.

Τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844 επανέλαβε αμετάβλητες το Σύνταγμα του 1864, εκείθεν δε και το Σύνταγμα του 1911, με το οποίο φθάσαμε αισίως στον Εθνικό Διχασμό του 1915/1917, με τους εν ενεργεία Αρχιερείς να διαμελίζονται σε μία Σύνοδο υπό τον Μητροπολίτη Αθηνών, η οποία επέβαλε τον μεγάλο αφορισμό, το «ανάθεμα», στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 12.12.1916 και σε άλλη, των λεγόμενων τότε «Νέων Χωρών», με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος και επέπρωτο να προεδρεύσει του «ανώτατου εκκλησιαστικού δικαστηρίου», που καθαίρεσε ή κήρυξε έκπτωτους τους αντιβενιζελικούς Αρχιερείς, όταν επικράτησε και επανήλθε στην Αθήνα ως Πρόεδρος της Κυβέρνησης του ενωμένου πάλι κράτους ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Και ως intermezzo, εν μια νυκτί, για την ικανοποίηση συμφερόντων, το κράτος, με νόμο του 1922, κατήργησε το κανονικό και πατροπαράδοτο Μητροπολιτικό Σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, δηλ. σε Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, εξονομάζοντας, αντικανονικώς, όλες τις Επισκοπές «Μητροπόλεις» και τους αρχιερατεύοντες σε αυτές συλλήβδην «Μητροπολίτες» (άρθρο 2 Ν. 2891/1922) !!!

Παραλείπω για την οικονομία της εκθέσεως μικρές μεταβολές, ιδίως στην αρίθμηση των σχετικών άρθρων, στα Συντάγματα του 1925/1926 και του 1927, που κατ’ ουσίαν υπήρξαν βραχείες παρενθέσεις στη συνταγματική μας ιστορία.

Δεν μπορώ, όμως, να παρακάμψω την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Σεπτεμβρίου 1928, που εκδόθηκε μετά μακρές διαπραγματεύσεις με την ελληνική πολιτεία και την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, με την οποία το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε τη διοίκηση των Μητροπολεών του στις λεγόμενες τότε «Νέες Χώρες», δηλ. την Ηπείρο, Μακεδονία, Θράκη και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, «επιτροπικώς» και «εν τοις επί μέρους», υπό δέκα ρητούς και συγκεκριμένους «΄Ορους».

Της πράξεως αυτής, είχε, όμως, όλως περιέργως προηγηθεί, δύο μόλις μήνες ενωρίτερα, ο Ν. 3615/1928, επί κυβερνήσεων Αλέξανδρου Ζαΐμη και Ελεθερίου Βενιζέλου, που ρύθμιζε ήδη την εκκλησιαστική διοίκηση των Νέων Χωρών και μάλιστα περιόριζε σε τέσσερις τους δέκα «΄Ορους» της Πράξεως, προκαλώντας με τη νέα αυτή στρέβλωση μόνιμη εστία προστριβών στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος, που διαρκεί έως και σήμερα και δυστυχώς οξύνεται τελευταίως και πάλιν...

Με το Σύνταγμα του 1911 φθάσαμε στην 4η Αυγούστου και τη Δικτατορία Μεταξά, η οποία αποδυνάμωσε και τελικώς κατάργησε οριστικά τη συμμετοχή αιρετών λαϊκών στη διοίκηση των Ενοριών και των Μητροπόλεων και την εκλογή των Εφημερίων μετά από καθολική ψηφοφορία των ενοριτών της κάθε Ενορίας.

Η εξέλιξη αυτή έφερε την Εκκλησία της Ελλάδος στη θέση να είναι η μόνη Ορθόδοξη Εκκλησία, αν εξαιρέσουμε τα εμπερίστατα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, όπου εκλεγμένοι λαϊκοί, κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, δεν μετέχουν στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας και περιορίζονται να παρακολουθούν απλώς τα εκκλησιαστικά δρώμενα, λησμονώντας ότι κλήρος και λαός είναι μέλη του σώματος του Χριστού, της όλης Εκκλησίας...

Η ανώμαλη κατάσταση που ακολούθησε, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το νέο εμφύλιο διχασμό, διατήρησε υπό το Σ. 1952 τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας, όπως διαπλάσθηκαν από το Σ. 1844, κάτι που δεν μεταβλήθηκε, προφανώς, ούτε υπό τα «συνταγματικά κείμενα» της δικτατορίας των συνταγματαρχών, εκείνα του 1968 και του 1973.

΄Ετσι, όταν μετά την πτώση της δικτατορίας, με τη Συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 επαναφέρθηκε προσωρινά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, επαναφέρθηκαν αυτοθρόως σε ισχύ και οι διατάξεις για τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας, ουσιαστικώς δηλ. το καθεστώς που ίσχυε απαραλλάκτως από το Σύνταγμα του 1844.

Και όταν, μετά την οριστική επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, ξεκίνησε η διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952, με την κατάθεση τον Ιανουάριο 1975 από την κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή σχεδίου Συντάγματος, εκείνη η στιγμή ήταν, κατά την άποψή μου, το κατάλληλο πολιτικό momentum, όπως το έχω εξηγήσει σε πολλά κείμενά μου, για μια ρηξικέλευθη αλλαγή στις σχέσεις αυτές, το οποίο ατυχώς χάθηκε.

Και τούτο, παρά τις σημαντικές αλλαγές που περιείχε ήδη το πρώτο σχέδιο της Κυβέρνησης Καραμανλή, όπως λ.χ. η απουσία από την κεφαλίδα του Συντάγματος της επικλήσεως της Αγίας Τριάδας, και τις ακόμη πιο προωθημένες θέσεις των κομμάτων της τότε αντιπολιτεύσεως, της Ενώσεως Κέντρου και του Πα.Σο.Κ.

Και αυτό που τελικώς προέκυψε στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 ήταν η επανάληψη της βασικής διατυπώσεως του Συντάγματος του 1844, η «υποβάθμιση», τρόπον τινά, των σχετικών ρυθμίσεων από τα πρώτα άρθρα στο άρθρο 3 Σ., ο διαχωρισμός των περί θρησκευτικής ελευθερίας εδαφίων στο άρθρο 13, κυρίως δε η προσθήκη στο άρθρο 3 μιας, ορθής καταρχήν, αναφοράς στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.

Η προσθήκη αυτή κρίθηκε αναγκαία για να εξευμενισθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις αντικανονικές ρυθμίσεις του Καταστατικού Χάρτη της δικτατορίας, που ήταν έργο του εκλεκτού της, τότε Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄, του Κοτσώνη, με μια διατύπωση, όμως, που η γραμματική ερμηνεία της δημιούργησε, ως και εκ της πάγιας σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, μια ακόμη στρέβλωση και μια νέα αφορμή τριβών με τον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως…

Υποχρεωτικά θα επιχειρήσω στο σημείο αυτό ένα άλμα για να έρθω στην πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 3, όπως κατατέθηκε, υποστηρίχθηκε και τελικώς, έστω οριακά, υπερψηφίσθηκε από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία, μέσα σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης που είναι τελείως αντίθετο με το ίδιο το γράμμα και το πνεύμα των σχετικών με την αναθεωρητική διαδικασία διατάξεων του Συντάγματος που απαιτούν ευρύτερες συγκλίσεις και συναινέσεις.

Την πρόταση αυτή, στην οποία δεν βλέπω ευκρινή την αναθεωρητική διάθεση, και την εντάσσω σε ένα ευρύτερο σχέδιο συμφωνίας με τη διοίκηση της Εκκλησίας, θα τη χαρακτηρίσω, όλως επιεικώς, οξύμωρη. Και το δικαιολογώ ευθύς αμέσως:

Εν πρώτοις διατηρείται η επίκληση της Αγίας Τριάδας στο προοίμιο του Συντάγματος, ακολούθως προστίθεται στην αρχή του άρθρου 3 το εδάφιο «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη» και ευθύς αμέσως έπεται ο βασικός κορμός του άρθρου 3, όπως ισχύει σήμερα, που ξεκινά με τη φράση «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία». Τέλος δε, υπό το άρθρο 3 προστίθεται ερμηνευτική δήλωση ότι «ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας».

Η θρησκευτική ουδετερότητα, όμως, της ελληνικής πολιτείας είναι ήδη δεδομένη ως εκ της ισχύος του άρθρου 13 Σ. που καθιερώνει το μείζον, δηλ. τη θρησκευτική ελευθερία, κάτι πολύ περισσότερο από την ανεξιθρησκεία, τη θρησκευτική ανοχή, που καθιέρωναν ήδη τα πρώτα επαναστατικά Συντάγματα. Καθιερώνει δηλ. ένα δικαίωμα με «ευρύτερο και θετικότερο περιεχόμενο», για να επαναλάβω την κλασική διατύπωση του Αριστ. Μάνεση, που παρέχει αξίωση έναντι της Πολιτείας να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη διαμόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνειδήσεως. Και βεβαίως το δικαίωμα αυτό καθιερώνεται και από σειρά διεθνών συνθηκών, που έχει υπογράψει η χώρα μας, με πρώτη την ΕΣΔΑ (άρθρο 9), που έχουν υπερνομοθετική ισχύ, σύφωνα με το Σύνταγμά μας.

Συνεπώς, η συγκεκριμένη προσθήκη δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό και προφανώς τέθηκε για να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις που προκαλεί στην εκλογική πελατεία του κυβερνώντος κόμματος ακόμη και η διατήρηση της επικλήσεως της Αγίας Τριάδος στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, άξονας της οποίας ορίζεται «η διακριτότητα Κράτους - Εκκλησίας».

Και ήδη ερωτάται, τί δέον γενέσθαι;

Δεν διαθέτω, ατυχώς, ούτε το προφητικό χάρισμα ούτε προορατικές ιδιότητες. Συνεπώς δεν γνωρίζω καν, εάν τελικώς θα γίνει η αναθεώρηση και βεβαίως, εάν τελικώς θα περιληφθεί και το άρθρο 3.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε παλαιότερο άρθρο του (Τα Νέα, 15.11.2018) έκανε ήδη λόγο για το «μυστήριο της θείας οικονομίας» που φαίνεται να λειτουργεί στο ζήτημα της αναθεωρήσεως του άρθρου 3.

Ας μου επιτραπεί, εγώ να επικαλεσθώ τη Θεία Χάρη, «την πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα» και να ευχηθώ να φωτίσει τα μέλη της Αναθεωρητικής Βουλής, που θα προέλθει από τις εκλόγές, έτσι ώστε, μια και τέθηκε τελικώς προς αναθεώρηση το άρθρο 3, με την απαιτούμενη πλέον πλειοψηφία των 180 βουλευτών να ψηφίσουν την ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 3, όπως έχει ήδη σταθερά προτείνει η επιστήμη, προκειμένου να επιλυθεί το χρόνιο ζήτημα ερμηνείας του όρου «επικρατούσα» και αφετέρου να διατυπωθεί ρητά στο Σύνταγμα η ισχύς του συνόλου των διατάξεων του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928, προκειμένου να αρθεί «η πέτρα του σκανδάλου» που ταλανίζει, εδώ και εννέα δεκαετίες, τις σχέσεις Αθηνών και Φαναρίου.

Θα βρεί τη δύναμη η Αναθεωρητική Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές να το πράξει; Το εύχομαι εκθύμως, αλλά πολύ το αμφιβάλλω...

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή και την υπομονή σας.


*Το κείμενο αποτελεί ομιλία του Ι. Κονιδάρη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών "Κράτος και Εκκλησία" (18.3.2019)

Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/663-deftera-18-3-2019-athina-kratos-ekklisia.html 

 

18.3.2019, Κύκλος Ιδεών: Κράτος και Εκκλησία from Evangelos Venizelos on Vimeo.

 

Κονιδάρης, Ιωάννης

Ιωάννης M. Κονιδάρης, ομοτ. καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ